Γιώργος Πλειός, Δημοψηφίσματα και ΜΜΕ, Τόπος 2024, σελ. 244
Βρίσκω την τηλεόραση πολύ παιδαγωγική. Όποτε την ανοίγει κάποιος, πηγαίνω στο διπλανό δωμάτιο και διαβάζω ένα βιβλίο
Γκράουτσο Μαρξ
Έχει γίνει αρκετή συζήτηση σχετικά με το Όχι που έγινε Ναι. Περισσότερο, βέβαια, η διατύπωση εγγράφεται ως σύμβολο μιας εποχής, στην οποία η χώρα μας συνεισέφερε στην παγκόσμια γλώσσα, μετά το pasokification, και την kolotoumba, για να ακολουθήσει αναπόφευκτα το syrizification.
Η συζήτηση, βέβαια, δεν προχωράει ιδιαίτερα γιατί οι «αυτουργοί» της κωλοτούμπας δεν προσέρχονται πραγματικά, αλλά μονίμως υπεκφεύγουν. Είτε παραμένουν στο ΣΥΡΙΖΑ είτε βρίσκονται στον κύριο φορέα υπεράσπισης των πραξικοπηματικών ενεργειών του καλοκαιριού του ’15, στη Νέα Αριστερά, δηλαδή, δεν επιχειρηματολογούν. Υπεκφεύγουν, ενισχύοντας την καταθλιπτική επικράτηση της αιώνιας ΤΙΝΑ.
Στο βιβλίο, που σχολιάζω σήμερα, όμως, ο Γιώργος Πλειός, βασισμένος σε μια συλλογική έρευνα, που πραγματοποιήθηκε από το Εργαστήριο Κοινωνικής Έρευνας στα ΜΜΕ του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ, διερευνά το αντίθετο ερώτημα, το οποίο, ωστόσο, αφορά την ίδια ακριβώς ιστορική στιγμή. Την 5η Ιουλίου του ’15, όταν, πρώτα το Ναι έγινε Όχι, για να γίνει, αμέσως μετά το Όχι Ναι.
Το θέμα του βιβλίου, λοιπόν, είναι πώς, ενώ θεοί και δαίμονες, στην Ελλάδα και στον κόσμο, τα έδωσαν όλα, ενόψει του Δημοψηφίσματος, προκειμένου να επικρατήσει το Ναι στο ερώτημα αν πρέπει να δεχτεί η κυβέρνηση την σαδιστική απέναντι στον ελληνικό λαό, για άλλη μια φορά, πρόταση της ΕΕ, τα πράγματα γύρισαν τούμπα, προς έκπληξη πάντων και πασών. Ειδικά ενδιαφέρεται για τον σχετικό ρόλο των ΜΜΕ, του εργαλείου, δηλαδή, της σύγχρονης προπαγάνδας.
Δεδομένης της συντριπτικής στράτευσης των κυρίαρχων -αλλά όχι μόνο, αν δούμε τον Ριζοσπάστη[1], π.χ.- ΜΜΕ, εφημερίδων, ραδιοτηλεοπτικών και ιστοτόπων, φαίνεται σαν να μην διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο, στο μέτρο, που το αποτέλεσμα υπήρξε εκκωφαντικά αντίθετο με τις επιδιώξεις τους. Το γεγονός ότι τα 2/3 των εκλογέων ψήφισαν υπέρ του Όχι υπήρξε η μεγαλύτερη ήττα του άρχοντος συγκροτήματος στην Ελλάδα σε ολόκληρη την ιστορία της. Συγκυριακή, προσωρινή, ακυρωμένη, εν τέλει, λόγω της τραγικής στροφής της κυβέρνησης, με την εξευτελιστική αποδοχή του 3ου Μνημονίου, αλλά πολύ μεγάλη -σχεδόν τρομακτική για την καπιταλιστική τάξη.
Τα ΜΜΕ, παραδόξως, διαδραμάτισαν -έστω κι αν δεν πέτυχαν τον στόχο τους- καθοριστικό ρόλο στην έκβαση του Δημοψηφίσματος. Χωρίς την απολύτως μεροληπτική παρέμβασή τους, ίσως το αποτέλεσμα να μην ήταν το ίδιο. Μπορεί, ακόμη, και να κυριαρχούσε το Ναι. Η μανιακή τους στάση φαίνεται να ξύπνησε ουσιώδη αντανακλαστικά της πλειοψηφίας, γεγονός που καθόρισε, σε σημαντικό βαθμό, το αποτέλεσμα.
Άλλωστε, με έναν άλλο τρόπο, είχε ξανασυμβεί. Θέλω να πω ότι, από την αρχή της κρίσης, το σταθερό μοτίβο πως, «για όλα φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ», έπαιξε κι αυτό το ρόλο του στην αρχική ενίσχυση του κόμματος, που αποτέλεσε τη βάση, ώστε, αργότερα, να γίνει και η κύρια αντιπολίτευση, στο αντιμνημονιακό κίνημα -και στην θεσμική πολιτική, όμως.
Συνέβαλλε, νομίζω, καθοριστικά και τότε η στάση των ΜΜΕ. Επειδή συχνά λέγεται -πράγμα, που αποτελεί ουσιώδη διάσταση της καθεστωτικής αντίληψης για την πολιτική- ό,τι η εκτόξευση του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε αποτέλεσμα της επιλογής του Τσίπρα να αποδεχτεί την ευθύνη της κυβέρνησης, αξίζει να μείνουμε λίγο παραπάνω σε αυτό. Ισχυρίζομαι, λοιπόν, ότι η «κίνηση Τσίπρα» -που δεν του ανήκε, βέβαια, μια και τα ντοκουμέντα του κόμματος δείχνουν πως η πρόταση για μια κυβέρνηση της Αριστεράς προϋπήρχε- δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα, ίσως να προκαλούσε και θυμηδία, αν δεν είχε προηγηθεί η κατοχύρωση του ΣΥΡΙΖΑ ως της πιο ριζοσπαστικής, σχετικά μαζικής, οργάνωσης της Αριστεράς. Η συμμετοχή του σε όλα τα κορυφαία κινηματικά γεγονότα της περιόδου, από τα Δεκεμβριανά του ’08 έως τους αντιμνημονιακούς εργατικούς αγώνες και τις πλατείες, την υπεράσπιση και στήριξη των μεταναστών στην Υπατία, τον μεγάλο αγώνα στις Σκουριές και χίλια άλλα, τοπικά ή ευρύτερα, ήταν που τον έφεραν σε κυρίαρχη θέση στο πλαίσιο των αγώνων της εποχής.
Η δαιμονοποίησή του από τα ΜΜΕ ήταν που έκανε ορατή αυτή του τη δράση και του έδωσε επιπλέον ώθηση, για να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις.
Στο Δημοψήφισμα επαναλήφθηκε η ίδια δαιμονοποιητική και εκφοβιστική στάση, η οποία οδήγησε και πάλι στο αντίθετο από το επιδιωκόμενο από τα Μέσα αποτέλεσμα. Είχαμε -και αυτό, όπως μας λέει ο Πλειός, είναι και τεχνικός όρος- ένα «φαινόμενο μπούμερανγκ».
Η έρευνα τεκμηριώνει, με σχολαστικά αναλυτικό τρόπο, τη στάση των ΜΜΕ και την ερμηνεύει πειστικά. Επρόκειτο για μια πρωτοφανώς μονοφωνική στάση -στράτευση, καλύτερα.
«Η εν λόγω στράτευση εκδηλώθηκε με πολλούς τρόπους, με κυριότερους:
Πρώτον, την έντονη προπαγανδιστική δράση των περισσότερων παρουσιαστών των τηλεοπτικών σταθμών του κύριου ρεύματος.
Δεύτερον, τη μεθοδευμένη συγκρότηση των εκπροσώπων των κοινωνικών φορέων στις τηλεοπτικές ενημερωτικές εκπομπές της προ-δημοψηφισματικής περιόδου, ώστε να φαίνεται στους τηλεθεατές ότι η μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας συντάσσεται με το Ναι, με σκοπό να επιτευχθεί το φαινόμενο της συστράτευσης με την πλειοψηφία (bandwagon effect).
Τρίτον, την ανταγωνιστική χρήση των διαδικαστικών ζητημάτων περί την οργάνωση του δημοψηφίσματος, αλλά κυρίως των δυνητικών επιπτώσεων του Όχι στις εξωτερικές σχέσεις της χώρας, αλλά και σε διάφορες περιοχές της κοινωνικής και της πολιτικής ζωής.
Έτσι σχηματίστηκε, τέταρτον, μια συνολική εικόνα σαφούς και πιεστικής, έντονα προπαγανδιστικής προς το κοινό, στάσης υπέρ του Ναι, αλλά κυρίως κατά του Όχι. Η κυρίαρχη στάση των Μέσων ήταν η αρνητική κατά του Όχι, η οποία σαφώς πιο έντονη σε σύγκριση με εκείνη υπέρ του Ναι» (σελ. 223).
Το βιβλίο αναλύει, όπως προείπα, ένα πλήθος επικοινωνιακών παραγόντων, που ενίσχυσαν, τελικά, το boomerang effect. Δεν αφήνει εκτός της οπτικής του τους κοινωνικούς, πολιτικούς και πολιτισμικούς παράγοντες, που, σε συναρμογή, παράλληλα ή αντίθετα, με τους επικοινωνιακούς εξηγούν το αποτέλεσμα.
Κάνει, όμως, και κάτι άλλο, που απασχολεί όσους ενδιαφέρονται ενεργά για την πολιτική. Παρουσιάζει, με ευσύνοπτο και κατανοητό τρόπο, τα ερμηνευτικά σχήματα, που αξιοποιεί η επιστημονική έρευνα στην θεματική της επικοινωνίας, προκειμένου να φτάσει σε μια κατανόηση του κόσμου μας, που, όλο και περισσότερο είναι ένας κόσμος των Μέσων. Μια κοινωνία του θεάματος, όπου, εδώ και πολύ καιρό, ο κύριος ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους έχει πάψει να είναι η εκπαίδευση, αφήνοντας την θέση της στα ΜΜΕ.
Το βιβλίο είναι πολύ χρήσιμο για την εξήγηση μιας σημαντικής διάστασης του εξαιρετικού συμβάντος του καλοκαιριού του ’15 κι έτσι ένα εξαιρετικό εργαλείο για την πολιτική δράση. Δίνει δε πολύτιμα εργαλεία για την ανάλυση συνολικά της περιόδου και των μακροχρόνιων επιπτώσεών της.
[1] Η συστημική στάση του ΚΚΕ την συγκεκριμένη περίοδο τεκμαίρεται εύκολα από τα δεδομένα της έρευνας. Είναι ενδεικτικό ότι ο Ριζοσπάστης είχε την πιο αρνητική στάση, από όλες τις εφημερίδες -και τις πιο καθεστωτικές, ακόμα, απέναντι στη διεξαγωγή του Δημοψηφίσματος. Επιπλέον, προέταξε εξακολουθητικά όσα μπορούσαν να δημιουργήσουν έντονο φόβο στον πληθυσμό, όπως τα capital controls, την πιθανότητα κουρέματος των καταθέσεων ή την πιθανότητα αύξησης της ανεργίας ως αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Ειδικά για την πιθανότητα μη -καταβολής μισθών και συντάξεων υπήρξε απόλυτος πρωταθλητής, με ποσοστό 45,7% προβολής αυτού του θέματος, με δεύτερη και καταϊδρωμένη τη Ναυτεμπορική με ποσοστό μόλις 21%!