Ο Θερμαϊκός Κόλπος, ο μεγαλύτερος κόλπος του Αιγαίου Πελάγους, αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα υδατικά οικοσυστήματα της Βόρειας Ελλάδας. Και η προστασία ενός τόσο σημαντικού οικοσυστήματος δε θα μπορούσε παρά να αποτελεί κομμάτι της διαδικασίας προσαρμογής μιας πόλης στις αρχές της ανθεκτικότητας.
Ο Θερμαϊκός αποτελεί ένα θερμό σημείο (hot spot) της Μεσογείου, όπως διαπιστώνει η έρευνα των Γ. Κρεστενίτη, Γ. Ανδρουλιδάκη, Χ. Μακρή, Κ. Κομπιάδου κ.ά, με τη θερμοκρασία των νερών του να έχει αυξηθεί δραματικά τα τελευταία 50 χρόνια λόγω της κλιματικής αλλαγής/κρίσης, προκαλώντας σημαντικές επιπτώσεις σε θαλάσσια είδη και υδατοκαλλιέργειες.
Πιο συγκεκριμένα, όπως αναφέρει ο Γιάννης Κρεστενίτης, ομότιμος καθηγητής Παράκτιας Τεχνικής και Ωκεανογραφίας του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ, «το καλοκαίρι του 2021 είχαμε μια εξαιρετική αύξηση της θερμοκρασίας στα νερά του κόλπου, που οδήγησε σε μεγάλη θνησιμότητα, ακόμα και στις μυδοκαλλιέργειες της δυτικής περιοχής, με τους μυδοκαλλιεργητές να χάνουν πάνω από το μισό της παραγωγής τους».
Πέρα από τις επιπτώσεις στους παραγωγικούς τομείς, όμως, συνέπειες υπάρχουν και στα έμβια όντα του κόλπου – κυρίως λόγω της περιορισμένης ανανέωσης των νερών του – με την άνθιση φυτοπλαγκτού (ερυθρά παλίρροια) και τη συνεπαγόμενη δυσοσμία να συντελεί στη γενικότερη ανησυχητική κατάσταση που βρίσκεται ο Θερμαϊκός (παρά την πρόταση για αναβάθμιση της ποιότητάς του στο προσχέδιο της 2ης Αναθεώρησης των Σχεδίων Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών). Παράλληλα η κατάσταση αυτή δυσκολεύει την καθημερινότητα και επιδεινώνει την ποιότητα ζωής των πολιτών της Θεσσαλονίκης.
Μπορεί πέρσι τον Δεκέμβριο να υπογράφηκε μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ ΥΜΑΘ και ΟΦΥΠΕΚΑ για την προστασία και βιώσιμη ανάπτυξη του Θερμαϊκού, ωστόσο, όπως έχει σημειώσει σε παλαιότερη παρέμβασή του ο κ. Κρεστενίτης, ο επιφανειακός καθαρισμός του κόλπου δεν αρκεί για τη βελτίωση της ποιότητας των νερών του.
Βέβαια, πέρα από την κλιματική κρίση, ο Θερμαϊκός επιβαρύνεται σημαντικά και από ανθρωπογενείς δραστηριότητες. Οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις, οι αποστραγγίσεις αλλά και οι βιομηχανικές δραστηριότητες της περιοχής συμβάλλουν επίσης σε σημαντικό βαθμό στη ρύπανση του κόλπου. Παρά την πρόοδο με τους βιολογικούς καθαρισμούς και την επεξεργασία των αποβλήτων, εξακολουθούν να υπάρχουν ανεξέλεγκτες πηγές ρύπανσης, οι οποίες πρέπει να εντοπιστούν και να ελεγχθούν, σύμφωνα με τον καθηγητή.
Ο ίδιος επισημαίνει στο Alterthess την ανάγκη εκπόνησης ενός ολοκληρωμένου masterplan για τη διαχείριση της ρύπανσης του Θερμαϊκού, το οποίο όμως εδώ και χρόνια εκκρεμεί: «Ξέρουμε ήδη από τα Σχέδια Διαχείρισης των Λεκανών Απορροής της Κεντρικής Μακεδονίας ότι προβλεπόταν ένα masterplan για τον Θερμαϊκό Κόλπο. Ουδέποτε εκπονήθηκε, ουδέποτε σχεδιάστηκε και στη νέα αναθεώρηση των Σχεδίων Διαχείρισης Λεκανών Απορροής αναφέρεται ότι εκκρεμεί και ότι θα εκπονηθεί. Ήδη όμως έχουμε μπει στα μέσα του 2024 και δεν υπάρχει καμία πληροφορία γύρω από αυτό το απαραίτητο από το 2018 διαπιστωμένο masterplan».
Και συνεχίζει λέγοντας πως ένα τέτοιο σχέδιο θα αποτύπωνε με σαφήνεια ποιες πηγές συμβάλλουν στη ρύπανση του κόλπου προβλέποντας ταυτόχρονα και τα ανάλογα μέτρα για τη μείωση των ρύπων, είτε αυτοί προέρχονται από γεωργικές εκμεταλλεύσεις, αποστραγγίσεις, όμβρια κ.λπ. Επιπλέον, κρίνει ως ελλιπείς τις μετρήσεις που γίνονται τώρα από τους σταθμούς του Εθνικού Δικτύου Παρακολούθησης Υδάτων και τονίζει την ανάγκη πύκνωσης του δικτύου.
Πέραν της ρύπανσης, ένα επιπλέον πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο κόλπος της Θεσσαλονίκης είναι η διάβρωση των ακτών του λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας και των αλλαγών των κυματικών καταστάσεων στην παράκτια ζώνη. Και αυτή η διάβρωση δεν είναι καθόλου «αθώα», καθώς, πέρα από το προφανές πρόβλημα της μείωσης της παραλίας, μπορεί να έχει επιπτώσεις και σε τεχνικά έργα κοντά στην ακτή. Και το τελευταίο υπενθυμίζει την απροθυμία της χώρας μας να ενσωματώσει στην εθνική νομοθεσία το πρωτόκολλο της Βαρκελώνης, που απαγορεύει τη δόμηση στα 100 τουλάχιστον μέτρα του πλάτους της παράκτιας ζώνης.
Το φαινόμενο της διάβρωσης στις ακτές του Θερμαϊκού Κόλπου αναμένεται να ενταθεί τα επόμενα χρόνια λόγω της κλιματικής κρίσης. Η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας έχει δημιουργήσει μεν το Παρατηρητήριο για την Πρόληψη και Διαχείριση του Κινδύνου της Διάβρωσης των Ακτών, αλλά δεν έχει ακόμη ανακοινώσει συγκεκριμένα μέτρα ή σχέδια για την αντιμετώπισή της. «Απαιτούνται λύσεις κοντά στη φύση», αναφέρει ο καθηγητής, «όπως η αύξηση του περιθωρίου της ελεύθερης παραλιακής ζώνης, αλλά αυτό δυστυχώς δε φαίνεται να αποτελεί πολιτική προτεραιότητα στην παρούσα φάση».
Ακούστε το podcast «Θερμαϊκός: Βράζει και μολύνεται», όπου συζητάμε αναλυτικά για το θέμα με τον Γ. Κρεστενίτη
Ένα ακόμα ζήτημα που έχει προκαλέσει σφοδρές αντιδράσεις είναι η σχεδιαζόμενη εγκατάσταση Πλωτής Μονάδας LNG στον Θερμαϊκό. Ο κ. Κρεστενίτης επισημαίνει αρχικά ότι μια τέτοια εγκατάσταση έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την ανάγκη απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα και τονίζει τον τεράστιο κίνδυνο του να βρίσκεται ένας τέτοιος σταθμός τόσο κοντά στην πόλη. Επιπλέον, με δεδομένο ότι οι σταθμοί μετατροπής LNG χρησιμοποιούν το νερό της θάλασσας (για τη θέρμανση και την απόψυξη του υγρού αερίου) και το επιστρέφουν σε αυτή, είναι σοβαρό το ενδεχόμενο της επιβάρυνσης των νερών του κόλπου.
Για το συγκεκριμένο θέμα μιλήσαμε και με τον Κώστα Νικολάου, διδάκτορα περιβαλλοντολόγο και πρώην επισκέπτη καθηγητή του ΑΠΘ, ο οποίος εκφράζει σοβαρές ανησυχίες για τα εν λόγω σχέδια. Η εγκατάσταση ενός σταθμού LNG τόσο κοντά στην πόλη μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες (π.χ. πρόκληση φωτιάς). Πέρα από ζητήματα ασφαλείας, όμως, ο κ. Νικολάου θέτει και θέματα ρύπανσης του κόλπου αλλά και ατμοσφαιρικής ρύπανσης (διαρροή μεθανίου και άλλων ουσιών).
Τα σχέδια προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή – στα οποία περίοπτη θέση θα έπρεπε να έχει το ζήτημα της προστασίας του Θερμαϊκού – πρέπει να εκπονούνται σε περιφερειακό επίπεδο. Η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας είναι γνωστό ότι έχει εκπονήσει το Περιφερειακό Σχέδιο Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή (ΠΕΣΠΚΑ). Όμως, σε αυτό το σχέδιο φαίνεται πως δεν είναι «διατυπωμένη με σαφήνεια κάποια ειδική μέριμνα για τον Θερμαϊκό», σύμφωνα με τον κ. Κρεστενίτη. Βέβαια, το μεγαλύτερο πρόβλημα κατά τον ίδιο είναι άλλο:
«Το σχέδιο δεν έχει τύχει της απαραίτητης διαβούλευσης με όλους, με την κοινωνία, με τους επιστήμονες, με τις παραγωγικές τάξεις, έτσι ώστε ο καθένας να έχει συνειδητοποιήσει ποιες είναι οι επιπτώσεις που αναμένονται από την κλιματική αλλαγή, ποια είναι τα μέτρα που πρέπει να παρθούν και βέβαια να έχουμε συναινέσει όλοι στα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, έτσι ώστε αυτή η προσαρμογή να γίνει με τέτοιο τρόπο που να προχωρήσουμε με αισιοδοξία στο μέλλον, αντιμετωπίζοντας την κλιματική αλλαγή».
Έρευνα-επιμέλεια κειμένου: Ιάσων Μπάντιος, Σταυρούλα Πουλημένη, Τηλέμαχος Φασούλας
Η συνέχεια της έρευνας: Οι χαμένες ευκαιρίες για περισσότερο πράσινο στη Θεσσαλονίκη
Η έρευνα του ανεξάρτητου συνεργατικού μέσου Alterthess με τίτλο «Αστική ανθεκτικότητα, κλιματική ουδετερότητα, η περίπτωση της Θεσσαλονίκης» πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ/Παράρτημα Ελλάδας. Δείτε ολόκληρη την έρευνα εδώ.