in

Νεκρή ζωή: Η εκκρεμής φωτοσύνθεση της ελευθερίας. Του Θωμά Ψήμμα

Χαν Γκανγκ, Η χορτοφάγος (μτφρ. από τα κορεάτικα: Αμαλία Τζιώτη), εκδόσεις Καστανιώτη

Η Χαν Γκανγκ τιμήθηκε πρόσφατα με το βραβείο Νόμπελ κι έγινε η πρώτη Νοτιοκορεάτισσα συγγραφέας που κατορθώνει να φτάσει στη συγκεκριμένη διάκριση, ενώ το 2016 είχε λάβει το Διεθνές Βραβείο Booker. Αμφότερα τα βραβεία οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στο μυθιστόρημά της «Η χορτοφάγος».

Στην ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας κατά τη βράβευση της Γκανγκ, ως κύριο επιχείρημα υπέρ της απονομής του βραβείου στην εν λόγω συγγραφέα αναφέρεται «η έντονη ποιητική της πεζογραφία που αντιμετωπίζει ιστορικά τραύματα και εκθέτει την ευθραυστότητα της ανθρώπινης ζωής». Η γειωμένη ποιητικότητα μιας –κοφτερής στο περιεχόμενό της– γλώσσας και, κυρίως, η ευαλωτότητα των καθημερινών ανθρώπων, αναδεικνύονται στο έπακρο στη «Χορτοφάγο». Εξάλλου, κι η ίδια η Γκανγκ βρισκόταν σε μια πολύ δυσάρεστη κατάσταση κατά τη συγγραφή του πιο αναγνωρισμένου έργου της, καθώς υπέφερε από πόνους στον καρπό του χεριού της, αναζητώντας πρακτικούς τρόπους και ψυχική δύναμη για να τα βγάλει πέρα με την αντιξοότητα.

Το εν λόγω μυθιστόρημα δομείται πάνω σε τρία ξεχωριστά μέρη, οιονεί βιντεοσκοπημένα στιγμιότυπα-φέτες νεκρής ζωής, τα οποία, μολονότι θα μπορούσαν κάλλιστα να διαβαστούν και ως αυτοτελείς νουβέλες, συνθέτουν μια κλιμακωτά έντονη αφήγηση με λοξοδρομήσεις στους χρόνους δράσης και αντίδρασης. Τα τρία αυτά κεφάλαια, ως ένα εκ των προτέρων διαρρηγμένο συνεχές, εξελίσσουν την πλοκή, έχοντας ως κοινό παρονομαστή τις μάλλον λυτρωτικές τραγικές καταλήξεις των κομβικών προσώπων. Επιπλέον, δίνουν μια σφαιρική εικόνα στον εσωτερικό διάκοσμο και την ολοένα και πιο σιωπηλή δυναμική των διαπροσωπικών, (κατ’ ουσίαν μονομερών) αλληλεπιδράσεων της αντιηρωίδας ΓιόνγκΧιε με τους οικείους-ξένους της.

«Πριν η γυναίκα μου γίνει χορτοφάγος, ποτέ μου δεν είχα σκεφτεί ότι ήταν ένα άτομο ξεχωριστό».

Ήδη η πρώτη πρόταση κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη και υπόρρητα θέτει τα φλέγοντα ερωτήματα για τις υπαρξιακές συνθήκες των συνηθισμένων ανθρώπων της μεσαίας τάξης και τα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα του ύστερου καπιταλισμού.

Η κατανάλωση κρέατος τόσο σε καθημερινή βάση όσο και σε λουκούλεια γεύματα, ως αναγκαίο συνοδευτικό των εορταστικών εκδηλώσεων, και, πάνω απ’ όλα, ο βαθμός αιματοχυσίας που προϋποθέτει (την οποία απωθούμε ως έναν εφιάλτη ερμητικά σφραγισμένο στο καλογυαλισμένο σεντούκι της ρουτίνας μας) δίνουν στη Γκανγκ την κατάλληλη αφορμή για ένα –στιλιζαρισμένο και διόλου στρατευμένο– κριτικό σχόλιο απέναντι στην αλλοτριωμένη κοινωνία της αφθονίας και τις οικοκτονικές προεκτάσεις της για το σύνολο του έμβιου κόσμου.

Ήδη από την αφετηριακή κυνική διαπίστωση του συζύγου για το πώς βλέπει τη «γυναίκα του» –δηλαδή ως ένα άτομο μη ξεχωριστό, άρα ευχερώς χειραγωγήσιμο στην επιτέλεση του ρόλου της «καλής συζύγου»–, και κυρίως μέσα από τη –συγκλονιστικά αποτυπωμένη– επίμονη προσπάθεια του κακοποιητικού πατέρα να ταΐσει την κόρη του κρέας με το ζόρι, πάντα για το καλό της, μονομερή ενέργεια που πυροδοτεί –φαινομενικά απρόβλεπτες– οδυνηρές εξελίξεις, αναδεικνύεται η ένταση και η έκταση της εμπεδωμένης πατριαρχικής συνθήκης.

Από αυτήν ακριβώς την πατριαρχική κοινωνία προσπαθεί να ξεφύγει η Γιόνγκ Χιε, την οποία εκδηλώνει μέσα από την αλληγορία της χορτοφαγικής της ροπής που μεταλλάσσεται σε εμμονή. Στην εμμονική αυτή απόπειρα να επανερμηνεύσει (κατ’ ουσίαν να ανακαλύψει για πρώτη φορά) τον ορίζοντα του εαυτού της, τίθενται χωρίς ίχνος διδακτισμού τα διαχρονικά καίρια φιλοσοφικά ζητήματα μεταξύ ελευθερίας και ευθύνης (μέχρι ποιόν βαθμό αυτοκαταστροφής και επηρεασμού των άλλων μπορούμε να φτάσουμε για να ικανοποιήσουμε την ελευθερία μας), ή, με άλλα λόγια, μεταξύ επιλογής και ανάγκης. Είναι τελικά η χορτοφαγία η μόνη αληθινή επιλογή που έκανε η αντιηρωίδα στη ζωή της; Ή ακόμα κι αυτή η τόσο ιδιαίτερη εκδήλωση της προσωπικής της αυτονομίας υπαγορεύτηκε από την ανάγκη απόταξης των καταπιεστικών δεσμών; Μήπως δηλαδή ακόμα και ο δρακόντειος νόμος που θέτει στον εαυτό της και στους γύρω της, να μην βάζει κρέας στο στόμα της και να μην βλέπει προϊόντα ζωικής προέλευσης πάνω στο τραπέζι, δεν είναι δική της απόφαση-αυτοσκοπός, αλλά το μέσο που ονειρεύτηκε κάποια μέρα (εξ αντιδιαστολής μες στον διαρκώς παρόντα νυχτερινό εφιάλτη της) για ένα ρεσάλτο στην ανυπαρξία;

Ήλιος, βροχή, λόφοι, βουνά, δέντρα, άνθρωποι μέσα σε τσιμεντένιους τοίχους και πίσω από μισάνοιχτα παράθυρα. Η πολυπόθητη αρμονία μεταξύ ανθρώπου και φύσης έχει διαταραχθεί. Βασική υπεύθυνη γι’ αυτή τη διαταραχή, όμως, δεν είναι η ηρωίδα, η οποία εκδηλώνει την τάση-ψυχική ασθένεια να απωλέσει την ανθρώπινη υπόστασή της («δεν είμαι ζώο πια, αδελφή… Δεν χρειάζεται να τρώω. Μπορώ να ζήσω. Αυτό που χρειάζομαι είναι το φως του ήλιου»), αλλά οι οικείοι-ξένοι της που, προσπαθώντας μάταια να τη συνεφέρουν από τον «παραλογισμό» της, αποζητούν την «κανονικότητα» μέσα σε μια ασφυκτική, με προκαθορισμένους όρους ζην, ανθρωπινότητα, υποκαθιστούν δηλαδή οριστικά κι αμετάκλητα το φως του ήλιου με λάμπες φθορισμού.

Η αδερφή της και ο κουνιάδος της επιζητούν, με τα δικά τους όμως ανεξόφλητα γραμμάτια-απωθημένα, αυτή τη χαμένη ισορροπία ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, μιας και η μεταξύ τους σχέση (δηλαδή η κοινή αναπαράστασή τους ως ζευγάρι στον έξω κόσμο) δεν έχει σφυγμό εν τη γενέσει της, κι έτσι όλα μένουν εκκρεμή και θολά στη ζωντάνια της τέχνης και στην τέχνη του καθημερινού βίου.

Εν κατακλείδι, η «Χορτοφάγος» της Χαν Γκανγκ, ξεκάθαρα αποστασιοποιημένη από μια καθέδρας συσχέτιση (ή αποσύνδεση) του ατόμου και της κοινωνίας, συνιστά ένα –εμπειρικά και αλληγορικά– άρτιο σχόλιο για τις σύγχρονες προκλήσεις στη Σεούλ, αλλά και σε κάθε άλλη μητρόπολη του ανεπτυγμένου δυτικού κόσμου. Κάτω από την γραφειοκρατική και ντιζαϊνάτη οργάνωση του διασυνδεδεμένου κόσμου μας υποκρύπτονται χαοτικές συνάψεις, ριζωμένες διαταραχές μιας ολοένα και πιο στρεσαρισμένης και επισφαλούς μεσαίας τάξης. Πίσω από την τετραγωνισμένη τακτοποίηση των θαλάμων στα σπίτια, στις δημόσιες υπηρεσίες, στις πολυεθνικές εταιρείες, στις ψυχιατρικές κλινικές, στους τόπους-θέατρα της καθημερινότητας, το φόντο κυριαρχείται από ένα εκτυφλωτικά γκριζαρισμένο περιβάλλον με εύθραυστες ψυχές, στερεμένες από οξυγόνο, και αιωνόβια δέντρα ανήμπορα να φωτοσυνθέσουν την ομορφιά.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Έφτασε η ώρα της κοινωνικής εξέγερσης. Του Franco Berardi Bifo

Αίτηση ακύρωσης στο ΣτΕ για να ακυρωθεί η ΚΥΑ για την τιμολόγηση του νερού