Ο φεμινισμός, στην πιο δημιουργική εποχή του, την «επαναστατική» ας πούμε, γνώρισε μια ποικιλία, ένα πλήθος από «ευφυΐες» (μια λέξη που δεν χρησιμοποιώ ποτέ: προτιμώ να μιλάω για «ζωές», «σκέψεις», «εμπειρίες»), που μπορούσαν να σχετιστούν μεταξύ τους με κάποιους ιδιαίτερους τρόπους, τους οποίους δεν έχω ξαναδεί να επαναλαμβάνονται στη μακρά διαδρομή μου στο γυναικείο κίνημα.
Από τη μια μεριά, η βαθιά αντίθεση μεταξύ του ατομικού και του συλλογικού, που συνδεόταν με την επίγνωση ότι στην προσωπική ζωή υπήρχε μια άγραφη ιστορία, πολιτισμικοί θησαυροί, πιο καθολικές ανθρώπινες εμπειρίες, όπως η σχέση μεταξύ των φύλων, η σεξουαλικότητα, η μητρότητα. Αυτές οι εμπειρίες θεωρούνταν «μη πολιτικές», και ως τέτοιες «ιδιωτικοποιήθηκαν», και «φυσικοποιήθηκαν». Εκκινούσαμε από τη βεβαιότητα ότι όσο περισσότερο εμβαθύνουμε στο «βίωμα» του κάθε ατόμου ξεχωριστά, τόσο περισσότερο συναντάμε αυτά που συνδέουν τους ανθρώπους.
Από την άλλη πλευρά, η ιδέα ότι για να βγούμε από τον δυισμό που διαχώριζε και αντιπαρέβαλε το πεπρωμένο του αρσενικού και του θηλυκού, αλλά και μέρη αδιαχώριστα του ανθρώπου – όπως σώμα και σκέψη, συναισθήματα και λογική, βιολογία και ιστορία κ.λπ. – ήταν αναγκαία, στον προφορικό όπως και στον γραπτό λόγο, μια άλλη γλώσσα, ικανή να στοχάζεται λαμβάνοντας υπόψη την εσωτερική ζωή, την παιδική ηλικία, τη μνήμη του σώματος και, ταυτόχρονα, τις «κοινωνικές γλώσσες», τις έξω γλώσσες.
Το ζήτημα ήταν να «ανατρέψουμε» τις «εκατό τάξεις του λόγου» που μέχρι τότε είχαμε λεηλατήσει, τις γλώσσες και τις εξειδικευμένες γνώσεις, το αποτέλεσμα του διαχωρισμού που σημάδεψε τη χιλιετή ιστορία μιας κοινότητας αποκλειστικά ανδρικής, εκείνης που χώρισε «το σώμα από την πόλη (polis)».
Ήταν αυτές οι δύο περιπτώσεις που έβαλαν σε δεύτερη μοίρα, στην αρχική φάση των φεμινιστικών πρακτικών της δεκαετίας του εβδομήντα –η αυτοσυνείδηση και η διερεύνηση του ασυνείδητου- τη διαφορετική ιστορία και την πνευματική διαμόρφωση της καθεμίας από εμάς.
Κάποιες ήδη δίδασκαν, έγραφαν, είχαν επαγγελματικούς ρόλους, αλλά εκείνη την πρώτη στιγμή μας συνέδεσε η αναζήτηση μιας αυτογνωσίας που θα μπορούσε να προκύψει από την προσοχή και την ακρόαση των άλλων.
Θα μπορούσε να είναι το μοίρασμα μιας συνθήκης που μέχρι εκείνη τη στιγμή θεωρούνταν μοναδική και ιδιωτική ή η ανακάλυψη, μέσα από το βλέμμα της άλλης, ότι είχαμε εσωτερικεύσει το ανδρικό βλέμμα για τον κόσμο.
Πολύ σημαντική ήταν η πρακτική που ακολουθήθηκε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του εβδομήντα, και την οποία σε μια ομάδα που γεννήθηκε στο Μιλάνο ονομάσαμε «Η σεξουαλικότητα και το συμβολικό».
Το ερώτημα ήταν: κατά πόσο η μεταμόρφωση του εαυτού μας, αποτέλεσμα της αυτογνωσίας και της διερεύνησης του ασυνείδητου, είχε επηρεάσει τις «εκατό τάξεις του λόγου» που χρησιμοποιούσαμε μέχρι τότε, χωρίς να τις έχουμε επιλέξει; Αυτή ήταν η στιγμή που ήρθαν στο φως οι δικές μας διαφορετικές γνώσεις, γλώσσες και ευφυίες, και κατορθώσαμε να τις αμφισβητήσουμε. Μόνο έτσι μπορέσαμε να δούμε την αλλοτριωτική τους μορφή και, ταυτόχρονα, να τις ξαναβρούμε μέσα στην ποικιλομορφία τους, ως πλούτο.
Για να έρθω σε ένα πιο προσωπικό επίπεδο, παρόλο που δεν μου αρέσουν οι ορισμοί, έχω περιγράψει συχνά τον εαυτό μου, κάπως χαριτολογώντας, ως «εσωτερίστρια»: μια σκέψη που απευθύνεται κυρίως στον «εσωτερικό κόσμο», σε αυτό που λίγο πολύ συνειδητά είναι εγγεγραμμένο στα πιο βαθιά βιώματα, μέχρι αυτό που έχω ονομάσει «μνήμη του σώματος», μακρινές εμπειρίες μερικές φορές τόσο οδυνηρές που δεν γίνονται καν αναμνήσεις.
Είναι μια στάση ζωής που βρήκε την ιδανική της θέση στα αντιαυταρχικά κινήματα της δεκαετίας του εβδομήντα – το εκπαιδευτικό και το φεμινιστικό – όταν η σχέση ανάμεσα στην κουλτούρα και τη ζωή ανατράπηκε, φέρνοντας τη δεύτερη στο προσκήνιο, είχε όμως και ρίζες στο δικό μου παρελθόν.
Είχα το προνόμιο, ως κόρη πολύ φτωχών μεσιακάρηδων, να φοιτήσω σε ένα καλό επαρχιακό λύκειο και το γράψιμο μού πρόσφερε εξαρχής την ευκαιρία να συνάψω σχέσεις με ενήλικες διαφορετικούς από τα μέλη της οικογένειάς μου.
Όμως, όταν στην πρώτη μου έκθεση της τέταρτης Γυμνασίου προσπάθησα να μιλήσω για την οικογένειά μου – κούραση, εκμετάλλευση και βία κατά των γυναικών – μου είπαν ότι ήταν πολύ καλά γραμμένη αλλά «εκτός θέματος».
Ένας κακός βαθμός, η εγκατάλειψη του σχολείου, που το τελείωσα μόνο όταν η καθηγήτρια αρρώστησε και ήρθε μια αναπληρώτρια, ποιήτρια, η οποία αργότερα με βοήθησε πολύ.
Τα «εκτός θέματος» ήταν οι πιο καθολικές ανθρώπινες εμπειρίες, από τις κοινωνικές συνθήκες, τη σεξουαλικότητα, τις σχέσεις μεταξύ των φύλων, που παρέμειναν έξω από την παραδοσιακή κουλτούρα και «αμετάφραστες» στις «καλλιεργημένες» γλώσσες. Για μένα, λοιπόν, η συνάντηση, μετά την άφιξή μου στο Μιλάνο, με κινήματα για τα οποία το «εκτός θέματος» ήταν «το θέμα» υπήρξε μια απελευθέρωση.
Έκτοτε, η ιδέα ότι στο επίκεντρο των φεμινιστικών πρακτικών πρέπει να βρίσκεται η εμπειρία, με όλες τις λιγότερο «ειπωμένες» ή «αθέατες» πτυχές της, δεν με εγκατέλειψε ποτέ και δεν είναι τυχαίο ότι το πρώτο δημόσιο γραπτό μου, που παρουσιάστηκε στο συνέδριο για την αντιαυταρχική πρακτική στα σχολεία και στη συνέχεια δημοσιεύτηκε στο βιβλίο L’erba voglio (Einaudi 1971), είχε τίτλο «Δύο χρόνια αντιαυταρχικής εμπειρίας στο Γυμνάσιο του Melegnano».
Το «ξεκινώ από τον εαυτό μου», που σηματοδότησε τις πρακτικές του φεμινισμού εκείνα τα χρόνια, για μένα συνδεόταν όχι μόνο με την προσωπική μου ιστορία, αλλά και με την ψυχανάλυση – μια σύντομη προσωπική ανάλυση μόλις έφτασα στο Μιλάνο και η συνάντηση με τον ψυχαναλυτή Elvio Fachinelli, με τον οποίο αργότερα δημιούργησα το περιοδικό «L’erba voglio» (1971 – 1977).
Ήμουν πεπεισμένη, όπως και άλλες εκείνα τα χρόνια, ότι το να μιλάς για τα προβλήματα του σώματος και της σεξουαλικότητας χωρίς να αναφέρεσαι στην πολυπλοκότητα της ψυχικής ζωής σημαίνει ότι περιορίζεσαι στην ιδεολογία. Μια από τις πρώτες μου δημοσιεύσεις στο περιοδικό ήταν η ανάλυση της «Υπόθεσης Ντόρα» του Φρόιντ.
Η ώθηση για να γράψω προέκυψε από μια προσωπική εμπειρία, αλλά η γραφή ήταν δοκιμιακή. Η «αυτοαφήγηση», στην οποία συνέχισα να επιμένω, μου ήταν αδύνατη μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα, ώθησα όμως άλλες να γράψουν – για παράδειγμα τις γυναίκες που γνώρισα σε ένα σεμινάριο 150 ωρών, το 1976, την πρώτη ομάδα των νοικοκυρών που κατάφεραν να φτιάξουν ένα έντυπο στη γειτονιά τους, στο Affori Bovisasca (Μιλάνο) – και ήταν σαν να είχαν γράψει για μένα.
Πριν από λίγο καιρό διάβασα μια σκέψη της bell Hooks σχετικά με τη χρήση της θεωρίας: ένας τρόπος, λέει (και εγώ συμφωνώ), για να αντιμετωπίσουμε μια οδυνηρή εμπειρία, να της δώσουμε νόημα και να την επαναφέρουμε σε ένα επίπεδο όπου μπορεί να ελεγχθεί, είναι αυτός του ορθολογισμού.
Ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 που κάτι άλλαξε βαθιά στη ζωή μου – το τέλος του «ονείρου του έρωτα», της ψευδαίσθησης του οικείου ανήκειν σε ένα άλλο ον, η αναγνώριση ότι πίσω από το όνειρο για την αφομοίωση υπάρχει η «ανάγκη για αγάπη» – την οποία ακόμη και ο φεμινισμός που ασχολούνταν για μια δεκαετία με τη σεξουαλικότητα δυσκολευόταν να την κατονομάσει – η ατομική ψυχανάλυση, η δημιουργία μιας στήλης με τίτλο: «Posta del cuore» στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Ragazza In», η συγγραφή του βιβλίου: «Come nasce il sogno d’amore» (Rizzoli 1988) το οποίο σε μεγάλο βαθμό ήταν αφιερωμένο στην ανακάλυψη των «Diari» (Ημερολόγια) της Sibilla Aleramo, εξαιρετική πρωτοπόρα γυναικεία συνείδηση επειδή «έφερε μέσα στον αγώνα» το «όνειρο του έρωτα» και την αποκάλυψή του.
Δεν ήταν αυτοβιογραφία, όπως ήταν το μυθιστόρημα «Una donna», αλλά μια αυτοανάλυση. Τότε ήταν που άλλαξε η γραφή μου: για πρώτη φορά άρχισα να χρησιμοποιώ τα αποσπάσματα, τόσο για τις σκέψεις μου όσο και για τον τρόπο ανάγνωσης των κειμένων πάνω στα οποία δούλευα.
Ειδικότερα όσον αφορά τα «Ημερολόγια» της Aleramo από τα οποία «απέσπασα», για να χρησιμοποιήσω έναν από τους ορισμούς της, «θραύσματα διαυγούς διαίσθησης». Από τότε η χρήση των αποσπασμάτων έγινε μια σταθερά της πρακτικής μου στην ανάγνωση και τη γραφή, μέχρι που, από τη δεκαετία του 1990 και μετά, δημιουργήθηκαν τα Εργαστήρια της βιωματικής γραφής.
Η χρήση των αποσπασμάτων είναι ο τρόπος με τον οποίο έχω πλησιάσει περισσότερο σε αυτό που θα μπορούσα να ονομάσω «Η ευφυΐα της αυτογνωσίας και των πραγμάτων της ζωής που παραμένουν αθέατα», εμπειρίες που λόγω του πόνου ή της αμφισημίας τους παραμένουν περιορισμένες στη μνήμη του σώματος.
Η διπλή κίνηση με την οποία πρώτα υπογραμμίζουμε τη σκέψη κάποιου άλλου και μετά τη μεταγράφουμε – που μοιάζει σαν να ακολουθείς τα χνάρια του – είναι σαν να βγαίνεις από τον εαυτό σου, να γίνεσαι ένα με τη φωνή του και να την επαναφέρεις σε σένα, σαν ένα θραύσμα που λειτουργεί εντός σου και βγάζει στο φως αυτό που διαφορετικά θα ήταν δύσκολο να ειπωθεί.
Παραδόξως, όσο περισσότερο σκάβουμε βαθιά μέσα μας, τόσο πιο κοντά πλησιάζουμε στις παγκόσμιες ανθρώπινες εμπειρίες, εκείνα τα αρχαϊκά υπολείμματα που κουβαλάμε ακόμα μέσα μας ως κληρονομιά μιας χιλιόχρονης πατριαρχικής κουλτούρας.
Τα εργαστήρια της βιωματικής γραφής είναι σήμερα για μένα η συνέχεια των πρακτικών του φεμινισμού της δεκαετίας του εβδομήντα και ο τρόπος μου να προσεγγίζω αυτή τη «μνήμη του σώματος» που διατήρησε και διατηρεί τόσα πολλά από αυτά τα είκοσι χρόνια που πέρασα στην οικογένεια της καταγωγής μου, παρακολουθώντας στενές σχέσεις που ήταν δύσκολο να διαχωρίσω την αγάπη από τη βία.
Εκεί πηγαίνω ακόμα για να αναζητήσω τις ρίζες της σκέψης μου.
* Η Lea Melandri, γεννημένη ως Maddalena Melandri (Fusignano, 4 Μαρτίου 1941), είναι συγγραφέας, δοκιμιογράφος, δημοσιογράφος και μαχητική φεμινίστρια. Από τη δεκαετία του 1970 μέχρι σήμερα συμμετέχει ενεργά στο ιταλικό γυναικείο κίνημα. Εκδότρια, μαζί με τον ψυχαναλυτή Elvio Fachinelli και τη Luisa Muraro από το 1971 έως το 1978, του περιοδικού «L’Erba voglio». Aπό το 1987 έως το 1997 εξέδιδε το περιοδικό «Lapis. Percorsi della riflessione femminile» και επιμελήθηκε πολλές στήλες σε διάφορες ιταλικές εφημερίδες. Συνεργάζεται με πολλές εφημερίδες, μεταξύ των οποίων: Il Manifesto, L’Unità, Noi donne, L’Internazionale, Il Corriere della Sera, Jacobin Italia, La Repubblica, Ragazzi In, DoppioZero, Gli Asini, Il Fatto Quotidiano, Il Sole 24 Ore, κ.λπ. Είναι πρόεδρος της οργάνωσης Libera Università delle Donne (Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Γυναικών) που δημιουργήθηκε το 1987 από μια ομάδα γυναικών που προέρχονταν από ποικίλα κοινωνικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
Come nasce il sogno d’amore, Rizzoli 1988
Lo strabismo della memoria, La Tartaruga 1991
La mappa del cuore, Rubbettino 1992
Migliaia di foglietti. Mineralogia del mondo interno, Moby Dick 1996
Lapis. Sezione aurea di una rivista, Manifestolibri 1998
Le passioni del corpo, Bollati Boringhieri 2001
La perdita, Bollati Boringhieri, Torino 2008
Amore e violenza. Il fattore molesto della civiltà, Bollati Boringhieri 2011
** Sibilla Aleramo, ψευδώνυμο της Marta Felicina Faccio γνωστή ως Rina (Αλεσσάντρια, 14 Αυγούστου 1876 – Ρώμη, 13 Ιανουαρίου 1960), ήταν Ιταλίδα συγγραφέας, ποιήτρια και δημοσιογράφος. Έγινε γνωστή για το αυτοβιογραφικό της μυθιστόρημα «Una donna», στο οποίο απεικονίζεται η θέση της γυναίκας στην Ιταλία μεταξύ 19ου και 20ού αιώνα.
Πηγή: Comune-info.net