Κύρκος Δοξιάδης, Φαντάσματα του (αντι)κομμουνισμού -Πολιτική και ιδεολογία στη σύγχρονη Ελλάδα, Τόπος 2024, σελ. 244
Τι είναι ο κατσαπλιάς; Είναι αυτό το ον το άθλιο, το αιμοβόρο, το χωρίς συνείδηση και ανθρωπιά δίπουν, που χτυπά όταν σε βρει άοπλον και το βάζει στα πόδια
Στράτης Μυριβήλης
Αυτά τα δεόντως λογοτεχνικά και εμπνευσμένα έγραφε, μεσούντος του εμφυλίου το 1947, ο Μυριβήλης, ένας από τους πιο προοδευτικούς εκπροσώπους της ελληνικής αστικής τάξης, όπως σημειώνει ο Δοξιάδης.
Ένα χρόνο μετά, εμπλούτιζε την ανάλυσή του με τα εξής: «Γνήσιος κομμουνιστής είναι κείνος που θα μπορέσει, κάτω από μια σοφή, βαθειά ψυχολογημένη και επίμονη κατηχητική καθοδήγηση, να σκοτώσει μέσα του όλα αυτά τα λογικά και συναισθηματικά στοιχεία, που αποτελούν την ιδιομορφία του εθνικού πολιτισμού μας. [Είναι προορισμένος] να χτυπήσει το μαχαίρι, που του εγχειρίζει ο Σλαύος, στην καρδιά της πατρίδας του […] [Ο] σλαυϊκός κομμουνισμός δεν είναι μια κοινωνική θεωρία απλώς, ούτε ένα πολιτικοοικονομικό σύστημα. Είναι κάτι περισσότερο, κάτι φοβερότερο από αυτά. Είναι μια μέθοδος σατανική για την κατασκευή μιας νέας φυλής» (σελ. 27).
Την ίδια εποχή, ως γνωστόν, ένας άλλος περιβόητος προοδευτικός δεξιός, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, σχεδόν διαφήμιζε τη Μακρόνησο ως τουριστικό θέρετρο, μιλώντας για νέους Παρθενώνες.
Η κακιά λύσσα, που περιέχεται σε αυτά τα φιλελεύθερα εμέσματα, είναι, σύμφωνα με τον Δοξιάδη, καταστατική της συγκρότησης της Δεξιάς στην Ελλάδα. Όπως σημειώνει, χαρακτηριστικά, «[η] αστική τάξη και οι ιδεολογικοί συνοδοιπόροι της συγκροτήθηκαν ιδεολογικά ως τάξη δια μέσου τους μίσους προς όσους αμφισβητούν την κυριαρχία τους -συγκροτήθηκαν δηλαδή ως αντικομμουνιστές» (σελ. 113). Συγκροτήθηκαν διαμέσου μιας “αρνητικής ιδεολογίας” -και είναι δυνατή μια τέτοια συγκρότηση.
Θεωρώ προς πρόκειται για παραγωγική προσέγγιση. Η επεξήγησή της, δε, μέσω της αλτουσεριανής θεωρίας της ιδεολογίας, της προσδίδει και μια ενισχυτική θεωρητική διάσταση.
Δεν συμφωνώ, ωστόσο, πλήρως. Η “αρνητική προσέγγιση” συλλαμβάνει σημαντικές πλευρές του φαινομένου. Υπάρχει, όμως, και “θετική διάσταση”. Βάσει της οποίας διαμορφώνεται, με ηγεμονικό τρόπο, μια πολύ ευρεία και εντυπωσιακά αρραγής κοινωνική συμμαχία, από τον εμφύλιο και μετά. Η υπεράσπιση της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας, δηλαδή, η μαχόμενη υπεράσπιση της ιδιοκτησίας -και όχι μόνο των μέσων παραγωγής- συγκροτούν ένα εξαιρετικά ανθεκτικό “αφήγημα”.
Η εργασιακή και φορολογική ασυδοσία, το κλείσιμο του ματιού στην ακραία πολεοδομική/οικοδομική αυθαιρεσία, η επιτρεπτική στάση απέναντι στην μεγάλων διαστάσεων περιβαλλοντική υποβάθμιση, μεταξύ πολλών άλλων, έδινε στον συνασπισμό εξουσίας μια ισχυρή και φανατικά προσανατολισμένη στην εξυπηρέτηση των γυμνών συμφερόντων της κοινωνική βάση. Αυτός ήταν ο τρόπος, που η ελληνική καπιταλιστική τάξη οργάνωσε τον ιθαγενή κτητικό ατομικισμό, ο οποίος, όμως, είναι στον σκληρό πυρήνα της αστικής ιδεολογίας, παντού και πάντα.
Ο συγκροτητικός χαρακτήρας αυτού του σκληρού πυρήνα είναι απολύτως εύλογο ότι οδηγεί -και πάλι παντού και πάντα- στο φιλελεύθερο μίσος απέναντι στις μοχθηρές και βρωμερές κατώτερες τάξεις.
Ο Έντσο Τραβέρσο στην Επανάσταση (Εκδόσεις του ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ) το κάνει αποκαλυπτικά διαυγές, με αναφορά σε παλιότερους και πολύ διασημότερους φιλελεύθερους.
Ο Τοκβίλ μιλάει για τους επαναστάτες εργάτες του 1848 σαν να είναι Βάνδαλοι, ακόμη καλύτερα, σαν να είναι μπαμπουίνοι, άπλυτοι και μαύροι. Παραδέχεται πόση ανακούφιση ένιωσε μετά την ασύλληπτη σφαγή, που ακολούθησε την τρομερή καταστολή, μια και βρέθηκε ξανά ανάμεσα στους ομοίους του. Πόσο συγκινήθηκε (sic) όταν αναγνώρισε ανάμεσά τους «τους ιδιοκτήτες, δικηγόρους, γιατρούς, γαιοκτήμονες, τους φίλους και τους γείτονές του».
Ο Θεόφιλος Γκοτιέ θα το κάνει … λογοτεχνικότερο: «Υπάρχουν σε όλες τις μεγάλες πόλεις λάκκοι των λεόντων, σπήλαια ασφαλισμένα με χοντρά κάγκελα όπου τοποθετούνται τα άγρια θηρία, τα δύσοσμα ζώα, τα βλαβερά κτήνη, όλες οι ανυπότακτες διαστροφές, […], όλα τα τέρατα στην καρδιά, όλοι οι παραμορφωμένοι στην ψυχή -ρυπαρός πληθυσμός, […] που μερμηγκιάζει απαίσια στα βάθη των καταχθόνιων σκοταδιών. Κάποια μέρα, συμβαίνει να ξεχάσει ο αφηρημένος θηριοφύλακας τα κλειδιά του στην πόρτα του θηριοτροφείου, και τα αγρίμια ξεχύνονται στην τρομοκρατημένη πόλη με άγρια ουρλιαχτά. Από τα ανοιχτά κλουβιά, ορμάνε οι ύαινες του ’93 και οι γορίλες της Κομμούνας» (σελ. 113). Και οι χειρότερες είναι οι γυναίκες, «με ύφος στρίγγλας ή λάμιας», που μοιάζουν με τις «μουστακοφόρες και γενειοφόρες μάγισσες του Σέξπιρ, αποτελώντας μια αποκρουστική ποικιλία Ερμαφρόδιτου που συνδυάζει τις ασκήμιες και των δύο φύλων». Ακόμη και «[η] Ελευθερία [που] οδηγεί το λαό», στον πασίγνωστο πίνακα του Ντελακρουά, όντας φανερά μια λαϊκή γυναίκα, είναι αποκρουστική για τους ευυπόληπτους και ευκατάστατους. Άλλωστε, έχει «τριχωτές μασχάλες»!
Κι αυτή δεν είναι η άποψη αποκλειστικά του «μεγάλου κεφαλαίου». Είναι και του μικρού και του μεσαίου, αλλά και των τάξεων-στηριγμάτων του άρχοντος συγκροτήματος, ανάλογα με τη συγκυρία.
Εξαιρετικό είναι το τμήμα του βιβλίου, που σχολιάζει το σχήμα Καλύβα -Μαραντζίδη σχετικά με τον εμφύλιο. Το αποδιαρθρώνει, νομίζω, πειστικά. Θυμίζει πόσο, όσο κι αν τα εσωτερικά αίτια ήταν καθοριστικά, πράγμα στο οποίο έχουν δίκιο οι θεωρητικοί του μετα-δωσιλογισμού, δεν γίνεται να αντιμετωπίζουμε τις εμφύλιες συγκρούσεις της κατοχής σαν να συμβαίνουν σε ιστορικό κενό. Υπογραμμίζει, δηλαδή, ότι «[π]αραβλέπουν (;) το πασιφανές γεγονός ότι οι δωσίλογοι και οι ταγματασφαλίτες μπορεί να είχαν τα δικά τους ενδογενή κίνητρα (αντικομμουνισμός), αλλά ήταν συνεργάτες των Γερμανών, οπλίζονταν από τις ναζιστικές δυνάμεις κατοχής, μαζί τους ή έστω με την στήριξή τους διέπρατταν τις φρικαλεότητες εναντίον αντιστασιακών και συμμάχων» (σελ. 83).
Το να ξεφύγει η συζήτηση από το σχήμα προδότες vs πατριώτες προς μια κοινωνικο -ταξική ερμηνεία είναι ευχής έργον. Πράγμα που δεν σημαίνει, όμως, ότι τα ταξικά καθάρματα δεν είναι και «προδότες».
Τελικά, η ελληνική Δεξιά ήταν η εξαίρεση σε μια ευρωπαϊκή συνθήκη προώθησης της ευημερίας και της καθολικής πρόνοιας για τους πληθυσμούς; Ο Δοξιάδης, θα ισχυριστεί, εύστοχα, νομίζω, πως, αντιστρόφως, η Ελλάδα έδινε τον κανόνα, ενώ η ευρωπαϊκή Δεξιά, μέσα στους πολύ συγκεκριμένους -και εξαιρετικούς- ταξικούς και διεθνείς συσχετισμούς του μεταπολέμου εμφάνισε, για δυο τρεις δεκαετίες, ένα περισσότερο «ανθρώπινο πρόσωπο».
Ο Δοξιάδης διανθίζει την ανάλυση με δικά του βιώματα από τους ανθρώπους της ελληνικής Δεξιάς, που ανήκαν στην ίδια μεγαλοαστική συνθήκη. Μας δίνει έτσι στιγμιότυπα, που ενισχύουν το επιχείρημά του.
Στο 2ο τμήμα του βιβλίου, με τίτλο “Αντιστάσεις της ελληνικής Αριστεράς”, ο συγγραφέας διατρέχει την πορεία των αριστερών πολιτικών οργανισμών, ιδίως αυτών της λεγόμενης ανανεωτικής Αριστεράς, διατυπώνοντας ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις. Από την ανάλυση του Ιστορικού Συμβιβασμού και της … μυστηριώδους ΕΑΔΕ του ΚΚΕεσ, την ερμηνεία, γενικότερα, των παραδόξων της «ανανέωσης» με την επίκληση του, βαθιά ενσωματωμένου στην αυτοαντίληψή της, «συνδρόμου της ήττας», τη διαπίστωση για την υπόστασή της ως κόμματος διανοουμένων -και μάλιστα, αστών διανοουμένων- μέχρι τις προσεγγίσεις του σχετικά με τον «κυβερνητισμό», τον αρχηγισμό, ακόμη και το τσιπρικό/κασσελακικό υπερθέαμα έχουμε μπόλικη τροφή για σκέψη.
Δυο καταληκτικές παρατηρήσεις.
Γράφει ο Δοξιάδης:
«Η κριτική περί κυβερνητισμού ήταν ορθή αλλά τοποθετημένη σε λάθος βάση. Ο «κυβερνητισμός» δεν συνίσταται στην έμφαση που δίνεται στην κυβερνητική εξουσία σε βάρος άλλων κομματικών δραστηριοτήτων. Για ένα κόμμα της ανανεωτικής Αριστεράς […] η έμφαση στην κατάληψη και τη διατήρηση της κυβερνητικής εξουσίας είναι απολύτως απαραίτητη» (σελ. 194).
Επισημαίνω ότι η προσέγγιση της πιο ελπιδοφόρας, κατά τη γνώμη μου, παραλλαγής της διεθνούς Αριστεράς μετά τον πόλεμο, αυτής της New Left, είχε μεγάλη δυσανεξία σε μια τέτοια προσέγγιση. Ο Αλτουσέρ, δε, και ο Πουλαντζάς δεν έβαζαν εισαγωγικά στον κυβερνητισμό και τον τοποθετούσαν πλάι στον κοινοβουλευτικό κρετινισμό και τον κρατισμό, ως τα τρία κακά της μοίρας της Αριστεράς.
Η ανάληψη της διακυβέρνησης του καπιταλιστικού κράτους, όσο κι αν αυτό δεν μένει απρόσβλητο -καλύτερα, εντελώς απρόσβλητο- από τους ταξικούς αγώνες, μέχρι τώρα δεν έχει να επιδείξει σπουδαία επιτεύγματα, όταν δεν οδήγησε σε πραγματικές καταστροφές.
Είναι εύλογο, νομίζω, να αποδεχτούμε ότι η ανάληψη της διακυβέρνησης πρέπει να επιδιώκεται όταν -και μόνο όταν- ευνοεί τον στρατηγικό στόχο, όταν «δουλεύει για τον σοσιαλισμό».
Για να το θέσω σχηματικά, με βάση την πρόσφατη εντόπια εμπειρία, ο ΣΥΡΙΖΑ πρόκοψε και εκτοξεύτηκε ως ριζοσπαστική -κινηματική Αριστερά και καταποντίστηκε ως «ανανεωτική». Ο κυβερνητισμός ήταν στον πυρήνα αυτής της καταστροφικής μετεξέλιξης. Αυτή είναι η προσωπική μου άποψη -και η εμπειρία μου μέχρι το ’15, όπως εγώ το καταλαβαίνω, την επιβεβαιώνει.
Από την άλλη, σε ό,τι αφορά τον τσιπρικό αρχηγισμό, είχε τόσο γκροτέσκα χαρακτηριστικά, που η αποδοχή του από όλους, χωρίς τσιμουδιά, από το ’15 κι έπειτα, δείχνει, ιδίως, πόσο η διακυβέρνηση παραέχει, ίσως, μέλι, για να μπορεί να ξεκολλήσει κάποιος.
Το βιβλίο του Δοξιάδη είναι, από τα λίγα στον καιρό μας, που ανοίγουν τη συζήτηση για φλέγοντα για την ελληνική Αριστερά ζητήματα. Και τα λίγα δεν μπορεί παρά να είναι πολύτιμα.