Serge Audier, Για μια πολιτική οικολογία, (μετάφραση: Άγγελος Μουταφίδης, επίμετρο: Λευτέρης Παπαγιαννάκης), Πόλις 2021, σελ. 276
Μακροπρόθεσμα είμαστε όλοι νεκροί
J. M. Keynes
Το πολύ γνωστό μότο του Κέυνς, είναι χαρακτηριστικό της αντίληψης για τα πράγματα, που έχει η φιλελεύθερη παράταξη, ακόμη και στην καλύτερη εκδοχή της. Χαρακτηριστικό, που, κατά τη γνώμη μου, την κάνει την περισσότερο ακατάλληλη, για να διαχειριστεί τις τεράστιες διακινδυνεύσεις μπροστά στις οποίες βρίσκεται η ανθρωπότητα, με πρώτη αυτή της επερχόμενης κλιματικής κατάρρευσης.
Ο καταστατικός παροντισμός είναι ο χειρότερος αντίπαλος οποιασδήποτε διευθέτησης με παγκόσμιο χαρακτήρα. Άλλωστε, ο Κέυνς ποτέ δεν ισχυρίστηκε πως είναι «αντισυστημικός». Αντίθετα, η Γενική Θεωρία γράφτηκε ως βοήθημα για «τη διάσωση του καπιταλισμού» από τον ίδιο του τον εαυτό.
Από αυτήν την άποψη, όσο κι αν, σε πρώτη ματιά, φαίνεται παράξενο, η εμμονή της σημερινής ακροδεξιάς, του Τραμπ, για παράδειγμα, στην άρνηση της κλιματικής «αλλαγής» είναι δείκτης της φιλελεύθερης τροπής της σκέψης της παρά της συντηρητικής της διάστασης. Θέλω να πω ότι, διαχρονικά, οι συντηρητικοί είναι υπέρ της διατήρησης της κατάστασης, των παραδοσιακών αξιών, ακόμη και, στη «ρομαντική» τους εκδοχή, των υπαρχόντων ενδιαιτημάτων. Ο συντηρητισμός των συντηρητικών αφορά, πολύ συχνά, και τη φύση.
Το διευκρινίζω αυτό, εξαρχής, γιατί ο σημερινός φιλελευθερισμός, όπως εκφράζεται στα οικολογικά ζητήματα, π.χ., από τους κατεστημένους Πράσινους, έχει τόση εμπιστοσύνη στη δυνατότητα της αγοράς να δίνει λύσεις, που, με όλη την σχετική παραδοξότητα, μοιράζεται την pro-capitalist διάθεση, που, νομίζω, βρίσκεται στη ρίζα της σημερινής απελπιστικής κατάστασης, που αντιμετωπίζει ο πλανήτης. Καλύτερα, η ανθρωπότητα, γιατί ο πλανήτης θα τα καταφέρει και χωρίς εμάς.
Όπως σωστά, επισημαίνει, στο ενδιαφέρον επίμετρο του, ο Λευτέρης Παπαγιαννάκης, ο Audier, σε ένα βιβλίο που διερευνά τους όρους σχετικά με την διαμόρφωση μιας ριζοσπαστικής -και, εξ αυτού, αποτελεσματικής- πολιτικής οικολογίας, δεν αναφέρεται, ούτε ακροθιγώς, στα Πράσινα κόμματα, ενώ φαίνεται να αδιαφορεί πλήρως για την «οικολογική πολιτική» της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Νομίζω πως κάνει πολύ καλά. Στη διερεύνησή του, οι σχετικές αναφορές δεν έχουν να προσφέρουν το παραμικρό.
Πρόκειται για greenwashing, πολύ κραυγαλέο συχνά.
Το βασικότερο επιχείρημα, για να υποστηριχθεί η προηγούμενη διαπίστωση, είναι το γεγονός πως οι «πράσινες πολιτικές», που υπηρετούνται από τα συγκεκριμένα πολιτικά και θεσμικά υποκείμενα, δεν δίνουν καμιά σημασία στην προώθηση της κλιματικής δικαιοσύνης, η οποία θα απαιτούσε μια κολοσσιαία μεταφορά πόρων στον, όπως παλιά λέγαμε, 3ο κόσμο. Όχι μόνο γιατί η συμβολή του στη σημερινή κατάσταση είναι διαχρονικά αμελητέα σε σχέση, για παράδειγμα, με αυτή της της Γερμανίας, αλλά και γιατί οι άνθρωποι εκεί πληρώνουν πολύ πολύ περισσότερο από τη Μπέρμποκ την κλιματική καταστροφή.
Στην ίδια λογική, οι «τεχνοκρατικώς άψογες» ιδέες για κλιματικούς φόρους δύσκολα κρύβουν την ταξική τους μεροληψία, όταν δεν φροντίζουν, με την μεγάλη αύξηση της άμεσης φορολογίας στην περιουσία και το εισόδημα των ευκατάστατων στρωμάτων, να ενισχύσουν την εργατική τάξη και τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα -μόνο οι Πράσινοι φαίνεται να αγνοούν την ακραία αντιλαϊκή επίπτωση των έμμεσων φόρων.
Γενικότερα, οι κατεστημένοι Πράσινοι πάσχουν από έναν τέτοιο αντουανετισμό, που, όταν δεν είναι φαιδρός, είναι φανερά επικίνδυνος.
Γενικότερα, όμως, ο Audier δεν πείθεται από προτάσεις περιβαλλοντικού ρεφορμισμού. Του είναι σαφές πως η πολιτική οικολογία ή είναι αντικαπιταλιστική ή δεν υπάρχει.
Γι’ αυτό και ξεκινάει την πραγμάτευσή του με την Αριστερά, τον, πάντοτε αναγκαίο Μαρξ, τις αδυναμίες και τις καταστροφικές παρεκκλίσεις αυτής της παράδοσης. Δεν παύει, ωστόσο, να τονίζει πόσα πολλά χρωστάει η οικολογική αφύπνιση -και ως πολιτικό ρεύμα- στα New Left κινήματα της αμφισβήτησης των δεκαετιών ’60 και ’70.
Η συνομιλία του με την Αριστερά, πρωτευόντως, είναι μια πολύ καθαρή πολιτική, περισσότερο από μεθοδολογική, επιλογή.
Δεν της χαρίζεται, ωστόσο, καθόλου -και δικαίως. Αντιτίθεται σφόδρα με τους τωρινούς υπερασπιστές του «υπαρκτού σοσιαλισμού», για τους οποίους φαίνεται πως η κλιματική κατάρρευση είναι μια υποσημείωση της απαραίτητης προμηθεϊκής προσπάθειας «ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων», που αποτελεί την απόλυτη προϋπόθεση της κοινωνικής χειραφέτησης.
Έντιμα πράττοντας, επιλέγει ως αντιπάλους τους πιο σοβαρούς υποστηρικτές αυτής της άποψης -και, ιδίως, τον Domenico Losurdo, για τον οποίο η Κίνα, εξαρχής και, βεβαίως, και μετά τον Ντενγκ, βρίσκεται στον ορθό δρόμο για τον σοσιαλισμό και την ανθρώπινη απελευθέρωση. Η κριτική του Audier, νομίζω, είναι βάσιμη και αποδομητική.
Από την άλλη, ο Audier επιτίθεται σφοδρά στην πρόσφατη σχετικά παραλλαγή της λεγόμενης «συντηρητικής Αριστεράς», όπως εκφράζεται από θεωρητικούς, πολύ γνωστούς και στην Ελλάδα, σαν τον Μισεά και τον Ονφρέ. Γι’ αυτούς, η τροπή των πραγμάτων για την Αριστερά, όπως εξελίχθηκε από το ’68 και μετά, ήταν καταστροφική. Η «φιλελεύθερη Αριστερά», κατά τη γνώμη τους, με την μετατροπή της από λαϊκή δύναμη σε φορέα του «δικαιωματισμού», έγινε παρακολούθημα του συστήματος. Η επιλογή της να αντιλαμβάνεται τη νεωτερικότητα ως απελευθερωτική την ευνούχισε πολιτικά.
Είναι προφανής η επικαιρότητα της κριτικής του Audier, ειδικά μετά από όλη τη σαχλαμάρα των ημερών, η οποία αποδίδει, λέει, την νίκη των φασιστών του Τραμπ στην αντι-woke διάθεση των κατώτερων στρωμάτων.
Λες και δεν είναι φανερό πως η υπεράσπιση των ταξικών συμφερόντων των εργαζόμενων σε τίποτε δεν είναι ασύμβατη με την έμπρακτη στήριξη όσων δέχονται τις ποικίλες καταπιέσεις του καιρού μας. Πράγμα που είναι γνωστό ήδη από τα πρώτα κείμενα του Μαρξ -και πολύ νωρίτερα ακόμη από τις επεξεργασίες του ριζοσπαστικού Διαφωτισμού, του Ντιντερό, π.χ. και που επιβεβαιώθηκε απολύτως στο μεγάλο εξεγερσιακό κύκλο του ’68, όταν η πιο επιδραστική Αριστερά της εποχής ήταν ταξικά αδιάλλακτη, εύλογα «τριτοκοσμική» και απολύτως «δικαιωματική». Αλλά είναι ακριβώς ο Διαφωτισμός που αποτελεί το βασικό αντίπαλο της «συντηρητικής Αριστεράς», πράγμα που κάνει αδύνατη την στοιχειώδη επαφή μαζί της -όποιος θέλει, ας επιχειρήσει διάλογο με τη Βάγκενκνεχτ για το προσφυγικό και θα καταλάβει.
Νομίζω, όμως, ότι ο Audier κάνει λάθος όταν χαρακτηρίζει αυτήν την Αριστερά φιλελεύθερη. Ο όρος φιλελεύθερη αρμόζει σε ένα τμήμα της ιταλικής Αριστεράς από τον Β’ Παγκόσμιο κι έπειτα. Η New Left είναι ελευθεριακή και όχι φιλελεύθερη. Μπορεί εντελώς εύλογα να θεωρηθεί μαρξιστική, παίρνει, όμως, πολλά και από τον αναρχισμό.
Είναι ελευθεριακή, που σημαίνει ότι είναι «αντι-φιλελεύθερη». Ξέρει πόσο ο ιστορικός φιλελευθερισμός αντιστάθηκε στην μείωση του εργατικού 16ωρου, στην απαγόρευση ή, έστω, την προστασία της παιδικής εργασίας και πόσο λυσσαλέα υπερασπίστηκε το εκλογικό δικαίωμα ως αποκλειστικό δικαίωμα των κατεχουσών τάξεων. Το σύνολο σχεδόν των δικαιωμάτων -πολιτικών, κοινωνικών, αλλά και ατομικών, ακόμη, για την πλειοψηφία- είναι αποτέλεσμα σκληρών και μακρόχρονων αγώνων της εργατικής τάξης, των γυναικών, των μειονοτήτων κ.ο.κ.
Το βιβλίο αφιερώνει τον κατάλληλο χώρο για την συζήτηση πάνω στις θεματικές της φιλοσοφικής ανθρωπολογίας, της πολιτικής φιλοσοφίας και της ηθικής, που βοηθούν στη διαμόρφωση μιας ριζοσπαστικής πολιτικής οικολογίας. Ενδεικτικά αναφέρω τον προβληματισμό σχετικά με τη δυνατότητα η έννοια του ανθρώπινου υποκειμένου να επεκταθεί και στα ζώα, τη ζωή, γενικότερα. Ή τον αντίστοιχο για μια οικολογική διεύρυνση της ιδιότητας του πολίτη ή της έννοιας του «λαού».
Ο συγγραφέας παρουσιάζει κριτικά διάφορες μορφές του οικολογικού λόγου -με τις δύο έννοιες του όρου- και των σύστοιχων οικολογικών πρακτικών. Αναλύει τον οικο-συντηρητισμό, την απο-ανάπτυξη, τον οικο-φιλελευθερισμό, τον οικο- αναρχισμό, τον οικο-σοσιαλισμό και τον οικο-ρεπουμπλικανισμό. Προσφέρει, έτσι, έναν πολύτιμο καμβά για μια σε βάθος συζήτηση.
Είναι προφανές πως είναι αδύνατη εδώ μια αναλυτική παρουσίαση. Θα ήθελα, όμως, να πω ότι η κριτική του οικο-σοσιαλισμού είναι, νομίζω, προβληματική. Η επιμονή στον «συγκεντρωτισμό» των σοσιαλιστικών πολιτικών έχει να προσφέρει, αρκεί να μην «τανύζεται» υπερβολικά. Οποιαδήποτε πολιτική αποφυγής της περιβαλλοντικής κατάρρευσης δεν μπορεί παρά να έχει πλανητικό χαρακτήρα και να ακολουθεί πρακτικές «κεντρικού σχεδιασμού». Δεδομένου αυτού, το ζήτημα είναι να δούμε τα δημοκρατικά, άμεσα και αντιπροσωπευτικά, αντίβαρα -καλύτερα, υποστηρίγματα- αυτών των πρακτικών επιμένοντας, ωστόσο, στη πλανητική «κεντρική» τους διάσταση. Σε αυτό συνηγορεί, κατά τη γνώμη μου, και ο εξαιρετικά επείγον χαρακτήρας της αναγκαίας παρέμβασης. Αλλιώς, οι οικο-αυταρχισμοί, ίσως και οι οικο-φασισμοί, θα εμφανιστούν, αυτοπροβαλλόμενοι ως αποτελεσματικοί.
Πρόκειται για εξαιρετικό βιβλίο. Και το λέει κάποιος που δεν συμφωνεί, εν τέλει, με την προτροπή του συγγραφέα για έναν συγκρουσιακό οικο-ρεπουμπλικανισμό.
Αυτό, όμως, δεν κάνει ένα βιβλίο καλό; Το γεγονός, δηλαδή, πως «μαθαίνει γράμματα» ακόμη και στους, μερικώς έστω, «διαφωνούντες»;