in

Φλόρενς Μπλαντ. Της Αθηνάς Παπανικολάου

Ανδρέας Νικολακόπουλος, Φλόρενς Μπλαντ,  εκδόσεις Ίκαρος, 2023, σελ. 300

Tο πρὠτο, μετά τις συλλογές διηγημάτων, μυθιστόρημα του Ανδρέα Νικολακόπουλου «Φλόρενς Μπλαντ», φέρει έναν παλιομοδίτικο, θα μπορούσαμε να πούμε, τἰτλο, καθώς  παραπέμπει σε ανάλογους της αγγλικής πεζογραφίας του 19ου αιώνα και προϊδεάζει σε περιεχόμενο παρόμοιο με αυτό των κλασικών μυθιστορημάτων εποχής. Νομίζω διόλου τυχαία αυτή η επιλογή του συγγραφέα, αφού η ιστορία του ή καλύτερα οι ιστορίες του συμβαίνουν στην διάρκεια αυτού του κρίσιμου για την ιστορία και τον πολιτισμό της Ευρώπης (και της οικουμένης) αιώνα. Ο Αν. Νικολόπουλος ξετυλίγει, από τη γέννηση μέχρι τον θάνατο, τη διαδρομή της «μεγαλύτερης δηλητηριάστριας στην ευρωπαϊκή ιστορία», της Φλόρενς Μπλαντ, ενώνοντας με αιτιοκρατικά νήματα τις πορείες των προσώπων που πλαισιώνουν τον βίο της.

Προτού αναφερθούμε στο περιεχόμενο του βιβλίου, χρήσιμο είναι να ορίσουμε το ιστορικό πλαίσιο του. Τις δομικές οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές που συνέβησαν κατά τη διάρκεια  του 19ου και 20ου αιώνα, με αφετηρία την βιομηχανική Αγγλία, παρουσίασε με γλαφυρό λόγο ο ιστορικός και καθηγητής στο Χάρβαρντ, Σβεν Μπέκερτ, στο μνημειώδες έργο του «Η αυτοκρατορία του βαμβακιού» που κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, το 2022. Διαβάζοντας την ογκώδη αυτή μελέτη, κατανοούμε πώς εδραιώθηκε ο καπιταλισμός σε μια περίοδο που ο συγγραφέας ονομάζει εποχή της «μεγάλης απόκλισης», κατά την οποία ένα μικρό έθνος-κράτος, η Αγγλία, εξελίχθηκε με τον ξαφνικό πλουτισμό μιας ολιγάριθμης μερίδας πολιτών της σε παγκόσμια αποικιοκρατική και ιμπεριαλιστική υπερδύναμη, όντας ταυτόχρονα ένα κράτος «με ισχυρή γραφειοκρατία, υψηλή φορολογία»,  ένα κράτος κατ’ όνομα δημοκρατικό και με τεράστιες κοινωνικές ανισότητες που οδήγησαν στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, σε ισχυρές ταξικές συγκρούσεις και από τις αρχές του 20ου αιώνα κι ως τα μέσα του, σε νέα κινήματα, κοινωνικά εντός των ορίων του, όπως το γυναικείο, και εθνικοαπελευθερωτικά εκτός των συνόρων για την αποτίναξη των αποικιοκρατικών δεσμών. Στη διάρκειά του αναδύθηκαν οι νέες ριζοσπαστικές ιδέες που γέννησαν πολιτικές ρήξης και ενέπνευσαν εξεγέρσεις που αντιμετωπίστηκαν από την κυρίαρχη τάξη και τις κυβερνήσεις της με σφοδρή βία. Αυτό το κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο ορίζει τις συντεταγμένες του « Φλόρενς Μπλαντ» και φαίνεται πως ο Αν. Νικολακόπουλος το έχει μελετήσει ενδελεχώς. Επομένως ο ευρωπαϊκός 19ος αιώνας, η Βικτωριανή εποχή και οι αρχές του 20ου, δεν ήταν η περίοδος των ευφρόσυνων χοροπηδημάτων της κινηματογραφικής Μπέλα Μπάξτερ του Γ.Λάνθιμου, τα ιδρύματα δεν ήταν οι  ζεστές εστίες φροντίδας των ορφανών και τα πορνεία πόρρω απείχαν από το να χαρακτηριστούν λαμπρά πεδία σεξουαλικής απελευθέρωσης.

Τουναντίον, ήταν προπάντων οι μέρες των χαμένων παιδιών του Καρόλου Ντίκενς, της ισοπεδωτικής φτώχειας, της παιδικής εργασίας, του απύθμενου πόνου, της βάρβαρης εκμετάλλευσης των αδύναμων,  των σφοδρών συγκρούσεων, των δολοφονιών των επαναστατών και των γυναικών που διεκδικούσαν τα δικαιώματά τους. Ένα από αυτά τα απόκληρα παιδιά ήταν η Φλόρενς Μπλαντ.

Ο Ανδρέας Νικολακόπουλος (Αθήνα 1983-), γράφει ένα κοινωνικό μυθιστόρημα, πατώντας πάνω στην παράδοση του ρεαλισμού, με τέτοια μάλιστα μυθοπλαστική εικονοποιϊα ώστε παραπέμπει εικαστικά στον Γάλλο ζωγράφο Γκυστάβ Κουρμπέ, τον καλλιτέχνη που απαθανάτισε μορφές του αγροτικού βίου (και πήρε μέρος στην Κομμούνα του Παρισιού, 1877) και λογοτεχνικά στην πεζογραφία του Μπαλζάκ, μιας και η  προσεκτική παρατήρηση χαρακτηρίζει τη γραφή του. Η λεπτομερής αναπαράσταση του φυσικού και κοινωνικού τοπίου, που θυμίζει χειρόγραφο φυσιοδίφη και ανθρωπολόγου ερευνητή, φωτίζει πολύπλευρα την ψυχοσύνθεση των πρωταγωνιστών.

Το ύφος του παραπέμπει επίσης στον νατουραλισμό του Εμίλ Ζολά, κυρίως όταν περιγράφει σκηνές βίας. Δεν είναι λοιπόν μόνο ο τίτλος αλλά και η ίδια η πλοκή και η τεχνική που ανανεώνουν στη Φλόρενς Μπλαντ τους παλιούς δρόμους της μυθοπλασίας.

Οι λεπτομέρειες με τις οποίες περιγράφονται οι δρόμοι και τα κτήρια στο Παρίσι, οι τεχνικές κατασκευής της λαιμητόμου, η πλούσια χλωρίδα της Νορβηγίας, οι σκηνές της κακοποίησης των παιδιών -ομήρων των παιδεραστών, η αρχιτεκτονική των κτηρίων στην Ουαλία, οι κατοικίες εύπορων και προλετάριων, τα τοπία του Λονδίνου και της Ινδίας, τα ήθη και τα έθιμα των κατοίκων της τελευταίας και τέλος τα βότανα και τα δηλητήρια στο εργαστήρι της δολοφόνου φαρμακεύτρας, μαρτυρούν ενδελεχή έρευνα και επιστημονική ακρίβεια  που θα τη ζήλευε και ο πιο συστηματικός ερευνητής. Είναι φανερό πως ο συγγραφέας έκανε διεξοδική μελέτη για την τεκμηρίωση του υλικού του. Ας γνωρίσουμε όμως ευσύνοπτα το περιεχόμενό του βιβλίου:

 

Αφετηρία του βιβλίου, σε θέση προλόγου, ένας συμβολικός μύθος με οικολογικές προεκτάσεις.

Το φθινόπωρο του 1064, στην γερμανική πόλη Έσινγκεν και στον Δούναβη ποταμό, αλιεύεται ένα τερατόμορφο ψάρι που φέρει κι ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Η θανάτωσή του και η προσπάθεια των κατοίκων να αλλάξουν τον ρου του μεγάλου ποταμού θα επιφέρουν οικολογική και κοινωνική συμφορά. Η πόλη θα ερημωθεί. Η αναφορά του συγγραφέα στον σχηματισμό και την ονομασία των ποταμών της Ευρώπης αποκτά συμβολικό χαρακτήρα, αφού τα μεγάλα αστικά κέντρα, το εμπόριο, η γεωργική  και η πρώτη βιομηχανική παραγωγή, άρα και ο πολιτισμός της, στις όχθες τους γεννήθηκαν. Οι μετακινήσεις ανθρώπων και αγαθών τη ροή τους ακολούθησαν.

Όσα αλυσιδωτά καταστροφικά θα συμβούν, θα συνδεθούν, μ’ έναν μοναδικό τρόπο και πάντα με αναφορές στο υδάτινο στοιχείο, στα τέσσερα κεφάλαια που ακολουθούν (ως «Μέρη» τιτλοφορούνται) και τα οποία μας μεταφέρουν σε τέσσερις χώρες. Από τον Μεσαίωνα της εισαγωγής θα μετακινηθούμε  στη συνέχεια αιώνες μπροστά.

Αρχικά στη Γαλλία του 19ου αιώνα και στην ιστορία μιας οικογένειας δημίων που παραδοσιακά κόβει κεφάλια με τη μεταφερόμενη γκιλοτίνα. Ο τελευταίος εκπρόσωπός της, μολονότι ευαίσθητος, θα αποκεφαλίσει μια serial killer, πρώην τρόφιμο ορφανοτροφείου.

Η ανάπλαση της εποχής και η διείσδυση στον ψυχισμό του δημίου γράφουν ένα από τα πιο δυνατά κεφάλαια που έχουμε διαβάσει στην πρόσφατη νεοελληνική λογοτεχνία.

Στο δεύτερο μέρος μεταφερόμαστε στη Νορβηγία του 1838 και στον πιο σκληρό χειμώνα της. Στη χώρα αυτή, που την πανέμορφη φύση της περιγράφει με γνώσεις ειδήμονα της βιοποικιλότητας και σαν αντίστιξη στην ανθρώπινη βαρβαρότητα,  φανερώνεται το πιο αποτρόπαιο πρόσωπο του «πολιτισμού» μας  με την κτηνώδη κακοποίηση παιδιών. Το trafficking είναι παλιά ιστορία. Ένα κορίτσι θα καταφέρει να ξεφύγει από το κολαστήριο των παιδεραστών και θα βρει άσυλο στην Αγγλία.

Στο τρίτο μέρος, βρισκόμαστε στην Ουαλία της βασίλισσας Βικτωρίας, στον τόπο των ευγενών, των ανερχόμενων πλούσιων αστών και των ρακένδυτων ανθρακωρύχων, των πρώτων εργατικών σωματείων και των εξεγέρσεων που πνίγηκαν στο αίμα. Ακολουθούμε την τεθλασμένη πορεία ενός νέου επαναστάτη, αρχικά αναρχικού που στη συνέχεια απαρνείται την ταξική του θέση και συνείδηση και μεταλλάσσεται σε όργανο της κυρίαρχης τάξης,  σε αστυνομικό με υψηλόβαθμη θέση. Ενδιαφέρουσα εδώ η πυροδότηση της ταξικής μεταστροφής εξαιτίας ερωτικής απογοήτευσης.

Στο τέταρτο μέρος αναπνέουμε στο πνιγηρό περιβάλλον ενός Λονδρέζικου ορφανοτροφείου, μέσα στο οποίο μεγαλώνει η κεντρική ηρωίδα, η Φλόρενς Μπλαντ, το κορίτσι που ονειρεύεται να ξεφύγει από τη φτώχεια και τη μιζέρια, που εντρυφεί στα μυστικά των δηλητηρίων και καταφέρνει να φτάσει με τον πλούσιο  εραστή της στην Ινδία της  Βρετανικής κατοχής, τόπο γεμάτο μυστικισμό και οράματα. Η Φλόρενς, θηλυκή μορφή εκδικητή, με τα θανατηφόρα σκευάσματά της θα αφαιρέσει τη ζωή από εκατοντάδες κακοποιητές των αδύναμων κι απροστάτευτων. Μια γυναίκα Ρομπέν των άστεων που τιμωρεί τους θύτες.

Οι τελευταίες σελίδες θα μας επαναφέρουν στην αφετηρία, στη Γαλλία της λαιμητόμου, στον τόπο όπου ξεκίνησε η εξιστόρηση και θα ολοκληρωθεί κυκλικά κατά το αρχαίο σχήμα « Ύβρις, άτη, νέμεσις, τίσις». Η ρίψη του ακέφαλου σώματος στον Σηκουάνα επαναφέρει τον μύθο του εισαγωγικού κεφαλαίου. Η αλαζονεία, όσο κι αν κατανοούμε τα αίτια της,  οδηγεί τον άνθρωπο στη μέγιστη ύβρι, στην απαξίωση και αφαίρεση της ίδιας της ζωής. Για τούτο, το υδάτινο στοιχείο, το απαραίτητο για την ύπαρξη όλων των όντων, καταπίνει το σώμα του υβριστή.

Το μυθιστόρημα του Α. Νικολακόπουλου προσφέρει ένα μεθοδικά σχεδιασμένο ταξίδι στον χρόνο, στην ιστορία και στην ευρωπαϊκή κοινωνία του 19ου  και των αρχών του 20ου αιώνα, και μια σπειροειδή καταβύθιση στο υποσυνείδητο του ανθρώπου, στα εσωτερικά σκοτάδια που περιπλέκουν την πορεία του και συχνά οδηγούν στην κατακρήμνιση και τον όλεθρο. Οι κοινωνικές συνθήκες σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερες ορίζουσες του ατομικού βίου, τροχιοδρομούν τη διαδρομή των προσώπων, τόσο καθοριστικά ώστε είναι αδύνατον να ξεφύγουν από τις ράγες της. Γι’ αυτό και στο τελευταίο κεφάλαιο, το μόνο που έχει πρωτοπρόσωπη αφήγηση, η πρωταγωνίστρια, λίγο πριν τον αποκεφαλισμό της, εξομολογείται  « Έκανα ένα βήμα μπροστά και γονάτισα στην εξέδρα. Ακούμπησα σαν υπνωτισμένη τον λαιμό μου στην οπή της λείας καμπύλης και όσο τα γόνατά μου γδέρνονταν στο άγριο ξύλο, έμεινα να περιμένω, αναλογιζόμενη πως ό, τι επιλογές κι αν έκανα, η μοίρα μου ήταν η λεπίδα από τη μέρα που γεννήθηκα»

Ας μην εκλάβουμε ως μοιρολατρεία τη συγκεκριμένη έκφραση αλλά ως ιχνηλάτηση και κατανόηση των γραμμών που χαράζονται κοινωνικά και γι’ αυτό συνήθως αμετάκλητα στον χάρτη του ανθρώπινου βίου. Πόσοι άραγε ξεφεύγουν από τις ταξικές συντεταγμένες του; Το happy end δεν σφραγίζει τέτοιες ιστορίες.

Διαβάζοντας τη Φλόρενς Μπλαντ, ανακάλεσα από τις πρόσφατες θεωρητικές αναζητήσεις του Άγγλου πανεπιστημιακού δασκάλου της Λογοτεχνίας και διανοούμενου μαρξιστή, Τέρρυ Ήγκλετον, τη ρήση πως « δεν υπάρχει αθώος αναγνώστης, όπως δεν υπάρχει και αθώα γραφή». Με αυτήν την έννοια, στο μυθιστόρημα του Ανδ. Νικολακόπουλου οικοδομείται η κοσμοθεωρία του λογοτέχνη με την ηθική –φιλοσοφική θεμελίωση των αντικρουόμενων εκδοχών της πραγματικότητας που ξεφεύγουν από το οπτικό πεδίο της παρατήρησής μας.

Η επιλογή της τριτοπρόσωπης αφήγησης (εξαίρεση αποτελεί όπως προαναφέρθηκε το τελευταίο κεφάλαιο) εστιάζει στον άνθρωπο ως δημιουργό, αυτουργό και υποκείμενο της ατομικής και συλλογικής ιστορίας. Η Φλόρενς είναι οργανικό μέλος του ευρωπαϊκού πολιτισμού κατά την περίοδο της ανάπτυξης του καπιταλισμού. Πολιτισμός που εξάχθηκε βίαια από τους αποικιοκράτες, διαφημίστηκε σαν παγκόσμιο παράδειγμα «ανθρωπισμού και δημοκρατίας» και συνεχίζει ως τις μέρες μας το ίδιο αφήγημα, ενώ εξέθρεψε και εκτρέφει στην επικράτειά του, δήμιους,  παιδεραστές, απατεώνες και φονιάδες, εκτός από τις σκοτεινές, αιματοβαμμένες περιόδους πολέμων.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η Φλόρενς Μπλαντ μπορεί να ιδωθεί ως το διαχρονικό παράδειγμα της έμφυλης ταυτότητας θύματος και θύτη, η αιωνίως καταδιωκόμενη γυναίκα.

Η καιόμενη μάγισσα του Μεσαίωνα δίνει το σώμα της στην καρατομημένη δηλητηριάστρια του 19ου αιώνα. Για εκατομμύρια παιδιά και γυναίκες στον κόσμο, η λεπίδα στέκεται ήδη από την πρώτη μέρα που αντικρύζουν το φως απειλητικά πάνω από τον λαιμό τους. Δυστυχώς ισχύει αυτό και στον αιώνα μας.

Ο θεωρητικός και κριτικός της Λογοτεχνίας Τζέημς Γουντ γράφει στο βιβλίο του «Πώς δουλεύει η Λογοτεχνία» (εκδ. αντίποδες, 2023): «Η λογοτεχνία  διαφέρει από τη ζωή επειδή η ζωή είναι γεμάτη από αταξινόμητες και άμορφες λεπτομέρειες και πολύ σπάνια μας κατευθύνει προς αυτές, ενώ η λογοτεχνία μας διδάσκει να τις παρατηρούμε. Αυτή η διδασκαλία είναι διαλεκτική. Η λογοτεχνία μας κάνει να παρατηρούμε καλύτερα τη ζωή, στην πορεία ασκούμαστε καλύτερα στη ζωή».

Υπό αυτό το πρίσμα και επιλογικά, η ανάγνωση του «Φλόρενς Μπλαντ» συνιστά, εκτός από λογοτεχνική απόλαυση,  παρατήρηση και άσκηση ζωής.

Η Αθηνά Παπανικολάου είναι φιλόλογος-συγγραφέας

 

 

  

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ευθύνες και στην πρυτανεία επιρρίπτει ο ΕΣΔΕΠ για την πτώση του ασανσέρ

Παρουσίαση του βιβλίου του Δ. Ελευθεράτου «Μεταπολίτευση, ένα βολικό τέρας» στη Θεσσαλονίκη