Δεν υφίσταται «δεξιός Γκράμσι». Υφίσταται ένας αντι-γκραμσισμός, μια απόρριψη, δηλαδή, του συγγραφέα των «Τετραδίων της Φυλακής», ιδρυτή του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και της εφημερίδας L’Unità. Ωστόσο, το τέχνασμα έχει γίνει δημοφιλές σε μια τάξη διανοούμενων που έχει έρθει στην εξουσία στην Ιταλία προσφάτως. Στην κυβέρνηση της Μελόνι, υπάρχουν κάποιοι στο υπουργείο Πολιτισμού που επικαλέστηκαν τη σκιά του.
Σύμφωνα με αυτούς, μετά τον Δάντη,* ο Γκράμσι αποτελεί μέρος μιας «δεξιάς κουλτούρας». Αυτός που διέλυσε μια άλλη επινόηση του μετριοπαθούς φιλελευθερισμού: την ιδεολογική γραμμή De Sanctis-Croce-Gentile.**
Ο ίδιος άνθρωπος που δολοφονήθηκε στις φυλακές των φασιστών, βρίσκεται τώρα να πρωταγωνιστεί, ακούσια, στον πολιτισμικό εθνικισμό των κληρονόμων τους. Ο Γκράμσι είναι έτοιμος να πουληθεί σαν πακέτο διακοπών. Εκτός από τα ιστορικά κέντρα που μετατρέπονται σε λούνα παρκ για τουρίστες, έφτασε η ώρα να τους πουλήσουμε και τις τοπικές μας λιχουδιές. Ο Γκράμσι είναι το πολιτισμικό εμπόρευμα που βρίσκεται ανάμεσα στο μανιτάρι καρντοντσέλο και το μπαλαρντιανό θέρετρο που χτίστηκε για τους VIP της G7 που κάνουν διακοπές στην Απουλία.
Γκράμσι, o θεωρητικός της συναίνεσης των κυρίαρχων τάξεων
Φήμες για έναν «δεξιό» Γκράμσι έφτασαν και στην τηλεόραση από όσους διορίστηκαν σε υπο-κυβερνητικές θέσεις. Στα μουσεία, για παράδειγμα. Κυκλοφόρησε ένα βιβλίο, κάτι περισσότερο από μια συλλογή αυτοσχέδιων κειμένων, για το γεγονός ότι «Ο Γκράμσι είναι ζωντανός».***
Αντί να σταθούμε σε κάποιες ασήμαντες σελίδες, είναι πιο ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε πώς ένας από τους στοχαστές που άλλαξε τη θεωρία της κομμουνιστικής επανάστασης στη Δύση έχει υποβαθμιστεί σε έναν ασήμαντο «φιλελεύθερο-δημοκρατικό» στοχαστή. Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό.
Το προσπάθησαν, πριν από λίγο καιρό, οι φιλελεύθεροι της «αριστεράς». Αυτοί που, από το σημείο καμπής της Μπολονίνα**** και μετά, μετέτρεψαν τον Γκράμσι σε λειτουργικό φιλόσοφο στην προσπάθειά τους να ενσωματώσουν τα υπολείμματα του πρώην κομμουνιστικού κόμματος στο establishment που συν-διαχειρίστηκε τη δραματική μετάβαση στον νεοφιλελευθερισμό από τη δεκαετία του 1990 και μετά.
Το σχέδιο για την «ουδετεροποίηση» και την επανεπινόηση του Γκράμσι χρησίμευσε για να δικαιολογήσει τη μετάβαση από την κομμουνιστική Εκκλησία στη φιλελεύθερη. Έτσι οι πρώην κομμουνιστές έγιναν οι ultras του νέου καπιταλιστικού δόγματος. Ως υποτακτικοί και προσηλυτισμένοι, χρησιμοποίησαν τον Γκράμσι ως θεωρητικό της συναίνεσης που ωθεί τις μάζες να αποδεχτούν νεοφιλελεύθερες πολιτικές, αντίθετες με τα συμφέροντά τους: επιχειρηματικοποίηση της υγείας και του εκπαιδευτικού συστήματος, επισφαλειοποίηση της εργασίας και της ζωής, διάλυση ενός συστήματος πρόνοιας – που ήταν πλέον καρικατούρα – μετατόπιση του δημόσιου πλούτου στον ιδιωτικό τομέα.
Αυτός είναι ο Γκράμσι, ο θεωρητικός της συναίνεσης των κυρίαρχων τάξεων και της πολιτικής τάξης που ενδιαφέρει τη διανόηση η οποία έχει κάνει καριέρα στη δεξιά κυβέρνηση. Από την φιλελεύθερη αριστερά μέχρι την εθνικιστική δεξιά, η ιδιοποίηση του Γκράμσι είναι μια συνταγή που παρασκευάζεται με διάφορες σάλτσες. Χθες, όπως και σήμερα, γίνεται στο όνομα της μετριοπάθειας, του οπορτουνισμού, της αδιαφορίας και της πολιτικής μορφινομανίας. Γίνεται, δηλαδή, στο όνομα των πρακτικών, που επικρίνει ο Γκράμσι στην ιταλική ιστορία. Σήμερα, αυτές οι πρακτικές χρησιμοποιούνται για να τον συμπεριλάβουν στην κυρίαρχη ηγεμονία.
«Ηγεμονία χωρίς πάλη των τάξεων»
Η πιο δημοφιλής έννοια του «δεξιού Γκράμσι» είναι η «πολιτισμική ηγεμονία». Αυτή η σημαντική ιδέα χρησιμοποιείται χλευαστικά. Γίνεται, δηλαδή, γίνεται αντιληπτή ως συνώνυμο μιας διαφημιστικής και τηλεοπτικής αφήγησης που καθορίζει τη νομιμότητα του ποιος μπορεί να μιλάει στα βραδινά talk shows. Η ιδέα αυτή δεν μπορεί να ευτελιστεί περισσότερο από όσο το κάνουν ήδη οι υποστηρικτές της. Πρέπει να γίνει κατανοητή στο πλαίσιο μιας συστηματικής επιχείρησης, που διεξάγεται εις βάρος του Γκράμσι, από τον νεοφασισμό και τη σκέψη της λεγόμενης «Νέας Δεξιάς», ιδίως της γαλλικής δεξιάς, από τη δεκαετία του 1970.
Μια ένδειξη αυτού του «πολιτισμικού έργου» δόθηκε σε αυτό το βίντεο από τη Marion Maréchal-Le Pen, την ανιψιά – που είχε αυτομολήσει από το κόμμα της θείας της – της Μαρίν Λεπέν, η οποία επανέκαμψε πρόσφατα στο Rassemblement National στη Γαλλία για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. Με το κόμμα της θείας της στα πρόθυρα της εξουσίας, δεν έχει νόημα να κάνει αντιπολίτευση σε ένα κόμμα του οποίου είναι παρακλάδι.
Σε μια πολιτιστική βραδιά που διοργανώθηκε στη Λιγουρία το καλοκαίρι του 2018, η Μαρεσάλ-Λεπέν κατέστησε σαφές το πώς αντιλαμβάνονται τον Γκράμσι οι «νέες δεξιές. Δεν ενδιαφέρονται για την «αριστερή ιδεολογία του». Ενδιαφέρονται για «έναν Γκράμσι χωρίς την ταξική πάλη».
Ο Γκράμσι είναι αυτός που δημιούργησε «τη μέθοδο κατάκτησης της εξουσίας». «Πριν ελπίσουμε να κερδίσουμε πολιτικά και εκλογικά», συνέχισε η Μαρεσάλ-Λεπέν, «πρέπει να κερδίσουμε στο μέτωπο του πολιτισμού. Πρέπει να δώσουμε μια πολιτισμική απάντηση από τη συντηρητική πλευρά, όχι για ένα πολιτικό κόμμα, όχι για εκλογικούς λόγους, αλλά για την κοινωνία στο σύνολό της».
Η ιδέα να διαχωριστεί ο Γκράμσι από την ταξική πάλη συνδέεται με μια ευρύτερη στρατηγική, αυτή του αντικομμουνισμού. Στην πραγματικότητα, όσο μεγαλύτερη είναι η έλλειψη μιας κομμουνιστικής πολιτικής, τόσο πιο πολύ χρησιμοποιείται το φάντασμά της εναντίον των «αριστερών», ακόμη και των πιο μετριοπαθών που αγνοούν το έργο του ίδιου του Γκράμσι.
Η στρατηγική της ανατροπής της σύγχρονης δεξιάς εμβολιάζεται με τον αντικομμουνισμό. Παίρνουν τις ιδέες του αντιπάλου και τις μεταστρέφουν στο αντίθετό τους.
Με αυτόν τον τρόπο, μπορεί κάποιος να ισχυρίζεται παραπλανητικά ότι είναι στο πλευρό του αντιπάλου, αντλώντας επιμέρους και λανθασμένα στοιχεία από τις αναλύσεις του για να δημιουργήσει σύγχυση και να αφαιρέσει την αξιοπιστία του λόγου της «αριστεράς» που δεν ξέρει πια για ποιο πράγμα να μιλήσει, με ποιον και για ποιο λόγο.
Ειδικά από τότε που εγκατέλειψε τη σχέση μεταξύ θεωρίας και πράξης και πιστεύει ότι μπορεί να κάνει πολιτική πηγαίνοντας στην τηλεόραση ή γράφοντας στο διαδίκτυο και δεν οργανώνει τον αγώνα ξεκινώντας από τις λαϊκές γειτονιές, τους χώρους εργασίας ή τους χώρους της γιορτής και της πολιτιστικής παραγωγής από τα κάτω.
Η ηγεμονία, όπως την εννούν η Μαρεσάλ Λε Πεν και οι άλλες ευρωαμερικανικές αντιδραστικές δεξιές δυνάμεις, μπορεί να συνοψιστεί σε αυτόν τον τύπο: αντι-κομμουνισμός που συνδυάζεται με την ιδιοκτησιακή και καπιταλιστική ιδέα της ελευθερίας, με το μίσος για την ισότητα, με την ετεροκανονική οικογενειοκρατία και τον πολιτισμικό και εθνο-διαφοροποιητικό ρατσισμό, ξεκινώντας από τον αντι-αραβικό και τον αντι-μουσουλμανικό.
«Πόλεμος των ιδεών»: μια έρευνα
Σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση, αυτός ο «πόλεμος των ιδεών» απέχει παρασάγγας από την γκραμσιανή ιδέα για την «πολιτισμική ηγεμονία». Πρόκειται, αντιθέτως, για μια θεωρία του Αμερικανού κοινωνιολόγου James Davinson Hunter. Σύμφωνα με τον Hunter, η «μάχη των ιδεών» είναι μια αναπροσαρμογή των θρησκευτικών πολέμων στις εκκοσμικευμένες κοινωνίες όπου η ταξική σύγκρουση φαίνεται να έχει αντικατασταθεί από τη σύγκρουση για την προσωπική, πολιτισμική, θρησκευτική ή κοινωνική ταυτότητα.
Η «δεξιά» εκδοχή αυτού του συλλογισμού, που επικρατεί σήμερα, συνίσταται στην ερμηνεία των προσανατολισμών μιας ενάρετης και ηθικής πλειοψηφίας, που δεν είναι πλέον «σιωπηλή» αλλά πολύ ομιλητική χάρη στα κοινωνικά δίκτυα, η οποία παίρνει τον λόγο ενάντια στην «ελιτίστικη» κουλτούρα μιας «αστικής» αριστεράς που είναι εχθρική προς τον «λαό». Υπάρχει επίσης μια «αριστερή» παραλλαγή αυτής της πολύ περιορισμένης ανάγνωσης της «πολιτισμικής ηγεμονίας» του Γκράμσι, η οποία έχει προσαρμοστεί στην άνοστη σούπα των διαφημιστών που έκαναν καριέρα μεταξύ των δημοσκόπων και των αφηγηματολόγων που εξυπηρετούν την προεκλογική προπαγάνδα. Αυτή η «αριστερά» αρχικά προτίμησε την ταυτότητα του βιολογικού και κοινωνικού φύλου ή –και- της φυλής από την ηθική της δεξιάς και σκέφτηκε να απελευθερώσει τις καταπιεζόμενες μειονότητες από το ζυγό της λευκής αρσενικής εξουσίας.
Η εδραίωση της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας μεταξύ της δεκαετίας του ’70 και της δεκαετίας του ’90 περιέπλεξε αυτό το εγχείρημα σε σημείο που τα ανθρώπινα δικαιώματα άρχισαν να συγκρούονται, με την ταξική πάλη βάζοντας την σύνδεσή τους με αυτήν σε δεύτερη μοίρα ή σε άλλες περιπτώσεις αποκηρύσσοντάς την εντελώς.
Αυτό το «αριστερό» σύμπλεγμα βρέθηκε όμηρος σε μια σύγκρουση μεταξύ των ουσιαστικοποιημένων πολιτισμικών ταυτοτήτων, που δομούνται με αδιαπέραστα και άκρως πολωτικά κανονιστικά κριτήρια.
Σε αυτή τη σύγκρουση συμμετέχουν και εκείνοι που επικαλούνται την προτεραιότητα των «κοινωνικών» δικαιωμάτων έναντι των «πολιτικών», αλλά δεν έχουν ιδέα για την κοινωνική τάξη και έτσι καθιερώνουν μια ιεραρχία δικαιωμάτων όπου στην κορυφή βρίσκεται μια ταυτότητα πιο «παγκόσμια», η ταυτότητα ενός εξιδανικευμένου «λαού» σε σχέση με άλλες ταυτότητες που θεωρούνται «επιμέρους».
Η πολιτισμική ηγεμονία για τους «δεξιούς γκραμσιανούς» συνίσταται στην οικειοποίηση και την αντιστροφή των αξιών του αντιπάλου στο αντίθετό τους. Παίρνουν, δηλαδή, τις φιλελεύθερες αξίες της αυτονομίας ή της ελευθερίας του λόγου και τις «κοινωνικές» της πατερναλιστικής και αυταρχικής προστασίας του Κράτους που ασχολείται με την ετεροκανονική οικογένεια και τις κραδαίνουν εναντίον του αντιπάλου. Εναντίον μιας «αριστεράς» φάντασμα, νεοφιλελεύθερης, ασαφούς και απροσδιόριστης. Εναντίον αυτής της «αριστεράς» εκτοξεύεται η κατηγορία του «ολοκληρωτισμού» επειδή (εικάζουν) επιδιώκει να καθορίσει τι μπορεί να σκέφτεται κάποιος και με ποιο τρόπο πρέπει να εκφράζονται οι απόψεις.
Απέναντι στη νέα αστυνομία αυτής της λεγόμενης «αριστεράς», οι «αντι-αυταρχικοί» της δεξιάς έχουν αναδείξει τον χαρακτήρα του παραβατικού ηθικολόγου, μια ηρωική ατομικότητα που υπήρχε ήδη στην πρωτοποριακή παράδοση της φασιστικής δεξιάς.
Αυτός ο χαρακτήρας αποκαλύπτεται κατά προτίμηση στα κοινωνικά δίκτυα όπου χρησιμοποιεί μια ψευδή παθητικο-επιθετική ειρωνεία, συνοδευόμενη από μιμίδια, εικόνες και βίντεο. Επιδεικνύει την κουλτούρα του αντι-κομφορμισμού, της παραβατικότητας και της ασέβειας ως αυτοσκοπό.
Δεν πρόκειται απλώς για ένα επικοινωνιακό στυλ, αλλά για μια πολιτική κουλτούρα που έχει σφυρηλατηθεί στο κενό των φόρουμ και των ψηφιακών πλατφορμών όπου χρησιμοποιούνται οι γλώσσες που επικρατούν σήμερα στο διαδίκτυο: η λεκτική επιθετικότητα σε σημείο υποκίνησης εγκλήματος, οι φαντασιώσεις βιασμού ή δολοφονίας γυναικών, ιδιαίτερα όσων δραστηριοποιούνται στους φεμινιστικούς αγώνες, και οι οποίες γίνονται αντικείμενα μίσους και περιφρόνησης.
Πολλοί από τους καλοπροαίρετους ή φιλελεύθερους-συντηρητικούς «διανοούμενους» της δεξιάς μπορεί και να τρομοκρατούνταν από τη φρίκη και τη βία του αληθινού ψηφιακού φασισμού. Δεν αποκλείεται το πολιτικό κύμα του οποίου είναι σήμερα οι κομπάρσοι όχι μόνο να απελευθερώσει τον σεξιστικό και ρατσιστικό λόγο, αλλά και τις πρακτικές της οργανωμένης φασιστικής βίας.
Τι είναι η ηγεμονία
Για τον Γκράμσι, η ηγεμονία δεν μπορεί να αναχθεί σε οποιαδήποτε θεωρία εξουσίας που επιβάλλεται περισσότερο ή λιγότερο συγκεκαλυμμένα. Δεν είναι ούτε μια εκλογίστικη μικροφυσική της εξουσίας, ούτε μια καθαρή και απλή κυριαρχία που ασκεί το κράτος μέσω της αστυνομίας, ούτε η κατήχηση μέσω των ιδεολογικών του μηχανισμών.
Η ηγεμονία δεν είναι καν μια απλή παιδαγωγική σχέση μεταξύ της εξουσίας, των διανοουμένων και των άμορφων μαζών. Δεν έχει να κάνει με την εμπορική σχέση μεταξύ του πωλητή των αγαθών και του καταναλωτή των «πολιτικών προσφορών», ούτε με την ιεραρχική σχέση μεταξύ δασκάλου και μαθητή.
Και στις δύο περιπτώσεις, οι καταναλωτές, όπως και οι μαθητές, αντιμετωπίζονται σαν παιδιά που δεν καταλαβαίνουν τις «μεταρρυθμίσεις», αλλά που πρέπει να είναι ικανοποιημένοι γιατί διαφορετικά μειώνουν τα ποσοστά αποδοχής των κομμάτων στις πολιτικές εκλογές.
Η δημοκρατική συναίνεση που βασίζεται στην ηγεμονία του Γκράμσι δεν μπορεί να εξισωθεί ούτε με την παθητική συναίνεση ούτε με την συναίνεση των μέσων ενημέρωσης.
Αντίθετα, είναι μια ενεργή συναίνεση, η οικοδόμηση μιας συν-εννόησης, μιας συλλογικής βούλησης που βασίζεται στην ενότητα μεταξύ των κυβερνώντων και των κυβερνώμενων, μέσω μιας συνεχούς μετάβασης από τη μια συνθήκη στην άλλη.
Το να δημιουργούμε ηγεμονία σημαίνει να αναστοχαζόμαστε τις συνθήκες και τις δυνατότητες για την υλοποίηση του πνευματικού, πολιτικού και ηθικού μέλλοντος όλων.
Η ηγεμονία είναι η πνευματική ανάπτυξη κάθε ατόμου για να είναι σε θέση να διευθύνει την κοινωνία και να αυτοκαθορίζει την ύπαρξή του.
«Πόλεμος θέσεων»
Όλα αυτά συμβαίνουν μέσω της ταξικής πάλης με την οποία το κόμμα -ο «Νέος Πρίγκιπας» του Γκράμσι- συσχετίζεται, οργανώνει, επανεκκινεί, αλλά καθορίζει από τα πάνω. Το κόμμα ακολουθεί την ταξική πάλη, όπως ακολουθεί τους περιβαλλοντικούς, τους αντιρατσιστικούς και τους αντισεξιστικούς αγώνες, προσπαθεί να ενισχύσει την αυτονομία τους, προσπαθεί να τους συνδέσει με όλες τις ανεξάρτητες οργανώσεις της «κοινωνίας των πολιτών» που σχηματίζονται μέσα σε αυτούς τους αγώνες. Επεκτείνει την οργάνωσή τους σε όλη την κοινωνία, όχι μόνο στους εργασιακούς χώρους, με μη ιεραρχικό τρόπο και υπό το πρίσμα μιας εγκάρσιας στρατηγικής με στόχο τη σύγκλιση και την εξέγερση.
Αν επανεξετάσουμε υπό το πρίσμα του Γκράμσι τον χαώδη διάλογο που διεξάγεται σήμερα για την «διασταυρωτικότητα» των αγώνων και των «συμμαχιών» τους, αυτός ο διάλογος αποκτά περαιτέρω ενδιαφέρον. Όντως, σε αυτές τις πρακτικές ο Γκράμσι μπορεί να δώσει την ιδέα του «πόλεμου των θέσεων».
Αυτό το είδος του «πολέμου» συμπίπτει με την πολιτική ηγεμονία. Ωστόσο, πρέπει να προσέξουμε να μην ερμηνεύουμε τον ορισμό αποκλειστικά και μόνο με όρους μιλιταριστικούς ή κατάληψης των θεσμών.
Η ηγεμονία είναι το αντίθετο: είναι η δράση για την διεύθυνση της κοινωνίας και τον αυτοπροσδιορισμό των ατόμων.
Αυτή η δράση εξυπηρετεί την «ενσωμάτωση της πολιτικής κοινωνίας στην κοινωνία των πολιτών» και την αναδιάρθρωσή της μέσω της διάχυσης των εξουσιών στους χιλιάδες πυρήνες της συλλογικής και ατομικής αυτονομίας που είναι παρούσες στη σύγχρονη κοινωνία.
Σε αυτόν τον στόχο αναγνωρίζουμε τον μαρξιστικό στόχο της «εξαφάνισης του κράτους», που είναι εντελώς άγνωστος στη δεξιά. Η «κατάληψη της εξουσίας», την οποία εξυμνούν, είναι για τον Γκράμσι το τέλος της καπιταλιστικής εξουσίας και του κράτους πάνω στις μάζες.
Ο Γκράμσι σκεφτόταν ένα σύστημα αρχών, και επομένως την ηγεμονία, μιας κομμουνιστικής δημοκρατίας που «απέκλειε προσεκτικά κάθε, ακόμα και φαινομενική, υποστήριξη «απολυταρχικών» τάσεων.
Χθες ο γκραμσισμός αντιτάχτηκε στον θριαμβευτικό σταλινισμό, σήμερα θα μπορούσε να το κάνει ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό χωρίς δημοκρατία στον οποίον υποβιβάζονται οι «δημοκρατικοί» φιλελευθερισμοί.
Ταμπού
Γιατί λοιπόν η μεταφασιστική δεξιά και οι νεοφιλελεύθεροι συντηρητικοί ξεσκαρτάρουν την ταξική πάλη από τον Γκράμσι;
Γιατί υποτάσσονται στην αληθινή ηγεμονία της εποχής μας: τον νεοφιλελευθερισμό. Αυτή η ιδέα της ηγεμονίας ξεκινά από τον ισχυρισμό ότι η ταξική πάλη έχει πεθάνει μαζί με τον ολοκληρωτικό και δολοφονικό καπιταλισμό που ήταν ο σοβιετικός σταλινισμός και ότι σήμερα ζούμε στην κοινωνία της «ελεύθερης αγοράς» που συμπίπτει με τη «Δύση».
Δεν είναι αλήθεια, και δεν θα είναι ποτέ. Το πρόβλημα είναι ότι η ταξική πάλη δεν έχει κατεύθυνση, και εξελίσσεται αντίστροφα. Είναι δηλαδή ένας πόλεμος μεταξύ των προτελευταίων και των τελευταίων. Μιλάμε για μια οπισθοδρομική σύγκρουση που ακολουθεί τη γραμμή του χρώματος και βασίζεται στον φόβο. Οι νεοφιλελεύθεροι συντηρητικοί και η ρατσιστική δεξιά, τη χρησιμοποιούν ως εργαλείο για να καταδιώξουν τους μετανάστες και να κατακερματίσουν την κοινωνία μέσω ενός επίμονου και ανελέητου απαρτχάιντ.
Θα ήθελαν, επομένως, να χρησιμοποιήσουν τον Γκράμσι με στόχο να καταλάβουν τους μοχλούς της εξουσίας για να εφαρμόσουν, χωρίς φραγμούς, μια στρατηγική που ξεκίνησαν πριν από πολύ καιρό άλλες πολιτικές δυνάμεις.
Στην εξωτερική πολιτική, και με τη συνενοχή μιας αδίστακτης αστικής τάξης που έχει χάσει κάθε σχέση με την ιδέα της δημοκρατίας, αυτό θα επέτρεπε στη «νέα» δεξιά να καθοδηγήσει αυταρχικά την περίπλοκη «δυτική» νεοφιλελεύθερη μηχανή που αντιμετωπίζει έναν νέο πόλεμο με τους ανταγωνιστικούς νεοφιλελεύθερους καπιταλισμούς (κινέζικο, ρωσικό, κ.λπ.).
Στην εσωτερική πολιτική, ο Γκράμσι εξυπηρετεί αυτή τη δεξιά για να διεξάγει πόλεμο εναντίον των υποτελών. Είναι, όντως, παράδοξο. Αλλά αυτό σημαίνει εξουδετέρωση της σκέψης του αφού αποκόπτεται από μια πολιτική και συνδικαλιστική αριστερά που ουσιαστικά τον έχει ξεχάσει, τουλάχιστον στην Ευρώπη. Σίγουρα όχι σε άλλα μέρη, όπου ο Γκράμσι γνωρίζει, εδώ και 40 χρόνια, μια τεράστια αναβίωση ενδιαφέροντος γεμάτη πρωτότυπες αποκλίσεις.
Ένας Γκράμσι παγκόσμιος ενάντια στις εθνικιστικές επανιδιοποιήσεις που, εκτός των άλλων, είναι και ασύνδετες. Η επανιδιοποίηση, συν τοις άλλοις, ανταποκρίνεται σε μια αποικιακή λογική και συγχέει την εξουσία με την κυριαρχία. Δεν είναι τυχαίο ότι ο παγκόσμιος Γκράμσι χρησιμοποιείται επίσης από εκείνους που σκέφτονται στρατηγικές απο-αποικιοποίησης και θέτουν το πρόβλημα του πώς μπορούν να απελευθερωθούν οι υποτελείς κάτοικοι, οι μετανάστες ή οι καταπιεσμένοι και αποκλεισμένοι.
Η «κουλτούρα» που θέλει να επιβάλει η δεξιά είναι μια παρωδία του «πολιτισμικού έργου» μέσω του οποίου ο Γκράμσι καλούσε τους διανοούμενους και τους υποτελείς να απελευθερωθούν από τις αλυσίδες τους και να καταστρέψουν την εξουσία που τους καταδυναστεύει.
Σε αυτή την περίπτωση, όμως, η εξουσία θα χρησιμοποιηθεί για να καταπιέσει τους ομοίους τους και να μετατρέψει τον «πόλεμο θέσεων» στο αντίθετό του, σε «εμφύλιο πόλεμο».
Η ταξική πάλη, δηλαδή η ανάληψη του λόγου από τους υποτελείς, στην οποία εντάσσεται η ηγεμονία του Γκράμσι, νοούμενη ως πόλεμος θέσεων, θα έπρεπε αντί αυτού να διαλύσει ένα τόσο τρομακτικό σχέδιο και να οργανώσει την αντίσταση, ήδη από το εσωτερικό κάθε χώρας.
Οι πρώτες σπίθες αυτής της σύγκρουσης είναι ορατές.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
* Ο πρώην υπουργός πολιτισμού Gennaro Sangiuliano δήλωσε ότι ο «Dante è «il fondatore del pensiero di destra nel nostro Paese» (Ο Δάντης είναι «ο ιδρυτής της δεξιάς σκέψης στη χώρα μας»)
** Francesco De Sanctis: κριτικός λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος και πολιτικός, από τους σημαντικότερους κριτικούς και ιστορικούς της ιταλικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα και αρκετές φορές υπουργός δημόσιας παιδείας.
Benedetto Croce: φιλόσοφος, θεωρητικός, ιστορικός, κριτικός της τέχνης, και πολιτικός.
Gentile: φιλόσοφος, ιστορικός της φιλοσοφίας, παιδαγωγός και πολιτικός. Ήταν, μαζί με τον Benedetto Croce, ένας από τους σημαντικότερους εκφραστές του φιλοσοφικού νεοϊδεαλισμού και του ιταλικού ιδεαλισμού, καθώς και σημαντικός πρωταγωνιστής του ιταλικού πολιτισμού στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, συνιδρυτής του Ινστιτούτου της Ιταλικής Εγκυκλοπαίδειας. και, ως υπουργός, o αρχιτέκτονας, το 1923, της δημόσιας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης γνωστής ως Riforma Gentile. Επιπλέον, υπήρξε ηγετική φυσιογνωμία του ιταλικού φασισμού, θεωρώντας μάλιστα τον εαυτό του εφευρέτη της ιδεολογίας του φασισμού. Μετά την ένταξή του στην Ιταλική Κοινωνική Δημοκρατία, εκτελέστηκε το 1944 από μια ομάδα παρτιζάνων της GAP (Gruppi di Azione Patriottica=Ομάδες Πατριωτικής Δράσης).
***Gramsci è vivo, Alessandro Giuli: πρώην διευθυντής του MAXXI (Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και Αρχιτεκτονικής) και εδώ και δύο ημέρες υπουργός πολιτισμού
**** Το σημείο καμπής στη Μπολόνια ήταν ο επίλογος μιας πολιτικής διαδικασίας που, ξεκινώντας από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, οδήγησε στις 3 Φεβρουαρίου 1991 στη διάλυση του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και στη μετατροπή του σε Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς.