Λόης Λαμπριανίδης (επιμ.), Αναζητώντας τον Άλλο Δρόμο -Στρατηγικές για την Ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας, Πόλις 2024, σελ. 548
Το βιβλίο, που παρουσιάζω σήμερα, είναι μια πραγματική προσφορά στην ελληνική Αριστερά. Μ’ όλο, που έχω πολλές αντιρρήσεις για επιλογές, τόσο σε ό,τι αφορά τις έννοιες όσο και τον προσανατολισμό της ανάλυσης, το βιβλίο μας μαθαίνει πράγματα και, κυρίως, συμβάλλει σε μια συζήτηση, η οποία έχει, εδώ και καιρό, επείγοντα χαρακτήρα.
Η θεματική αξονίζεται σε ζητήματα αναφορικά με την αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας, τις προοπτικές της, ενώ κάποια από τα κεφάλαια αναζητούν και τις ευρύτερες κοινωνικές της προϋποθέσεις. Φυσικά, δεδομένου ότι το βιβλίο απαρτίζεται από 18 επιμέρους κείμενα διαφορετικών επιστημόνων, η ποιότητα διαφοροποιείται, η μεθοδολογία δεν είναι κοινή -πράγμα που εμπλουτίζει το περιεχόμενο-, η εξηγητική δύναμη και η λογική των προτάσεων πολιτικής είναι ποικίλες και διαβαθμισμένες.
Ξεκινώ από τις αντιρρήσεις.
Κατά τη γνώμη μου, η μηδενική σχεδόν χρήση εννοιών, όπως η εκμετάλλευση ή η ελλειπτικότατη αναφορά σε κοινωνικές τάξεις -η εργατική τάξη δεν νομίζω ότι αναφέρεται ούτε μια φορά- είναι όχι μόνο προβληματική σε ένα βιβλίο, που διαπραγματεύεται το ζήτημα μιας αριστερής «αναπτυξιακής» προβληματικής και πρότασης, αλλά και αντιπαραγωγικό. Θέλω να πω ότι προσεγγίζει το νεοκλασσικό παράδειγμα πολύ περισσότερο από ό,τι οποιοδήποτε από τα ετερόδοξα -και δεν αναφέρομαι σε κάποιον ιδιαίτερα ριζοσπαστικό μαρξισμό: πρόκειται για την κυρίαρχη επιλογή να αντιμετωπίζονται τα «οικονομικά» περισσότερο ως «θετική» παρά ως κοινωνική επιστήμη.
Συνδεμένο με αυτό είναι το γεγονός πως το αντικείμενο ανάλυσης είναι η «οικονομία» και όχι ο καπιταλισμός, ο ελληνικός καπιταλισμός, στην περίπτωσή μας. Γι’ αυτό, κιόλας, το ποσοστό κέρδους, ελάχιστα, -με την εξαίρεση του κειμένου του Κώστα Πασσά- αξιοποιείται ως αναλυτική κατηγορία. Η μόνη, αν δεν κάνω λάθος, χρήση του «περιθωρίου κέρδους» γίνεται στο κεφάλαιο των Δημήτρη Σιδέρη και Ζαχαρία Μπραγουδάκη, με αντικείμενο τις μακροοικονομικές ανισορροπίες και την «ανταγωνιστικότητα» της ελληνικής οικονομίας. Τα τελευταία εισαγωγικά οφείλονται στο γεγονός πως βρίσκω απολύτως βάσιμη την παρατήρηση του Paul Krugman ότι η έννοια της ανταγωνιστικότητας είναι κατάλληλη για τη σύγκριση μεταξύ επιχειρήσεων όχι, όμως, για τη σύγκριση μεταξύ «εθνικών οικονομιών».
Είναι προφανές ότι δεν μπορώ να αναπτύξω, έστω στοιχειωδώς, αυτές τις σκέψεις. Γι’ αυτό και δεν θα το επιχειρήσω εδώ.
Όπως προείπα, το βιβλίο αποτελείται από ξεχωριστά κεφάλαια διαφορετικών συγγραφέων. Οι θεματικές περιλαμβάνουν την ανάλυση των δομικών προβλημάτων της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας, το σχετικό ρόλο των θεσμών και του πολιτισμικού υποβάθρου, το αναπτυξιακό υπόδειγμα της Ελλάδας στο πλαίσιο της ΕΕ, το βασικό πρότυπο πολιτικής, που διαμορφώνεται με το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Την ανάλυση της θεωρίας του Αναπτυξιακού Κράτους, τον σύγχρονο ρόλο της βιομηχανικής πολιτικής, τις περιφερειακές ανισότητες, τις μακροοικονομικές ανισορροπίες, την αγορά εργασίας και τις εργασιακές σχέσεις.
Τη φορολογική πολιτική και τις δημοσιονομικές εξελίξεις.
Τη διατομεακή ανάλυση της οικονομίας. Την επιστημονική έρευνα, την καινοτομία και τη σχέση της με την «επιχειρηματικότητα», την ανάλυση της θέσης του τουρισμού στο ελληνικό παραγωγικό πρότυπο.
Την υποστήριξη της θέσης ότι οι επενδύσεις στη βιομηχανία είναι απόλυτη προϋπόθεση της βιώσιμης ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
Το υλικό, που μας προσφέρεται δίνει τη δυνατότητα για χρήσιμο προβληματισμό σχετικά με τα μείζονα ζητήματα της εποχής. Και επιτρέπει τη συναγωγή σημαντικών συμπερασμάτων.
Πρώτα πρώτα, είναι οφθαλμοφανές, από τα «γυμνά» στοιχεία, ότι το μνημονιακό καθεστώς, που στήθηκε στην Ελλάδα, από το 2010 μέχρι σήμερα, χωρίς διακοπή, δεν έφερε καμιά ουσιώδη και διαρκή μεταβολή στο παραγωγικό πρότυπο ούτε βοήθησε ιδιαίτερα στην επίλυση των μακροοικονομικών προβλημάτων -και αυτό χωρίς να υπολογίσουμε την κοινωνική καταστροφή, που επέφεραν. Η πρόσκρουση στο επόμενο παγόβουνο, αν δεν υπάρξουν ριζοσπαστικές αλλαγές, είναι δεδομένη.
Σε ό,τι αφορά τη διάρθρωση της παραγωγής, η κατάσταση, μάλλον, γίνεται περισσότερο ευάλωτη -ας σκεφτούμε πόσο προνομιακά ενισχύεται ο τουρισμός ή οι κατασκευές, βασικοί πυλώνες του πρότυπου, που κατέρρευσε το 2010. Άλλωστε, τα σχετικά προτεινόμενα «αναπτυξιακά» προγράμματα, της McKinsey το 2013 και του Πισσαρίδη, πρόσφατα, ελάχιστα αποκλίνουν από τις νεοφιλελεύθερες αρλούμπες και την εμμονή τους στην αποκλειστική δυνατότητα της αγοράς να «μεγαλώνει την πίτα», που οδήγησαν την ελληνική οικονομία στο τωρινό χάλι.
Είναι, από αυτήν την άποψη, σημαντική η υποστήριξη, από μέρους αρκετών από τους συγγραφείς, της θέσης «κράτος ή όχι ανάπτυξη». Η επιμονή στο ιστορικά, χωρίς καμιά αμφιβολία, δεδομένο ότι οι χώρες, που αναπτύχθηκαν, το έκαναν με την ισχυρότατη και σχεδιασμένη παρέμβαση του δημόσιου τομέα είναι πολύτιμη πολιτικά στη σημερινή συνθήκη.
Το ίδιο πολύτιμη είναι και η ανάδειξη του ζητήματος της αγοράς εργασίας σε ό,τι αφορά τις «δεξιότητες» του εργατικού δυναμικού και τη σχέση της ελληνικής «επιχειρηματικότητας» με την καινοτομία και την επιστήμη. Η ελληνική επιστημονική κοινότητα, λοιπόν, παράγει υψηλού, με βάση τα διεθνή στάνταρ, επιπέδου γνώση, ενώ η «επιχειρηματική» κοινότητα είναι, κυριολεκτικά, πάτος, ως προς τη δυνατότητα αξιοποίησής της. Γι’ αυτό, άλλωστε, οι ζητούμενες «δεξιότητες» είναι πολύ κατώτερες από τις προσφερόμενες. Ενώ οι εργοδότες κραυγάζουν για την έλλειψη εργατικού δυναμικού, αδυνατούν, έστω στοιχειωδώς, να απασχολήσουν εργαζόμενους υψηλών προσόντων. Οι θέσεις, που επιζητούν να καλύψουν, είναι χαμηλής και μέτριας, στην καλύτερη περίπτωση, ειδίκευσης.
Άλλωστε, το μοντέλο «φθηνής ανάπτυξης», που έχει ως μοναδικό «συγκριτικό πλεονέκτημα τους χαμηλούς μισθούς, και το οποίο προωθείται από την σημιτική εποχή της «ευελιξίας», της «απασχολησιμότητας» -την εποχή της γενιάς των 700 ευρώ, δηλαδή- και απογειώθηκε με τα τρία μνημόνια, δίνει εξαιρετικές δυνατότητες κερδοφορίας στους Έλληνες καπιταλιστές -γιατί θα έπρεπε να αλλάξει; Η εξαγωγή πολύ καλού εργατικού δυναμικού και η κατασπατάληση υψηλού επιπέδου εργασιακών δεξιοτήτων αφορά τους εργαζόμενους και όχι τους εργοδότες. Το ίδιο ισχύει και για τη δεδομένη κρίση κοινωνικής αναπαραγωγής, που βιώνει η ελληνική κοινωνία -δεν αφορά τους πλούσιους, δεν έχει «αναπτυξιακή» σημασία.
Βάσει αυτών, οι μακροοικονομικές ανισορροπίες είναι αναπόφευκτο να εντείνονται. Το μοντέλο, που ακολουθείται, φαίνεται να παράγει αγαθά και υπηρεσίες με πολύ μεγάλο εισαγωγικό περιεχόμενο, πράγμα που οδηγεί σε ιδιαίτερα ελλειμματικό ισοζύγιο πληρωμών. Σε αυτό συμβάλλουν, φυσικά, και οι εισαγωγές πολυτελών αγαθών για το πλουσιότερο τμήμα του πληθυσμού. Τα μακροοικονομικά προβλήματα δεν είναι ποτέ τεχνικά. Η ταξική τους διάσταση βγάζει μάτι. Και σε ό,τι αφορά τα δημοσιονομικά, άλλωστε, το πρόβλημα, που οδηγούσε σε μεγάλα δημόσια ελλείμματα και χρέος ήταν μονίμως η υστέρηση των εσόδων, που οφείλονταν αποκλειστικά σε λόγους ασύλληπτης ταξικής μεροληψίας σε βάρος της εργατικής τάξης, όσων, δηλαδή ζουν από την πώληση της εργασιακής τους δύναμης και υπόκεινται εκμετάλλευση από τους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής -το 70% του πληθυσμού.
Έρχομαι έτσι σε ένα -για να θυμηθώ τον Ηλία Ηλιού- «σταυρικό ζήτημα» για την Αριστερά.
Σωστά αναδεικνύεται, έστω ελλειπτικά, η ανάγκη για τη διαμόρφωση κοινωνικών συμμαχιών, αν θέλουμε να αλλάξουν τα πράγματα. Νομίζω, όμως, ότι η επιμονή σε παραδοσιακά σχήματα της Αριστεράς δεν συμβάλλει στον στρατηγικό προβληματισμό.
Εξηγούμαι: η προσπάθεια να διευρυνθεί το μέτωπο για την υποστήριξη μιας εναλλακτικής πολιτικής βλέπει προνομιακά προς τους αυτοαπασχολούμενους και τους «μικρομεσαίους» εργοδότες.
Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι αυτοί δεν συνιστούν μια ενιαία κατηγορία. Αν δεν γίνει αντιληπτή η εσωτερική τους διαστρωμάτωση, στην ουσία, είναι σαν να μην ξέρουμε τίποτε ουσιώδες. Αυτό που, πάντως, είναι βέβαιο είναι ότι, σε αυτές τις κοινωνικές κατηγορίες, βρίσκεται ένα μεγάλο μέρος εργοδοτών, για τους οποίους η εκμετάλλευση των εργαζομένων τους παίρνει ακραία χαρακτηριστικά. Εξευτελιστικές αμοιβές, συχνά κάτω και από αυτό το άθλιο νόμιμο, αδήλωτη και μαύρη εργασία, ασυδοσία στην άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος, εργοδοτική τρομοκρατία είναι συνθήκες συχνότατες στις «μικρομεσαίες» επιχειρήσεις. Η μεγιστοποίηση του κέρδους δεν είναι κίνητρο λιγότερο γι’ αυτούς, από ό,τι για το «μεγάλο κεφάλαιο». Δεδομένου, μάλιστα, ότι δεν βασίζονται στην τεχνολογία, αλλά είναι ως επί το πλείστον επιχειρήσεις έντασης εργασίας, η επίταση της απόλυτης υπεραξίας είναι πολύ εντονότερη από ό,τι στις μεγάλες επιχειρήσεις.
Τα ίδια περίπου ισχύουν για την φοροδιαφυγή και την φοροκλοπή. Ένα μεγάλο μέρος τους οφείλεται στη φορολογική ασυδοσία αυτών των στρωμάτων. Όπως μας πληροφορεί ο Ιωαννίδης, το πραγματικό εισόδημα αυτών των κατηγοριών είναι από 75% έως 84% περισσότερο από αυτό που δηλώνουν. Όποιος θέλει μπορεί να πιστέψει ότι το εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα μεταξύ 2011 και 2020 έπεσε πολύ περισσότερο από αυτό των σφαγμένων μισθωτών, από 13 δις. σε 3.5 δις., δηλαδή κατά 75%. Φανερά, όμως, δεν στέκει.
Γενικότερα, το χάιδεμα αυτών των ομάδων, στο όνομα του κοινού μετώπου με τους μισθωτούς ενάντια στο 1%, ή λίγο περισσότερο, συνιστά εθελοτυφλία ασύγγνωστη. Χωρίς καμιά αμφιβολία, αποτελούν διαχρονικά τις τάξεις στηρίγματα του άρχοντος συγκροτήματος -και δεν το κάνουν από παρεξήγηση. Δεν έχουν κανένα λόγο να υποστηρίξουν μια πολιτική που θα αυξάνει το εισόδημα των μισθωτών, θα βελτιώνει δραστικά τις εργασιακές συνθήκες ή που θα επιδιώξει την κατάργηση της φορολογικής εκμετάλλευσης. Η ασυδοσία είναι προϋπόθεση της καλής ζωής για τους ίδιους. Είναι, από την άλλη, λογικά αντίθετοι σε ένα άλλο παραγωγικό μοντέλο, που θα τους στερούσε τα τωρινά τους σπουδαία κεκτημένα.
Ο «λαός της ιδιοκτησίας», ένα 30% -όχι 1% ούτε 10%- του πληθυσμού ξέρει πολύ καλά τα συμφέροντά του. Δουλειά της Αριστεράς είναι να δουλέψει, ώστε το υπόλοιπο 70% να αντιληφθεί τα δικά του ανταγωνιστικά συμφέροντα. Αυτή η κοινωνική πλειονότητα είναι υπεραρκετή για την επιδίωξη λύσεων για τους φτωχούς, τις νέες με απολυτήριο λυκείου ή ούτε, το επιστημονικό -πολύ ευφυέστερο από τους γόνους και τους κληρονόμους, χαρβαρδιανούς ντενεκέδες συχνά- προλεταριάτο, τις εργάτριες, τις πωλήτριες, τους διανομείς, τους δημόσιους γιατρούς, τους εκπαιδευτικούς, όλους όσους, αν πάψει ο μισθός δεν αντέχουν ούτε λίγους μήνες.
Το βιβλίο δίνει τη δυνατότητα για δεκάδες αντίστοιχους προβληματισμούς. Με όλες μου τις ισχυρές επιφυλάξεις για αρκετά σημεία, το προτείνω ανεπιφύλακτα.
Μια τελευταία οφειλόμενη σημείωση: ο Λόης Λαμπριανίδης, με την επιμονή του να «σκαλίζει» τέτοια ζητήματα, προσφέρει πολύτιμο έργο. Μακάρι να υπήρχαν περισσότεροι τέτοιοι άνθρωποι, όπως και ο Φωτάκης ή ο Κουζέλης, στην «αριστερά που μας κυβέρνησε». Κάτι καλύτερο θα είχε γίνει. Έστω κάτι.