in

Ίδια είν’ τ’ αφεντικά… Του Χρήστου Λάσκου

Eric Vuillard, Μια αξιοπρεπής έξοδος, μετάφραση: Μανώλης Πιμπλής, Πόλις 2024, σελ. 188

 

Ο Βιγιάρ είναι πλέον, χάρη στις εκδόσεις Πόλις, εξαιρετικά γνωστός στην Ελλάδα. Αν με ρωτήσετε γιατί είναι τόσο πετυχημένα και ευπώλητα τα βιβλία του, θα έλεγα πως ο βασικός λόγος είναι πως πρόκειται για στρατευμένα έργα.

Ο Βιγιάρ είναι ο ορισμός του στρατευμένου συγγραφέα. Το μυθιστόρημα -ντοκουμέντο, που υπηρετεί «εμμονικά», πολύ κοινό και με σπουδαίες επιδόσεις σε άλλες εποχές, είχε σχεδόν εξαφανιστεί εδώ και δεκαετίες. Μάλιστα, για μια ορισμένη λογοτεχνική κριτική, η στράτευση σήμαινε χαμηλή ποιότητα, από μόνη της. Δεν χρειαζόταν να διαβάσεις το «στρατευμένο» βιβλίο. Ήταν, εξ υπαρχής, για πέταμα.

Οι εκκεντρικοί μορφικοί πειραματισμοί, ο προσανατολισμός αποκλειστικά προς «τα έσω της ύπαρξης», τελευταία ο μεταμοντερνισμός του πολυφωνικού patchwork -της κουρελούς, δηλαδή, όπου «όλα παίζουν» και «όλοι έχουν το δίκιο τους», αντικατέστησαν πλήρως το κομμουνιστικό και το αναρχικό λογοτεχνικό έργο, που έβαζε την τέχνη του στην υπηρεσία ενός καλού σκοπού.

Καλλιτεχνική στράτευση, βέβαια, καθόλου δεν σημαίνει επαναφορά του Ζντάνοφ και του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού». Το αντίθετο. Όποιος διαβάζει Ντιντερό, Γκέτε, Μαγιακόφσκι, Μπουλγκάκοφ, αλλά και Αχμάτοβα, όποιος ξέρει λίγο τους Ρώσους σουπρεματιστές και κονστρουκτιβιστές ζωγράφους, ή το θέατρο του Στανισλάφσκι, του Μέγερχολντ και του Μπρεχτ, για να δώσω ελάχιστα παραδείγματα, κατανοεί τι πάει να πει στρατευμένη ή επαναστατική τέχνη -το ακριβώς αντίθετο των σταλινικών «πολιτιστικών» φετφάδων.

Θα πει, βέβαια, κάποιος: ακόμη κι αν αποδεχτούμε ότι ο Βιγιάρ είναι στρατευμένος, γιατί, ειδικά σήμερα, αυτό του δίνει τέτοια δημοφιλία. Μια πρώτη, και αισιόδοξη, απάντηση είναι ότι αυτή η μορφή λογοτεχνίας ανταποκρίνεται σε ευρείες κοινωνικές ανάγκες της εποχής του καπιταλισμού της καταστροφής.

Ο Βιγιάρ είναι ταξικός συγγραφέας, αντικαπιταλιστής, δημιουργικά βιτριολικός απέναντι στις ιθύνουσες ελίτ.

Νοιάζεται για την εργατική τάξη, τους αποικιοκρατούμενους λαούς, για τους εκμεταλλευόμενους και τις καταπιεσμένες όλων των ειδών. Και, δυστυχώς, είναι πάρα πολλά τα «είδη».

Μέχρι στιγμής, μας έχει «διηγηθεί» την πρωτοβουλία των Γερμανών βιομηχάνων να ενισχύσουν τον Χίτλερ ή τα γεγονότα της κατάληψης της Βαστίλης, ως ταξικό γεγονός κοσμοϊστορικής σημασίας. Μας ταξίδεψε στον Πόλεμο των Χωρικών στον ύστερο μεσαίωνα, με τον Τόμας Μίντσερ να στέκεται εκατό κεφάλια πάνω από τους διαμαρτυρόμενους (sic) πρίγκηπες, οι οποίοι έδειξαν τη μέγιστη προθυμία να συνεργαστούν ακόμη και με το διάβολο του Βατικανού, όταν κινδύνεψαν, έστω λίγο,  τα προνόμιά τους.

Μας συγκλόνισε ιστορώντας τα ασύλληπτα βάσανα των Κονγκολέζων στην προσωπική αποικία του Λεοπόλδου του Βελγίου. Ακόμη και οι αγριότερες ταινίες τρόμου ωχριούν. Ο Βιγιάρ επαναφέρει τη γνώση για την «Καρδιά του Σκότους» στην επικαιρότητα. Γιατί, όμως, να το κάνει; Δεν φτάνει ο Κόνραντ; Μάλλον όχι. Η τόσο χαρακτηριστική απανθρωπιά του σύγχρονου ιμπεριαλισμού πρέπει διαρκώς να υπογραμμίζεται -ξανά και ξανά. Αλλιώς ξεχνάμε, είναι πολύ εύκολο να ξεχνάμε.

Στο τελευταίο του βιβλίο, ο Βιγιάρ αφηγείται «ιστορίες» σχετικά με το Βιετνάμ. Η γνωριμία των περισσότερων από εμάς με όσα συνέβησαν εκεί έγινε μέσα από τον κινηματογράφο. Ένα κοινό χαρακτηριστικό των -αμερικανικών, φυσικά- σχετικών ταινιών είναι η επικέντρωση στο «τραύμα» της αμερικανικής κοινωνίας. Οι Βιετναμέζοι δεν υπάρχουν παρά μόνο ως φόντο, ως «κίνδυνος», που παραμονεύει στο δάσος ή, συχνότερα, ως κινούμενος στόχος σαν αυτούς, που κυνηγάμε στα βιντεοπαιχνίδια.

Είναι εντυπωσιακό πραγματικά πόση έλλειψη ενσυναίσθησης -τι λέξη, Θεέ μου!- υπάρχει στις ταινίες. Συναισθήματα -φόβου, λύπης, αλλά και άγριας χαράς- έχουν μόνο οι Αμερικανοί στρατιώτες. Η προοδευτική νότα, σε ό,τι αφορά την ανθρωπινότητα των «φυλών», αφορά τους μαύρους φαντάρους, που, να, εδώ επιτέλους βρίσκουν ένα ρόλο. Η παρουσία τους, άλλωστε, είναι ένας καλός τρόπος για να αγνοούνται, πολιτικά ορθώς, οι κιτρινιάρικες ψυχές, που μάλλον δεν είναι και τόσο «ευαίσθητες».

Στο Βιετνάμ σκοτώθηκαν περίπου 4 εκατομμύρια Βιετναμέζοι έναντι 400.000 Γάλλων και Αμερικανών, 10:1. Οι Γάλλοι και οι Αμερικανοί, βέβαια, δεν ήταν, στη πολύ μεγάλη τους πλειοψηφία, λευκοί. Ήταν Άραβες της Αλγερίας, Αφρικανοί των αποικιών ή «Νέγροι» των ΗΠΑ.

4 εκατομμύρια Βιετναμέζοι «κούληδες» δολοφονήθηκαν, χωριάτες του σωρού, δεμένοι με σύρματα, που ακρωτηρίαζαν πόδια και χέρια, αν «λιποτακτούσαν» από τη δουλειά τους (!) στις φυτείες του λάτεξ και του καουτσούκ. Κομματιάστηκαν  σε βομβαρδισμούς διπλάσιας έκτασης από αυτούς, που έκαναν οι Σύμμαχοι σε ολόκληρο τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Κάηκαν από ναπάλμ εκατοντάδες χιλιάδες αγοράκια και κοριτσάκια.

Αυτό που έμεινε, όμως, είναι το αμερικανικό «τραύμα». Οι ναπάλμ έγιναν υπόβαθρο για τις Βαλκυρίες και τους Stones -πράγματι τι συγχρονισμός, τι έμπνευση, τι «Αποκάλυψη, τώρα».

Ο αντι-Βιετναμικός Πόλεμος  ξεκίνησε από τους Γάλλους, κατόχους της Ινδοκίνας, στο πλαίσιο του παγκόσμιου μοιράσματος των αποικιών.

Ο Βιγιάρ παρουσιάζει, από πολλές πλευρές αυτή τη «γαλλική περιπέτεια». Ιδίως, όμως, κι αυτή είναι η τεράστια διαφορά, ως βιετναμική περιπέτεια.

Περιγράφει συζητήσεις, γεμάτες «συγκίνηση» και «πατριωτισμό», στις κυβερνήσεις, στα διαδοχικά κοινοβούλια, στις στρατιωτικές συνάξεις των «επιτελών». Ιχνογραφεί ανάγλυφα την ταξική μισανθρωπία των «ανώτερων τάξεων», την βαθειά πεποίθησή τους πως οι ιθαγενείς, όπως και οι συμπατριώτες τους Γάλλοι εργάτες, άλλωστε,  είναι κάτι σαν αρουραίοι, στην καλύτερη περίπτωση.

Η ηλιθιότητα των επίλεκτων (sic) κραυγάζει από παντού. Ιδίως απέναντι στην προφανή ευφυία των «ιθαγενών», των αγράμματων, αμόρφωτων κούληδων.

Κάποιες φορές το δίκιο είναι αρκετό, για να καταστήσει τους έσχατους πρώτους -έστω για μια στιγμή.

Ο Βιγιάρ δεν κρύβει την αίσθησή του πως αποδίδεται δικαιοσύνη, όταν «βλέπει» του Γάλλους να νιώθουν οι ίδιοι πια σαν ποντίκια πολιορκημένα, χωρίς ελπίδα διαφυγής, στο Ντιεν Μπιεν Φου. Ή τους έντρομους, για πολύ καιρό ιδιαίτερα ευνοημένους, υπαλλήλους των αποικιοκρατών, στην ταράτσα της αμερικανικής πρεσβείας, περιμένοντας να «τους παραλάβουν» οι δικοί τους, ενώ οι Βιετ Κονγκ έχουν ήδη καταλάβει τη Σαϊγκόν και είναι μια ανάσα μακριά τους.

Γιατί πρέπει να παίρνεις θέση. Ακόμα και για όσα συνέβησαν στο παρελθόν. Αν δεν το κάνεις είσαι ιδιώτης, που λέγαν κι οι αρχαίοι μας. Είσαι ηλίθιος.

Πρέπει να παίρνεις θέση για το παρελθόν γιατί, ίσως, να έχει δίκιο ο Μπένγιαμιν: η Επανάσταση αντλεί το δίκιο της όχι από τις προσδοκίες για τον μέλλοντα κόσμο, αλλά από την ανάληψη της ευθύνης απέναντι σε όσες, σε πρότερες χιλιετίες, σφάχτηκαν, τσαλαπατήθηκαν, καταπιέστηκαν, για να είναι αφεντικά τα αφεντικά.

Ο Βιγιάρ απεχθάνεται τα αφεντικά. Και τους πολιτικούς βαστάζους τους. Και τους στρατόκαβλους, που τους υπερασπίζονται.

Γι’ αυτό, νομίζω, κάθε του έργο είναι και μια πολύ χρήσιμη έκθεση καθαρματολογίας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ημέρες Αντίρρησης στο Θέατρο Αυλαία στις 29 και 30 Ιουνίου

Εργαζόμενοι στη ΦΙΕΡΑΤΕΞ: «Η διαθεσιμότητα μας οδηγεί στη φτωχοποίηση»