in

Ο γκιώνης κρώζει ακόμα. Του Χρήστου Λάσκου

Αλέκος Ζούκας, Το κρώξιμο του γκιώνη, Εστία 2023, σελ. 188

 

Κατά βάθος οι αληθινοί τόποι δεν υπάρχουν ποτέ

Χέρμαν Μέλβιλ

 

Η στήλη, ως γνωστόν, σπανίως ασχολείται με τη λογοτεχνία. Τύχη αγαθή, όμως, μου έφερε στα χέρια το βιβλίο του Αλέκου Ζούκα. Πρόκειται, όπως έμαθα, για ένα έργο ζωής, που ο συγγραφέας το δούλευε για δεκαετίες μέχρι τον πρόωρο θάνατό του πριν από δέκα χρόνια. Είναι αμφίβολο αν θα το εξέδιδε ο ίδιος ποτέ. Τα όσα εξιστορεί έχουν τόσο προσωπικό, υπαρξιακό στο όριο, χαρακτήρα, που είναι βέβαιο ότι και χωρίς να εκδοθεί ένα μεγάλο μέρος της αποστολής του θα είχε υλοποιηθεί.

Το κρώξιμο του γκιώνη είναι πάντοτε δυσοίωνο. Η κραυγή του προειδοποιεί για το κακό που έρχεται ή μνημονεύει, με τον ανατριχιαστικό του ήχο, το κακό που ήδη έχει συμβεί και καθόρισε το ριζικό των ανθρώπων. Αλλά και των τόπων ακόμα, όπου αυτοί έζησαν και πέθαναν.

Ο συγγραφέας, παίρνοντας το ρόλο του αφηγητή, περιδιαβαίνει τα Άγραφα, έχοντας καθήκον ανειλημμένο και βαρύ να βρει Εκείνον, το γιό της Ουρανίας, που χάθηκε, εκεί κάπου το ’45, κι έκτοτε δεν έδωσε ξανά σημεία ζωής, αφήνοντας τη μάνα του, μέχρι που πέθανε κι αυτή, να τον ψάχνει και να ικετεύει για βοήθεια σε αυτό της το ψάξιμο. Εκείνος υπήρξε καλός καπετάνιος στην Αντίσταση, δίκαιος και γενναίος. Και, όπως θα φανεί στην εξέλιξη της ιστορίας πειθαρχημένος, αλλά όχι πειθαρχικός αν η προσωπική του ηθική τού έλεγε άλλα από τα διατεταγμένα.

Σε αναζήτηση ήταν, όχι μόνο η Ουρανία, που πέθανε χωρίς να τον δει ξανά, αλλά και η γιαγιά Θυμιούλα, που ήταν βέβαιη ότι ο άντρας της ο Δυσσέας θα γυρίσει, σίγουρα θα γυρίσει.  Ένας κόσμος σε απελπισμένη αναμονή, που κι όταν δικαιωθεί για το ό,τι περίμενε, δεν θα είναι ο ίδιος παρών για να το ζήσει.

Η μεγάλη ιστορία είναι το φόντο. Τόσο όσο και τα βουνά και τα κρυμμένα χωριά πάνω τους. Η Αντίσταση, αλλά και η ανηλεής καταδίωξή της, εξιστορούνται ελλειπτικά, αλλά με πληρότητα.

Η μεγάλη ιστορία, όμως, δεν φτάνει. Είναι πολύ λίγη, αν και «μεγάλη», για να μιλήσει την αλήθεια.

Οι μικρές ιστορίες, αυτές των «μικρών» ανθρώπων, είναι που μετράνε περισσότερο και βοηθούν μοναδικά στην κατανόηση. Γιατί το θέμα, περισσότερο από την εξήγηση, είναι η ερμηνεία, η κατανόηση. Και η κατανόηση περνάει πάντα μέσα από την ζωή των ανθρώπων, όπως αυτοί την έζησαν.

Η κατανόηση, επιπλέον, απαιτεί τη  γνώση των ονομάτων των «μικρών» ανθρώπων, των ονομάτων και των ημερών. Δεν φτάνει να ξέρουμε πως, στην προσπάθεια διαφυγής τους στη Νιάλα, τρεις άνθρωποι χάθηκαν. Πρέπει να ξέρουμε πως ήταν μια μάνα με την δεκαεφτάχρονη κόρη της και το μικρό αγόρι. Πως τη λέγαν Λαμπρινή. Και ήταν 12 Απριλίου, όταν έχασε το μικρό της στην παγωνιά. Τις βρήκαν, όταν έλιωσαν τα χιόνια, αγκαλιασμένες με το μικρό ανάμεσά τους.

Ο συγγραφέας γυρίζει στα βουνά ψάχνοντας και ψάχνοντας. Προσπαθεί να αφουγκραστεί, να ακούσει. Και ακούει το κλάμα το μωρού που πάγωσε πολλά χρόνια πριν, εκεί στη Νιάλα. Μάλλον, όμως, δεν άκουσε καλά. Δεν ακούγεται η μνήμη, δεν κάνει κρότο. «Δεν ακούγεται η μνήμη, μόνο ο θάνατος, αυτόν άκουσες».

Ο Ζούκας πέφτει σε αυτήν τη χοάνη, τη χοάνη όχι του χρόνου, αλλά του θανάτου. «Ποιος είναι ο ήχος του θανάτου; Τι ακούγεται και τι όχι;». Πώς μυρίζει καιρό μετά; Τι γεύσεις ανακαλεί στο στόμα;

Υπάρχει πολύς, πάρα πολύς, θάνατος στα μέρη που τριγυρίζει. Κι ο έρωτας, της Αγγελικής ας πούμε, σε θάνατο γυρίζει. Δύσκολος κόσμος. Άνθρωποι σκληροί, σκληροί με τους δικούς τους ανθρώπους πρώτα πρώτα.  Ο Ευριπίδης κι ο Αναστάσης κι όλοι, σκληροί άνθρωποι. Σαν τα βουνά που τους ζουν και τους κυκλώνουν με μια ελευθερία, που δεν είναι πάντα για καλό.

Και η Λαμπρινή μόνιμη απουσία, διαρκής παρουσία. «Κι έτσι ξανάκουσα το κλάμα μικρού αγοριού, μετά φωνή ώριμης γυναίκας, και πάλι το κλάμα, κι ένα νανούρισμα, κι ύστερα φωνή έφηβης, και πάλι το κλάμα και τη μελωδία που έμοιαζε με νανούρισμα ή με θρήνο. 12 Απριλίου του 1947. Τότε τους βρήκε ο θάνατος».

Η επίσημη ιστορία «γι’ αυτά» γράφτηκε περήφανα και ηρωικά. Η άλλη, όμως, ιστορία πιστεύω, μαζί με τον Ζούκα, έχει μεγαλύτερη αξία.

Όταν συνάντησε τον δάσκαλο, που κι αυτός γυρνούσε διαρκώς ερευνώντας, το πράγμα έγινε ξεκάθαρο.

«Επέμεινα, σε μια τελευταία προσπάθεια να του εξηγήσω πως ένας έντιμος αγώνας πρέπει να διασώζει τα άτομα που τον επωμίστηκαν, πρέπει να έχει ήδη προβλέψει ένα καθεστώς κατανόησης και δικαιοσύνης για τον κάθε άνθρωπο ατομικά  και για την κοινωνία συλλογικά […] Ήταν ανένδοτος. Κατάλαβα πως αυτός έγραφε την επίσημη ιστορία τους ενώ εγώ κρατούσα σημειώσεις για μοναχικές υπάρξεις που σαν φτωχοί κι ασήμαντοι κομήτες διάβηκαν τον σύντομο δρόμο της ζωής τους, για να βυθιστούν για πάντα στο σκοτάδι. Αυτός είχε βγει στη φωτεινή πλευρά του δρόμου κι εγώ χαμένος παράδερνα στα σκοτεινά σοκάκια. Η ιστορία του ποτέ δεν θα διέθετε ούτε μια αράδα για τη Λαμπρινή, την ανώνυμη κόρη της και τον μικρό, τον Ευριπίδη, τη Θυμιούλα κι Εκείνον». Ο δάσκαλος έλεγε την ιστορία αυτών, που «ένα χελδόνι φεύγει μέσ’ απ’ τ’ άγρια γένια τους». Ο Ζούκας νοιάζεται για τη ζωή όσων δεν έγιναν «ήρωες». Όχι γιατί ήταν οι περισσότεροι, αλλά γιατί ήταν οι πιο αληθινοί. Αυτοί που δεν είχαν βεβαιότητες, αλλά αμφιβολίες και φόβους. Και είναι οι αμφιβολίες και οι φόβοι, που μας φέρνουν κοντά.

Θα βρεθεί Εκείνος; Θα συνομιλήσει με τον Ζούκα; Θα ασκήσει ο Ζούκας και το ακούμπημα με τις επιστολές του;

Ο Εμφύλιος δεν τελείωσε ακόμα.

Το βιβλίο είναι και μια υπενθύμιση. Τολμώ να πω πως είναι συγκρίσιμο με το «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου. Νομίζω ότι δεν υπερβάλλω καθόλου.

Το κιβώτιο του Αλεξάνδρου ήταν άδειο. Η ψυχή του Ζούκα ήταν γεμάτη με ονόματα και μέρες. Γεμάτη με βουνά, μυρωδιές και ήχους. Περπατημένα από μικρούς ανθρώπους. Που, εν τέλει, μόνο αυτοί υπάρχουν αληθινά.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Η αποσύνθεση της Δύσης. Του Fabio Marcelli

ΑΠΘ: Στρατηγικός σχεδιασμός με εργολαβία σε μεγάλη εταιρεία συμβούλων