Τάκης Μαστρογιαννόπουλος, Η άνοδος και η πτώση των εργατικών Διεθνών -Η 3η Κομμουνιστική Διεθνής (Β΄ Τόμος), Τόπος, 2024, σελ. 676
Να που έχουμε στα χέρια μας το τελευταίο βιβλίο του Τάκη Μαστρογιαννόπουλου σχετικά με τις Διεθνείς οργανώσεις, αλλά και, ευρύτερα, τη διεθνή πάλη της εργατικής τάξης επί δύο σχεδόν αιώνες για τη βελτίωση της θέσης της και, κυρίως, την χειραφέτησή της. Τον αγώνα της, δηλαδή, για μια αταξική κοινωνία, την ελεύθερη ένωση των συνεταιρισμένων παραγωγών, εκεί που η ελευθερία του καθενός θα είναι όρος για την ελευθερία όλων -πρώτα του καθενός, μετά όλων. Την κοινωνία, στην οποία η ανθρωπότητα θα μπορεί να γράψει επιτέλους στη σημαία της «στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του».
Το έργο του Μαστρογιαννόπουλου είναι σπουδαίο -για τα ελληνικά δεδομένα, μάλιστα, απολύτως μοναδικό. Πρόκειται για έργο αναφοράς, εξαιρετικά βοηθητικό όχι μόνο από ιστοριογραφική άποψη, αλλά, ιδίως, από άποψη πολιτική.
Η έκτασή του, στο σύνολο, -2700 σελίδες, μεγάλου σχήματος, αν ήταν στο κανονικό σχήμα θα έπιανε πάνω από 6000!- δεν θα πρέπει να είναι αποτρεπτική για τον αριστερό αναγνώστη. Μπορεί, άλλωστε, κάλλιστα, να αξιοποιηθεί ως εγκυκλοπαίδεια του κινήματος, στην οποία μπορεί κάποιος να προσφεύγει κάθε φορά, που ενδιαφέρεται για μια ορισμένη περίπτωση, εποχή, συμβάν, μεγαλύτερης ή μικρότερης βαρύτητας.
Να θυμίσω ό,τι οι προηγούμενοι τρεις τόμοι αφορούσαν, κατά σειρά, τη Α΄, τη Β΄ και τη «μισή» Γ΄ Διεθνή. Γιατί το βιβλίο για την Τρίτη αναπτύσσεται σε δύο τόμους.
Γιατί, όμως, η Τρίτη -Κομμουνιστική- Διεθνής καλύπτει τόσο μεγάλο μέρος του συνολικού έργου; Η απάντηση βρίσκεται στο γεγονός ότι η εποχή της υπήρξε η κατεξοχήν περίοδος των εργατικών επαναστάσεων, η εποχή, στην οποία οι ελπίδες της εκμεταλλευόμενης ανθρωπότητας φαίνονταν να αποκτούσαν τη μεγαλύτερη πιθανότητα ευόδωσής τους. Ακόμη, γιατί αποτέλεσε και την περίοδο εκκίνησης των αντιιμπεριαλιστικών επαναστάσεων, που άλλαξαν ριζικά τον χάρτη του κόσμου.
Οι κομμουνιστικές οργανώσεις αποτέλεσαν τα ισχυρότερα όπλα του προλεταριάτου στην πάλη του. Η τραγική κατάληξη δεν αναιρεί αυτήν τους τη σημασία. Και, κυρίως, δεν αναιρεί το γεγονός πως τα εκατομμύρια, που στρατεύτηκαν υπό τις σημαίες τους, ήταν από τους καλύτερους ανθρώπους, που γέννησε ο εικοστός αιώνας.
Ο μεσοπόλεμος υπήρξε, πραγματικά, ο καιρός, στον οποίο παίχτηκε και χάθηκε η απελευθερωτική επαγγελία. Προσωρινά; Κάποιοι πολύ σοβαροί μελετητές ισχυρίζονται πώς η ήττα ήταν οριστική. Έκτοτε, μόνο τα επιμέρους διεκδικήθηκαν. Η καθολική χειραφέτηση δεν τέθηκε, τουλάχιστον, στην καπιταλιστική μητρόπολη, ποτέ ξανά με πλειοψηφικό τρόπο.
Δεν ξέρω αν η ήττα ήταν προσωρινή ή διαρκής. Αυτό που ξέρω είναι πως ακόμη και οι μέτριες μεταρρυθμίσεις του μεταπολέμου χρωστούν πολύ περισσότερα στη Ρωσική Επανάσταση και τον φόβο, που προκαλούσε διαρκώς στην άρχουσα τάξη, παρά στην περίφημη «σοσιαλδημοκρατική συναίνεση». Άλλωστε, η τελευταία δεν ήταν και τόσο σοσιαλδημοκρατική, αν αναλογιστούμε πως οι πολιτικές, που ακολουθήθηκαν μετά τον πόλεμο, ήταν εξίσου αποδεκτές και από κεντροδεξιές -ή και δεξιές- κυβερνήσεις. Από μια ειρωνεία της ιστορίας, οι μπολσεβίκοι -άθελά τους;- έπαιξαν μεγαλύτερο ρόλο, αντικειμενικά, στην επικράτηση του κοινωνικού κράτους, από ό,τι όλα οι «προοδευτικές» κυβερνήσεις μαζί. Για να το πω, αλλιώς, μετά τον πόλεμο η ριζοσπαστική αντιπολίτευση και η κοινωνική αριστερά στις μεγάλες καπιταλιστικές χώρες κατάφερε, με τους αγώνες της, περισσότερα από την, για καιρό, κυβερνώσα σοσιαλδημοκρατία.
Ο Μαστρογιαννόπουλος μας δίνει εξηγήσεις για όσα συνέβησαν στο κίνημα. Ακόμη περισσότερο, όμως, προσφέρει την ευκαιρία για κατανόηση. Η κατανόηση δεν είναι απλή εξήγηση, αλλά κάτι περισσότερο. Είναι το εγχείρημα της τοποθέτησής μας μέσα στην εποχή που μελετάμε. Είναι η προσπάθεια να καταλάβουμε πώς λειτουργούσαν τα πράγματα και στα μυαλά ή τις ψυχές των ανθρώπων, που διαμόρφωναν ή υφίσταντο τα γεγονότα.
Αυτό, βέβαια, απαιτεί μιαν ορισμένη μεροληψία. Όταν «μπαίνεις στην Ιστορία» μπαίνεις από μια ορισμένη θέση. Δεν γίνεται αλλιώς. Ωστόσο, αυτή η μεροληψία όχι μόνο δεν εμποδίζει την επιστημονική αυστηρότητα, αλλά, από κάποιες απόψεις, την ενισχύει. Το ερώτημα «τι θα έκανα εάν ήμουν εκεί;» δεν γίνεται να μην τεθεί, στο πλαίσιο της πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας. Τι θα σήμαινε, άλλωστε, μια «αντικειμενική» διερεύνηση των «Δικών της Μόσχας»; Ή, τι θα σήμαινε, επίσης, μια «αντικειμενική» προσέγγιση του ντροπιαστικού και δολοφονικού, τελικά, εθνικισμού της σοσιαλδημοκρατίας στο ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου; Ή της απίστευτης πολιτικής του «σοσιαλφασισμού», από μέρους των κομμουνιστικών κομμάτων;
Το βιβλίο κάνει κάτι ακόμα: διευκρινίζει ζητήματα, τα οποία αντιμετωπίζονται από πολλούς ιστορικούς, αλλά και στο πλαίσιο της δημόσιας ιστορίας, με τρόπο, τουλάχιστον παραπειστικό. Και πολλές φορές, ολοκληρωτικά εσφαλμένο.
Μίλησα ήδη για την ανοησία του «σοσιαλφασισμού», βάσει της οποίας οι κομμουνιστές καλούνταν να θεωρούν τη σοσιαλδημοκρατία κάτι σαν την αριστερή πτέρυγα του φασισμού. Και, μάλιστα, την πιο επικίνδυνη παραλλαγή. Αυτό, όμως, δεν πρέπει να κρύβει την έμπρακτα αντεργατική πολιτική της σοσιαλδημοκρατίας σε πολλές περιστάσεις. Μέσα στη ζούρλα τους, είχαν δίκιο οι κομμουνιστές, όταν εγκαλούσαν τους σοσιαλδημοκράτες πως η υποστήριξη, από μέρους τους, πολιτικών άγριας λιτότητας και, εν γένει, του «μικρότερου κακού», από το 1928 και μετά στη Γερμανία βοηθούσε την επικράτηση του μέγιστου κακού, που αντιπροσώπευε ο ναζισμός.
Όπως, επίσης, δεν πρέπει να αγνοείται και η αντίστοιχη δυσανεξία της σοσιαλδημοκρατίας απέναντι στον κομμουνισμό. Είχαμε και από τη μεριά της συχνές ταυτίσεις του επαναστατικού ριζοσπαστισμού με τον εθνικοσοσιαλισμό. Εκτός από τον «σοσιαλφασισμό», δηλαδή, είχαμε και «κομμουνοφασισμό». Η «μετριοπάθεια» της σοσιαλδημοκρατίας ήταν περισσότερο εμφανής απέναντι στα αστικά κόμματα, παρά απέναντι στους κομμουνιστές. Το έγκλημα καθοσιώσεως της δολοφονίας της Λούξεμπουργκ και Λίμπκνεχτ επί κυβέρνησης σοσιαλδημοκρατών, τον Ιανουάριο του 1919, δεν αναιρέθηκε ποτέ ούτε συμβολικά. Στις τελευταίες γερμανικές εκλογές πριν την επικράτηση του Χίτλερ, οι αφίσες του SPD ήταν «”Κατά των Πάπεν, Χίτλερ, Τέλμαν” [ο τελευταίος ήταν γραμματέας του KPD]. H διασπαστική πολιτική των ηγετικών ομάδων και των δύο κομμάτων, του SPD και του KPD, επρόκειτο να αποδειχτεί μοιραία» (σελ. 535).
Ειδικά το SPD, αμέσως μετά την εκλογική επικράτηση των ναζιστών, το Μάρτιο του 1933, [για να «νίψει τας χείρας του;, Χ.Λ.] έφτασε να αποχωρήσει από τη 2η Διεθνή. [Η ADGB, δηλαδή τα σοσιαλδημοκρατικά συνδικάτα], με επιστολή προς τον Χίτλερ, στις 29 Μαρτίου, τον ενημέρωσε ότι έκοψε τις σχέσεις της με το SPD […] Τα κτίρια των συνδικάτων κατελήφθησαν στις 2 Μαΐου, κατασχέθηκαν οι περιουσίες […] Τα συνδικάτα δεν αντέδρασαν […] Η κοινοβουλευτική ομάδα του SPD, αυτή που είχε απομείνει στη χώρα, σε μια προσπάθεια να παραμείνει στη νομιμότητα, δήλωσε στις 17 Μαίου […] ότι συμφωνεί με τη διακήρυξη της εξωτερικής πολιτικής του Χίτλερ [!]» (σελ. 539).
Τους «τάραξαν στη νομιμότητα» και απέδειξαν ότι η μετριοπάθεια κερδίζει!
Για να δώσω ένα άλλο παράδειγμα παραχάραξης της ιστορίας: Είναι γνωστό ότι, στη διάρκεια της Ισπανικής Επανάστασης, η ενδυνάμωση του κομμουνιστικού κόμματος είχε στο θεμέλιό του τον έλεγχο του οπλισμού, που η σταλινική Ρωσία έδινε στο κόμμα και όχι στην αντιφασιστική κυβέρνηση. Η πολιτική του ΚΚΙ, καθοριζόμενη από την αντίληψη για τον αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα της Επανάστασης, ήταν από την αρχή εναντίον των δυνάμεων, οι οποίες υποστήριζαν τον προλεταριακό χαρακτήρα της. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει από αυτό ότι το ΚΚΙ θα ήταν περισσότερο μετριοπαθές στη στάση του, σε σχέση με τους «αλλοπαρμένους εξτρεμιστές» της αναρχίας, του POUM, ακόμη και της αριστερής πτέρυγας των σοσιαλιστών.
Κάθε άλλο. Η μετριοπάθεια εκδηλώνονταν απέναντι στα αστικά κόμματα, ενώ η στάση απέναντι στις μη ελεγχόμενες εργατικές οργανώσεις ήταν άτεγκτη. Είναι ενδεικτικό -και θα αποτελέσει έκπληξη για τους περισσότερους- το γεγονός ότι, όταν ξέσπασαν στη Βαρκελώνη, με υπαιτιότητα των σταλινικών, στις 3 Μαΐου 1937, συγκρούσεις μεταξύ αυτών και των αναρχικών, «[ο]ι ηγέτες της CNT -FAI και του POUM ακολούθησαν συμβιβαστική πολιτική. ΟΙ συμβιβαστικές προτάσεις τους δεν έγιναν αποδεκτές […] Οδοφράγματα στήθηκαν σε όλη την Βαρκελώνη […] Η Φεντερίκα Μοντσένι και ο Γκαρθία Ολιβέρ [από τα πιο «ακραία» στοιχεία των αναρχικών] από τον ραδιοφωνικό σταθμό της Βαρκελώνης, επιχειρώντας να σταματήσουν τον εμφύλιο πόλεμο μέσα στον εμφύλιο, έκαναν έκκληση στους αναρχικούς να παραδώσουν τα όπλα. Η αναρχική Solidaridad Obrera, κυκλοφόρησε, μάλιστα, στις 7 Μαΐου, με τίτλο «Η CNT και η UGT επαναλαμβάνουν την εντολή επιστροφής στην εργασία» […] [Όταν επιτέλους επέστρεψε η «τάξη», αυτό δεν είχε επιτευχθεί χάρη στη δράση της αστυνομίας , αλλά χάρη στις ομιλίες των ηγετών της CNT, οι οποίοι καλούσαν ασταμάτητα τους εργάτες να επιστρέψουν στη δουλειά και να καταθέσουν τα όπλα τους […] Αν η CNT είχε πάρει την εξουσία στην Καταλονία -αν το ήθελε, θα το είχε κατορθώσει σε 24 ώρες- [τα πράγματα, σε όλη την δημοκρατική Ισπανία, θα ήταν πολύ διαφορετικά» (σελ. 595).
Δυστυχώς, θα έλεγα, δεν το έκανε. Οι αναρχικοί και το POUM αποδείχτηκαν πολύ μετριοπαθέστεροι από τους εν όπλοις «συντρόφους» τους του ΚΚΙ. Το απόσπασμα δείχνει πως η κομμουνιστική ιστορία της εποχής περιλαμβάνει καταστατικά και τους ελευθεριακούς κομμουνιστές της αναρχίας. Σε κάποιες περιπτώσεις, κατεξοχήν αυτούς.
Το βιβλίο του Μαστρογιαννόπουλου είναι πραγματικός θησαυρός. Αναγκαίο για κάθε αριστερό -και όχι μόνο- με ενεργό πολιτικό ενδιαφέρον. Χωρίς αναφορά στην ιστορία του κινήματος, χωρίς τα μαθήματά της, η σημερινή αναζήτηση μιας απελευθερωτικής στρατηγικής οδεύει στα τυφλά.