Marc Lavoie, Εισαγωγή στη μετα-κεϊνσιανή οικονομική θεωρία (μετάφραση: Μαριλού Ιωακειμίδη, επιστημονική επιμέλεια: Γιώργος Αργείτης -Μαριλού Ιωακειμίδη), Gutenberg, σελ. 202, 2018
Καλύτερα να είσαι περίπου σωστός, παρά ακριβώς λάθος
Paul Davidson
Η φράση του Ντέιβιντσον, που προηγείται, απευθύνεται στα ορθόδοξα, νεοκλασικά, οικονομικά, τα οποία χαρακτηρίζει “ακριβώς”, δηλαδή, εντελώς λάθος.
Ο Ντέιβιντσον είναι, μαζί με τον Hyman Minsky, οι πιο χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι του ρεύματος, που ο Lavoie ονομάζει φονταμενταλιστές μετα-κεϊνσιανούς. Ενός ρεύματος, ανάμεσα σε όσα συγκροτούν τη μετα-κεϊνσιανή σχολή, το οποίο κυρίως αναφέρεται στο έργο του ίδιου του Keynes.
Άλλα ρεύματα είναι αυτό των νεορικαρδιανών οπαδών του Pierro Sraffa και εκείνο των εμπνεόμενων από το έργο του Michal Kalecki. Χαρακτηριστικό και των δύο αυτών θεωρητικών προσανατολισμών είναι πως επηρεάζονται έμμεσα, αλλά καθοριστικά, από κάποιες απόψεις, από το έργο του Μαρξ.
Μια κατηγορία μόνη της, δε, είναι η Joan Robinson, της οποίας το βιβλίο The Accumulation of Capital (Η Συσσώρευση του Κεφαλαίου) θεωρείται, δικαίως, εφάμιλλο, αν όχι ανώτερο από τη Γενική Θεωρία του Κέινς. Από πολιτική άποψη, η Ρόμπινσον υπήρξε οιονεί μαοϊκή, ενώ ο τίτλος του κορυφαίου της έργου δεν είναι τυχαίο ότι αντιγράφει ακριβώς τον αντίστοιχο τίτλο του ιδιαίτερα επιδραστικού βιβλίου της Ρόζας Λούξεμπουργκ.
Τα ξεχωριστά αυτά μετα-κεϊνσιανά ρεύματα, όπως υπογραμμίζει ο Λαβουά, αποτελούν μια μόνο από τις ετερόδοξες σχολές οικονομικής σκέψης. «Υπό τον τίτλο Ετερόδοξος, ο οποίος περιλαμβάνει τους περισσότερους που διαφωνούν με τον κυρίαρχο νεοκλασικό τρόπο σκέψης, συναντάμε μαρξιστές, σραφαϊανούς, νέο-στρουκτουραλιστές, θεσμικούς, τη γαλλική σχολή της ρύθμισης, ουμανιστές ή κοινωνικούς οικονομολόγους, συμπεριφοριστές, σουμπετεριανούς, τα φεμινιστικά οικονομικά κ.ά. […] Παρά το γεγονός […] ότι υπάρχουν μεθοδολογικές διαφορές μεταξύ των ετερόδοξων προσεγγίσεων και σχολών, στην ουσία αλληλοσυμπληρώνονται, εξαιτίας του γεγονότος ότι η καθεμιά ασχολείται με συγκεκριμένες πτυχές της οικονομίας. [Από την άλλη], στο εσωτερικό των ετερόδοξων σχολών παρατηρείται μια τάση σύνθεσης και ενότητας, η οποία ίσως να οφείλεται στην επισφαλή θέση τους ως μειονοτήτων στο ευρύτερο πλαίσιο της οικονομικής επιστήμης» (σελ. 21).
Νομίζω πως ο Λαβουά το θέτει σωστά. Είναι τέτοια η ολοκληρωτική -με την έννοια του ολοκληρωτισμού- κυριαρχία των νεοκλασικών economics στο πλαίσιο των πανεπιστημίων, των ερευνητικών κέντρων και των πολιτικοοικονομικών θεσμών, που μια ορισμένη ένωση των ετερόδοξων δυνάμεων, όπου αυτό είναι δυνατό, αποτελεί όρο επιβίωσης. Από αυτήν την άποψη, μ’ όλο που θεωρώ ότι η κριτική της πολιτικής οικονομίας, όπως θεμελιώθηκε από τον Μαρξ, είναι η πιο παραγωγική θεωρητική κατεύθυνση, δεν μπορώ παρά να αποδεχτώ πως και τα άλλα ετερόδοξα ρεύματα -έστω, λιγότερο ριζοσπαστικά- έχουν να προσφέρουν πολύ καίρια στοιχεία, στο μέτρο, που σε συγκεκριμένες επιστημονικές περιοχές είναι βέβαιο ότι υπερέχουν. Ο Μαρξ, ευτυχώς, δεν τα είπε όλα.
Οι συνέργειες μεταξύ των διαφορετικών ετερόδοξων σχολών, μάλιστα, είναι απαραίτητες και από πολιτική άποψη. Η καταθλιπτική επικράτηση του There is no alternative, της διαβόητης θατσερικής ΤΙΝΑ, όπως και της Συναίνεσης της Ουάσινγκτον, που συνομολογήθηκε ανάμεσα στη Νεοφιλελεύθερη Δεξιά και το «Νέο Κέντρο», το απαιτεί. Όπως η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία συνεργάστηκε με τους θατσερικούς προκειμένου να αλλάξουν ριζικά, από κάποιες απόψεις, τον μεταπολεμικό κόσμο, έτσι και οι ποικίλες απόψεις, που βάζουν στον στόχο τον δολοφονικό νεοφιλελευθερισμό δεν μπορεί παρά να συμπορευτούν. Μ’ όλο που οι διαφορές είναι, κάποιες φορές, θεωρητικά αγεφύρωτες, η σύμπλευση θα επιτρέψει τουλάχιστον τη δημιουργία ενός δημόσιου χώρου συνεπαφής, που θα αυξάνει τα ακροατήρια και την πολιτική επίδραση του οικονομολογικού ριζοσπαστισμού. Πράγμα, κάθε άλλο παρά αμελητέο.
Σε τι συνίσταται, όμως, η κριτική προς την καθεστωτική νεοκλασική οικονομική από τους μετα-κεϊνσιανούς;
Πρώτα απ’ όλα, στην απόρριψη της εντελώς αφιστάμενης από την πραγματικότητα ορθόδοξης άποψης, για την οποία ο ρεαλισμός των υποθέσεων δεν έχει καμιά σημασία. Το θέμα είναι η θεωρία «να δουλεύει» κι ας μην έχει ούτε μακρινή σχέση με την πραγματικότητα. Στην πράξη, η νεοκλασική θεωρία ακολουθεί μια θετικιστική μεθοδολογία, παρόμοια με αυτήν κάποιων φυσικών του τέλους του 20ου αιώνα, για τους οποίους η έννοια του «πραγματικού» κόσμου ήταν α-νόητη και το μόνο που μετρούσε ήταν η δυνατότητα να γίνονται προβλέψεις.
Από την άλλη, αμφισβητείται ριζικά ο μεθοδολογικός ατομικισμός των νεοκλασικών, η τοποθέτηση, δηλαδή, του ατόμου στο κέντρο της θεωρίας. Η μεγιστοποιητική, υπό περιορισμούς, δράση των εξατομικευμένων υποκειμένων είναι, για τους νεοκλασικούς, επαρκής προκειμένου να εξηγηθεί ο κοινωνικός κόσμος. Για τους μετα-κεϊνσιανούς, αντίθετα, τα άτομα δρουν πάντοτε σε κοινωνίες, ολότητες, δηλαδή, που είναι κάτι πολύ περισσότερο από τα μέρη τους. Οι θεσμοί έχουν ουσιώδη αυτονομία, δεν εκφράζουν ατομικές επιδιώξεις, αλλά διαθέτουν αυτόνομη υπόσταση, λειτουργούν με βάση και δικούς τους ανεξάρτητους στόχους. Αυτή η ολιστική προσέγγιση χαρακτηρίζει από κοινού τα ετερόδοξα ρεύματα, με τους μαρξιστές να δίνουν μεγάλο βάρος στις κοινωνικές τάξεις ως τους καθοριστικούς παράγοντες διαμόρφωσης της πραγματικότητας.
Η τρίτη ουσιώδης διαφορά των μετα-κεϊνσιανών από τους καθεστωτικούς οικονομολόγους είναι η αντίληψή τους για την ορθολογικότητα των οικονομικών δρώντων. Σύμφωνα με τους πρώτους πρόκειται για περιορισμένη ορθολογικότητα δρώντων με πολύ ατελή πληροφόρηση και ακόμη μεγαλύτερη αδυναμία -αντικειμενική- στην επεξεργασία τους: η αβεβαιότητα είναι «δομικός» παράγοντας της οικονομικής πραγματικότητας. Αντίθετα, στους νεοκλασικούς τα άτομα διακρίνονται από απόλυτη ορθολογικότητα -όταν παίρνουν τις αποφάσεις τους συνεκτιμούν με τέλειο τρόπο όλα όσα απαιτούνται για τη μεγιστοποίηση της χρησιμότητας από τις επιλογές τους!
Τέλος, οι μετα-κεϊνσιανοί αρνούνται τον συνήθη ορισμό των Οικονομικών ως της επιστήμης που ασχολείται με την αποτελεσματική κατανομή σπάνιων πόρων. Αντίθετα, «[ό]πως στην περίπτωση των έργων των κλασικών συγγραφέων, όπως του Adam Smith ή του Karl Marx, έτσι και οι ετερόδοξοι οικονομολόγοι εστιάζουν πρωτίστως στην ανάγκη δημιουργίας των απαραίτητων εκείνων πόρων που θα συμβάλλουν στην αύξηση της παραγωγής και των πόρων» (σελ. 31).
Οι μετα-κεϊνσιανοί δεν απορρίπτουν τον καπιταλισμό. Τον αντιλαμβάνονται ως ένα σύστημα που ενθαρρύνει την ιδιωτική πρωτοβουλία και την καινοτομία.
«Ως οικονομικό σύστημα, όμως, ο καπιταλισμός μπορεί να είναι αποδοτικός μόνο όταν στηρίζεται από το κράτος και από δημοκρατικούς θεσμούς […], ειδικά όσον αφορά τη διανομή του εισοδήματος, την παροχή δημόσιων υπηρεσιών και δημόσιων υποδομών […] Ο καπιταλισμός, αν αφεθεί ελεύθερος, οδηγεί σε έναν καταστρεπτικό ανταγωνισμό και σε σπατάλη πόρων. Χωρίς κρατική παρέμβαση, ο καπιταλισμός παράγει αστάθεια και κυκλικές διακυμάνσεις» (σελ. 162). Κάποιες φορές, μάλιστα, οδηγεί σε ολοκληρωτική κατάρρευση της οικονομίας και της κοινωνίας.
Οι πολιτικές λιτότητας, που έχουν γίνει το μάντρα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού παράγουν πάντοτε καταστροφικά αποτελέσματα, όχι μόνο άμεσα, αλλά ακόμη περισσότερο μακροπρόθεσμα.
Είναι ενδεικτικές οι μετα-κεϊνσιανές προτάσεις πολιτικής.
«Για να διασφαλιστεί η πλήρης απασχόληση χωρίς πληθωριστικές πιέσεις, μερικοί μετα-κεϊνσιανοί υποστηρίζουν την εφαρμογή μόνιμων εισοδηματικών πολιτικών συμπεριλαμβανομένων και των εισοδημάτων από κεφάλαιο. Άλλοι μετα-κεϊνσιανοί προτείνουν τη δημιουργία ενός «αποθέματος απασχόλησης» -γνωστό και ως «πρόγραμμα εγγυημένης απασχόλησης», «εργοδότης έσχατης καταφυγής» ή «προγράμματα κοινωφελούς απασχόλησης» -όπου η κεντρική κυβέρνηση, πολλές φορές με τη μεσολάβηση των τοπικών αρχών, προσφέρει θέσεις με σταθερές αμοιβές σε οποιονδήποτε θέλει, αλλά δεν μπορεί να βρει εργασία στον ιδιωτικό τομέα. Μια τέτοια πολιτική θα περιόριζε τη σπατάλη πόρων και τη ζημιά που προκαλεί η ακούσια ανεργία» (σελ. 163).
Η γνώμη μου είναι πως τέτοιου τύπου πολιτικές είναι αδύνατο να εφαρμοστούν, σε μέσο, έστω, χρονικό ορίζοντα. Απόδειξη είναι η κατάρρευση της λεγόμενης σοσιαλδημοκρατικής μεταπολεμικής συναίνεσης μόλις έπαψαν οι ευνοϊκοί για την εργατική τάξη συσχετισμοί, που οφείλονταν στη ρωσική επανάσταση και στους μεγάλους αγώνες, αρχής γενομένης από τον αντιφασισμό. Σε συνδυασμό με την πτωτική τάση των κερδών από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, που έκανε, όλο και περισσότερο, ασύμφορες τις «παραχωρήσεις».
Καμιά καπιταλιστική οικονομία δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς εφεδρικό στρατό εργασίας, ανέργους, δηλαδή, που επιτρέπει στους καπιταλιστές να επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση του κέρδους -μοναδικό κίνητρό τους και, όπως τεκμηριώνει, νομίζω, ο Μαρξ, κατεξοχήν κινητήρια δύναμη του καπιταλισμού.
Εδώ, άλλωστε, εντοπίζεται η κύρια διαφορά των μετα-κεϊνσιανών από το μαρξισμό. Εκεί που ο Μαρξ ξεκινάει από το κέρδος, οι μετα-κεϊνσιανοί αναγνωρίζουν ως «πρώτη αιτία» τη ζήτηση.
Με μια έννοια, λοιπόν, οι μετα-κεϊνσιανοί, μ’ όλη τους την πρόθεση, είναι όχι αρκετά ρεαλιστές. Ο ίδιος ο Κέινς θεωρούσε πως θα έπρεπε για το σουλούπωμα, αλλά και τη μακροημέρευση, του καπιταλισμού να πάμε σε «ευθανασία του εισοδηματία» και, ακόμα, σε πλήρη «κοινωνικοποίηση των επενδύσεων». Δεν ξέρω, πραγματικά, τι είδους καπιταλισμός θα ήταν αυτός!
***
Το βιβλίο έχει τεχνικό χαρακτήρα και απαιτεί γνώσεις και μαθηματικά, που ξεπερνούν τη σχετική ικανότητα του μέσου αναγνώστη. Θεώρησα, ωστόσο, καλό να το παρουσιάσω, στο μέτρο που είναι η πρώτη, αν δεν κάνω λάθος, αυτόνομη πραγματεία, που ασχολείται με τα μετα-κεϊνσιανά οικονομικά.
Δεδομένου, μάλιστα, πως, στη σημερινή συγκυρία, αυτός ο θεωρητικός προσανατολισμός κυριαρχεί στο διεθνές μαχητικό εργατικό κίνημα, η δημοσίευσή του έχει και πολιτική αξία. Τα προγράμματα του Κόρμπιν ή των αριστερών σοσιαλδημοκρατών, τύπου Σάντερς ή squad, sτις ΗΠΑ, όπως και η MMT (Modern Monetary Theory), βάση του αληθινά ριζοσπαστικού New Green Deal, που υποστηρίζουν, είναι κατεξοχήν επηρεασμένα από τους μετα-κεϊνσιανούς. Που έγινε, ελπίζω, φανερό πως δεν έχουν καμιά σχέση με τους λεγόμενους νέο-κεϊνσιανούς, όπως ο Κρούγκμαν ή ο Στίγκλιτς, οι οποίοι δεν αμφισβητούν την ορθοδοξία, αλλά θέλουν να εξομαλύνουν κάποιες οριακές «ατέλειες».
Οι μετα-κεϊνσιανοί είναι ριζοσπάστες. Ενώ δεν είναι αντι-καπιταλιστές, η κριτική που ασκούν στο σύστημα μπορεί να ενισχύσει ουσιωδώς τον αντικαπιταλιστικό αγώνα για τον σοσιαλισμό.