Δημήτρης Καλτσώνης (επιμ.) , Μπορεί η Ελλάδα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης;, Τόπος, 2023, σελ. 230
Ευρώπη -Σκοτεινή ήπειρος.
Μαρκ Μαζάουερ
Η Ευρώπη του 20ου αιώνα, σύμφωνα με τον Μαρκ Μαζάουερ, μπορεί να περιγραφεί με ακρίβεια ως Σκοτεινή Ήπειρος. Η ιστορία της χαρακτηρίζεται από τον ζόφο, με μικρά χρονικά ξέφωτα.
Η πιο πρόσφατη σκοτεινιά συνδέεται, βέβαια, με τη νεοφιλελεύθερη επέλαση, από το ’80 και μετά, η οποία επεδίωξε και επιδιώκει να εξολοθρεύσει ο,τιδήποτε είχε κατακτηθεί με μεγάλους και αιματηρούς, ακόμα, πολλές φορές, αγώνες, από τις εργατικές τάξεις. Ό,τι, δηλαδή, βελτίωνε κι έκανε υποφερτή τη ζωή για την εκμεταλλευόμενη κοινωνική πλειοψηφία, απότοκο, σε μακροϊστορική κλίμακα, των επαναστατικών κινημάτων, ιδίως της Ρωσικής Επανάστασης.
Ο τίτλος του σημερινού μου άρθρου είναι δανεισμένος από ένα προηγούμενο βιβλίο των εκδόσεων “Τόπος”, που είχε ως αντικείμενο την υποτιθέμενη έξοδο από τα Μνημόνια, το 2018. Η αποδόμηση του «μεταμνημονιακού» αφηγήματος, για να θυμηθώ μια λέξη, που πολύ άρεσε στον τότε πρωθυπουργό, ήταν πλήρης και πολύ πειστική -το βιβλίο διατηρεί την αξία του, ακόμη.
Η διαφορά στους τίτλους, του δικού μου και εκείνου του βιβλίου, είναι πως στον δικό μου υπάρχει ερωτηματικό. Που πάει να πει ότι, σε αντίθεση με τα μεταμνημονιακά παραφερνάλια, που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε αδιέξοδο, το πράγμα δεν είναι ίδιο σε ό,τι αφορά την έξοδο από την ΕΕ -ή έστω, από την Ευρωζώνη.
Είναι αδύνατο, πάντως, να συζητήσουμε με όρους Αριστεράς τις δυνατότητες και τους περιορισμούς για μια απελευθερωτική πολιτική χωρίς να προσεγγίσουμε το ερώτημα.
Μπορεί η Ελλάδα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης;
Το ερώτημα, όπως διατυπώνεται, δεν αφορά το επιθυμητό μιας τέτοιας επιλογής, αλλά το εφικτό. Ακόμη κι αν το περιορίσουμε στη δυνατότητα της εξόδου από την Ευρωζώνη, το ερώτημα παραμένει.
Είναι γνωστό ότι ο οικονομολόγος, που, περισσότερο και με μεγαλύτερη επάρκεια, ασχολήθηκε με το συγκεκριμένο ερώτημα, είναι ο Κώστας Λαπαβίτσας. Από την αρχή της ελληνικής κρίσης, υποστήριξε ρητά πως δεν υπήρχε δρόμος φιλολαϊκής αντιμετώπισης της κρίσης χωρίς κάποιου είδους ανάκτηση της νομισματικής ανεξαρτησίας, χωρίς, δηλαδή, έξοδο από την νομισματική ένωση και την απόκτηση ενός εθνικού νομίσματος.
Από ένα σημείο κι έπειτα, ακόμη και όσοι βρίσκονταν σε απόσταση από την επιχειρηματολογία Λαπαβίτσα, όπως ο Βαρουφάκης, αλλά κι εγώ -μαζί με τον Τσακαλώτο- σε ένα βιβλίο του 2012, ήδη -τα “22 Πράγματα, που μας λένε για την Ελληνική Κρίση και δεν είναι έτσι”, από τις εκδόσεις ΚΨΜ-, ισχυρίζονταν πως η επιλογή της εξόδου θα ήταν λιγότερο επώδυνη από τη διατήρηση του Μνημονιακού καθεστώτος.
Συνεχίζω να έχω την ίδια άποψη. Το 2015 μια σχετικά ομαλή μετάβαση στη δραχμή θα ήταν καλύτερη επιλογή από την κωλοτούμπα.
Αν, όμως, είναι λάθος αυτή η πεποίθηση; Δεν δικαιώνεται τότε η «στροφή» του Τσίπρα;
Όχι, δεν δικαιώνεται.
Η πρώτη κυβέρνηση Τσίπρα επέλεξε να μην κάνει τίποτε για να θωρακίσει την οικονομία απέναντι στην τεράστια δύναμη πυρός των «δανειστών», με ανεμελιά άφησε τις αποταμιεύσεις να «ταξιδεύουν», με προθυμία συνέχισε να πληρώνει, χωρίς να παίρνει φράγκο «βοήθειας», τις «υποχρεώσεις» της τρώγοντας, μέχρι σεντ, τα δημόσια αποθεματικά. Και, μαζί, επιλέγοντας να μην προκαλέσει στοιχειωδώς την τρόικα αυξάνοντας τον κατώτατο μισθό, εθνικοποιώντας τράπεζες, όπου ήδη είχε τη μετοχική πλειοψηφία ή εκκινώντας μια ριζική φορολογική μεταρρύθμιση, επιλέγοντας να μην κάνει το παραμικρό υπέρ νέων παραγωγικών μορφών -σκέφτομαι, π.χ., την πλήρη εγκατάλειψη της ΒΙΟΜΕ- έμεινε σε μια διαπραγμάτευση χωρίς επίδικο και χωρίς όπλα.
Έτσι, είναι αδύνατο να εκτιμηθεί πόσο θα μπορούσε να πετύχει αποτελέσματα πιέζοντας τους «εταίρους» με όσες -και δεν ήταν αμελητέες- δυνατότητες είχε. Ακόμη κι αν δεν επέλεγε να οδηγηθεί στην έξοδο. Σήμερα ξέρουμε, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι η Μέρκελ αντιμετώπιζε ακόμη την πιθανότητα της εξόδου με μεγάλη ανησυχία και γι’ αυτό δεν αποδέχτηκε την πρόταση Σόιμπλε για «προσωρινή» έξοδο από το ευρώ. Δεν ήταν καθόλου πεπεισμένη πως ο κίνδυνος μιας ευρύτερης «μόλυνσης», με αποτέλεσμα την έξοδο και άλλων χωρών, ήταν μικρός.
Από αυτήν την άποψη, θεωρώ ότι το Plan A του ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο βασίζονταν στην ιδέα ότι υπάρχουν βάσιμες απειλές απέναντι στην ευρωκρατία, που επέτρεπαν μια τακτική «εντός» -χωρίς, όμως, “καμιά θυσία για το ευρώ”- δεν δοκιμάστηκε ποτέ. Το Plan A είχε ως προϋπόθεση την απειλή της εξόδου -αλλιώς τι νόημα είχε το “καμιά θυσία…”;- και τον κίνδυνο που αυτή αντιπροσώπευε. Η αλήθεια, ωστόσο, είναι πως η προετοιμασία για μια τέτοια εξέλιξη ήταν μηδαμινή.
Σήμερα είμαστε πολύ μακριά από εκείνες τις μέρες -και όχι μόνο χρονικά. Είναι δεδομένο πως η σχετική συζήτηση έχει ελάχιστα επείγοντα χαρακτήρα. Το ερώτημα της εξόδου δεν τίθεται ως πολιτικό ερώτημα. Έχει αποκτήσει αντικειμενικά θεωρητικό χαρακτήρα.
Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, πως πρόκειται για «πολυτελή ενασχόληση». Το αντίθετο, θα έλεγα. Οι σχετικές απαντήσεις, όσο μπορούν να δοθούν, επιτρέπουν κάτι που δεν είχαμε την προηγούμενη φορά. Μια, κατά το δυνατόν, σαφή προσέγγιση των δυνατοτήτων, των περιορισμών, των κοστών και των οφελών.
Το βιβλίο, που έγινε αφορμή για τις σκέψεις αυτές, είναι από αυτήν την άποψη πολύτιμο.
Πρώτα από όλα γιατί πρόκειται για μια συγκεκριμένη πολυπρισματική ανάλυση της συγκεκριμένης σημερινής κατάστασης. Του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, της συγκεκριμένης Οικονομικής της Δημόσιας Υγείας, της Δημοκρατίας στο πλαίσιο της ΕΕ, των Κοινωνικών Δικαιωμάτων.
Οι συμβολές σε αυτά τα πεδία στέκονται και αυτόνομα -ανεξάρτητα από το ερώτημα της εξόδου και ανεξάρτητα από την απάντηση που δίνουμε σε αυτό τον ερώτημα. Ειδικά του κείμενο των Λεωνίδα Βατικιώτη και Πέτρου Κοσμά – “Αθέατες πλευρές και αντιφάσεις του ελληνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας”- είναι πραγματικά εξαιρετικό. Παρουσιάζει με μοναδικά περιεκτικό τρόπο, σε μόλις 25 σελίδες, τις διεθνείς πολιτικές επιλογές για την οικονομία και την επίταση της νεοφιλελεύθερης επίθεσης και των πολιτικών της λιτότητας σε αντίθεση με αριστερές προσεγγίσεις, που φαντασιώνονται ανεύρετες «κεϋνσιανές μεταστροφές». Ειδικά για την Ελλάδα, διευκρινίζει τους σχεδιασμούς του Σχεδίου Πισσαρίδη, αναδεικνύει τον πυρήνα των πολιτικών απέναντι στις Τράπεζες, όπως και τη χρυσοφόρα για τα αφεντικά διαχείριση της «Πράσινης» και της «Ψηφιακής» Μετάβασης.
Τα κεφάλαια που με πιο άμεσο τρόπο αναφέρονται στο ζήτημα της εξόδου -τα νομικά θέματα, η σύνδεση με τις εξελίξεις σχετικά με το ΝΑΤΟ, η οικονομική λειτουργία του κράτους σε συνθήκες αποδέσμευσης- ανοίγουν τον προβληματισμό σε περιοχές, οι οποίες δεν συζητιούνται συχνά. Από αυτήν την άποψη, η χρησιμότητά τους είναι αυτονόητη.
Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στο κείμενο του Θεόδωρου Μαριόλη –“Το πεδίο νομοτέλειας των κρατικών πτωχεύσεων και η υλιστική σχεδιομετρία της ανάπτυξης”. Διατυπώνει, με σαφήνεια, αυτά που είναι οι σταθερές των κρατικών πτωχεύσεων, παρουσιάζει τις κύριες πτωχεύσεις στην ιστορία του ελληνικού κράτους, για να καταλήξει στην Μνημονιακή πτώχευση. Προτείνει την αναγκαία, κατά τη γνώμη του, οικονομική πολιτική για την αναγκαία, για την Ελλάδα, έξοδο. Επιπλέον, κάτι σπάνιο, αναπτύσσει, με περιεκτικό τρόπο, ζητήματα, που αφορούν τον μακρό χρόνο, το σχετικό πρόγραμμα και, ευρύτερα τον απαιτούμενο δημοκρατικό σχεδιασμό. Διεξέρχεται, δηλαδή, και θεματικές στρατηγικού χαρακτήρα.
***
Το βιβλίο, όπως προείπα, είναι πολύτιμο. Η σχετική συζήτηση είναι υποχρεωτική για την Αριστερά. Προσωπικά, έχω αρκετές αντιρρήσεις αναφορικά με τα διατυπωμένα επιχειρήματα. Η ανάπτυξη, όμως, αυτών των αντιρρήσεων είναι εντελώς αδύνατη, στο πλαίσιο μιας βιβλιοπαρουσίασης. Θα αδικούσε και τους συγγραφείς και τον γράφοντα.
Θέλω, όμως, να τονίσω αυτό που δεν συζητιέται συνήθως και το οποίο, από πολιτική άποψη, είναι το σημαντικότερο. Ποιες είναι οι άμεσες πολιτικές προϋποθέσεις μιας οποιασδήποτε επιλογής. Αν η επικράτηση μιας πραγματικά ριζοσπαστικής Αριστεράς, ιδίως σε μια χώρα της καπιταλιστικής μητρόπολης, αποτελεί casus belli για την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια αστική τάξη, τι θα πρέπει να προηγηθεί σε επίπεδο κινηματικό, αλλά και ευρύτερα, έτσι ώστε η διεθνής στήριξη να πάρει τις διαστάσεις, που θα ήταν αναγκαίες για τη δημιουργία μιας ασπίδας προστασίας των «αμφισβητιών». Χωρίς την προσπάθεια επίλυσης των σχετικών προβλημάτων είναι εύκολο όλα να καταλήγουν ασκήσεις επί χάρτου. Πάει να πει, δηλαδή, πως ακόμη και η έξοδος δεν μπορεί, ειδικά στις σημερινές συνθήκες διεθνοποίησης, να γίνει εφικτή παρά μόνο με το δεδομένο ενός κραταιού διεθνισμού.
Κατά τη γνώμη μου, οποιαδήποτε ιδέα «εθνικής οικοδόμησης» είναι απολύτως καταδικασμένη. Κατά πολύ περισσότερο από ό,τι πριν από ένα αιώνα, όταν συζητιόταν το ζήτημα του «σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα». Χωρίς ισχυρή διεθνή συστράτευση, το παγκόσμιο κεφάλαιο μπορεί να διαλύσει, να κατασπαράξει στην κυριολεξία, και το πιο ελπιδοφόρο χειραφετητικό εγχείρημα. Οι ιδέες, δε, περί «εθνικής αστικής τάξης» ή συμμάχων «μικρομεσαίων επιχειρηματικών» είναι όχι απλώς παρωχημένες, αλλά εξαιρετικά επικίνδυνες. Θα επανέλθω.