in

Ο χριστιανισμός ως απελευθερωτικό κίνημα. Του Χρήστου Λάσκου

Θανάσης Παπαθανασίου, Υποτέλεια, ιεραποστολή και Θεολογία της Απελευθέρωσης στην Άπω Ανατολή, REDnNOIR, σελ. 228

 

Είναι αδύνατο να συγκεντρώσεις τεράστιο πλούτο δίχως να διαπράξεις αμαρτία

Αστέριος Αμασείας

«Ποιο είναι το όφελος», ρωτάει ο Γρηγόριος Νύσσης, «αν δημιουργείς πολλούς φτωχούς και κατόπιν ανακουφίζεις έναν; Αν δεν υπήρχε το πλήθος των εκμεταλλευτών, δεν θα υπήρχε ούτε το πλήθος των εξαθλιωμένων».

Τα παραθέματα, νομίζω, είναι σαφή και ευκρινή. Δείχνουν με το δάχτυλο την εξαθλιωτική συνθήκη, που βιώνει διαχρονικά η πλειονότητα των ανθρώπων, και κατονομάζουν τους ενόχους. Είναι, μάλιστα, εκπληκτική η απόδοση της ευθύνης στους εκμεταλλευτές! Δηλώνοντας, με τον πιο ρητό τρόπο πως οι πλούσιοι είναι πλούσιοι ακριβώς επειδή είναι εκμεταλλευτές. Ο πλούτος τους δεν προέκυψε, απομυζήθηκε «μέσα στην αμαρτία».

Ενδιαφέρον είναι ότι η εκτίμηση αφορά, χωρίς εξαίρεση, τους πάντες: όσοι είναι πλούσιοι είναι αμαρτωλοί εξ ορισμού.

Έγραφα σε άρθρο μου στην Αυγή πριν από δέκα χρόνια, περίπου:

Αντίθετα με την κρατούσα άποψη, ο μαρξισμός αισθάνεται διαχρονικά πολύ οικεία με τα σχήματα των Ευαγγελίων. Και όχι μόνο.

Στη μακριά σειρά των χειραφετητικών κινημάτων, από τον Κλεομένη και τον Αριστόνικο, τον Σπάρτακο, τους Ζηλωτές της Θεσσαλονίκης, τον Τόμας Μύντσερ και τους Αναβαπτιστές, τους Βρετανούς Levellers και τους Γάλλους εξισωτιστές επαναστάτες μέχρι τις μεγάλες εργατικές επαναστάσεις του 19ου ή του 20ου αιών, ο χριστιανισμός κατέχει περίβλεπτη θέση.

Για το σύνολο των μαρξιστών ιστορικών ο χριστιανισμός αντιπροσωπεύει μια μεγάλη εξέγερση των ταπεινών της ύστερης δουλοκτητικής αρχαιότητας. Και τα τεκμήρια, ως προς αυτό, δεν είναι μόνο ιστορικοϋλιστικά ή κοινωνιολογικά. Τα Ευαγγέλια, καθαυτά, αλλά και οι κοινοκτημονικές πρακτικές του πρώιμου χριστιανισμού είναι ο σημαντικότερος δείκτης.

Η οικειότητα, δε, γίνεται βαθειά, όταν ο αριστερός ακούει από το Χριστό να ισχυρίζεται πως «Μακάριοι είναι οι φτωχοί» ή, ακόμη περισσότερο, πως «ευκολότερο είναι να περάσει καραβόσκοινο από το μάτι της βελόνας, παρά να εισέλθει πλούσιος στο Βασίλειο του Θεού». Το ίδιο κι όταν διαβάζει την «Ομιλία προς τους πλουτούντας» του Μεγάλου Βασιλείου .

Πραγματικά, δεν νομίζω πως οι προηγούμενες διατυπώσεις είναι λιγότερο ριζοσπαστικές από το επαναστατικό απόφθεγμα πως «δεν αρκεί να είσαι με τους φτωχούς, πρέπει να είσαι και εναντίον των πλουσίων». Η βίαιη επίθεση του Ιησού εναντίον των εμπόρων του Ναού, μαζί και η διαχρονική αντιμετώπιση του χρήματος ως μιαρού και του τόκου ως αμαρτίας, τουλάχιστον από τους Ορθόδοξους και τους Καθολικούς, εικονοποιεί με πολύ σαφή τρόπο αυτήν την πρακτική στάση.

Ο Χριστός είναι με τους αναγουήμ αδιάλλακτα, είναι στην πλευρά των ενδεών και των απόκληρων. Τον Χριστό των Ευαγγελίων, όπως γράφει ο Τέρυ Ήγκλετον (Λογική, Πίστη και Επανάσταση, Πατάκη, 2011), «[θ]α τον γνωρίσεις αληθινά όταν δεις το πεινασμένο πλάσμα να χορταίνει με όλα τα καλά και τους πλούσιους να αποδιώχνονται, μένοντας με άδεια χρόνια».

Αν, όμως, το κεντρικό μήνυμα των Ευαγγελίων είναι πως «η τραυματική αλήθεια της ανθρώπινης ιστορίας είναι ένα βασανισμένο και παραμορφωμένο σώμα», που είναι προορισμένο να αναστηθεί, τότε οι μαρξιστές δεν μπορεί παρά να δείχνουν το μέγιστο ενδιαφέρον.

Πόση σχέση έχουν, αλήθεια, οι κάλπικοι παράδες, για να χρησιμοποιήσω τη φράση του Αναγνωστάκη, που κορδώνονται για τον χριστιανισμό τους, ενώ δεν έχουν το πραγματικό πρόβλημα να εκμεταλλευτούν, να καταπιέσουν, να προσβάλλουν τον άλλο άνθρωπο. Είναι τυχαίο το γεγονός πως όλοι οι προσφυγο-φάγοι είναι εκκωφαντικά ευσεβείς;

Υπάρχει μια περίφημη διατύπωση του Μαρξ, την οποία αξιοποιούν συχνά οι, για τους ορθούς λόγους, πολέμιοι των κατεστημένων θρησκειών: «Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού». Η θρησκεία, λοιπόν, είναι ένα αποβλακωτικό ναρκωτικό.

Ας θυμηθούμε, όμως, τι ακριβώς έγραψε ο Μαρξ στη Συμβολή στην Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Δικαίου σχετικά. Λέει: «Η θρησκεία είναι ο αναστεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, το πνεύμα μιας χωρίς πνευματικότητα κατάστασης. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού […] Η κριτική της θρησκείας είναι, επομένως, η εμβρυακή κριτική της κοιλάδας των δακρύων, που φωτοστέφανό της είναι η θρησκεία […] Η κατάργηση της θρησκείας ως απατηλής ευτυχίας του λαού σημαίνει απαίτηση της πραγματικής της ευτυχίας. Η απαίτηση της εγκατάλειψης των ψευδαισθήσεων για την κατάστασή του είναι η απαίτηση της εγκατάλειψής του μιας κατάστασης που χρειάζεται τις ψευδαισθήσεις». Κι αυτό βγάζει εντελώς άλλο νόημα.

Φυσικά, ο Μαρξ υποβάλλει σε απηνή κριτική την θρησκεία. Η κριτική του, ωστόσο, αφορά πρωτίστως το ρόλο της θεσμικής εκκλησίας στο εξουσιαστικό πλέγμα των ταξικών κοινωνιών. Την κρίνει ως εξουσία, που ασκήθηκε πολλές φορές σκληρά απέναντι στους ταπεινούς και καταφρονεμένους, στους οποίους ο λόγος του Χριστού ευαγγελίστηκε πως σ’ αυτούς ανήκει η Βασιλεία των Ουρανών. Ως οπαδός της εξισωτικής χειραφέτησης, στο όνομα της υπέρτατης αξίας της ισότητας δεν θα μπορούσε παρά να είναι εχθρός κάθε ιεραρχίας –και της ιερής.

Ο Θανάσης Παπαθανασίου, διευθυντής του σπουδαίου θεολογικού περιοδικού «Σύναξη», αν κρίνω από το βιβλίο του, βρίσκει τον εαυτό του σε όσα λέχθηκαν παραπάνω. Προκειμένου, μάλιστα, να τεκμηριώσει τη δυνατότητα του Ευαγγελίου να βοηθήσει στην απελευθέρωση των ανθρώπων σήμερα και όχι στο επέκεινα, θα επιμείνει στο ό,τι η αμαρτία έχει στα θεμέλιά της κοινωνικές αιτίες κι, επομένως, η δομική αναμόρφωση του παρόντος κόσμου είναι εφικτή και απολύτως επιθυμητή. Ο Χριστός είναι με την κοινωνική επανάσταση. Η Θεολογία της Απελευθέρωσης, εκκινώντας από καθολικούς της Νότιας Αμερικής, κατάφερε να συνδυάσει το χριστιανικό μήνυμα με την επαναστατική επιδίωξη της αλλαγής του κόσμου, κάνοντάς τον καταλληλότερο για «την ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός μέσα από την ελεύθερη ανάπτυξη όλων», για να θυμηθούμε ακόμη μια μαρξική διατύπωση.

Ο πυρήνας του βιβλίου αποτελείται από μια μελέτη αναφορικά με την Θεολογία της Απελευθέρωσης στην Κορέα, τη Θεολογία Μιντζούνγκ. Μιντζούνγκ σημαίνει (μιν = «λαός», τζουνγκ = «πλήθος») ειδικά τη μάζα των εξαθλιωμένων και αποκλεισμένων. Όχι γενικά κι αφηρημένα τον «λαό». Έχει ισχυρό ταξικό πρόσημο. «Στην πράξη, πραγματικά μιντζούνγκ δεν είναι αναπόδραστα κάθε φτωχός, αλλά ο φτωχός που αντιστέκεται στο σύστημα» (σελ. 58). Ο φτωχός, που δεν αφιερώνεται στην «αυτοβελτίωση» και στην ατομική σωτηρία, αλλά θέλει να αλλάξει τον τωρινό αφόρητο για τους πολλούς κόσμο. Αυτόν που βασίζεται «στο απλήρωτο μεροκάματο των εργατών» (Ιακ. 5:1-6), τον κόσμο, στον οποίο «[π]ληρώνουμε για το νερό που πίνουμε και πρέπει να αγοράζουμε τα ξύλα της φωτιά μας» (Θρήνοι Ιερεμία 5:4). Όποιος δεν αναγνωρίζει σε αυτά τα απαράδεκτα τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, μάλλον, έχει θέματα.

Άλλωστε, «[π]ριν αποδυθεί στο δημόσιο έργο του, ο Χριστός εξήλθε στην έρημο, όπου έμεινε σαράντα μέρες και αντιμετώπισε τους τρεις πειρασμούς που του υπέβαλε ο διάβολος. Ο τρίτος πειρασμός αφορούσε την κυριότητα επί της γης». Του διαβόλου, λοιπόν, η ιδιοκτησία.

Το μικρό βιβλίο του Παπαθανασίου -διαβάζεται σε ένα πρωινό- περιέχει και μια σειρά από δοκίμια, τα οποία, με αφορμή, συνήθως, κάποιο βιβλίο, ενισχύουν τη βασική προβληματική του συγγραφέα. «Ταξιδεύοντας» στη Σιβηρία, τη Καμτσάτκα, την Κίνα, διατρέχοντας, με ενδιαφέροντα χριστιανικό τρόπο, τα θέματα της ταξικής αδικίας (“οι ταξικές ανισότητες παίζουν μεγαλύτερο ρόλο από τις πολιτισμικές διαφορές”), της αποικιοκρατίας, της οικολογικής καταστροφής (“η ανισότητα είναι μόλυνση και η μόλυνση ανισότητα”), των μυθευμάτων του καπιταλισμού,…, διαλεγόμενος με τον Ζίζεκ και τον Ήγκλετον, μας δίνει επιχειρήματα για τον αντικαπιταλιστικό αγώνα. Και αποδομεί τα «ισχυρά χαρτιά» των καθεστωτικών χριστιανών. Οι τελευταίοι επικαλούνται συχνά την υπερβατικότητα του Θεού προκειμένου να υποστηρίξουν την θέση πως Αυτός δεν απασχολείται με τα «του κόσμου τούτου», όπως ισχυρίζονται οι αγωνιστές της Θεολογίας της Απελευθέρωσης. Μόνο που, όπως πειστικά υποστηρίζει ο Ζίζεκ: «Ακριβώς λόγω της υπερβατικότητας, το καινό χαρίζεται αδιάκριτα σε όλους, επειδή εισέρχεται στην ιστορία έξωθεν» (σελ. 182). Η υπερβατικότητα έτσι γίνεται θεμέλιο της οικουμενικότητας.

Αν θα έπρεπε να ονομάσουμε έναν κομμουνιστή, που μπορεί να θεωρηθεί αντιπροσωπευτική συνείδηση του καιρού του και του κινήματος, στο οποίο συμμετείχε, νομίζω πως ο Βάλτερ Μπένγιαμιν θα ήταν ο κατεξοχήν υποψήφιος.

Εμμένοντας πως η επανάσταση επιβάλλεται όχι ως δώρο προς τις μέλλουσες γενιές, αλλά ως υποχρέωση προς τις παρελθούσες ταπεινωμένες και καταπιεσμένες γενιές των ταξικών κοινωνιών θύμισε πως «ο Μεσσίας δεν έρχεται μόνο ως λυτρωτής, αλλά και ως νικητής του Αντίχριστου […] Το κάθε δευτερόλεπτο είναι η μικρή πύλη, από την οποία μπορεί να περάσει ο Μεσσίας». Όπως και η επανάσταση.

Οι κομμουνιστές αγωνίζονται για την υπέρβαση του καπιταλισμού και την εγκαθίδρυση μιας αταξικής κοινωνίας ισότητας και ελευθερίας. Δεν είναι, όπως προείπα, μόνο με τους φτωχούς, αλλά και μαχητικά εναντίον των πλουσίων. Κι αυτό απαιτεί μεγάλη, ακραία ταξική σύγκρουση. Γιατί, όπως είπε ο μεγάλος προτεστάντης θεολόγος του 20ου αιώνα Καρλ Μπαρτ, το καπιταλιστικό σύστημα είναι «σχεδόν αναμφίβολα δαιμονικό». Η υπέρβασή του είναι προϋπόθεση για την αυτοπραγμάτωση του ανθρώπινου προσώπου.

Η Θεολογία της Απελευθέρωσης, από την Αμερική έως την Κορέα, χωρίς αμφιβολία, προσυπογράφει τα παραπάνω. Και, νομίζω, συμβάλλει ουσιαστικά στην ενδυνάμωση της επαναστατικής σκέψης και πρακτικής.

Αυτό που προσωπικά αποκομίζω από τα κείμενα, που αφορούν αυτήν την Θεολογία, όπως το βιβλίο του Παπαθανασίου, χωρίς να αμφισβητώ καθόλου την θαυμάσια συμβολή του Μπένγιαμιν, είναι αυτό που βλέπει τα ζώντα θύματα, τα τωρινά ως σημείο αναφοράς. Και υπογραμμίζει πως τα θύματα, περισσότερο από δικαιώματα έχουν μια ριζική υποχρέωση: να μην μοιάσουν με τους θύτες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

«Αυτές οι μέρες είναι πάντα του Αλέξη»-Φοιτητικοί σύλλογοι και μαθητές διαδηλώνουν στη Θεσσαλονίκη

Νέα προσφυγή στο ΣτΕ κατά του flyover περιφερειακού