Η παράσταση είναι βασισμένη στο βιβλίο της Χαρούλας Αποστολίδου ’’ Ο Χρόνος Είναι Αναπνοές’’ και σκηνοθετημένη από τον Στέλιο Βραχνή
Η παράσταση ‘Sanatorium’, είναι ένα ταξίδι στο χώρο όπως του Μωυσή ή του Οδυσσέα και στο χρόνο προς ένα απολεσθέν παρελθόν κι ένα άγνωστο μέλλον, μαρμαρωμένο και ταυτόχρονα μεταλλαγμένο από τη μνήμη, όπως του Μαρσέλ στον Προύστ.
Στην παράσταση αυτή, ο Στέλιος Βραχνής με σκηνοθετική μαεστρία, αναδιατάσσει το βιβλίο της Χαρούλας Αποστολίδου, θέτοντας νέους άξονες.
Στο ‘Sanatorium’, αυτήν τη ρηξικέλευθη παράσταση, το αρχικό σπέρμα της δημιουργίας είναι η συνθήκη του εγκλεισμού και πως μπορεί ένας άνθρωπος να ξαναδομήσει τον κόσμο του με καινούργιες καταγραφές.
Από τον Benedeto Croce, που υποστήριζε ότι «κάθε ιστορία είναι και σύγχρονη ιστορία» μέχρι τον Robin Colingwood, πολλοί είναι αυτοί που προβάλλουν την άποψη ότι το νόημα του παρόντος καθορίζεται από τους προβληματισμούς του παρελθόντος.
Αν όμως το παρελθόν έχει πληγώσει, όπως έχουν πληγωθεί οι ήρωες της παράστασης;
Οι ήρωες που ζωντάνεψε στη σκηνή ο Στέλιος Βραχνής, είναι ήρωες με ανεξιχνίαστο παρελθόν και ως συνειδητοί παρίες εκτός θεσμού και εκτός δόξης, όπως πιθανόν να τους αποκαλούσε η Hannah Arendt, προσπαθούν να φτιάξουν μια νέα ζωή, αφήνοντας πίσω τη μνήμη του καταγωγικού τόπου, χωρίς εικονογραφημένη προπαιδεία και με παντελή έλλειψη ψυχικής συνέχειας προσπαθούν να επανιδρύσουν τη ζωή τους.
Θέτει διερωτήσεις η παράσταση γι αυτό που ο Πλούταρχος αποκαλεί συνεχές, αυτό που δηλαδή συνέχει τον βίο, αλλά και για τη δύναμη της μεταβολής , για μια ζωή πριν και για μια ζωή μετά.
Τι δύναμη έχει η ψυχική συνέχεια και ποια τα αποτελέσματα της κατάλυσης της;
Συγκρούονται ή συνοδοιπορούν η ταυτότητα και η ετερότητα;
Στο ‘Sanatorium’, ο Βραχνής φωτίζει την εγκαθίδρυση συνεχειών μεταξύ οντοτήτων ή καταστάσεων που φαίνονταν ετερογενείς ή ανόμοιες και εντοπίζει ρήξεις εκεί όπου προηγουμένως υπήρχαν προεκτάσεις και συνέχειες.
Με αφόρμιση τον εγκλεισμό στο σανατόριο, κύριο στοιχείο του μυθιστορήματος της Αποστολίδου, ο Βραχνής στήνει μια παράσταση απολύτως ανθρωποκεντρική. Μέτρο των πάντων ο άνθρωπος που αγωνίζεται, λυγίζει, πέφτει και σηκώνεται, μέσα στην ιστορική διαχρονία.
Στην παράσταση αυτή, γεγονότα, σκέψεις, ιδέες, βιώματα, φαντασιώσεις της συγγραφέως γίνονται όλα ένα στο ζυμωτήρι της σκηνοθετικής προσέγγισης του Βραχνή.
Άλλωστε αυτός είναι και ο λόγος ύπαρξης κάθε σκηνοθετικής απόπειρας, να καταφέρει να εντάξει τον θεατή στον προβληματισμό και στον κόσμο του σκηνοθέτη.
Ο Στέλιος Βραχνής στην παράσταση αυτή, προσπαθεί να κατανοήσει την ανθρώπινη φύση χωρίς να καταφεύγει σε έτοιμα στερεότυπα. Τον ενδιαφέρει να φωτίσει σχέσεις, φοβίες, μυστικές δυνάμεις, καταπιεσμένα ένστικτα, κίνητρα, προκαταλήψεις και φιλοδοξίες, κομμάτια και όψεις της ανθρώπινης αδυναμίας και της ανθρώπινης δύναμης αντίστοιχα.
Οι ήρωες της παράστασης αλληλεπιδρούν καθώς η πλοκή εξελίσσεται. Μια πλοκή με κοινωνικό και εν τέλει ανθρώπινο πρόσημο. Υπάρχει η ζωή που πάλλεται, υπάρχει ο έρωτας, υπάρχει η ανάγκη για ουσιαστική επικοινωνία ακόμη και σε συνθήκες εγκλεισμού.
Μια ομιλούσα λιτή σκηνογραφία, άλλοτε ως σύμβολο, άλλοτε ως σκηνικό δράσης κι άλλοτε ως μεταφορά μιας συναισθηματικής κατάστασης.
Η πρόσληψη και η απόδοση της ερημίας, της απόρριψης και εντέλει της ακούσιας απομόνωσης, αντηχεί στο εσωτερικό τοπίο των ηρώων του, εκφράζοντας τους φόβους, τις ελπίδες, τις ενοράσεις ή τις απογοητεύσεις τους, μέσα σε ένα τοπίο φθοράς, ματαίωσης, απουσίας και μελαγχολίας.
Ο Βραχνής τονίζει την πίστη των ηρώων για τη ζωή, έστω κι αν είναι καθημαγμένοι και ματαιωμένοι, γεγονός που λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, τη ζωή και το θάνατο, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί κινητήριο μοχλό για την περιγραφή του ψυχισμού των ηρώων του, που ζουν ανάμεσα σε δύο κόσμους. Αυτούς του ευκτέου και του πραγματικού.
Σύμφωνα με τον Ε. R. Dodds (Οι Έλληνες και το Παράλογο) ο άνθρωπος έχει το «περίεργο προνόμιο» να είναι πολίτης δύο κόσμων: διάγει την καθημερινή πραγματικότητα και ζει το μέλλον ως ονειρική εμπειρία.
Αυτό το προνόμιο κάνουν χρήση οι ήρωες του ‘Sanatorium’ υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Βραχνή και με τον τρόπο αυτό τους ψυχογραφεί εξαιρετικά, δίνοντας τους τη δυνατότητα να συμμετέχουν και αυτοί στη θεωρία της εκπληρωμένης επιθυμίας της ονειρικής εικόνας του Freud.
Με τη σκηνοθετική αυτή προσέγγιση, ο Βραχνής αποδεσμεύει τους ήρωες της Αποστολίδου από τους βασανιστικούς και ανυπέρβλητους περιορισμούς του χώρου και του χρόνου, δίνοντας τους τη δυνατότητα να εκφράσουν τα μύχια τους, τις ματαιώσεις και τις ελπίδες τους.
Χειρίζεται την παράσταση αυτή σαν ένα δίκτυο σκέψης του ‘είναι’, απαρτίζοντας έναν πίνακα ολότητας της ανθρώπινης κατάστασης.
Ο Στέλιος Βραχνής, κυριεύεται, ως όφειλε βέβαια, ολοκληρωτικά και καθηλωτικά από τη βασική ιδέα του βιβλίου, πως δηλαδή η φυγή προς τον άλλον αποτρέπει εν τέλει αυτό που απευχόμαστε, ήγουν την κυκλική επιστροφή προς εμάς τους ίδιους και την απομόνωση μας.
Η δια της βίας και βεβιασμένη εξορία των ηρώων του από την μέχρι τότε ζωή τους, αποτελεί εν τέλει, έναν τρόπο επιστροφής στον ίδιο τον εαυτό και αυτά που τους έχουν πληγώσει.
Ο Βραχνής αναδιαπραγματεύεται με σκηνοθετική μαεστρία το βιβλίο της Χαρούλας Αποστολίδου για να αποδώσει στη θεατρική σκηνή, έναν υψηλό ποιοτικά, πυκνό εκφραστικά και με ευκρινή αρτιότητα δομημένο λόγο, εμπλέκοντας τους ηθοποιούς του στην εξελικτική πλοκή με υψηλή υποκριτική σαφήνεια.
*Η Εύη Κουτρουμπάκη είναι φιλόλογος, συγγραφέας