Scott Bruce, Το βιβλίο της Κόλασης, Αλεξάνδρεια, σελ. 248 (μετάφραση: Γιάννης Πεδιώτης, επιμέλεια: Ξανθούλα Κασιούμη)
Εσείς που μπαίνετε εδώ, ξεχάστε κάθε ελπίδα.
Ντάντε Αλιγκιέρι
Το βιβλίο του Scott Bruce είναι πολύτιμο. Μέσα από μια περιπετειώδη αναζήτηση σε ένα μεγάλο εύρος απόψεων και εικόνων της Κόλασης, ένα ταξίδι 4000 ετών μας δείχνει τις πολλές διαστάσεις, που παίρνει ο ανθρώπινος τρόμος απέναντι στον θάνατο. Ένας τρόμος κοινός, για το σύνολο σχεδόν των ανθρώπων, σε κάθε εποχή. Όπως το έθετε ο Χάιντεγκερ -αλλά, με διάφορους τρόπους κι άλλοι πολλοί- ένας ουσιώδης ορισμός του ανθρώπου είναι πως συνιστά ένα είναι-προς-θάνατον, στο μέτρο, που αυτό αποτελεί τη μέγιστη και απόλυτη βεβαιότητα. Τίποτε άλλο δεν είναι βέβαιο παρά μόνο ο θάνατος.
Βέβαια, στην ιστορία της φιλοσοφίας, υπήρξαν απόψεις, που επιδίωξαν να αντιμετωπίσουν κατάματα την πραγματικότητα του θανάτου, του προσωπικού θανάτου -γιατί ο αληθινός θάνατος είναι πάντα προσωπικός- αναιρώντας την αιτία του τρόμου, που προκαλεί. Έτσι, ο Επίκουρος έλεγε: δεν έχω λόγο να φοβάμαι γιατί ποτέ δεν συνυπάρχω με τον θάνατο. Όταν είμαι εγώ ο θάνατος δεν είναι, όταν είναι ο θάνατος εγώ δεν είμαι. Όποιος, ωστόσο, έχει διαβάσει Αυγουστίνο, Πασκάλ ή Κίρκεγκωρ ξέρει ότι η τρομερή αγωνία δεν μπορεί να ξεπεραστεί μέσα από λογικούς, οσοδήποτε άψογους, συμπερασμούς. Όταν πρόκειται για υπαρξιακά ζητήματα, το τρέμουλο, για τους περισσότερους ανθρώπους, είναι αναπόφευκτο.
Προσωπικά, δεν φοβάμαι τον θάνατο, δεν πιστεύω στο επέκεινα. Φοβάμαι πολύ την φθορά και τις «ανοιχτές υποθέσεις». Τα βιβλία που δεν θα διαβάσω, τα μέρη που δεν θα δω, τους ανθρώπους που δεν θα γνωρίσω, τη λύπη που θα προκαλέσει, ίσως, η έλλειψή μου σε αγαπημένα πρόσωπα. Είμαι ένας «υλιστής» παλιάς κοπής, από αυτήν την άποψη. Όπως οι παλιοί κομμουνιστές.
Σε αντίθεση με τον Πασκάλ, δεν ποντάρω σε μεταθανάτιες υποσχέσεις ή πιθανότητες.
Βέβαια, κανείς δεν ξέρει! Το γεγονός, πάντως, πως η πολύ μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων, στο διάβα των αιώνων, πιστεύει, κάνει το θέμα να έχει σημασία, ίσως, μάλιστα, πολύ μεγάλη σημασία. Οι ιδεολογίες, έτσι κι αλλιώς, συνιστούν αναπαραστάσεις των φαντασιακών σχέσεων, που διατηρούμε με τις συνθήκες της ύπαρξής μας, όπως ένας σπουδαίος μαρξισμός υποστηρίζει. Και, στο μέτρο που «η ιδεολογία δεν έχει ιστορία», όλα αυτά τα παραδόξως (;) μαζικά αποδεκτά, μαζί και η ζωή (;) μετά, είναι σημαντικά.
Ο Bruce μας δίνει μια ανθολογία θεμελιωδών κειμένων της ευρωπαϊκής, κυρίως, λογοτεχνίας σχετικά με την Κόλαση. Σχετικά, δηλαδή, με την τρομακτική εκδοχή του «μετά». Στους αρχαίους λαούς, Μεσοποτάμιους, Έλληνες ή Ρωμαίους, η μοίρα όλων των ψυχών ήταν μαύρη. Είτε πρόκειται για τον «κόσμο της σκόνης» των Βαβυλωνίων είτε για τον Άδη, με τον Τάρταρο στο απροσμέτρητο βάθος του, για τους Έλληνες και τους Ρωμαίους, η εικόνα είναι αποτρόπαια. Στους Αιγύπτιους, ίσως, βρίσκουμε για πρώτη φορά τη διάκριση της μοίρας των «καλών» από τους «κακούς». Οι «κακοί», όταν ο θεός του θανάτου Άνουβις θα ζύγιζε την καρδιά τους με ένα αβαρές φτερό, θα αντιμετώπιζαν έναν τρομακτικό πρόσθετο θάνατο.
Πώς θα μπορούσε να αποφευχθεί η τρομερή μοίρα των ανθρώπων; Αν κατακτούσαν την αθανασία. Ήδη, όμως, από το 2100 π.Χ., το Έπος του Γκιλγκαμές ξεκαθάρισε πως τέτοια λύση δεν υπήρχε. Ο Βαβυλώνιος, τόσο προικισμένος και κατάλληλος γι’ αυτήν την αναζήτηση, με όλα του τα κατορθώματα, δεν τα κατάφερε: οι άνθρωποι είναι θνητοί, αυτό, άλλωστε, είναι που τους κάνει ανθρώπους, τους δίνει την ανθρωπινότητά τους.
Η πιο επιδραστική, για όλη την μετέπειτα σύλληψη της Κόλασης, περιγραφή βρίσκεται στην Αινειάδα του Βιργίλιου. Το απόσπασμα, που μας δίνει ο Bruce, από την κάθοδο του Αινεία στον Άδη είναι πραγματικά εκπληκτικό. Καθόδους, όμως, πολλές ακόμη μας παραδίδει η αρχαία λογοτεχνία: για τους Τιτάνες ο Ησίοδος, για τον Οδυσσέα ο Όμηρος, για τον Ηρακλή ο Σενέκας, για τον ίδιο τον Χριστό η Διαθήκη.
Η πιο ζοφερή περίπτωση, όμως, είναι αυτή του Λαζάρου. Αυτό που την κάνει τρομερή είναι η έλλειψη οποιασδήποτε περιγραφής. Ο Λάζαρος μετά από την ανάστασή του, μετά την επιστροφή του από τον κόσμο των νεκρών δεν διηγείται τίποτε. Καταλήγει στη σιωπή, δεν λέει τίποτε απολύτως. Σαν αυτό που είδε να μην πρέπει να ειπωθεί, να τον τρόμαξε τόσο, που του έκοψε τη λαλιά.
Το «Βιβλίο της Κόλασης» μας ταξιδεύει, μέσα από τα πιο ενδιαφέροντα αποσπάσματα, στη Στύγα και τον Αχέροντα, στον λερό ποταμό του Μεγάλου Γρηγορίου, στις φλόγες του Βέδα, στον Ντράιθελμ, που επέστρεψε από τους νεκρούς, στο βραχονήσι των φλογάτων γιγάντων του αγίου Μπρένταν από τον πρώιμο Μεσαίωνα. «Μέσα στο τρισκόταδο», από το όραμα του Τούνταλ στα 1150 μ.Χ. Κι από κει, στον ύστερο Μεσαίωνα, με τον Ονώριο, τον Καισάριο και τον Ακυινάτη, να προσφέρουν διδάγματα τρόμου, κηρύττοντας τον πόνο, λέγοντας ιστορίες ανείπωτου βασανισμού και δίνοντας προειδοποιήσεις πέραν του τάφου.
Λογικά, μαζί με την Αινειάδα, ο περισσότερος χώρος δίνεται, στην πιο διάσημη, διαχρονικά, Κόλαση, το Inferno του Δάντη, από το 1320. Στο ποίημα, ο Δάντης «και ο Βιργίλιος κατέβηκαν όλα τα διαζώματα, ξεκινώντας από τις Πύλες της Κόλασης, περνώντας από το Λίμπο των ενάρετων παγανιστών, και, διασχίζοντας κάθε κύκλο, έφτασαν εκεί όπου όσοι κρίθηκαν ένοχοι […] υπέφεραν στον αιώνα τον άπαντα. Στον πάτο της Κόλασης βρίσκονταν ο Κωκυτός, μια απέραντη παγωμένη λίμνη. Παγιδευμένος στον πάγο αυτής της λίμνης βρίσκονταν ο γιγαντιαίος τριπρόσωπος Σατανάς […]» (σελ. 125).
Ο Bruce θα συνεχίσει με αποσπάσματα για «τις μετά θάνατον ζωές» από τις αρχές των Νέων Χρόνων κι από εκεί στον 19ο αιώνα. Ο οποίος, μάλιστα, είναι ο πρώτος που έδωσε κι ένα εγχειρίδιο της Κόλασης για παιδιά! Μέσω του φυλλαδίου του ιερέα Τζον Φέρνις οι μικρές ηλικίες έρχονταν σε επαφή με την προνεωτερική Καθολική παράδοση όσον αφορά την απεικόνιση των μαρτυρίων της Κόλασης με τους πιο αποτρόπαιους και πρωτόγονους τρόπους. Να ένα δείγμα γραφής, για να παρουσιαστεί η άπειρη αιωνιότητα των τρομερών βασάνων:
«Μπορούμε να μετρήσουμε σχεδόν τα πάντα. Μπορούμε να μετρήσουμε έναν αγρό ή μια οδό. Μπορούμε να μετρήσουμε τη Γη. Μπορούμε να μετρήσουμε πόσο μακριά είναι η Γη από το Ήλιο. Μόνο ένα πράγμα υπάρχει που ποτέ δεν μετρήθηκε και ποτέ δεν θα μετρηθεί και αυτό είναι η Αιωνιότητα -για πάντα!
Σκέψου μια μεγάλη συμπαγή σιδερένια σφαίρα, μεγαλύτερη από τον ουρανό και τη γη. Ένα πουλί έρχεται μια φορά στα 100 εκατομμύρια χρόνια και αγγίζει τη μεγάλη μεταλλική σφαίρα μ’ ένα φτερό της φτερούγας του. Σκέψου ότι θα πρέπει να καίγεσαι στη φωτιά, μέχρις ότου το πουλί να φθείρει τη μεγάλη μεταλλική σφαίρα με το φτερό του. Είναι αυτό η αιωνιότητα; Όχι» (σελ. 198).
Ο Bruce δομεί μια εξαιρετική ανθολογία τρόμου και ζόφου. Ένας βασικός σκοπός του, όμως, είναι εντέλει άμεσα πολιτικός. Ισχυρίζεται, λοιπόν, πως η Κόλαση πράγματι υπάρχει. Μόνο που βρίσκεται πάνω στη Γη, στη εδώ ζωή, και είναι τρομακτικότερη από οποιαδήποτε λογοτεχνική αναπαράστασή της. Παραθέτει τέσσερα αποσπάσματα, του Βασίλι Γκρόσμαν για την Κόλαση της Τρεμπλίνκα, του, επιζώντα από το ολοκαύτωμα της Χιροσίμα, Γιοσιτάκα Καβαμότο, του, έγκλειστου, επί 25 συνεχή χρόνια, στην απόλυτη απομόνωση της «κάσας» του, Γουίλιαμ Μπλέικ -απίθανο όνομα, πραγματικά-, της τρομακτικής βαναυσότητας στο Γκουαντάναμο, όπου οι κρατούμενοι αλυσοδεμένοι υποχρεώνονται να ακούν επί μέρες, χωρίς διακοπή και τέλος, τραγούδια της Κριστίνα Αγκιλέρα, του Μέριλιν Μάνσον ή του Έμινεμ, σε εξωφρενικά υψηλή ένταση, έως και 100 ντεσιμπέλ, το ισοδύναμο ενός κομπρεσέρ. Και δείχνει ανάγλυφα πόσο οι φρικαλεότητες της λογοτεχνίας ωχριούν μπροστά σε αυτές τις πραγματικότητες -όπως και στη Γάζα αυτές τις μέρες.
Προς απόδειξη, θα κλείσω με ένα μικρό παράθεμα από το απόσπασμα, που αφορά την Τρεμπλίνκα. Οι Γερμανοί επιχειρούν να σβήσουν όλα τα στοιχεία που τους ενοχοποιούν για τα εργοστάσια του θανάτου που είχαν, με εξαιρετική, βιομηχανική, αποτελεσματικότητα, στήσει. Πρέπει να τους κάψουν όλους, λοιπόν, χωρίς να αφήσουν ίχνη. Στην Τρεμπλίνκα θα στήσουν ένα, τεράστιο σε μέγεθος, «μηχάνημα καύσης» -οι φούρνοι δεν είναι αρκετοί- προκειμένου να εξαφανίσουν 900000 ανθρώπους. Το «μηχάνημα» θα δουλεύει, επί δεκατρείς μήνες ασταμάτητα, 24 ώρες το εικοσιτετράωρο.
«Οι Ες-Ες επιφύλασσαν ειδική μεταχείριση σε όσους έφταναν από το εξεγερμένο γκέτο της Βαρσοβίας. Τις γυναίκες και τα παιδιά δεν τα έστειλαν στους θαλάμους αερίων αλλά τα οδήγησαν εκεί που έκαιγαν τα πτώματα. Ανάγκασαν τις μητέρες -που το ’χαν χάσει από την τόση φρίκη- να οδηγήσουν τα παιδιά τους ανάμεσα από τα πυρακτωμένα δοκάρια, όπου χιλιάδες νεκροί κουβαριάζονταν μέσα σε φλόγες και καπνούς, όπου τα πτώματα σφάδαζαν σαν να ήταν ζωντανά και πάλι, όπου οι κοιλιές των εγκύων έσκαγαν και τα μωρά -πεθαμένα προτού καν γεννηθούν- φούντωναν μέσα σε ανοιγμένες μήτρες. Αυτό το θέαμα θα μπορούσε να κάνει ακόμα και τον πιο σκληρόπετσο να χάσει τα λογικά του, μα φυσικά -κάτι που ήξεραν οι Γερμανοί, εννοείται, πολύ καλά- ήταν εκατό φορές χειρότερο για τη μάνα που πασχίζει να εμποδίσει να το δουν τα μάτια των παιδιών της. Τα παιδιά γαντζώνονταν πάνω στις μητέρες τους και στρίγκλιζαν: “Μαμά, τι θα μας κάνουν; Θα μας κάψουν;”
Αφού διασκέδαζαν με το θέαμα, οι Γερμανοί έκαιγαν όντως τα παιδιά […]
Στα τέλη Ιουνίου έπιασε ένας αποπνικτικός καύσωνας. Όταν έσκαβαν και άνοιγαν τους τάφους, πεταγόταν ατμός με πίεση σαν από γιγάντιους λέβητες. Η κάψα […] ήταν εξοντωτική ακόμα και για τους ανθρώπους που έσερναν τα πτώματα -στο τέλος τους έβλεπες να σωριάζονται και οι ίδιοι στις σχάρες […]. Δισεκατομμύρια υπερτροφικές μύγες αργοσάλευαν στο έδαφος και βούιζαν στον αέρα. Καίγονταν και τα τελευταία εκατό χιλιάδες πτώματα […]» (σελ.215).