Ερίκ Τουσέν, Ο νεοφιλελευθερισμός -Από τις απαρχές του έως τις μέρες μας, (μετάφραση: Αλέκος Γεράλις), Τόπος, σελ. 84
Όλες οι ενώσεις και τα πρόσωπα, που προσχωρούν [στη Διεθνή Ένωση των Εργατών], αναγνωρίζουν την αλήθεια, το δίκαιο και την ηθική ως τη βάση των επαφών μεταξύ τους και με όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από χρώμα, πίστη ή εθνικότητα.
Καρλ Μαρξ
Το παράθεμα, που προηγείται, ηχεί λίγο παράξενα. Σε ολόκληρο σχεδόν τον 20ο αιώνα, οι κομμουνιστές, επηρεασμένοι από τη σταλινική «επιστημονική» βουλγκάτα, τον περίφημο «διαλεκτικό υλισμό», θεωρούσαν την αναφορά σε αξίες ή σε ηθική αποπροσανατολιστική της πολιτικής, στο μέτρο που, κατά κάποιον τρόπο, αρνούνταν να κατανοήσει (sic) πως, παντού και πάντα, οι υλικές συνθήκες καθορίζουν τα πάντα. Το τι φιλοσοφικές αρλούμπες έχουν αναπτυχθεί σχετικά, χαρίζοντας στους εισηγητές τους στάτους σημαντικού διανοούμενου, δεν λέγεται.
Κι όμως, η αλήθεια, το δίκαιο και η ηθική τίθενται από τις Γενικές Αρχές της Α΄ Διεθνούς ως καταστατική συνθήκη της λειτουργίας της. Η Διεθνής Ένωση των Εργατών διακηρύσσει στο τέλος του κειμένου, συμπερασματικά, θα έλεγε κανείς, τα παραπάνω.
Γιατί το θυμήθηκα;
Γιατί, εδώ και κάποια χρόνια, αρχίζει και διαμορφώνεται, στους αριστερούς κύκλους, η άποψη πως ο νεοφιλελευθερισμός πνέει τα λοίσθια και ότι ένα άλλο παράδειγμα θα ακολουθήσει. Νομίζω, λοιπόν, πως αυτή η θέση είναι εντελώς εσφαλμένη και πολιτικά επικίνδυνη.
Το λάθος συνίσταται στο ότι ο νεοφιλελευθερισμός προσεγγίζεται, σχεδόν αποκλειστικά, σαν να είναι οικονομική πολιτική, ενώ είναι κάτι πολύ περισσότερο. Είναι ιδεολογία. Διαμορφώνει, δηλαδή, τις αντιλήψεις και τις στάσεις της μεγάλης πλειοψηφίας σχετικά με «την αλήθεια, το δίκαιο και την πολιτική», καθώς και τον ανθρωπότυπο, που αντιστοιχεί σε αυτές.
Ο νεοφιλελευθερισμός αποτελεί την καθαρή μορφή καπιταλιστικής ιδεολογίας, την πιο προσαρμοσμένη στα άμεσα και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της κεφαλαιοκρατικής τάξης. Η υπέρβασή του, επομένως, θα κριθεί σε αυτό το πεδίο και όχι στο εάν το κράτος θα είναι μεγάλο ή μικρό. Άλλωστε, τα σύγχρονα καπιταλιστικά κράτη είναι «μεγάλα» -και, με όλη την σχετική μυθολογία, μεγάλωσαν στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού. Αυτό που αποδυναμώθηκε από τον Πινοσέτ, την Θάτσερ, τον Ρέιγκαν ή τους επιγόνους τους δεν ήταν το κράτος, αλλά το κοινωνικό κράτος.
Ο νεοφιλελευθερισμός, πριν κυριαρχήσει στην πολιτική, είχε ήδη κυριαρχήσει στην ιδεολογία. Ο ατομικιστικός τρόπος αντίληψης των πραγμάτων, ο κτητικός ατομικισμός, η πρόσληψη των ίδιων των ανθρώπων σαν να ήταν επιχειρήσεις, η ιδέα πως όλα -ακόμη και ο γάμος, η οικογένεια, η απόκτηση ή όχι παιδιών, η θρησκευτική επιλογή, η ηθική συμπεριφορά, η επιλογή να είμαστε εγκληματίες ή όχι,…- μετριούνται με όρους κόστους -ωφέλειας καθορίζουν τον τρόπο που ζούμε και πορευόμαστε.
Οι άνθρωποι έχουν ατομική ευθύνη για την κατάστασή τους. Ο άνεργος στάθμισε ορθολογικά τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της δουλειάς και της σχόλης και επέλεξε, εν πλήρει ελευθερία, να κάθεται. Κάποιος που δεν εργάζεται, έχει, προφανώς, επιλέξει να μην εργάζεται γιατί προτιμάει να παίζει τένις, π.χ. Ακούσια ανεργία δεν υφίσταται. Επομένως, το επίδομα ανεργίας είναι εντελώς αδικαιολόγητο.
Το ίδιο και η κοινωνική ασφάλιση. Όπως σημειώνει ο Τζορτζ Γκίλντερ, γκουρού των Οικονομικών της Προσφοράς και της ρηγκανικής αντεπανάστασης, ο κατώτερος μισθός, η ασφάλιση των ανέργων, η αποζημίωση και η νομοθεσία προστασίας της εργασίας, «[η] κοινωνική ασφάλιση σήμερα διαβρών[ουν]και την εργασία και την οικογένεια, κρατώντας τους φτωχούς στην φτώχεια» (σελ. 72).
Επειδή, συνεπώς, οι βολεμένοι εργαζόμενοι το παράκαναν, εμποδίζοντας ασύγγνωστα την πορεία του καπιταλισμού προς την ευημερία όλων όσων την αξίζουν, η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι αντιπαραγωγική πολυτέλεια. Όπως σημείωνε, εν έτει 1977, ο Μίλτον Φρίντμαν, ηγέτης των Chicago Boys, αν η Βρετανία ήθελε να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της, έπρεπε να επιλέξει μια μορφή θεραπείας σοκ, όπως η μέθοδος που επέλεξε η Χιλή, που ήταν παράδειγμα προς μίμηση, μετά τη δολοφονία του Αλιέντε: «Η προσωπική μου προτίμηση είναι μάλλον προς μια φιλελεύθερη δικτατορία παρά προς μια δημοκρατία, που θα έχει βαθύ έλλειμμα φιλελευθερισμού» (σελ. 56).
Το γεγονός πως, μετά από δέκα χρόνια εφαρμογής νεοφιλελεύθερων πολιτικών, η Χιλή μπήκε σε ύφεση, βλέποντας το ΑΕΠ της να καταρρέει κατά 15% το 1982 -1983 και το ποσοστό ανεργίας να φτάνει στο 30% όχι μόνο δεν κλόνισε την πεποίθησή του, αλλά την έκανε ισχυρότερη. Ό,τι συνέβη και στην Ελλάδα μετά το 2010, όταν η προφανής «αποτυχία» των Μνημονίων αποδόθηκε στην κακή εφαρμογή τους και, επομένως, προκρίθηκε η ενίσχυση της δόσης.
Οι νεοφιλελεύθεροι δεν ενδιαφέρονται για την ανάπτυξη, αλλά για την κερδοφορία. Η ανάπτυξη θα ακολουθήσει. Και αν δεν συμβεί αυτό, η λύση είναι ακόμη μεγαλύτερη «εμβάθυνση» της ίδιας πολιτικής. Οι διεθνείς οργανισμοί έχουν έναν τρόπο να κατατάσσουν τις χώρες, ως προς τις μεταρρυθμίσεις που βελτιώνουν «το επιχειρηματικό κλίμα», όπου η Ρουάντα ή η Λευκορωσία βρίσκονται πολύ ψηλότερα από τις χώρες της ΕΕ.
Ο νεοφιλελευθερισμός είναι τόσο επιστημονικός, όσο ο τοτεμισμός ή ο καλβινισμός. Η διαφορά είναι πως αυτοί, συνήθως, είναι περισσότερο αποτελεσματικοί σε ό,τι αφορά τους διακηρυγμένους στόχους τους. Είτε πρόκειται για την έλευση της βροχής είτε για την σωτηρία της ψυχής.
Είναι πραγματικά εντυπωσιακό πώς ένα διανοητικό ρεύμα, που ομνύει όσο κανένα στον ορθολογισμό των ατόμων και έχει κάνει τα μαθηματικά μοντέλα κύριο επιχείρημα, μπορεί να είναι τόσο «παράλογο».
Είναι γνωστό πως οι νεοφιλελεύθεροι θεωρούν ως ιδρυτή της σχολής τους τον Άνταμ Σμιθ. Το αόρατο χέρι της ελέυθερης αγοράς, που ρυθμίζει χωρίς να απαιτεί καμιά συνειδητή, πολύ περισσότερο, κρατική ρύθμιση είναι στην καρδιά του ισχυρισμού τους. Ένα από τα σημαντικότερα θινκ τανκς του θατσερισμού έχει το όνομά του: Ινστιτούτο Άνταμ Σμιθ.
Μόνο που το «αόρατο χέρι» εμφανίζεται τρεις, όλο κι όλο, φορές σε όλη την έκταση του ογκώδους «Πλούτου των Εθνών». Ενώ, σε ουσιώδη θέματα, ο Σμιθ είναι πολύ κοντύτερα στον Μαρξ παρά στον Χάγεκ.
Θεωρεί πως οι εργάτες και όχι οι καπιταλιστές είναι αυτοί που παράγουν την αξία: «Η εργασία αποτελεί το μέτρο της τιμής όχι μόνο του μέρους που μετατρέπεται σε εργασία (τον μισθό, Χ.Λ.), αλλά και του μέρους, που μετατρέπεται σε πρόσοδο και αυτού που μετατρέπεται σε κέρδος» (σελ. 28).
Επιπλέον, προειδοποιεί για την υπερβάλλουσα αντικοινωνική απληστία των καπιταλιστών. «Η πρόταση κάθε νόμου ή ρύθμισης εμπορίου, που προέρχεται από αυτήν την τάξη, πρέπει πάντα να ακούγεται με μεγάλη επιφύλαξη και δεν πρέπει να υιοθετείται παρά μόνο μετά από μακρά και προσεκτική εξέταση, με την επίδειξη όχι μόνο μεγάλης σχολαστικότητας, αλλά και μέγιστης καχυποψίας. Πρόκειται για μια τάξη ανθρώπων, […] οι οποίοι έχουν γενικά συμφέρον να εξαπατούν ακόμα και να καταπιέζουν την κοινωνία και οι οποίοι, εξ αυτού, ακριβώς, σε πολλές περιπτώσεις, και την εξαπάτησαν και την καταπίεσαν (σελ. 37).
«Οι έμποροί μας διαμαρτύρονται συχνά για τους υψηλούς μισθούς των Βρετανών εργατών, που ευθύνονται για τις ισχνές πωλήσεις των προϊόντων τους στις ξένες αγορές, αλλά σιωπούν για τα υψηλά κέρδη [τους] […] Ωστόσο, τα υψηλά κέρδη […], ίσως, συμβάλλουν […], σε πολλές περιπτώσεις το ίδιο, και σε άλλες ακόμα περισσότερο, από ό,τι οι υψηλοί μισθοί» (σελ. 38).
Ο Άνταμ Σμιθ, φυσικά, δεν είναι μαρξιστής. Υπερασπίζεται το καπιταλιστικό σύστημα. Έχει, ωστόσο, τον ορθολογισμό ενός επαρκούς παρατηρητή της πραγματικότητας, την οποία οι υπερ-ορθολογιστές, κατά τα άλλα, νεοφιλελεύθεροι την αγνοούν κάθε φορά, που δεν ταιριάζει με τα μαθηματηκούλια τους.
Ο νεοφιλελευθερισμός είναι καθαρή ιδεολογία. Γι’ αυτό και συγκεντρώνει, άλλωστε, τόσα Νόμπελ.
Είναι η καθαρότερη μορφή της καπιταλιστικής ιδεολογίας. Η μακρόχρονη κυριαρχία του έχει διαμορφώσει την ασφυκτική συνθήκη, στην οποία ζει εδώ και σαράντα, τουλάχιστον, χρόνια ο κόσμος.
Ο Ερίκ Τουσέν μας προσφέρει ένα πολύτιμο εργαλείο για την αποδόμησή του.