in

Υδάτινες μικροϊστορίες. Της Αθηνάς Παπανικολάου

Σοφία Τριανταφυλλίδου, Το σπίτι στη ράχη ενός ψαριού, κι άλλες υδάτινες μικρές ιστορίες, εκδόσεις ΑΩ, Αθήνα 2023

Από καλή τύχη, τις καλοκαιρινές μέρες που διάβαζα τα διηγήματα της Σοφίας Τριανταφυλλίδου, διάβασα και το άρθρο του ποιητή και δοκιμιογράφου Θωμά Τσαλαπάτη, στην μόνιμη στήλη του που φιλοξενεί το φύλλο της Εφημερίδας Των Συντακτών, με τον τίτλο «Το πεζοποίημα». Σε αυτό ο καλός ποιητής γράφει «Πάντοτε πίστευα πως η κάθε εποχή επιβάλλει τις γλωσσικές και λογοτεχνικές εκφράσεις που της ταιριάζουν καλύτερα. …Δεν είμαι απόλυτα σίγουρος γιατί, αλλά εκτιμώ πως το πεζοποίημα είναι ο πιο ταιριαστός ποιητικός τρόπος της εποχής μας. Λόγω της βραχύτητάς του, του μεικτού του τρόπου, της μη κραυγαλέας ποιητικότητάς του. Το ίδιο το πεζοποίημα είναι δύσκολο να οριστεί. Ως πεζοποίημα περιγράφουμε την ποιητική εκείνη φόρμα που στέκει εκτός στίχου ως προς τη μορφική της διάταξη, αλλά ταυτόχρονα προσεγγίζει την ποίηση ως προς τη σύνθεση, την ποιητικότητα των μοτίβων, την αφαιρετικότητα. Είναι σύντομο (προς χάριν κυρίως της ενότητας), συμπυκνώνει τους εκφραστικούς τρόπους της παραδοσιακής ποιητικής και συνήθως αποφεύγει τον αυστηρό προσδιορισμό του χρόνου, του χώρου, των επί μέρους χαρακτηριστικών του πρωταγωνιστή κ.λπ. Κάποιες φορές έχει στοιχεία αφήγησης, άλλες φορές όχι. Το βασικό όμως είναι πως η αφηγηματικότητα ποτέ δεν κυριαρχεί, ενώ σχεδόν πάντοτε ο τόνος δίνεται από την σκηνοθεσία του ποιήματος»

Το συγκεκριμένο απόσπασμα και όλο το άρθρο του Θ. Τσαλαπάτη, εξέφραζε με τον καλύτερο τρόπο τις πρώτες σκέψεις μου για το βιβλίο της Σοφίας Τριανατφυλλίδου. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που αποδίδει στο πεζοποίημα είναι εμφανή και στα μικροδιηγήματα της πρώτης της συλλογής. Δεν είναι βέβαια καινοφανής η υιοθέτηση της μικρής φόρμας στη μακραίωνη ιστορία της προφορικής και γραπτής αφήγησης. Τα παραμύθια, οι παροιμίες, τα γνωμικά, ολιγόστιχες παραβολές του δημοτικού τραγουδιού και αλληγορικοί μύθοι, συμπύκνωσαν μέσα στους αιώνες, βιώματα, σκέψεις, αγωνίες και φιλοσοφικούς στοχασμούς, χρησιμοποιώντας το μαγικό στοιχείο και το παράδοξο, τη φαντασία και την υπέρβαση του πραγματικού, την μεταφορά, την αλληγορία και την μετωνυμία για να μιλήσουν για τα μεγάλα και σοβαρά της ανθρώπινης κατάστασης.

Τη Σοφία Τριανταφυλλίδου τη γνώρισα ως ποιήτρια από τις δημοσιεύσεις της τόσο στον προσωπικό της λογαριασμό στο διαδίκτυο, όσο και στις ηλεκτρονικές λογοτεχνικές σελίδες, και τα χαρακτηριστικά της ποιητικής της αναγνώρισα και στα διηγήματά της. Θα έλεγα συνοπτικά πως η θεματολογία, το ύφος, η γλώσσα και τα εκφραστικά της σχήματα δραπέτευσαν από τη στιχουργική της και έπλασαν τον συμβολικό κόσμο των πεζών της: Αφαιρετικότητα, απουσία φωνασκούντος λυρισμού, εκφραστική συντομία χωρίς εκπτώσεις στην ουσία, μικρά σενάρια καθημερινότητας που υπερβαίνουν την ρεαλιστική θέαση του βίου χωρίς αυτή η επιλογή να αλλοιώνει την ουσία της αλήθειας τους. Είκοσι πέντε (25) μικρής έκτασης γραφές εκφράζουν στην πυκνή ύφανσή τους το πνεύμα και τις αναζητήσεις της εποχής μας. Όπως σωστά έγραψε ο Θ. Τσαλαπάτης, κάθε εποχή έχει τη λογοτεχνία της, έτσι και η δική μας ανέδειξε τη μικρή φόρμα ώστε να ξεφλουδίσει την επιφάνεια και να φανερώσει το κουκούτσι της. Η συγγραφέας επέλεξε αυτή τη μορφή έκφρασης για να ψηλαφίσει τα στίγματα της ζωής πάνω στο σώμα και να προχωρήσει στα εσώτερα στρώματα, κάτω από την επιδερμίδα των φαινομένων.

Τα διηγήματά της είναι πεζά ποιήματα αφού κινούνται με θαυμαστή ισορροπία μέσα στα γεωγραφικά σύνορα που ορίζουν ο σουρεαλισμός με τον μαγικό ρεαλισμό. Με τη γραφή της ζωγράφισε 25 πίνακες ψυχαναλυτικής ποιητικής αποδόμησης σαρκοβόρων σχέσεων, αφενός εντός της μικρής οικογενειακής εστίας, στο τραπέζι της οποίας σερβίρονται συχνά σπαραγμένα τα ανθρώπινα μέλη της και αφετέρου εντός της μεγαλύτερης που συνιστά η κοινωνία των ανθρώπων. Με σκηνοθετική μαεστρία ταινιών μικρού μήκους, η Σοφία Τριανταφυλλίδου, χωρίς εκρήξεις, χωρίς λέξεις -πυροτεχνήματα, έστησε τα σκηνικά των ιστοριών της, εκλύοντας βραδείας καύσης συναισθήματα που κορυφώνονται στο ανατρεπτικό κάθε φορά τέλος τους. Και αυτή είναι η δύναμη της ποιητικής τους.

Αριστοτεχνική στην πύκνωση, καταδύεται στα σκοτάδια του ανθρώπινου ψυχισμού και με καθοδική κλιμάκωση φθάνει στη λύση του αινίγματος, γιατί κάθε ύπαρξη είναι ένα αίνιγμα που πρέπει να απαντηθεί, χωρίς όμως αυτή η απάντηση να σημαίνει αναγκαστικά και κάθαρση, λύτρωση δηλαδή από τα δεσμά των οποιοδήποτε συμβάσεων ή των κακοφορμισμένων πληγών. Εκτός αν η λύτρωση είναι η ίδια η αποφόρτιση των ανείπωτων στον καναπέ του ψυχαναλυτή, που στην περίπτωση μας δεν είναι άλλος από την ίδια τη λογοτεχνία. Ας μου επιτραπεί να παρομοιάσω τη γραφή της με το νέο κύμα του παράδοξου (Greek weird) στο ελληνικό σινεμά, αυτό του Γ. Λάνθιμου ή της Αθηνάς Τσαγγάρη που διαχειρίζονται με την κινηματογραφική γλώσσα τα ίδια θέματα, χώνοντας βαθιά το νυστέρι στην κουκουλωμένη δυστυχία. H διαφορά με το σινεμά έγκειται στην ελευθερία της φαντασίας που η λογοτεχνία επιτρέπει, ώστε να συμπληρώνει καθένας και καθεμία το δικό τους/της πλάνο. Στα διηγήματα της Σοφίας μόνο όμορφα και αγγελικά δεν είναι πλασμένος ο κόσμος μας. Εικόνες λιτές αναδύουν στην επιφάνεια της συνείδησης το σκληρό, το συμπαγές κατακάθι του υποσυνείδητου. Ο κόσμος που αρνείται να δει τον εαυτό του καθρεφτίζεται στις ιστορίες της σαν ανεστραμμένο είδωλο. Η αγνότητα προθέσεων και πράξεων είναι μια ουτοπία άνευ συνόρων.

Η τρέλα, οι ανομολόγητες σκέψεις, η βία, η κακοποίηση, κυρίως της γυναίκας, η καταπίεση, ο αυταρχισμός των σχέσεων εξουσίας στην πατριαρχικά οργανωμένη κοινωνία μας, η απελπισία που γεννά ο θάνατος, η απώλεια της μνήμης και της λογικής ως έσχατο καταφύγιο του ψυχικού πόνου, οι φοβίες, η πληγή της απόρριψης που οδηγεί στην ανορεξία ή στη βουλιμία, η δίψα για αγάπη, είναι οι κλωστές που ράβουν το ύφασμα τους. Αν το αναποδογυρίσουμε θα ανακαλύψουμε τον τρόπο με τον οποίο δέθηκαν περίτεχνα οι κόμποι που βασανίζουν την ύπαρξή μας. Στο επόμενο στάδιο, η ανάγνωση θα ανοίξει την προσωπική διαδρομή. Θα καμπυλώσουν οι λέξεις και θα καταδυθούμε στην αρχική συνθήκη, στο υδάτινο περιβάλλον που μας γέννησε και μας παρείχε την ζεστασιά της θαλπωρής. Θα αναζητήσουμε μαζί με την συγγραφέα το σπίτι στη ράχη ενός ψαριού ώστε να μπορούμε να αναπνεύσουμε μέσα στη θάλασσα της οδύνης. Τα πρόσωπα των ιστοριών της θέλουν να αποτινάξουν από σάρκα και ψυχή τη βία που υπέστησαν, και επειδή αυτό δεν είναι εύκολο, αναλαμβάνει η συγγραφέας να τους δώσει φωνή, να γίνουν οι λέξεις της το εξομολογητήριο. Η λογοτεχνία γίνεται η «αίθουσα της συμφιλίωσης» όπως ονομάζουν οι Καθολικοί το ξύλινο κουτί της εξομολόγησης, με τη διαφορά πως δεν εκμυστηρεύονται δικές τους αμαρτίες αλλά αυτές των άλλων που τραυμάτισαν τη ζωή τους. Ο λόγος είναι το πρώτο βήμα προς την απελευθέρωσή τους. Με μία πρόταση, το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα είναι κυρίως κατάθεση ποικίλων τραυμάτων.

Αντιγράφω για επίρρωση των προηγούμενων :

«Ξαπλώνω στο χορτάρι, κυλιέμαι στα πεσμένα φύλλα, λερώνω τα ρούχα μου. Κάποια στιγμή ξελύνω τα μακριά μαλλιά μου και αρχίζω να πλέκω σ’ αυτά λουλούδια. Κάθομαι στα τέσσερα και αρχίζω να σκάβω με τα χέρια μου το φρέσκο χώμα δίχως σταματημό. Αγρίμι που θέλει να κρύψει κάτι. Βγάζω βιαστικά τα ρούχα και το ρολόι από την τσάντα και τα θάβω γρήγορα. Μαζί με αυτά θέλω να θάψω και την προηγούμενη ζωή μου…» ( Η θέση του διευθυντή)

Γράφει για τον κακοποιητή αλκοολικό πατέρα :

«Εκείνη τη μέρα στη λίμνη , εκείνος κωπηλατούσε κατσουφιασμένος, η μητέρα δεν έβγαζε άχνα και εγώ έσφιγγα το αρκουδάκι στην αγκαλιά μου. Ξαφνικά ένα πυροβολισμός και το σώμα του «πατέρα» στη λίμνη. Κάτω από τη βάρκα, η σκιά του κωπηλατούσε ακόμη απειλητικά. Σήμερα ζωγράφισε η μητέρα.» (Σήμερα ζωγράφισε η μητέρα)

Όταν θα πάρετε το βιβλίο στα χέρια σας και θα διαβάζετε τις ιστορίες του, τότε θα καταλάβετε πως αυτές έχουν ρυθμό, έχουν ποιητική πνοή, έχουν τη γλώσσα των στίχων που απλώθηκαν σε πεζή μορφή.

Διαβάζοντας το «Σπίτι στη ράχη ενός ψαριού» θυμήθηκα τη θέση του Ζακ Λακάν: το ασυνείδητο είναι δομημένο σαν γλώσσα, γι’ αυτό και οι περισσότερες ψυχαναλυτικές μέθοδοι παράγουν κείμενα, λόγο θεμελιωμένο στα όνειρα, στις αφηγήσεις, στα ανέκδοτα, στα σωματικά συμπτώματα. Στο δρόμο αυτό τέμνεται το έργο της ψυχαναλυτικής θεωρίας, που γέννησε και τον σουρεαλισμό, με αυτόν της λογοτεχνίας, αφού και οι δύο μοιράζονται κοινό υλικό και μεθόδους: τα όνειρα, τη δημιουργία εικόνων και εκφράσεων, την ποιητική της οργάνωσής τους και την αφήγηση. Υλικά δηλαδή που συνθέτουν και το «Σπίτι στη ράχη ενός ψαριού»

Κλείνοντας θα θυμίσω και τους στίχους του Γ. Σεφέρη από το ποίημα «Ο τελευταίος σταθμός» :

Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει·
στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.

Η Σοφία Τριανταφυλλίδου στα διηγήματά της μίλησε με παραβολές, γιατί η φρίκη έχει πολλά πρόσωπα και δεν κουβεντιάζεται εύκολα. Οι ιστορίες της δεν σκόπευαν να αναπαραστήσουν ρεαλιστικά την πραγματικότητα αλλά να εγγράψουν, κατά τον Λακάν και πάλι, τις ρωγμές που η μη αναπαράστασή της προκαλεί.

Καλοτάξιδο το «Σπίτι…» σου Σοφία, είθε να πάρει πολλούς στη ράχη ενός ψαριού και στο υδάτινο τοπίο μιας μήτρας γαλήνιας και ελευθερώτρας!

Το κείμενο διαβάστηκε ως εισήγηση στην πρώτη παρουσίαση του βιβλίου, την Τετάρτη 27/9/2023, στη Θεσσαλονίκη.

*Η Αθηνά Παπανικολάου είναι Φιλόλογος-συγγραφέας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Σταγιάτες: Μια ιστορία αντίστασης στις πρακτικές εκφοβισμού του Αχ. Μπέου

Ο βασιλιάς όχι μόνο είναι γυμνός αλλά έχει ξεγυμνώσει και τον τόπο μας. Της Φαίης Τζανετουλάκου