Τον Ιανουάριο του 2023 το νομοσχέδιο για τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση τίθεται προς συζήτηση στη γαλλική Εθνοσυνέλευση. Εκ πρώτης όψεως, πρόκειται για μια μετακίνηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη. Με μια δεύτερη ανάγνωση όμως, γίνεται αντιληπτό πώς πρόκειται για το πρώτο βήμα προς την ιδιωτικοποίηση του συνταξιοδοτικού συστήματος, καθώς οι συντάξεις πρόκειται να εξαρτώνται από τον εκάστοτε φορέα εργασίας, εν ολίγοις την κάθε εταιρεία. Τα 43 συνεχόμενα χρόνια που απαιτούνται για την εξασφάλιση πλήρους σύνταξης εξαναγκάζουν τα εργαζόμενα άτομα σε μειωμένες συντάξεις και δίνουν χώρο στις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες. Πρόκειται για μια μεταρρύθμιση που προετοιμάζεται από το 2009 αλλά και για μια μάχη που βαστάει και κατεβάζει το γαλλικό λαό στο δρόμο εδώ και πολλά χρόνια. Αν το δούμε ιστορικά λοιπόν, η μαζική αντίσταση σε αυτή τη μεταρρύθμιση ίσως δεν είναι απλά μια αφορμή, αλλά ο λαός που ζητάει τα ρέστα για τον σκληρό πόλεμο που έχει κηρύξει καιρό τώρα το κεφάλαιο στα κεκτημένα του Μάη του ‘68.
Σύσσωμα, τα γαλλικά συνδικάτα (CGT, CFDT, FSU, FO, SUD Solidaires, CFE-CGC, CFTC, UNEF, FAGE, MNL, FIDL, La Voix Lycéenne) αντιτίθενται στη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση που φέρνει ο Μακρόν και η κυβέρνηση Μπορν και προκηρύσσουν απεργίες που ανανεώνονται σχεδόν κάθε βδομάδα μέχρι και τα μέσα Απριλίου. Οι κινητοποιήσεις έχουν τεράστια συμμετοχή: οι γαλλικοί δρόμοι είναι γεμάτοι από διαδηλωτές/τριες και οι δια-συνδικαλιστικές απεργίες αγγίζουν μεγάλα ποσοστά συμμετοχής.
Στις 16 Μαρτίου 2023, μετά την επικύρωση της μεταρρύθμισης από τη Γερουσία και εν μέσω νέων απεργιακών μπαράζ, ο Μακρόν, εκτιμώντας πως η πλειοψηφία της Εθνοσυνέλευσης δεν είναι υπέρ της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης, δίνει το πράσινο φως στην πρωθυπουργό, Ελίζαμπεθ Μπορν, για εφαρμογή του άρθρου 49.3 του Συντάγματος – ένα είδος Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου – με το οποίο μπορεί να επιβάλει το νομοσχέδιο χωρίς ψηφοφορία στην Εθνοσυνέλευση αλλά με Προεδρικό Διάταγμα. Το άρθρο 49.3 έχει χρησιμοποιηθεί πολλές φορές από τον Μακρόν και αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της 5ης γαλλικής République. Υποτίθεται πως με την εισαγωγή του στο Σύνταγμα τη δεκαετία του 1950 από τον Charles de Gaulle γίνεται εργαλείο προς “επίλυση κρίσεων”, ωστόσο τελικά χρησιμοποιείται προκαλώντας τες.
Ο κόσμος που είναι συγκεντρωμένος τη στιγμή της ανακοίνωσης του 49.3 στην Place de Concorde ξεσηκώνεται.Η 16η Μαρτίου συνιστά σημείο τομής για το γαλλικό κίνημα, τα χαρακτηριστικά του οποίου αλλάζουν πλέον ριζικά : παρά το γεγονός ότι οι συγκεντρώσεις και οι πορείες κηρύσσονται αυθημερόν παράνομες, ξεκινούν καθημερινά και συνεχόμενα καλέσματα σε διαφορετικές γειτονιές του Παρισιού και οι αυθόρμητες διαδηλώσεις εξαπλώνονται. Πάρα πολύ κόσμος βγαίνει στους δρόμους και η αίσθηση πως η πόλη βρίσκεται στο κατώφλι μιας μεγάλης αλλαγής δυναμώνει συνεχώς. Το βράδυ της 18ης Μαρτίου η μεγάλη και δυναμική αυθόρμητη πορεία που ξεκινάει στο 13ο διαμέρισμα από την Place d’Italie με κατεύθυνση προς Porte de Choisy, με βασικό χαρακτηριστικό της τη στήριξη του κόσμου της γειτονιάς, ανεβαίνει μέχρι και γύρω από τη Βαστίλη. Στις 23 Μαρτίου, οι κινητοποιήσεις κορυφώνονται με 800.000 κόσμου να διαδηλώνει από τη Βαστίλη μέχρι την Όπερα. Όλο αυτό το διάστημα, η καταστολή είναι αδιανόητη, με συχνή πρακτική των λεγόμενων “nasse” (παράνομη περικύκλωση διαδηλωτών χωρίς σημείο διαφυγής με σκοπό ελέγχους και συλλήψεις) αλλά και πολύ πιο βίαιες μεθόδους. Ο κόσμος όμως συνεχίζει να κατεβαίνει στους δρόμους και το κίνημα δεν εξασθενεί. Σε διαρκείς απεργίες είναι επίσης οι υπηρεσίες οδοκαθαρισμού, πολλά εργοστάσια, διυλιστήρια, λιμάνια καθώς και οι υπάλληλοι του εθνικού σιδηροδρόμου, με πολλαπλές δράσεις αλληλεγγύης να στηρίζουν οικονομικά τα απεργιακά τους ταμεία.
Μέχρι και σήμερα το βασικό σύνθημα που ακούγεται στους δρόμους, “Grève, blocage, manif sauvage” (Απεργία, μπλοκάρισμα, αυθόρμητες διαδηλώσεις), περιγράφει πλήρως την κατάσταση που επικρατεί στην πρωτεύουσα αλλά και στη χώρα γενικότερα, μια κατάσταση πολλή διαφορετική από τις προηγούμενες κινητοποιήσεις. Σίγουρα στη Γαλλία, το αντανακλαστικό της απεργίας-κινητοποίησης είναι διαδεδομένο, από το ’18 και τα Κίτρινα Γιλέκα όμως, ο κόσμος φαίνεται να πιστεύει πως το κίνημα, έτσι όπως εκφράζεται στους δρόμους και τις πορείες, μπορεί να φέρει όντως πολιτικές αλλαγές. Αυτό ίσως εξηγεί και την εξέλιξη των κινηματικών πρακτικών: οι αποκεντρωμένες και συχνά παράλληλες δράσεις αποδεικνύονται ως μια αποτελεσματική τακτική, κυρίως όσον αφορά την αστυνομική καταστολή.
Μία ακόμα σημαντική αλλαγή εντοπίζεται στον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνεται η βία : μετά την εφαρμογή του 49.3, οι παράνομες-αυθόρμητες πορείες έδωσαν μια εξεγερτική διάσταση στο κίνημα και συνέβαλαν σε μια “νομιμοποίηση” της αντι-βίας στις συνειδήσεις του κόσμου που, μπορεί να μην συμμετέχει άμεσα, αλλά με επευφημίες και χειροκροτήματα επικυρώνει τις πιο επαναστατικές μορφές δράσης των ατόμων που κρατούν τις φωτιές αναμμένες (μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά, όπως βλέπουμε με το κάψιμο των υπερχειλισμένων κάδων στις πόλεις). Ίσως για πρώτη φορά, βλέπουμε μια ανοχή στις πιο ριζοσπαστικές πρωτοβουλίες από τον ευρύτερο πληθυσμό αλλά ακόμα και από τα συνδικάτα που μέχρι σήμερα καταδίκαζαν κάθε αυτόνομη πρωτοβουλία που ξέφευγε από τα στενά όρια των οργανωμένων κινητοποιήσεων. Η συνθήκη αυτή μας οδηγεί στη σκέψη πως ο διαχωρισμός μεταξύ κρατικής-κατασταλτικής και νομιμοποιημένης επαναστατικής βίας έχει αρχίσει να αποκρυσταλλώνεται.
Όσο συνεχίζεται ο αγώνας μας, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα βασικό ερώτημα: ο κόσμος ξεσηκώνεται μόνο για το συνταξιοδοτικό; Ή το σημερινό κίνημα αποτυπώνει τη γενική άρνηση ενός συνολικού νεοφιλελεύθερου συστήματος; Αυτό που παρατηρούμε στους δρόμους είναι πως οι κινητοποιήσεις φαίνεται να έχουν ξεπεράσει το συνταξιοδοτικό και να έχουν επεκταθεί ως αντίσταση ενάντια στο νεοφιλελεύθερο κράτος με δηλωμένο αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα.
Τι λοιπόν μπορεί να σημαίνει για το μέλλον του γαλλικού κινήματος αυτή η μη αποδοχή του συστήματος; Σε τι αποτελέσματα οδηγούμαστε όταν η δυσαρέσκεια είναι μαζική και χωρίς καν πολιτικά μίνιμουμ; Ένα είναι σίγουρο: το σημερινό γαλλικό κίνημα αποτελεί ήδη μια νίκη με την έννοια ότι αντλώντας εμπειρία από προηγούμενους αγώνες, έχει δημιουργήσει ήδη τη δική του κινηματική παρακαταθήκη: Αυτούς τους τελευταίους μήνες καθιερώθηκαν μέσα/δράσεις/σχέσεις/μέτωπα αγώνα που δεν είχαν ποτέ πριν εδραιωθεί σε τέτοιο βαθμό: αυθόρμητες και παράνομες πορείες, μπλοκάζ, δια-συνδικαλιστικός συνασπισμός, οριζόντιες διαδικασίες. Παράλληλα, η συχνότητα και διάρκεια των κινητοποιήσεων, ο πλουραλισμός των δράσεων από τα κάτω, οι γενικές συνελεύσεις, τα μπλοκάζ, η μαζικότητα αλλά και η εμπλοκή της επαρχίας αποτελούν παρακαταθήκες των κίτρινων γιλέκων. Η φράση “πρέπει να κάνουμε ό,τι κάνανε και τα Κίτρινα Γιλέκα’’ αναφέρεται συχνά και από ανθρώπους που κινητοποιούνται μέσα από τα συνδικάτα, κριτικάροντας την ανεπάρκεια της δια-συνδικαλιστικής συνεννόησης αλλά και από μια πληθώρα κόσμου που κινητοποιείται πέρα από τα συνδικάτα. Παράλληλα, οι κλάδοι των υπηρεσιών καθαρισμού και των μηχανοδηγών αποδεικνύονται από τους δυναμικότερους αυτούς τους μήνες, οργανώνοντας αυτόνομες πρωτοβουλίες από τα κάτω που κατάφεραν και συσπείρωσαν γύρω τους από φοιτητές/τριες, μέχρι φεμινιστικές οργανώσεις. Χαρακτηριστικές και τεράστιας συμβολικής σημασίας δράσεις ήταν η έφοδος στην εταιρία ιδιωτικής συνταξιοδότησης BlackRock μαζί με φεμινιστικές ομάδες, αλλά και η έφοδος στα κτίρια του Χρηματιστηρίου του Παρισιού.
Από την άλλη, και ενώ πλέον είναι φανερά τα όρια του κράτους της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης, η αστυνομική βία και καταστολή που είχε ήδη εγκαθιδρυθεί μέσα στο κίνημα των Γιλέκων, βρήκε το έδαφος να εκφραστεί με νέα μέσα, όπως φάνηκε με την περίπτωση της Sainte-Soline, στο κίνημα ενάντια στις υποδομές των τεχνητών λιμνών-ταμιευτήρων (πρόκειται για το σχέδιο ιδιωτικοποίησης του νερού που θα πλήξει σε τεράστιο βαθμό τους/τις μικροκαλλιεργητές της Γαλλίας) : 200 τραυματίες, εκ των οποίων άγνωστος αριθμός ακρωτηριασμένων, έπειτα από τη ρίψη 5000 εκρηκτικών χειροβομβίδων μέσα σε δύο ώρες, πάνω στις/στους διαδηλωτές/τριες που κινητοποιήθηκαν ενάντια στην κατασκευή λιμνών-ταμιευτήρων για την ιδιωτικοποίηση του νερού. Ο σύντροφος Σερζ πέρασε 20 μέρες σε κώμα, με πιθανότητα να μην επακτήσει όλες του τις σωματικές λειτουργίες… Και πόσα ακόμα άτομα μετράμε, ακρωτηριασμένα και τραυματισμένα ψυχολογικά και σωματικά. Και η καταστολή συνεχίζεται: ενεργοποίηση του αντιτρομοκρατικού νόμου για πταίσματα, επιτήρηση και παρακολούθηση με κάμερες, τεχνολογία αναγνώρισης προσώπου ενόψει Ολυμπιακών Αγώνων, δοκιμές πειραματικών όπλων καταστολής, γενικευμένο φακέλωμα και τυχαίες μαζικές προσαγωγές, όλα πρακτικές και πρωτόκολλα που αναβαθμίστηκαν με τον νόμο καθολικής ασφάλειας.
Ταυτόχρονα, ο ρόλος των μίντια ενισχύει για ακόμα μια φορά την αφήγηση περί παράνομης βίας χρωματίζοντας τους διαδηλωτές ως “μπαχαλάκηδες” και “μπλακ μπλοκ” και συγκαλύπτοντας συστηματικά την αστυνομική βία. Στο κανάλι BFMTV απαγορεύτηκε μέχρι και η χρήση του όρου “αστυνομική βία”. Η κοινοβουλευτική αριστερά μάλιστα, συχνά επικυρώνει αυτές τις ρητορικές, με τον ΓΓ του ΚΚ Γαλλίας αλλά ακόμα και τον Μελανσόν να κάνουν επικίνδυνες εκκλήσεις για την δημιουργία μιας “δημοκρατικής αστυνομίας” (police républicaine).
Και ενώ φαίνεται να βρισκόμαστε μπροστά σε ένα κινηματικό ζενίθ μετά τον Μάη του 68, με μια πρωτοφανή συσπείρωση των μετώπων του αγώνα, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τη δύναμη που έχουν τα γαλλικά συνδικάτα να συσπειρώνουν, την οποία όμως δεν θέτουν στην υπηρεσία άλλων αγώνων, μειονοτικών και φυλετικοποιημένων ομάδων ή φεμινιστικών και queer αγώνων. Οι αντιρατσιστικές και φεμινιστικές πορείες παραμένουν οι λιγότερο μαζικές μέχρι και σήμερα, ενώ στις τεράστιες πορείες των εκατοντάδων χιλιάδων ατόμων που κινητοποιούνται κατά της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού, παρατηρούμε πως ο αγώνας αυτός είναι ένας αγώνας που αφορά το λευκό γαλλικό πληθυσμό, με τα γαλλικά προάστια να λείπουν, πιθανόν λόγω ακριβώς της μη προσβασιμότητας στην νόμιμη/μη-επισφαλή εργασία που θα έκανε να τους αφορούν οι διεκδικήσεις σε σχέση με το συνταξιοδοτικό.
Από τη μια, ο Μακρόν φαίνεται πως δεν μπορεί να κυβερνήσει πλέον παρά μόνο μέσα από μια ενίσχυση της καταστολής. Ταυτόχρονα, προετοιμάζει μεταρρύθμιση για τα εργασιακά (Loi Plein Emploi) που προβλέπει μεταξύ άλλων τη μεταρρύθμιση του ρόλου των συνδικάτων με σκοπό να περιορίσει τη δύναμή τους. Από την άλλη, το κλίμα παραμένει εξεγερτικό, με μια διάθεση επανοικειοποίησης του δρόμου της γαλλικής πρωτεύουσας, μια πόλη που εδώ και δεκαετίες απορρίπτει και αποκλείει ό,τι της αντιστέκεται. Με θεσμικά και μη μέσα και παρά την εντεινόμενη καταστολή, ο κόσμος φαίνεται να διεκδικεί τη θέση του στο δρόμο, με τη φετινή Πρωτομαγιά να μετράει 2,3 εκατομμύρια διαδηλωτών/τριών στη Γαλλία, εκ των οποίων 500.000 στο Παρίσι, καθιστώντας την τη μαζικότερη πρωτομαγιάτικη κινητοποίηση μετά το 2002. Στα απόνερα αυτής της μεγάλης μέρας, η κυβέρνηση Μακρόν ενεργοποιεί τους τρομονόμους και ετοιμάζει ήδη νομοσχέδια για αυστηροποίηση των ποινών για τους “ταραξίες”. Με τι όρους μπορούμε να σκεφτούμε λοιπόν το μέλλον των αγώνων μπροστά σε μια ποινικοποίηση των πολιτικών φρονημάτων και τη συστηματική εξάρθρωση σε ό,τι έχει απομείνει από το γαλλικό κοινωνικό κράτος ; Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις αλλά αυτό που φαίνεται είναι ότι αυτή τη στιγμή οι σχέσεις αλληλεγγύης που χτίζονται όσο διαρκούν οι κινητοποιήσεις αποτελούν ίσως το πιο σημαντικό κεκτημένο, έχοντας ήδη χαρακτήρα διαρκείας.