Άρης Στυλιανού, Γνώση και πάθος στη νεότερη φιλοσοφία, σελ.252, εκδόσεις Πόλις
Αφότου η εμπειρία με δίδαξε ότι όλα όσα συμβαίνουν συνήθως στη ζωή είναι μάταια και μηδαμινά…
Μπαρούχ Σπινόζα
Αφότου ο Σπινόζα κατάλαβε αυτό που του δίδαξε η εμπειρία, για τη ματαιότητα και τη μηδαμινότητα των κοινών πραγμάτων, βάλθηκε να ψάξει «μήπως υπήρχε κάποιο αληθινό αγαθό που να μπορεί να μοιραστεί και να μεταδοθεί […] Δηλαδή, κάποιο πράγμα που η ανακάλυψη και η απόκτησή του θα μου πρόσφεραν για πάντα την απόλαυση μιας υπέρτατης και αδιάλειπτης χαράς» (σελ. 69).
Στην πραγματικότητα, λοιπόν, αυτό που επιδίωξε να κατακτήσει ο Σπινόζα κάνοντας φιλοσοφία είναι αυτή η συνθήκη της χαράς. Η φιλοσοφία γι’ αυτόν δεν συνιστά μελέτη θανάτου, όπως το όρισε ο Πλάτων, αλλά μελέτη του τρόπου που πρέπει και μπορούμε να ζούμε. Γι’ αυτό, άλλωστε, επέλεξε να γράψει, ως μείζον έργο του, μιαν «Ηθική».
Μια «Ηθική» παράξενη, ωστόσο, στο μέτρο που δεν αφήνει περιοχή κι φιλοσοφικό αντικείμενο, με το οποίο να μην καταπιάνεται.
Μια «Ηθική», που ξεκινάει ως οντολογία. Με τον Θεό, τη μοναδική Υπόσταση, που συγκροτεί τον κόσμο, αυτή με τα άπειρα κατηγορήματα, εκ των οποίων εμείς, απλοί και ταπεινοί τρόποι της Υπόστασης, μπορούμε να αντιληφθούμε μόνο δύο: την έκταση -πείτε το ύλη, αν θέλετε- και την σκέψη.
Αυτή η Υπόσταση, η μοναδική αιτία εαυτής (causa sui), που υπάρχει, με τις ιδιότητες της και τους τρόπους της είναι το εναρκτήριο αντικείμενο για τον Σπινόζα. Γιατί; Μα, γιατί εμείς, που μπορούμε και αξίζει να ζούμε τη χαρά, είμαστε «τρόποι» της, που σημαίνει όχι «μέσα» της, αλλά -συγχωρείστε μου, την όχι μικρή ανακρίβεια- τμήματά της.
Ο Σπινόζα, λοιπόν, θα κάνει οντολογία, γνωσιολογία, ανθρωπολογία και «παθολογία», μια και ξέρει πόσο τα πάθη μας ορίζουν, για να φτάσει στην ηθική, αλλά και στην πολιτική -που δεν είναι το ίδιο, αλλά απαιτεί το ένα το άλλο- στον πρακτικό λόγο, για να θυμηθούμε τον Καντ.
Με κάποιον τρόπο, και ο Στυλιανού κάνει, στο μικρό, περιεκτικό και σαφές βιβλίο του, κάτι αντίστοιχο. Δεν ακολουθεί κάποια, παρόμοια με του Σπινόζα, σφικτή και αυστηρή σειρά, αλλά νοιάζεται για τα ίδια μεγάλα πράγματα. Προτιμάει να τα θέσει, όμως, περισσότερο «διαπλεγμένα», με μπρος και πίσω, μέσω μια ιστορικής περιδιάβασης στη νεότερη φιλοσοφία, που δεν είναι, όμως, ελλιπώς συστηματική -κάθε άλλο. Θα μας βοηθήσει να συνομιλήσουμε και να στοχαστούμε με τον Καρτέσιο, τον Μπέικον και τον Χομπς. Τον Λοκ, τον Λάιμπνιτς και τον Χιουμ, μέχρι τον Καντ και τον Χέγκελ. Αλλά και τον Μακιαβέλλι, τον Πασκάλ και τους πιο κοντινούς μας στον χρόνο Χάιντεγκερ, Σαρτρ, Αλτουσέρ, Φουκώ.
Η παράθεση των ονομάτων, δεν θα πρέπει να αποθαρρύνει την αναγνώστρια. Ο Στυλιανού μας μαθαίνει ό,τι χρειάζεται να ξέρουμε σχετικά. Τα προαπαιτούμενα είναι λίγα.
Θα μάθουμε γιατί η τελεολογία, η απόδοση, δηλαδή, σκοπών στην φύση -και στην ιστορία;- είναι γνωστικά αντιπαραγωγική και διανοητικά παραπειστική. Η Υπόσταση είναι κι «εξελίσσεται». Δεν κατευθύνεται σε κάποιον σκοπό, σε κάποιο τέλος. Ο Θεός, δηλαδή η Φύση (Deus sive natura), υπάρχει με τα αίτια, που καθορίζουν τα πράγματα, με τρόπο αδήριτο. Τίποτε υπερβατικό δεν υφίσταται, «έξω» από τον κόσμο, που να δρα στον κόσμο. Όλα τα αίτια είναι εσωτερικά του κόσμου, του Θεού, είναι εμμενή. Εμείς, και γενικότερα οι ταπεινοί τρόποι, ακόμη και οι συλλογικοί, όπως τα κράτη και οι κοινωνίες, υπόκεινται σε εξωτερικές αιτίες. Δεν πρόκειται, όμως, για αιτίες εξώκοσμες, υπερβατικές. Ο Θεός δεν είναι υπόσταση εξωτερική του κόσμου, είναι ο κόσμος.
Γι’ αυτό και μπορούμε να είμαστε ελεύθεροι, έστω κι αν απορρίψουμε την «ελεύθερη βούληση». Στο μέτρο, που μπορούμε να καταλάβουμε τον μοναδικό μας κόσμο -και μπορούμε- τότε, η γνώση της αναγκαιότητας, όχι μόνο δεν μας περιορίζει, αλλά μας δίνει τη δυνατότητα να αξιοποιούμε την αναγκαιότητα, για να μεγιστοποιούμε την ελευθερία μας. Η ελευθερία δεν είναι «υπέρβαση» των αντικειμενικών αιτιών, αλλά αξιοποίησή τους για το καλό.
Ξαναλέω: από τον Σπινόζα μάθαμε, κι ο Στυλιανού το υπογραμμίζει εμφατικά, πως μπορούμε να γνωρίσουμε τον κόσμο και τα πράγματα. Και, μάλιστα, μπορούμε με τρόπο απόλυτο και πλήρη. Ακόμη περισσότερο, «[η] πραγματικότητα ή θα είναι πλήρως και απολύτως κατανοήσιμη, ή θα είναι εντελώς ακατανόητη: αυτή είναι η θέση του Σπινόζα» (σελ. 46).
Μπορούμε να γνωρίσουμε τον Θεό. «Έχουμε την ιδέα του Θεού».
Η γνώση είναι δυνατή και προσβάσιμη, σε όλη την έκταση. Μαθαίνουμε από την εμπειρία, έστω εξ ασαφούς εμπειρίας, μαθαίνουμε, ένα δεύτερο είδος, με την επιστήμη, μαθαίνουμε και με έναν τρίτο τρόπο, ενορατικό, ο οποίος είναι και ο πιο ισχυρός. Κι έτσι, καταφέρνουμε να νιώθουμε και να έχουμε «την εμπειρία πως είμαστε αιώνιοι».
«[Έ]χουμε την εμπειρία πως είμαστε αιώνιοι σημαίνει ότι έχουμε την ιδέα του Θεού, δηλαδή ότι έχουμε κατανοήσει ορθά τον κόσμο και την πραγματικότητα. Με αυτόν τον τρόπο, η ψυχή ή το πνεύμα ή ο νους (mens) του ανθρώπου σχηματίζει αληθείς ιδέες, ούτως ώστε το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ψυχής ή του πνεύματος ή του νου (δύναται) να είναι αιώνιο» (σελ. 109).
Αυτό που διακυβεύεται με τη γνώση, λοιπόν, δεν είναι τίποτε λιγότερο από την ύπαρξή μας σε μια συνθήκη αιωνιότητας.
Έτσι έχουν τα πράγματα, ακόμη και με δεδομένο πως ζούμε μέσα στα πάθη. Χαρά και λύπη, αγάπη και μίσος ορίζουν, σε μεγάλο βαθμό, τη ζωή μας.
Η ελευθερία μας είναι πάντοτε υπό όρους, υπό καθορισμούς, είναι, δηλαδή, ελεύθερη αναγκαιότητα. Γι’ αυτό είναι ελευθερία. Μπορούμε να είμαστε ελεύθεροι, εφόσον μπορούμε να έχουμε την ιδέα του Θεού. Εφόσον έχουμε όχι μόνο δυνατότητα για αληθινή γνώση, αλλά και μπορούμε να ζούμε στην αιωνιότητα, με την αιωνιότητα, γίνεται να διάγουμε τη ζωή μας με χαρά και αγάπη. Ατομικά και συλλογικά. Να το «αληθινό αγαθό». Γίνεται.
Μέσα από μια παράξενη στροφή της σκέψης ο τρόπος, που είναι ο άνθρωπος, ελεύθερος μέσα από τη γνώση της αναγκαιότητας, δεν επιτρέπει να τον αντιμετωπίζουμε ως τον Άνθρωπο, με όλα τα άλλα πλάσματα να αρχίζουν με πεζό γράμμα. Τρόπος είναι κι αυτός, όπως και τ’ άλλα.
Κι έτσι, η φιλοσοφία της χαράς ως του αληθινού αγαθού μπορεί -σχεδόν επιβάλλεται- να συνδυάζεται με αυτό, που θα λέγαμε θεωρητικό αντιανθρωπισμό. Παραδοξολογία; Κάθε άλλο.
Όπως το θέτει ο Ντελέζ:
«Πριν από τρεις αιώνες κάποιοι ανόητοι εκπλήσσονταν που ο Σπινόζα επεδίωκε την απελευθέρωση του ανθρώπου, μολονότι δεν πίστευε στην ελευθερία [της βούλησής του, Χ.Λ.], ούτε καν στην ιδιαίτερη ύπαρξή του. Σήμερα, κάποιοι άλλοι ανόητοι, ή οι ίδιοι μετενσαρκωμένοι, εκπλήσσονται που ο Φουκώ συμμετείχε στους πολιτικούς αγώνες, αυτός που ανήγγειλε τον θάνατο του Θεού» (σελ. 151). Αυτού του είδους η ανοησία έπληξε κάποτε και τον Αλτουσέρ, αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση.
***
Καταλήγοντας, έρχομαι στην αρχή. Γιατί ο Στυλιανού έγραψε αυτό το βιβλίο; Ποιος ήταν ο σκοπός του; Μπορεί ο κόσμος να μην έχει σκοπό, αλλά εμείς έχουμε.
Ο σκοπός του, λοιπόν, είναι πολιτικός.
Ζούμε σε μια εποχή «κακή», ανησυχητικά ανισόρροπη, όπου «το τέλος του κόσμου» είναι εύκολο κι εύλογο να το βάλουμε μέσα στις βάσιμες πιθανότητες. Ο φόβος κυριαρχεί. Και παράγει, αλυσιδωτά, κι άλλα κακά πάθη. Οι αντιδραστικοί ανορθολογισμοί, οι -καθόλου ακίνδυνες- συνωμοσιολογίες ξεσπούν παντού γύρω.
Η θανατηφόρα φαιδρότητα των κυρίαρχων είναι σε έξαψη, σε παράκρουση.
«Ο Πασκάλ έγραφε πως κάποιοι ιθαγενείς, βάρβαροι, πρωτόγονοι άνθρωποι θα έσκαγαν στα γέλια αν αντίκρυζαν ένα παιδί βασιλιά […] Αρκετούς αιώνες αργότερα το θα έλεγαν άραγε οι πρωτόγονοι άνθρωποι βλέποντας τον αρχιμελισσοκόμο του Παλατιού να ανακοινώνει στις βασιλικές μέλισσες τον θάνατο της Βασίλισσας;» (σελ. 204).
Σε αυτήν την συνθήκη μέσα, ο Στυλιανού σκέφτηκε πως η νεότερη φιλοσοφία μπορεί να γίνει πολύτιμο όπλο. Και μας έδωσε μια εύληπτη και πειστική έκθεσή της. Γραμμένη για τους πολλούς κι όχι τους ειδικούς.