Γιάννης Ατζακάς, Σκυφτοί περάσανε, εκδ. Άγρα 2021, σελ. 192
«Πώς θα ζήσουμε με μια κατάμαυρη σκιά στη θύμηση επάνω;
Πώς θα κοιμίσουμε τα είκοσι χρόνια μας στη θάλασσα της λησμονιάς;»
Μ.Αναγνωστάκης
«Αρκεί μια μικρή ρωγμή και, όπως το πιο ακριβό αλάβαστρο, οι καρδιές ραγίζουν, τα σώματα διαλύονται και σέρνονται σαν σκυφτές σκιές, σαν ένας αόρατος θίασος, που οι μοιραίοι του ήρωες ψιθυρίζουν τα λιγοστά τους λόγια και αποσύρονται στη σιωπή. Αυτές οι ρωγμές/τραύματα πότε ελαφρά, που δεν αφήνουν κανένα σημάδι, πότε πιο βαθιά, που κάποτε κακοφορμίζουν και το παραμικρό άγγιγμα στην παλιά πληγή τα ανοίγει πάλι, είναι που, περισσότερο από τις επιτυχίες και τις χαρές της ζωής, καθορίζουν τους χαρακτήρες των ανθρώπων. Αυτά είναι που τους κάνουν συχνά απόμακρους και δυστυχισμένους, ικανούς για το χειρότερο, αλλά και για το καλύτερο, όταν οι μυστικές πληγές τους γίνονται πηγές έμπνευσης και δημιουργίας.» (Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου και τη συνέντευξη του συγγραφέα στο tetragwno.gr)
Ο Γιάννης Ατζακάς, γεννηθείς το 1941 στον Θεολόγο Θάσου, παιδί του Εμφυλίου και των Παιδουπόλεων της Φρειδερίκης, μετουσίωσε το τραύμα σε σπουδαία λογοτεχνία, πρώτα στη βραβευμένη τριλογία που εγκαινίασε την είσοδό του στα Νεοελληνικά Γράμματα, με τους τίτλους «Διπλωμένα φτερά», «Θολός βυθός» και «Φως της Φονιάς», και στη συνέχεια με τις συλλογές διηγημάτων του. Στο τελευταίο του βιβλίο «Σκυφτοί περάσανε» καταθέτει μαζί με την ενήλικη επιστροφή στη μνήμη του τόπου και των ανθρώπων του και τα υλικά της συγγραφικής του τέχνης. Η λογοτεχνία του τραύματος, η λογοτεχνία του βιώματος βρίσκει ξανά την έκφρασή της σ’ αυτήν τη συλλογή εφτά εκτενών διηγημάτων που συνεχίζουν χωρίς δουλική μίμηση το νήμα των παλαιότερων Αλ.Παπαδιαμάντη και Γ. Βιζυηνού. Η ειδοποιός διαφορά στο έργο του Γ.Ατζακά συνίσταται στην έντονη παρουσία της συλλογικής μνήμης, ως απότοκος των πολιτικών γεγονότων της Νεότερης Ιστορίας που ζωγράφισαν τον δημόσιο και ιδιωτικό πίνακα του βίου μας. Το βιβλίο αφιερώνεται στη μνήμη δύο παιδικών φίλων, αδελφών εταίρων του συγγραφέα.
Εφτά ιστορίες, εφτά πρόσωπα, ένας μόνο τίτλος με όνομα γυναίκας:
Ο Παρασκευάς και ο Αρχάγγελος
Ο γητευτής
Ο Αργυρός και τα αργύρια
Το ολίγον της ζωής του
Ο διευθυντής
Τρεις μέρες του Αστέριου
Ραχήλ
Ζωές που ξετυλίγονται σε τόπους γνώριμους κι από τα προηγούμενα έργα. Οικείες εικόνες, κάποιες από αυτές διαδραματίζονται σε νησιώτικο περιβάλλον, κάποιες σε αστικό. Ξεδιπλώνεται με την ανάγνωσή τους, σαν πολύπτυχο ύφασμα, η ψυχοσύνθεση των ηρώων, οι σχέσεις τους με το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, οι ρωγμές που επέτρεψαν στο σκοτάδι να εισβάλει στον κόσμο τους και να τους λυγίσει, η συνομιλία τους με την ιστορία και το συλλογικό βίωμα αλλά και με τη λογοτεχνία. Εγκιβωτίζει σ΄αυτές ο συγγραφέας τα λογοτεχνικά αναγνώσματά του ως φόρο τιμής στους ποιητές και στους πεζογράφους που άφησαν βαθύ αποτύπωμα στη γραφή του. Ο ίδιος ο τίτλος της συλλογής δανείζεται από το ομότιτλο ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη «Σκυφτοί περάσανε…»
Σκυφτοί περάσανε και φύγανε, δειλοί, μ’ έναν ίσκιο στα μάτια
Ούτε ένα μαντίλι ανεμίσανε —ξέραμε το χαιρετισμό τους— Η σκόνη μπήκε στα σπίτια μας από τα πέταλα των αλόγων Φτάνουνε τόσο μικρές οι εποχές που δεν έχουν τον καιρό να φωτίσουν τη σιωπή μας… |
Στο «Ολίγον της ζωής» ο τίτλος ευθέως παραπέμπει στην αρχετυπική μορφή της διηγηματογραφίας, τον Γ. Βιζυηνό και το «Μόνον της ζωής του ταξίδιον». Στο διήγημα αυτό του Γ.Ατζακά, ο μοναχικός Γιαννιώτης δημόσιος υπάλληλος ανακαλύπτει στο γέρμα της ζωής του τους συντοπίτες του συγγραφείς και το διάβασμα γίνεται το δικό του έσχατο πνευματικό ταξίδι. Στις ιστορίες της συλλογής «Σκυφτοί περάσανε» η συγκατάβαση και η τρυφερότητα με την οποία φωτίζει τα πρόσωπα ο συγγραφέας, χωρίς περιττές συναισθηματικές εξάρσεις, δημιουργούν στον αναγνώστη συναισθήματα συμπάθειας προς τους ήρωες του. Η αφηγηματική γλώσσα, ιδιαίτερα στα διηγήματα που έχουν φόντο το γενέθλιο νησί, μολονότι αυτό πουθενά δεν κατονομάζεται, ανακαλούν ρωμαλέες σελίδες από το έργο των Παπαδιαμάντη και Μυριβήλη, πατώντας όμως δημιουργικά σε μια σύγχρονη έκφραση. Η ρεαλιστική γλώσσα προχωράει πέραν της καταγραφής τοπίων, προσώπων, ιστορικών γεγονότων. Εισδύει στις σκυφτές ζωές και ρίχνει τον προβολέα σε εσωτερικές ψυχικές διεργασίες με τον φακό του παντεπόπτη αφηγητή, πάντα όμως σε αλληλεπίδραση με το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο. Οι δομικές οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές που συνέβησαν στη χώρα, κυρίως κατά τη δεύτερη δεκαετία της μεταπολίτευσης, κυριαρχούν ως φόντο και ερμηνεύουν τις σημερινές παθογένειες της κοινωνίας μας σε όλα τα επίπεδα: τη λεηλασία του δημόσιου χρήματος, τον εκμαυλισμό του πολίτη, την καταστροφή του φυσικού τοπίου με την περίφημη τουριστική ανάπτυξη, την τσιμεντοποίηση της επαρχίας, τις εργολαβίες της καταστροφής, την διάλυση του κοινωνικού ιστού.
Η λογοτεχνία όμως επικουρεί τη ζωή και αναλαμβάνει να κρατήσει ζώσα τη γενεαλογία της παλιάς «φάρας» που δεν πρέπει να χαθεί, γιατί αυτή η φάρα αντιστάθηκε στην λεηλασία των εξουσιαστών με πολλούς τρόπους, ακόμα και με τη σιωπή.
Το δίπολο του καλού-κακού, δικαίου –άδικου, ηθικού-αήθους, ενδύεται σε κάθε διήγημα με τα ρούχα των πρωταγωνιστών του. Με τον απλοϊκό, σχεδόν χοϊκά ερωτοχτυπημένο Παρασκευά που ζει υπό την σκέπη του Αρχάγγελου στο πρώτο κατά σειρά διήγημα, με τον Φανούρη στον Γητευτή που θα στηρίξει και με τη σιωπή του τον αριστερό Διογένη και μάλιστα κάτω από τις απειλές του μετεμφυλιακού χωροφύλακα, με τον ανάργυρο Αργυρό που αντιστέκεται στην ισοπέδωση του φυσικού του χώρου και βρίσκει καταφύγιο στην υποκριτική τέχνη του θεάτρου για ν’ αντέξει τη θλίψη του χωρισμού με την γυναίκα του, στον Γιαννιώτη Ιάκωβο Κάτο -ο μόνος ήρωας που δεν αντιστοιχεί σε υπαρκτό πρόσωπο-που στο τέλος της ζωής του θα αναζητήσει την άδολη παρέα των μυθιστορημάτων για να γεμίσει με νόημα τις μοναχικές μέρες της συνταξιοδότησής του, στον τραπεζικό υπάλληλο Μιχάλη Αναγνώστου που είδε την ταξική πυραμίδα να αντιστρέφεται στο πρόσωπο του διευθυντή του και θα δώσει τόπο στην οργή, επιλέγοντας ως βαλβίδα εκτόνωσης την ορειβασία (πάλι η φύση λειτουργεί σαν καταφύγιο στον θυμό και στην θλίψη), στον φιλάσθενο, χαμηλόφωνο Αστέρη που κάνει τη μικρή- μεγάλη επανάσταση απέναντι στην υπερπροστατευτική μητέρα και στις προτροπές του πατέρα, επιλέγοντας ο ίδιος το επάγγελμα που ταιριάζει στην ψυχοσύνθεσή του, και τέλος στον Μωρίς και στον Νίκο που στη μορφή του πρώτου ανασυνθέτει τη μνήμη του Ολοκαυτώματος. Η Ραχήλ είναι η μόνη ηρωίδα που ζει μέσα σε ένα κάδρο κι όχι στην πραγματική ζωή. Κι όμως εκπροσωπεί ηχηρά τη μαρτυρική εβραϊκή κοινότητα τής Θεσσαλονίκης με τα χιλιάδες θύματά της.
Σε όλα τα διηγήματα ο συγγραφέας καταδύεται στη μνήμη κι ανασύρει την παλέτα ποικίλων καταστάσεων και συναισθημάτων που συντροφεύουν τον ανθρώπινο βίο: ερωτικό πάθος, απόρριψη, απομόνωση, θάνατος, απώλεια, απελπισία, μοναξιά, χαρά, φιλία, συντροφικότητα, αγώνας, διεκδίκηση του δικαίου, ματαίωση, απόσυρση, αναγέννηση…
Επιλογικά, αξίζει να σημειωθούν τα αναγνωρίσιμα μοτίβα της πεζογραφίας του Γιάννη Ατζακά. Ο καταλυτικός και κατευναστικός ρόλο μιας παρθένας φύσης που απειλείται από το αναπτυξιακό «όραμα» και περιγράφεται πάντα σε αντίστιξη με την ανθρώπινη κατάσταση. Η μητρική αγάπη που μπορεί να στηρίξει αλλά και να πνίξει εξαρχής το παιδί και αργότερα τον ενήλικα, η σύγχρονη ιστορία της πατρίδας μας με τις βαριές σκιές της. Οι εσωτερικές αντιφάσεις που βιώνει ο άνθρωπος μέσα στην κοινωνική χοάνη αλλά κι ο αποφασιστικός ρόλος της λογοτεχνίας στη συγκρότηση της προσωπικότητάς του. Κυρίως όμως τα τραύματα που στάθηκαν καθοριστικά στον βηματισμό και στη στάση του σώματός του, στάση ζωής εντέλει. Παρά και κόντρα στο σκυφτό πέρασμα των ηρώων του, ο Γ. Ατζακάς εκλύει με το τελευταίο βιβλίο του -ελπίζουμε όχι εσχάτη γραφή- μια αύρα ανάτασης. Ένα φωσάκι ελπίδας έρχεται από τις τελευταίες λέξεις κάθε ιστορίας. Κι αυτό είναι το ουμανιστικό μήνυμά της αντίστασης σε ό, τι τους/μας δυναστεύει, αν δεχτούμε βέβαια πως μεταφέρουν (ή πρέπει να μεταφέρουν) μήνυμα οι γραφές. Η μνήμη, όπως και η λογοτεχνία, είναι μορφή αντίστασης στη σκόνη του επιδρομέα χρόνου.
«Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει.
«Με μια κατάμαυρη σκιά…».
Κι εγώ σκεφτόμουν Πεδιάδες με μαύρα άλογα και πλοία λευκά στη θάλασσα
Κι εγώ σκεφτόμουν μια φευγαλέα μορφή που μου ’χε γνέψει
Δεν ξέρω αν σ’ ένα χαμένο μου όνειρο ή στα παιδικά μου χρόνια.»