Το γράφημα στην εικόνα δείχνει τον αριθμό όσων ψήφισαν δεξιά και ακροδεξιά από το 1974 ως σήμερα. Όπως φαίνεται ακόμα και στο μάτι, ο αριθμός αυτός είναι αξιοσημείωτα σταθερός, κοντά σε έναν μέσο όρο 2,8 εκατομμυρίων ψηφοφόρων, ή αλλιώς στο 1/3 περίπου των εγγεγραμμένων. Ανάλογα βέβαια με τη συμμετοχή, ο αριθμός μεταφράζεται σε διαφορετικά εκλογικά ποσοστά.
Μόνο δυο φορές, που επίσης βγάζουν μάτι, η κρίση και η ανάδυση ενός ανταγωνιστικού μπλοκ συμπίεσε σημαντικά τα ποσοστά της δεξιάς, ενώ μόνο μια φορά ο Κωστάκης ο Καραμανλής κατάφερε να τρυπήσει το ταβάνι. Κατά τα άλλα σταθερότητα, σαν να μην πέρασε μια μέρα. Για παράδειγμα, πουθενά δεν διαφαίνεται σε αυτό το γράφημα η περίφημη αντι-ΣΥΡΙΖΑ συμμαχία γύρω από τον Κυριακό Μητσοτάκη στις τελευταίες εκλογές. Η Νέα Δημοκρατία το 2019 πήρε απλά λίγο λιγότερο από το πάγιο ποσοστό της και, ελλείψει μεγαλύτερου αντιπάλου, κέρδισε.
Πολιτικός επιστήμονας δεν είμαι, αλλά σε οποιαδήποτε άλλη επιστήμη όταν βλέπουμε μια ποσότητα να μένει τόσο σταθερή για ένα τόσο μεγάλο διάστημα, σε τόσο διαφορετικές συνθήκες, υποθέτουμε αντίστοιχα σταθερές αιτίες. Δεν χρειαζόμαστε ούτε συγκυριακές υποθέσεις, σαν το υποτιθέμενο αντι-ΣΥΡΙΖΑ μπλοκ ή το Μακεδονικό, ούτε μεταφυσικές αναζητήσεις σχετικά με το πνεύμα του δεξιού ψηφοφόρου. Αν η βασική παράμετρος που καθορίζει την ψήφο ήταν κάτι το τόσο φλου όσο η ηλιθιότητα, θα περιμέναμε τουλάχιστον μεγαλύτερες διακυμάνσεις.
Η λογική δεξιά
Ποιες είναι αυτές οι σταθερές αιτίες; Αφού μιλάμε για πολιτική, μια από αυτές θα είναι η ταξική και οικονομική θέση. Μπορεί τα φορολογικά στοιχεία να δείχνουν ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε πολλούς πλούσιους (μόλις το 5% δηλώνει πάνω από 2.000 το μήνα), αλλά οι πλούσιοι δεν συνηθίζουν να μοιράζονται τα εισοδήματά τους με την εφορεία. Ακόμα κι έτσι, ξεχωρίζει ένα 20% που εισπράττει περίπου το μισό εθνικό εισόδημα, ή αλλιώς 5,5 φορές πάνω από το φτωχότερο 20%.
Θα πείτε, και γιατί να είναι όλοι οι πλούσιοι δεξιοί; Σάμπως το ΠΑΣΟΚ ή ο ΣΥΡΙΖΑ έκαναν κανά ρεσάλτο να τους αρπάξουνε τα φράγκα; Μια χαρά δεν υπερασπίστηκαν με αυτοθυσία τα κεκτημένα τους σε δύσκολες στιγμές, όπως το 2015; Οι πλούσιοι όμως δεν διακρίνονται για την ευγνωμοσύνη τους, ούτε αλλάζουν προτιμήσεις από τη μια μέρα στην άλλη. Το αποδεικνύουν τα εκλογικά ποσοστά της δεξιάς στην Εκάλη, που παραμένουν σταθερά τριπλάσια από αυτά στα δυτικά προάστια.
Πιο καθοριστική από το εισόδημα, είναι η θέση στην παραγωγή. Στην Ελλάδα μας υπάρχουν πάνω – κάτω ένα εκατομμύριο επιχειρήσεις και οι μισές από αυτές έχουν δηλωμένους (το ξαναλέμε, δηλωμένους) εργαζόμενους. Από εδώ λοιπόν, μας βγαίνουν καμιά 400.000 μικρά και μεγάλα αφεντικά. Προσθέστε σε αυτούς και ένα απροσδιόριστο αριθμό «στελεχών», των οποίων τα συμφέροντά τους ταυτίζονται άμεσα με την εργοδοσία.
Το εντυπωσιακότερο στοιχείο όμως είναι αλλού: ότι η Ελλάδα έχει μακράν το μεγαλύτερο ποσοστό αυτοαπασχολούμενων της Ευρώπης, κοντά στο 30%. Και μπορεί ανάμεσα σε αυτά τα τρία εκατομμύρια μικροαστών να υπάρχουν πολλοί και πολλές φτωχοί και φτωχές, αγρότες χωρίς μεγάλη ιδιοκτησία ή ακόμα και μισθωτοί/ες που αναγκάζονται να εργάζονται με μπλοκάκι, αλλά εκεί εδράζεται εδώ και δεκαετίες η κοινωνική βάση της δεξιάς. Και αυτοί οι άνθρωποι ξέρουν πολύ καλά τί κάνουν. Ό,τι και να υπόσχεται ο ΣΥΡΙΖΑ για να προσεταιριστεί την «μεσαία τάξη», οι ίδιοι τους γνωρίζουν ποια παράταξη υπερασπίζεται ιστορικά τα συμφέροντά τους: τη χαμηλή φορολογία (ή τη φοροδιαφυγή), τις χαμηλές ασφαλιστικές εισφορές (ή την εισφοροδιαφυγή), τη συμπίεση του μισθού του «παιδιού που τους βοηθάει», την καταπίεση των μεταναστών/τριων (και άρα την υποτίμηση της εργασίας τους), τη ροή κρατικών επιδοτήσεων (δηλαδή υφαρπαγμένης υπεραξίας) κοκ.
Εξίσου όμως σημαντική, αν όχι περισσότερο, είναι η εθνική ιδεολογία. Όταν ήμουν στο Γυμνάσιο, μας κατέβασαν επίσημα ως σχολείο να διαδηλώσουμε με κεντρικό σύνθημα «η λύση είναι μία, σύνορα με τη Σερβία». Ε, δεν μπορεί, κάτι θα μας έμεινε. Ο εθνικισμός, όπως και ο ατομισμός, ο σεξισμός, ο ρατσισμός, η πατριαρχία, αποτελούν τα θεμέλια της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας. Ταυτόχρονα όμως δεν είναι πολιτικά ουδέτερες ιδέες, έχουν πολιτικό πρόσημο. Και όσο αναπαράγονται, τόσο αναπαράγουν τη βάση της παράταξης που ταυτίζεται περισσότερο μαζί τους. Όσο και να πασχίζει η εκάστοτε αριστερά να προσεταιριστεί εθνικά ιδεολογήματα για να κεντραριστεί καλύτερα στην πολιτική σκηνή, τουλάχιστον σε εποχές σχετικής κανονικότητας κι εθνικής ανεξαρτησίας, όλοι γνωρίζουν ότι η δεξιά είναι πιο «ευαίσθητη» στα εθνικά ζητήματα.
Αυτά πάνω κάτω ισχύουν στις περισσότερες αστικές κοινωνίες. Στη δική μας, που πρόσφατα πέρασε έναν εμφύλιο και στα χωριά υπάρχουν ακόμα γιαγιάδες που ανάβουν το καντήλι στα μνημεία σφαγιασθέντων υπό των κομμουνιστών, η κυρίαρχη ιδεολογία αποκτά ακόμα πιο συγκεκριμένη, αιμάτινη όψη.
Ο Αυστραλός γεωλόγος
Τί θέλω να πω με όλα αυτά τα λίγο-πολύ γνωστά; Πρώτα από όλα το προφανές: ότι οι δεξιοί σε αυτή τη χώρα, ακόμα κι αν δεν σας είναι πολύ συμπαθείς, δεν είναι υποχρεωτικά ούτε μαλάκες, ούτε καθάρματα. Είναι επιχειρηματίες, ελεύθεροι επαγγελματίες, πλούσιοι, πατριώτες, χριστιανοί, ρατσιστές, σεξιστές, φιλελεύθεροι, ατομικιστές. Διαθέτουν δηλαδή ιδιότητες αποδεκτές και συνηθισμένες, σε οποιαδήποτε πιθανή αναλογία ανάμεσά τους. Οι κοινωνικές σχέσεις που τους προσδίδουν αυτές τις ιδιότητες, λίγο έχουν αλλάξει από το ’74 ως σήμερα και κατά συνέπεια το ποσοστό τους στην ελληνική κοινωνία παραμένει σχετικά σταθερό. Αν κάποια στιγμή νιώσουν ριγμένοι από την επίσημη δεξιά, μπορεί να ψηφίσουν κάποιο ακροδεξιό ή ακόμα και κάποιον ναζιστικό μόρφωμα, αλλά ως εκεί.
Αν κάποιος ή κάποια λοιπόν θέλει να τους πολεμήσει, δεν χρειάζεται να καταφεύγει σε κατάρες: ξέρει που βρίσκονται, πώς αναπαράγονται, πώς διαιωνίζουν την ηγεμονία τους, μέσα από χίλιες κοινωνικές κοινωνικές πρακτικές, στην εργασία, την γειτονιά, το σπίτι, τον δήμο, την επιστήμη, την τέχνη, παντού. Και φυσικά, στο τέλος και στις εκλογές. Εκεί λοιπόν, υπάρχει ελπίδα να ηττηθούν;
Σε μια προεκλογική χρονιά, δεν είναι σώφρον να κάνει κανείς προβλέψεις. Αλλά αν δίναμε το παραπάνω διάγραμμα πχ σε έναν Αυστραλό γεωλόγο που δεν έχει διαβάσει ούτε μια είδηση από την Ελλάδα και του ζητούσαμε μια πρόβλεψη, εύκολα θα έλεγε: «χμμ, βλέπω ότι όταν κυβερνά ένα κόμμα μετά πέφτει λίγο, οπότε στις επόμενες εκλογές δίνω στη δεξιά κάτω από τις προηγούμενες, κοντά στα 2,5 εκατομμύρια ψήφους. Επειδή για τον ίδιο λόγο οι διαρροές προς την ακροδεξιά θα είναι επίσης μεγαλύτερες, η Νέα Δημοκρατία θα πέσει λίγο παραπάνω, ας πούμε 10%, από το προηγούμενο ποσοστό της, δηλαδή κοντά στο 40-4=36%».
Στη συνέχεια ο Αυστραλός γεωλόγος θα ρωτούσε: «ξέρετε κανέναν άλλον εδώ γύρω που μπορεί να χτυπήσει 36%; Αν ναι, αυτός θα κερδίσει τις εκλογές. Αν όχι, θα τις κερδίσει η Νέα Δημοκρατία». Μην νομίζετε, έτσι μπακαλίστικα λειτουργούν οι θετικές επιστήμες – και συνήθως τους βγαίνει. Πού θα το βρει όμως αυτός ο κάποιος το 36%; Ο Αυστραλός γεωλόγος, ως λογικός άνθρωπος, θα αναρωτιόταν «υπάρχουν άλλα 7,5 εκατομμύρια ψηφοφόροι, αυτοί τί κάνουν;»
Οι δημοσκόποι που δεν κατέχουν ούτε καν αυτήν την μπακαλική, έχουν ξεχάσει τελείως αυτά τα 7,5 εκατομμύρια. Έτσι, για να εξηγήσουν τα εκλογικά αποτελέσματα έχουν εφεύρει ένα φανταστικό «μεσαίο χώρο», μεγέθους 5-10%, ο οποίος λέει κινείται ανάμεσα στα πρώτα δύο κόμματα, όποια και να είναι αυτά, διαμορφώνοντας τη μεταξύ τους ισορροπία και καθορίζοντας τον νικητή των εκλογών. Όλοι οι υπόλοιποι δεν υπάρχουμε, ή τέλος πάντων δεν έχουμε και πολύ σημασία, αφού ψηφίζουμε «το ίδιο». Αυτή η υπόθεση είναι εξαιρετικά βολική για τους ίδιους, καθώς τα κομματικά επιτελεία πρέπει μετά να τους προσλάβουν για να τους βοηθήσουν να κατακτήσουν επικοινωνιακά αυτόν τον μεσαίο χώρο – τον οποίον μόνο αυτοί γνωρίζουν, αφού οι ίδιοι τον κατασκεύασαν. Θα έλεγε κανείς ότι μια παρενέργεια αυτής της αντίληψης είναι ότι τα κόμματα συγκλίνουν στο κέντρο και μοιάζουν όλο και περισσότερο μεταξύ τους, αλλά στην πραγματικότητα δεν ισχύει: οι λόγοι που τα κόμματα εξουσίας τείνουν να συγκλίνουν είναι πολύ σημαντικότεροι από τις συμβουλές του Λούλη.
Υποθέτω ότι αυτή η συλλογιστική, παρότι δεν πολυ-υποστηρίζεται από ευρήματα, θα έχει κάποια βάση, δεν μπορεί αλλιώς να την πιστεύουν τόσοι μορφωμένοι άνθρωποι. Εγώ ωστόσο υποψιάζομαι ότι για τη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος καθοριστικότερη σημασία έχει η στάση εκείνου του πολύ πραγματικού και πολύ μεγαλύτερου τμήματος, του ενός τρίτου της κοινωνίας που συνήθως απέχει.
Από αυτή τη σκοπιά, η βασική προϋπόθεση ώστε κάποιο ανταγωνιστικό προς τη δεξιά μπλοκ να ξεπεράσει το δικό της 36%, είναι να κινητοποιήσει ένα κρίσιμο μέρος από αυτούς κι αυτές που εκλογικά δεν υπάρχουν. Αυτό νομίζω κατάφερε ο ΣΥΡΙΖΑ τον Γενάρη του 2015, αυτό έχασε λίγους μήνες μετά και αυτό, υποθέτω, αδυνατεί αντικειμενικά να κάνει ξανά φέτος, για λόγους δομικούς και όχι επικοινωνιακούς. Αναγνωρίζοντας αυτή την αδυναμία, ευλόγως, δεν είναι χαζοί οι άνθρωποι εκεί στο ΣΥΡΙΖΑ, εστιάζουν στον μεσαίο χώρο και πανηγυρίζουν με τη μεταγραφή του Στέφανου Τζουμάκα.
Επειδή λοιπόν δεν πιστεύω ότι αρκεί ο Στέφανος για την μεταπήδηση αυτού του κρίσιμου «μεσαίου χώρου» από τη δεξιά προς το ΣΥΡΙΖΑ, βασικά επειδή δεν πιστεύω ότι υπάρχει καν αυτός ο υποτιθέμενος μεσαίος χώρος, είμαι αρκετά σίγουρος ότι δεν μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να κερδίσει τη δεξιά. Τουλάχιστον φέτος.
Και κάπου εδώ ολοκληρώνω το σκεπτικό του Αυστραλού γεωλόγου. Νιώθω την απέχθεια των ανθρώπων γύρω μας απέναντι στον Μητσοτάκη ή τον Γεωργιάδη και την απόγνωση που τους γεννά το ενδεχόμενο να συνεχίσουν να μας κυβερνούν. Πιστεύω όμως ότι δεν πρέπει να μας τρομάζουν τα φυσικά φαινόμενα, όπως οι σεισμοί, οι πλημμύρες ή η -ελλείψει ικανού αντιπάλου- εκλογική νίκη της δεξιάς. Μπορεί να είναι δυσάρεστα, καταστροφικά ή ακόμα και θανατηφόρα, αλλά η επιστήμη μας έχει δείξει ότι δεν σταματούν ούτε με προσευχές, ούτε με κατάρες. Πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αυτά, να δουλέψουμε πολύ για να κατανοήσουμε τις αιτίες τους και μετά να πάρουμε τα αναγκαία μέτρα απέναντί τους.
Εξαιρετική ανάλυση, ιδιαίτερα χρήσιμη σε εκείνους που θέλουν να καταλάβουν πώς και γιατί η Αριστερά θα εξακολουθήσει στο ορατό μέλλον να τρώει τη σκόνη της Δεξιάς και να είναι κι ευχαριστημένη από πάνω, επειδή το κατόρθωσε αυτό χωρίς καν να την πιάσει βήχας!