Με τον Λέοντα Ναρ ήμασταν συμφοιτητές στη Φιλοσοφική του ΑΠΘ αλλά εκείνα τα χρόνια δεν γνωριζόμασταν. Γνωριστήκαμε πολύ αργότερα, όταν για το Πανεπιστήμιο Πολιτών του Δήμου Λαρισαίων οργανώσαμε μια συζήτηση, έναν «Διαλόγο στη Βιβλιοθήκη», με θέμα τον «Άλλο εν διωγμώ». Τον καλέσαμε λοιπόν λόγω της αδιάλειπτης ενασχόλησής του με το εβραϊκό. Όμως, πέντε χρόνια αργότερα, θα συναντιόμασταν για ένα βιβλίο του με πολύ διαφορετικό ύφος και θεματολογία, μια «ποιητική βιογραφία» του Θανάση Παπακωνσταντίνου.
Δεν είναι βέβαια παράξενο που έγραψε αυτό το βιβλίο. Πέρα από το γεγονός πως είναι λάτρης των τραγουδιών του Θανάση, ο Λέων εκφράζει τη γενιά μας: φοιτητές της δεκαετίας του ‘90 στη Θεσσαλονίνη, εκεί που ο Μανώλης Ρασούλης έδινε το στίγμα του στη μουσική σκηνή της πόλης -μιας πόλης που έσφυζε από μουσικά στέκια. Ροκάδικα, όπως το Λούκι Λουκ και το Μπερλίν, μπουάτ που συνέχιζαν την πορεία τους από το ’70, το Λιόγερμα και το Πλατώ, χώροι σαν την Αίγλη και τον Μύλο, ή ρεμπετάδικα, το Μινουί, η Τουμπουρλίκα, η Πριγκιπέσσα, ταβέρνες θρυλικές-ποιος ξέχασε τον Τζότζο που τα ξημερώματα μάζευε τους μουσικούς της πόλης μετά τη βάρδια τους, να παίξουν για το δικό τους κέφι… Θυμάμαι, επίσης, συναυλίες με απίστευτο παλμό, κάποιες να κρατούν μέχρι το πρωί. Πανεπιστήμια, που τότε δεν «φυλάγονταν» από την αστυνομία, παραλία, φεστιβάλ, θέατρο δάσους… Στον Οινοχόο συχνά πυκνά θα άκουγες την ιδιαίτερη φωνή του Αργύρη Μπακιρτζή.
Μέσα σε όλα αυτά, ο Παπακωνσταντίνου ήρθε και έφερε άλλον αέρα στο ελληνικό τραγούδι. Ήταν ακόμα κάτι πολύ καινούργιο όλο αυτό που δεν μπορούσαμε να το ονοματίσουμε, ωστόσο το αφουγκραζόμασταν, καταλαβαίναμε το πηγαίο του, μας συνέπαιρνε. Και μολονότι φαινόταν να απευθύνεται σε ένα μικρό, ιδιαίτερο κοινό, σήμερα, τριάντα χρόνια μετά, ο κύκλος έχει γίνει μεγάλος κι οι φανατικοί θαυμαστές του τον ακολουθούν σε κάθε συναυλία. Τα τραγούδια του παραμένουν γοητευτικά αλλά και αινιγματικά. Γι αυτό και θεωρώ τολμηρό το εγχείρημα του Λέοντα να τα προσεγγίσει για να αναδείξει την ποιητική τους διάσταση. Ας τον ακούσουμε:
Θα θελα να μας δώσεις το κλίμα της εποχής που εμφανίστηκε ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου στη μουσική σκηνή.
Ο Θανάσης κυκλοφόρησε τα πρώτα του τραγούδια στις αρχές της δεκαετίας του ΄90, σε μια εποχή που, θεωρώ, πως σημάδεψε την ελληνική τραγουδοποιϊα. Οι μουσικές και κυρίως οι στίχοι του άρχισαν, λοιπόν, να με ενδιαφέρουν από την πρώτη στιγμή που άκουσα τα τραγούδια του. Τότε μεσουρανούσε ένα από τα πιο ζωντανά δημιουργικά κύτταρα της Θεσσαλονίκης, το στούντιο «Αγροτικόν» του Νίκου Παπάζογλου, εκεί που ηχογραφούσαν πάνω κάτω την ίδια εποχή ο Σωκράτης Μάλαμας, η Μελίνα Κανά, η Λιζέτα Καλημέρη και τόσοι άλλοι. Σε αυτό το ευρύτερο δημιουργικότατο σύνολο εντάχτηκε και ο Παπακωνσταντίνου στα πρώτα του βήματα. Από εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση καλλιτέχνη που δεν είναι μόνο ένας απλός τραγουδοποιός αλλά ένας πραγματικός ποιητής. Ωστόσο, σε καμιά περίπτωση δεν παραγνωρίζω ότι οι μελωδίες του χαρίζουν εξίσου αισθητική απόλαυση.
Θυμάσαι την πρώτη φορά που άκουσες Θανάση;
Ήμασταν σε ένα μπαρ με κάτι φίλους και ετοιμαζόμασταν να φύγουμε, ήταν πολύ αργά…Την ώρα που φορούσαμε τα μπουφάν μας, ακούμε το τραγούδι Στις χαραυγιές ξεχνιέμαι ….Και οι τρεις της παρέας γοητευτήκαμε από το άκουσμα, βγάλαμε τα μπουφάν μας και ξανακαθίσαμε…
Γιατί διάλεξες να γράψεις ένα βιβλίο για τον Παπακωνσταντίνου;
Θεώρησα ότι έχει κάποιο ενδιαφέρον να αναδείξω τον στιχουργικό κόσμο του Θανάση, έναν κόσμο ετερόκλητο και υβριδικό, που έχει λειτουργήσει και εξακολουθεί να λειτουργεί όχι μόνο στο χαρτί και με τη μουσική, αλλά και αυτόνομα. Πρόκειται για ποίηση που δεν είχε εκδοθεί σε βιβλίο, αλλά έχει αγαπηθεί πολύ όπως «ακούγεται» στα τραγούδια. Η πρόσφατη βράβευση του Μπομπ Ντύλαν με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2016 προκάλεσε, εξάλλου, μια σχετική συζήτηση με την αναγνώριση των στίχων του ως ποιητικού έργου.
Έχεις διακρίνει διαφορά στη θεματική του κατά τη διάρκεια της πορείας του από την αρχή μέχρι τώρα;
Γενικότερα, έχουμε να κάνουμε με ένα μουσικό κράμα που ακούγεται ταυτοχρόνως φρέσκο και την ίδια στιγμή αναγνωρίσιμο. Οι παράτολμοι, σε μια πρώτη ανάγνωση, χειρισμοί του ισορροπούν, θαρρείς, την κάθε αντίθεση: τον απόλυτο σεβασμό της παραδοσιακής μουσικής –χωρίς όμως την αίσθηση του δέους απέναντί της, που λειτουργεί ως αμήχανος διεκπεραιωτής–, αλλά και την απόλυτη ανάγκη επαναπροσέγγισής της σε ενεστώτα χρόνο. Και δεν είναι διόλου εύκολο να συνδέεσαι με τους λαϊκούς δημιουργούς του παρελθόντος και την ίδια στιγμή να εκφράζεις το συναίσθημα που προκύπτει από μία εικόνα του παρόντος και μόνο. Και όλο αυτό ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου το εκφράζει αυθεντικά, χωρίς φιοριτούρες· σημάδι ίσως της ιδιαιτερότητας που χαρακτηρίζει το έργο του. Παράλληλα, πέρα από το πάντρεμα παραδοσιακού και σύγχρονου, ο Θανάσης προβαίνει επίσης στον επιτυχή συγκερασμό Ανατολής και Δύσης. Έχουμε, λοιπόν, μια αυτοδυναμία συνδυασμένη με μια ιδιότυπη ελευθερία – αυτά είναι, νομίζω, τα συστατικά που διαμορφώνουν συνολικά τη μουσική κοσμοθεωρία του. Και η υβριδικότητα αυτή τον καθιστά ξεχωριστή περίπτωση στον χώρο του ελληνικού πενταγράμμου, τόσο ως προς τη στιχουργική του ευλυγισία όσο και ως προς τη μουσική του ευκαμψία. Πρόκειται για πολυμορφία, ένα ιδιότυπο ηχητικό περιβάλλον που ανακατεύει τζουράδες, μπουζουκομάνες, ηλεκτρικές κιθάρες, εμπλουτίζει εξακολουθητικά την πνευματική αναζήτηση με νέους όρους και αποκαλύπτει τη δυναμική του ποιητικού λόγου διαχρονικά. Όλα αυτά νομίζω ότι παραμένουν ενεργά στη μέχρι τώρα διαδρομή του στο ελληνικό τραγούδι.
Υπάρχει κάτι από τις συζητήσεις σας που σου αρέσει πολύ αλλά δεν συμπεριέλαβες στο βιβλίο;
Στην προσπάθειά μου, προκειμένου να ολοκληρωθεί το βιβλίο, με βοήθησε πολύ ο ίδιος και τον ευχαριστώ θερμά για αυτό. Αποδέχτηκε την πρότασή μου να κουβεντιάσουμε σχετικά με την ποιητική του κοσμοθεωρία, απάντησε με προθυμία στις ερωτήσεις μου, παρόλο που η «περιπέτεια», πέρα από τα πρώτα αμήχανα τηλεφωνήματα, ξεκίνησε με μια δίωρη διαδικτυακή επαφή σε συνθήκες απόλυτης καραντίνας. Μιλώντας μαζί του τόσο διαδικτυακά αλλά και όταν τον συνάντησα στο Μεταξοχώρι Αγιάς, έλυσα πολλές απορίες μου – ελπίζω και δικές σας. Νομίζω ότι συμπεριλάβαμε τα πάντα…
Το βιβλίο έχει γνωρίσει πολύ μεγάλη επιτυχία, βρίσκεται ήδη στην 5η ανατύπωση αν δεν κάνω λάθος. Που το αποδίδεις αυτό;
Το βιβλίο δεν απευθύνεται μόνο στους ειδήμονες, είναι έτσι δομημένο ώστε να το παρακολουθήσει και κάποιος που δεν είναι φανατικός Θανασικός, γι’ αυτό άλλωστε αφαίρεσα πολύ υλικό, ώστε να είναι πιο πυκνό και εύληπτο. Αυτό σίγουρα έχει παίξει τον ρόλο του…Ωστόσο, είναι το μουσικό κράμα του Θανάση που ακούγεται ταυτοχρόνως ολοκαίνουργιο, φρέσκο, και την ίδια στιγμή αναγνωρίσιμο. Οι παράτολμοι, σε μια πρώτη ανάγνωση, χειρισμοί του ισορροπούν, θαρρείς, την κάθε αντίθεση: τον απόλυτο σεβασμό της παραδοσιακής μουσικής – χωρίς όμως την αίσθηση του δέους απέναντί της, που λειτουργεί ως αμήχανος διεκπεραιωτής -, αλλά και την απόλυτη ανάγκη επαναπροσέγγισής της σε ενεστώτα χρόνο. Κι όλα αυτά, με δάνεια στοιχεία από διάφορες πηγές, με αποτέλεσμα να υπάρχει τελικά μια δημιουργική σύμμειξη. Στους μουσικούς του δρόμους διασταυρώνονται το απώτερο με το πρόσφατο παρελθόν και το παρόν της ελληνικής μουσικής: το ροκ «χαιρετά» την παράδοση, το λαϊκό, πέρα από τα όργανα που χρησιμοποιεί κάθε φορά και τη φόρμα σύνθεσης που τελικά επιλέγει, είναι και θα είναι θεμέλιος κώδικάς του – με την απαραίτητη επισήμανση όμως ότι ο Θανάσης το ανανεώνει δημιουργικά.
Ποιο τραγούδι του Θανάση θα διάλεγες; Γιατί το αγαπάς;
Μου βάζεις δύσκολα…. «Η ουρά του αλόγου», πέρα από ότι είναι σπουδαίο τραγούδι, το έχω συνδέσει και με μια ιδιαίτερη προσωπική στιγμή.
Περνώντας σε σένα, θα θελα να μας πεις πόσο η εβραϊκή ιστορία, η εβραϊκή παρουσία στη Θεσσαλονίκη είχαν βαρύτητα στη δική σου πορεία, δεδομένου ότι έχεις ασχοληθεί και ως μελετητής με αυτή
Είναι σίγουρα μια σημαντική παράμετρος που βαραίνει το έργο μου. Έγιναν σίγουρα κάποια βήματα, σε σχέση με την εβραϊκή μνήμη στη Θεσσαλονίκη, δεν μπορεί να το παραγνωρίσει κανείς αυτό. Πριν από μερικά χρόνια υπήρχε απόλυτη ακινησία. Είχαμε, για παράδειγμα, τα τελευταία χρόνια την ανέγερση του μνημείου του εβραϊκού νεκροταφείου στον χώρο του campus του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου, καθιερώθηκε η πορεία μνήμης από την Πλατεία Ελευθερίας στον Παλιό Σιδηροδρομικό Σταθμό κάθε Μάρτιο, τοποθετήθηκαν οι δείκτες ιστορικής μνήμης σε διάφορα σημεία της πόλης, προχωρούν οι διεργασίες για την κατασκευή του Μουσείου Ολοκαυτώματος, επαναλειτούργησε η έδρα Εβραϊκών Σπουδών στο Α.Π.Θ. Μπορεί, λοιπόν, να είχαμε αυτές και άλλες αλλαγές, ωστόσο υπάρχουν πολλά που πρέπει να γίνουν ακόμη, το βάρος πρέπει να πέσει στην πληροφόρηση, στην ευαισθητοποίηση, αυτό που συνέβη στη Θεσσαλονίκη αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα δεν αφορά, σε καμιά περίπτωση μόνο τους Εβραίους, είναι κομμάτι της ιστορίας της χώρας. Σκέψου ότι έγιναν αυτά, αλλά είχαμε παράλληλα εξακολουθητικούς βανδαλισμούς είτε του Μνημείου Ολοκαυτώματος στην Πλατεία (;) Ελευθερίας είτε του μνημείου στο campus του Α.Π.Θ. H Θεσσαλονίκη και όχι μόνο περιμένει την ολοκλήρωση της κατασκευής του Μουσείου Ολοκαυτώματος Ελλάδος που θα κάνει τον επισκέπτη κοινωνό της πλούσιας ιστορίας και της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας της εβραϊκής ιστορίας της πόλης.
Ποιο βιβλίο σε σημάδεψε;
Δεν μπορώ να απομονώσω έναν μόνον τίτλο. Σίγουρα ως έφηβος μαγεύτηκα, όταν πρωτοδιάβασα Καραγάτση. Από εκεί και πέρα στις διαχρονικές αναγνωστικές μου προτιμήσεις συγκαταλέγονται ο Γιόζεφ Ροτ,, ο Πολ Όστερ αλλά και πολλοί άλλοι ακόμη
Ποιο βιβλίο διαβάζεις τώρα;
Ισαάκ Μπασέβις Σίνγκερ, «Έρωτας και εξορία», εκδόσεις Δώμα
Ποιο είναι το επόμενο συγγραφικό σου βήμα;
Προετοιμάζεται σιγά σιγά το ανέβασμα του θεατρικού μου έργου Live Streaming που θα γίνει τον Φεβρουάριο στην Αθήνα και στη συνέχεια θα ακολουθήσει η Θεσσαλονίκη.
Ευχαριστώ πολύ!