Ντανιέλ Μπενσαΐντ – με σχέδια του Σαρμπ, Μαρξ – Τρόπος Χρήσης, ΚΨΜ, σελ. 260 (μετάφραση: Γιάννης Καυκιάς)
Λίγοι σήμερα υποκύπτουν εύκολα στην εμπρηστική γοητεία του οράματος που προδιέγραψε πρώτος ο Μαρξ. Αν αυτό αποτελεί μορφής ηθικής προόδου, δύσκολα θα το ισχυριζόμαστε.
Μαρκ Μαζάουερ
Ο Μαζάουερ δεν είναι καθόλου «μαρξιστής». Παρ’ όλα αυτά θεωρεί την υποδοχή του έργου του Μαρξ από μια κοινωνία, ως δείκτη της ηθικής της υπόστασης. Και ας μην στραβομουτσουνιάσουν όσοι θεωρούν πως η ηθική δεν έχει θέση σε μια συζήτηση για το μαρξικό έργο. Όλα τα «πολιτικά» έχουν σχέση και με την ηθική.
Όλα τα πολιτικά.
Και ο Μπενσαΐντ, παρουσιάζοντάς μας τον Μαρξ, επιμένει πάρα πολύ στις πολιτικές διαστάσεις του έργου του. Ποια άλλη «χρήση», άλλωστε, θα ήταν σημαντικότερη;
Το βιβλίο Μαρξ -Τρόπος Χρήσης είναι μοναδικό, από αυτήν την άποψη. Ενώ, δηλαδή, εκθέτει και σχολιάζει, με τρόπο εύληπτο και διασκεδαστικό, θα έλεγα, το συνολικό έργο του Μαρξ, είναι φανερό, από τις πρώτες σελίδες, πως το απασχολούν πρωτευόντως όσα ο μεγάλος επαναστάτης έθεσε σχετικά με το ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, σχετικά με τον τρόπο, που μπορούμε να καταφέρουμε την υπέρβαση του καπιταλισμού και τη διαμόρφωση μιας αταξικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας «ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών», όπου «η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός θα είναι προϋπόθεση της ελεύθερης ανάπτυξης όλων».
Ας προσέξουμε, αρχικά, πως η ελευθερία είναι η καταστατική λέξη για τον προσδιορισμό αυτής της μελλοντικής «καλής» κοινωνίας. Πράγμα, που ήδη από τώρα, κάνει φανερό πως «η χειραφέτηση της εργατικής τάξης θα είναι έργο της ίδιας της εργατικής τάξης» ή δεν θα υπάρξει.
Ας προσέξουμε, ακόμα, πως “η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός” προηγείται της “ελεύθερης ανάπτυξης όλων”, που σημαίνει πως η προσωπική ελευθερία είναι απόλυτος όρος της συλλογικής ελευθερίας και, συνεπώς, δεν αναγνωρίζεται καμιά «αναγκαιότητα», η οποία να θέτει εντός παρενθέσεως την πρώτη, οσοσδήποτε «προσωρινά», προκειμένου να προωθηθεί η δεύτερη. Στόχος της χειραφετητικής διαδικασίας είναι η μεγαλύτερη δυνατή αυτοπραγμάτωση της καθεμιάς. Ενώ “ο χυδαίος κομμουνισμός δεν κάνει άλλο από το να ολοκληρώνει την ισοπέδωση οραματιζόμενος το ελάχιστο” και δεν είναι παρά “η αφηρημένη άρνηση της σφαίρας της κουλτούρας και του πολιτισμού, η επάνοδος στην απλότητα του στερημένου και χωρίς επιθυμία ανθρώπου -όχι μόνο δεν τοποθετείται πέραν της ατομικής ιδιοκτησίας, αλλά δεν έχει φτάσει καν σε αυτήν”.
Γι’ αυτό, κιόλας, ήδη από τα πρώτα του γραπτά, ο Μαρξ είναι αμείλικτος εχθρός κάθε είδους στρατοπεδικού «κομμουνισμού». «Δεν παύει να προειδοποιεί εναντίον των πρωτόγονων και χοντροκομμένων μορφών ενός κομμουνισμού που θα ήταν απλώς “η ολοκλήρωση της εξίσωσης με βάση το ελάχιστο”-που δεν θα καταργούσε την κατηγορία του εργάτη, αλλά θα αρκούνταν να την επεκτείνει σε όλους τους ανθρώπους, που δεν θα αντιπαρέθετε στο γάμο –“ο οποίος είναι, ασφαλώς, μιας μορφή αποκλειστικής ατομικής ιδιοκτησίας”- παρά μια “κοινοκτημοσύνη των γυναικών, όπου η γυναίκα γίνεται συλλογική και κοινή ιδιοκτησία”» (σελ. 30).
Δείκτης της κεντρικότητας της ελευθερίας στην αντίληψη του Μαρξ είναι η στάση απέναντι στην θρησκεία. Είναι πολύ διαδεδομένη η ιδέα πως πρόκειται για κάποιον φανατικό πολέμιο της θρησκείας, για κάποιον «άθεο» -αυτό, άλλωστε, δεν δηλώνει, με την πιο μεγάλη σαφήνεια, η έκφραση πως “η θρησκεία είναι το όπιο του λαού”; Όχι, καθόλου. Ο αθεϊσμός δεν είναι ακόμα παρά “ο τελευταίος βαθμός του θεϊσμού” και ένα είδος “αρνητικής αναγνώρισης της ύπαρξης του Θεού”.
Σε ό,τι αφορά, δε, το «όπιο», αξίζει να παραθέσω ολόκληρη την τοποθέτηση του Μαρξ, προκειμένου να αρθεί μια εξωφρενική πραγματικά παρεξήγηση.
“Η θρησκευτική οδύνη είναι έκφραση της πραγματικής οδύνης και συνάμα διαμαρτυρία ενάντια στην πραγματική οδύνη. Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεσμένου πλάσματος, η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, η ψυχή άψυχων συνθηκών. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Η κατάργηση της θρησκείας ως απατηλής ευτυχίας του λαού σημαίνει αξίωση της πραγματικής του ευτυχίας. Η αξίωση να εγκαταλειφθούν οι αυταπάτες για την υπάρχουσα κατάστασή του σημαίνει αξίωση να εγκαταλειφθεί μια κατάσταση που έχει ανάγκη τις αυταπάτες. Η κριτική της θρησκείας είναι λοιπόν εμβρυωδώς η κριτική της κοιλάδας των δακρύων που φωτοστέφανό της είναι η θρησκεία”.
Πόσο αλλάζει το νόημα, πραγματικά! Πόσο η επιβολή πάνω στον πιστό είναι εντελώς αδιανόητη -ακριβώς στο όνομα της αδιαπραγμάτευτης ελευθερίας!
Η επιμονή στην ελευθερία φανερώνεται ανάγλυφα και στον τρόπο που στέκεται απέναντι π.χ. στην καθολική ψηφοφορία -τόσο πονεμένη, και όχι μόνο αυτή, ιστορία στα «υπαρκτοσοσιαλιστικά» καθεστώτα. Στις 31 Μαΐου του 1871, στην Προσφώνηση στο Γενικό Συμβούλιο της (Α΄) Διεθνούς Ένωσης Εργατών, ως αποτίμηση της Παρισινής Κομμούνας θα σημειώσει «”Η καθολική ψηφοφορία έπρεπε να υπηρετεί τον συγκροτημένο σε κοινότητες λαό” και “τίποτε δεν θα μπορούσε να είναι πιο ξένο προς το πνεύμα της Κομμούνας από την αντικατάσταση της καθολικής ψηφοφορίας από μια ιεραρχική ανάθεση εξουσίας”. Ποτέ δεν περνάει από το μυαλό του ο περιορισμός του δικαιώματος ψήφου» (σελ. 111). Πώς, άλλωστε, να είναι αλλιώς, εφόσον η επανάσταση είναι “ενάντια στο κράτος καθεαυτό, αυτό το εξωφυσικό έκτρωμα της κοινωνίας”.
Όπως γλαφυρά σημειώνει ο Μπενσαΐντ, «αφού υπάρχουν κατέχοντες δεν μπορεί παρά να υπάρχουν και μη κατέχοντες -αφού υπάρχουν καταπιεστές δεν μπορεί παρά να υπάρχουν και καταπιεζόμενοι -αφού υπάρχουν αστοί δεν μπορεί παρά να υπάρχουν και προλετάριοι. Υπάρχουν όντως στον κόσμο και είναι περισσότεροι από ποτέ. Το πρόβλημα είναι η διαίρεσή τους, η εξατομίκευση που δεν είναι η προσδοκία περισσότερης ατομικής ελευθερίας και αυτοπραγμάτωσης, αλλά μια πολιτική καταναγκαστικής εξατομίκευσης (των ωραρίων, του χρόνου, της ψυχαγωγίας, της ασφάλισης). Πηγαίνει μαζί με τον ανταγωνισμό όλων εναντίον όλων, την ανταγωνιστικότητα, το παιχνίδι του αδύνατου κρίκου: Καθένας για τον εαυτό του και αλίμονο στους ηττημένους» (σελ. 60). Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι η εξατομίκευση, δεν είναι η επιδίωξη της ατομικής αυτοπραγμάτωσης. Είναι η «ελευθερία» του κατασπαραγμού, που αποτελεί το έμβλημα του φιλελευθερισμού.
Ήδη από το 1842 (!) ο Μαρξ είχε εκκινήσει τον προβληματισμό πάνω στο ζήτημα των κοινών, που βρίσκει στις μέρες μας μεγάλη προσοχή. Επισημαίνει ο Μπενσαΐντ:
«Τα χρόνια 1820 -1840, τόσο στη Γερμανία όσο και στη Γαλλία με την παλινόρθωση της μοναρχίας και στην Αγγλία με τον περιβόητο νόμο του 1834 σχετικά με τους φτωχούς, μια σειρά νομοθετικών μέτρων πλήττουν τα εθιμικά δικαιώματα των φτωχών (μάζεμα ξύλων, σταχυών που μένουν από το θέρο, ελεύθερη βοσκή) τα οποία τους επέτρεπαν να απολαύουν των κοινών αγαθών για τις στοιχειώδεις ανάγκες τους. Στόχος είναι να διαρραγούν οι στοιχειώδεις δεσμοί αλληλεγγύης των χωρικών ή ενοριτών, και τα παραδοσιακά κοινά αγαθά (όπως τα ξύλα) να μετατραπούν σε εμπορεύματα, ώστε να αναγκαστούν οι χωρικοί να συγκεντρωθούν στις πόλεις για να πουληθούν και ξεζουμιστούν στην αναδυόμενη βιομηχανία -όπως η σημερινή φιλελεύθερη αντιμεταρρύθμιση κατεδαφίζει μεθοδικά το εργατικό δίκαιο και το σύστημα κοινωνικής προστασίας, για να εξαναγκάσει τους εργαζόμενους να δεχτούν ολοένα και χειρότερες συνθήκες εργασίας και πώλησης της εργατικής τους δύναμης» (σελ. 52).
Ο αγώνας του προλεταριάτου είναι για την ελευθερία, ενάντια στην φιλελεύθερη λατρεία της ατομικής ιδιοκτησίας. Ενάντια σε ένα προχώρημα της ιστορίας, από την κακή της, γι’ άλλη μια φορά, πλευρά. Που δεν υπάρχει καμιά βεβαιότητα -κάθε άλλο- πως θα καταλήξει στην αταξική κοινωνία. Κάλλιστα, μπορεί να καταλήξει σε έναν ερειπιώνα.
Υπάρχει, ωστόσο, η δυνατότητα, που εκδηλώνεται “στο πραγματικό κίνημα που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων”. Ο Μαρξ, επομένως, είναι ένας στοχαστής του δυνητικού, που, πάει να πει πως είναι το ακριβώς αντίθετο από έναν φιλόσοφο της Ιστορίας. Προειδοποιεί, εξαρχής: “Χρησιμοποιώντας θεωρητικά τεχνάσματα θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι η μέλλουσα ιστορία είναι ο σκοπός της παρελθούσας ιστορίας”.
«Σ’ αυτόν τον φετιχισμό μιας Ιστορίας με γιώτα κεφαλαίο, αναγόμενης σε μια εκκοσμικευμένη μορφή του Πεπρωμένου ή της Πρόνοιας, αντιπαραθέτουν [μαζί με τον Ένγκελς], στη Γερμανική Ιδεολογία, μια αντίληψη απολύτως απομυθοποιημένη: “Η ιστορία δεν είναι παρά η διαδοχή γενεών που έρχονται η μία πίσω από την άλλη”» (σελ. 87). “Η ιστορία δεν κάνει τίποτα”. “Οι άνθρωποι κάνουν την ιστορία σε συνθήκες που δεν διάλεξαν αυτοί”. Γι’ αυτό όλα είναι αστάθμητα, όλα είναι αγώνας χωρίς «εγγύηση», είναι ελπιδοφόρα συνάντηση χωρίς καμιά διαβεβαίωση για αίσιο τέλος. Κανένας ντετερμινισμός δεν μπορεί να «εξηγήσει την ιστορία» και από αυτήν την άποψη η ιστορική σοσιαλδημοκρατία, μαζί με τον σοβιετικό «κομμουνισμό», είναι το πιο αντίθετο στον Μαρξ ρεύμα ιδεών … στην ιστορία.
Έτσι, οι κομμουνιστές δεν μπορεί να είναι σέχτα. Αποτελούν τμήμα της εργατικής τάξης, που επιδιώκει, ανά πάσα στιγμή, την έκφραση του συνόλου αυτής της τάξης και, επιπλέον, φροντίζει να τονίζει διαρκώς την κοινότητα των συμφερόντων της τάξης πέρα από εθνικά σύνορα. Είναι, επομένως, το πιο αδιάλλακτα διεθνιστικό τμήμα της, αυτό που την σπρώχνει “να απαλλαγεί από την εθνικότητα”.
“Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε”. Η ακροτελεύτια φράση του Μανιφέστου είναι και η σημαντικότερη από τις προτροπές, μια από τις πιο ουσιώδεις από στρατηγική άποψη. Η εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την επικράτηση της πανανθρώπινης ελευθερίας.
Όλα αυτά εξηγούν γιατί ο Μαρξ δεν είναι φετιχιστής της οργάνωσης. Η διαμόρφωση της διακήρυξης της Α΄ Διεθνούς είναι εξαιρετικό παράδειγμα μιας προσπάθειας να συμπεριληφθούν δεκάδες οργανώσεις ενός τεράστιου εύρους, συχνά ανταγωνιστικές μεταξύ τους . Δεν είναι ένα «μαρξιστικό» κείμενο, αλλά ένα κείμενο που μπορεί να εκφράσει το σύνολο των εργατικών τάξεων, στο επίπεδο συνείδησης που είχε κατακτηθεί μέχρι τότε. Κανένας σεχταρισμός δεν χωρούσε μπροστά στο μεγάλο καθήκον της κατάκτησης της πολιτικής αυτονομίας του προλεταριάτου.
Κανένα κόμμα δεν είναι πάνω από την τάξη. Γι’ αυτό και κανένα κόμμα δεν είναι αναντικατάστατο. Να πώς εξηγεί ο Ένγκελς, σε μια επιστολή προς τον Μαρξ, με ημερομηνία 13 Φεβρουαρίου 1851, τη στάση τους απέναντι σε αυτό το ζήτημα, με αφορμή την διάλυση της πρώτης οργάνωσης, στην οποία οι ίδιοι συμμετείχαν, την Λίγκα των Κομμουνιστών:
“Πώς θα μπορούσε να έχουν την θέση τους σε ένα κόμμα άνθρωποι σαν κι εμάς, που αποφεύγουν σαν τη χολέρα τα επίσημα πόστα; Τι μας ενδιαφέρει ένα «κόμμα» εμάς, που φτύνουμε τη δημοτικότητα και που αρχίζουμε να μην ξέρουμε πού βρισκόμαστε όταν γινόμαστε δημοφιλείς; Τι μας ενδιαφέρει ένα κόμμα, δηλαδή μια παρέα γαϊδάρων που δεν σταματούν να ορκίζονται στο όνομά μας…; Αυτήν την θέση πρέπει να υιοθετήσουμε στο προσεχές μέλλον. Να μη δεχτούμε κανένα επίσημο κρατικό πόστο, αλλά και κανένα επίσημο πόστο στο κόμμα, όσο αυτό μας είναι δυνατόν”.
Από το βιβλίο δεν θα μπορούσε, βέβαια, να λείπουν τα συνήθη σε μια μαρξιστική «εισαγωγή». Τα τελευταία κεφάλαια -Ποιος έκλεψε την υπεραξία; Το αστυνομικό μυθιστόρημα του κεφαλαίου, Γιατί ο κ. Κεφάλαιο κινδυνεύει να πάθει κρίση, Γιατί ο Μαρξ δεν είναι ούτε πράσινος άγγελος ούτε παραγωγιστής διάβολος- παρουσιάζουν, με εξαιρετικά σαφή και περιεκτικό τρόπο, τα «οικονομικά» του Μαρξ.
Το Μαρξ -Τρόπος Χρήσης, εν τέλει, δεν αποτελεί «εισαγωγή» σε κάτι.
Πρόκειται για μια πολιτική κατάθεση, που διαμορφώνει το έδαφος έτσι ώστε να επανεκκινήσει η τόσο ξεχασμένη εδώ και δεκαετίες πραγματική στρατηγική συζήτηση, που χάθηκε μέσα στην ήττα και τη διαχείριση του υπάρχοντος.
Το θέμα του, δηλαδή, είναι η επανάσταση.