Louis Althusser, Μύηση στη φιλοσοφία για τους μη-φιλοσόφους, Εκτός Γραμμής, σελ. 356
(μετάφραση: Τάσος Μπέτζελος)
Κάθε άνθρωπος είναι φιλόσοφος
Αντόνιο Γκράμσι
Αν κάθε άνθρωπος είναι φιλόσοφος, τότε ποιοι είναι οι μη-φιλόσοφοι; Και ποιοι είναι, σε αντίστιξη, οι φιλόσοφοι ως ειδική κατηγορία;
Δίνω, εξαρχής, την απάντηση: Φιλόσοφοι, με την ειδική έννοια, είναι οι καθηγητές της φιλοσοφίας -αλλιώς, αυτοί που τη διδάσκουν.
«Το χαρακτηριστικό που τους κάνει φιλοσόφους είναι ότι ζουν σε έναν ξεχωριστό κόσμο, σε έναν κλειστό κόσμο, ο οποίος απαρτίζεται από τα μεγάλα έργα της ιστορίας της φιλοσοφίας. Φαινομενικά, δεν υπάρχει τίποτα έξω από αυτόν τον κόσμο. Ζουν μαζί με τον Πλάτωνα, τον Ντεκάρτ, τον Καντ, τον Χέγκελ, τον Χούσερλ, τον Χάιντεγκερ κ.ά.» (σελ. 45). Που τους διαβάζουν και τους ξαναδιαβάζουν συνεχώς και ακατάπαυστα. Σε αντίθεση με ένα καθηγητή φυσικής, που, δεν διαβάζει στο διηνεκές ένα σύγγραμμα του τομέα του, ο φιλόσοφος βρίσκεται διαρκώς σε μια διαδικασία ανάγνωσης και διαρκούς επανανάγνωσης. «[Ε]ίναι ίδιον της πρακτικής της φιλοσοφίας να επανέρχεται ξανά και ξανά στα κείμενα. Ο φιλόσοφος το γνωρίζει πολύ καλά, και επιπρόσθετα εξηγεί και το γιατί! Διότι ένα φιλοσοφικό έργο δεν παραδίδει ποτέ με την πρώτη ανάγνωση το νόημά του, το μήνυμά του -είναι υπερφορτωμένο με νόημα, είναι εκ φύσεως ανεξάντλητο και θαρρείς άπειρο, έχει πάντα κάτι νέο να πει σε όποιον ξέρει να το ερμηνεύει. Η πρακτική της φιλοσοφίας δεν είναι απλή ανάγνωση ούτε επίσης απόδειξη. Είναι ερμηνεία, διερώτηση, στοχασμός. Θέλει να κάνει τα μεγάλα έργα να πουν αυτό που θέλουν να πουν, ή μπορεί να θέλουν να πουν, στην απύθμενη Αλήθεια που περιέχουν, η μάλλον που υποδεικνύουν, σιωπηρά, καθώς «νεύουν» προς τη μεριά της» (σελ. 46).
Επιπλέον, η φιλοσοφία είναι ένας κόσμος δίχως ιστορία. Με όλη τους την ποικιλία, όλες οι φιλοσοφίες είναι σύγχρονες. Η φιλοσοφία, εξαιτίας όλων αυτών, είναι άπειρη και αιώνια, με την έννοια πως αυτό που λέει είναι ανεξάντλητο και, επιπρόσθετα, η ίδια περιέχεται εν σπέρματι μέσα σε κάθε φιλοσοφία.
Γιατί συμβαίνουν όλ’ αυτά; Μα, επειδή, στην πραγματικότητα, κατά βάθος, έχουμε να κάνουμε πάντοτε με τα ίδια ερωτήματα. Όπως, αυτό, που μας καλεί να σκεφτούμε γιατί να υπάρχει κάτι και όχι τίποτε.
Επομένως, οι καθηγητές της φιλοσοφίας δεν μας παρέχουν γνώσεις, αλλά εμπνέουν την επιθυμία του φιλοσοφείν και μαζί έναν τρόπο να φιλοσοφούμε.
Αυτά λέγονται σχετικά με την φιλοσοφία από τους περισσότερους που την «ασκούν». Οι οποίοι, λέει ο Αλτουσέρ, ανήκουν, εν πολλοίς στην ιδεαλιστική τάση και ασκούν την ιδεαλιστική πρακτική της φιλοσοφίας.
Υπάρχει, όμως, άλλος τρόπος να φιλοσοφεί κανείς; Ναι, υπάρχει, ο υλιστικός τρόπος. Ο οποίος, από μια ογκώδη παρεξήγηση, πολιτικά καθορισμένη, θεωρήθηκε πως θεμελιώνεται πάνω στην ιδέα πως «όλα είναι ύλη». Στην πραγματικότητα, η διαφορά συνίσταται στην επιθυμία των, ας πούμε, υλιστών, να μην αποτελούν μέρος ενός κόσμου κλεισμένου στον εαυτό του, αλλά να βγουν και να κατοικήσουν στον εξωτερικό κόσμο. Χωρίς να παραμελούν τα μεγάλα φιλοσοφικά έργα, επιχειρούν να αναζητήσουν τον τρόπο να φιλοσοφούν στις πρακτικές, στις γνώσεις και στους κοινωνικούς αγώνες. Η δική τους φιλοσοφία είναι, προπάντων πρακτική, ενώ των ιδεαλιστών είναι θεωρητική.
Και οι μη-φιλόσοφοι; Με ποιον τρόπο είναι φιλόσοφοι, για να ξαναθυμηθούμε τον Γκράμσι; Μα γιατί, όλοι μας, έχουμε μια «προσωπική» φιλοσοφία, που είναι «φυσική» για κάθε άνθρωπο, έναν τρόπο «να βλέπουμε τα πράγματα». Υπάρχουν πράγματα, πολύ σημαντικά, τα οποία δεν είδαμε ποτέ και δεν τα γνωρίζουμε, πράγμα που δεν σημαίνει, όμως, ότι δεν μπορούμε να έχουμε μια ιδέα γι’ αυτά. Ο θάνατος, η οδύνη, η πολιτική, η τέχνη, το τέλος και η απαρχή του κόσμου, ο έναστρος ουρανός μας απασχολούν όλους -και όλες και όλοι έχουμε μια «φιλοσοφία» για να τα προσεγγίζουμε, για να σκεφτόμαστε πάνω σε αυτά.
Ο Αλτουσέρ υποστηρίζει πως η ιδεαλιστική κυριαρχία, σχετικά με αυτά τα ζητήματα, οφείλεται, μεταξύ άλλων, στο γεγονός πως αποτελούν «απορροή» από αυτό που, σε αντίθεση με την φιλοσοφία, υπήρχε όντως ανέκαθεν, για να ρυθμίζει τις ανθρώπινες κοινωνίες, «απαντώντας» στα μεγάλα ερωτήματα της ζωής και του θανάτου, της αναπαραγωγής και της οδύνης, της ηθικής -του «πρακτικού λόγου». Πρόκειται για την θρησκεία. Η οποία έδινε κάποια διέξοδο στους ανθρώπους, που ένιωθαν αδύναμοι μπροστά στην αναγκαιότητα των πραγμάτων. Αυτή η αδυναμία διαμόρφωνε την ευκαιρία, αρχικά στη θρησκεία και έπειτα στην κυρίαρχη ιδεαλιστική τάση της φιλοσοφίας, να ενισχύει μια στάση ηττοπάθειας στην πλειοψηφία των ανθρώπων απέναντι στην φύση και, από την στιγμή της κατίσχυσης των ταξικών κοινωνιών, απέναντι στην κοινωνία.
«Ναι, μέσα στις μεγάλες λαϊκές μάζες που δεν έχουν ακόμη αφυπνιστεί στον αγώνα ή επίσης σε όσους πάλεψαν και ηττήθηκαν, υπάρχει ένα υπόβαθρο ηττοπάθειας. Τούτη η ηττοπάθεια έρχεται από τα βάθη της ιστορίας, που ήταν πάντα ιστορία ταξικών κοινωνιών, επομένως της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης. Οι άνθρωποι του λαού, που διαπλάστηκαν από αυτήν την ιστορία μπορεί να εξεγέρθηκαν -καθώς, όμως, οι εξεγέρσεις πάντοτε γνώριζαν την ήττα, δεν είχαν άλλη επιλογή παρά μόνο να παραιτούνται και να αποδέχονται «με φιλοσοφία» την αναγκαιότητα που υφίσταντο.
Εδώ ακριβώς θα εμφανιστεί η θρησκεία» (σελ. 50).
Εδώ ακριβώς θα εμφανιστεί η θρησκεία. Και, στη συνέχεια, όταν πια η θρησκεία δεν ήταν αρκετή, εφόσον οι επιστήμες, με πρώτα τα μαθηματικά στην Ελλάδα, αποδιάρθρωναν τη βάση της, θα εμφανιστεί η, μέχρι και σήμερα κυρίαρχη, ιδεαλιστική φιλοσοφία. Και ο υλισμός ως αντίσταση, εν πολλοίς, στο εσωτερικό της.
Η θρησκεία και η ιδεαλιστική φιλοσοφία -με την κατάλληλη πρακτική της- θα απαντήσει στα μείζονα ερωτήματα, προφυλάσσοντας την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Θα προσφέρει, σε ανθρώπους, οι οποίοι π.χ. σκέφτονταν πως «πάντοτε βασίλευε η αδικία στη Γη, πάντοτε υπήρχαν πλούσιοι και φτωχοί» κ.λπ., μια επεξεργασμένη μορφή της ιδέας της αναγκαιότητας και, μαζί, μια «φιλοσοφία» της ηττοπάθειας. Κυρίως, όμως, θα δώσει το πρότυπο της εξουσίας, που παράγει αυτήν την αναγκαιότητα, πάει να πει, τον Θεό.
Γι’ αυτό η φιλοσοφία, παρ’ όλο που ο δικός της «Θεός» είναι πολύ διαφορετικός από αυτόν της θρησκείας -όντας αφηρημένη έννοια μέσα σε ένα σύστημα εννοιών, ενώ ο θρησκευτικός Θεός είναι προσωπικός, μας «ακούει», μας «βλέπει» και δέχεται τις προσευχές μας- δεν παύει να μας δείχνει πως και ο φιλοσοφικός Θεός εξουσιάζει το σύμπαν, όπως ο «βασιλιάς» εξουσιάζει τον δικό μας κοινωνικό κόσμο.
Να, τα καταστατικά θρησκευτικά ερωτήματα, με πρώτο το ερώτημα των ερωτημάτων, το ερώτημα για την Απαρχή του Κόσμου: Γιατί να υπάρχει κάτι αντί για τίποτα; Γιατί υπάρχει το Είναι αντί για το Μηδέν; Γιατί υπάρχει ο κόσμος και οι άνθρωποι; Μα, γιατί υπάρχει ο Θεός που δημιούργησε εκ του Μηδενός και θα σώσει στο Τέλος των Αιώνων τον άνθρωπο. Τότε, όλη η στενοχώρια, η οδύνη, η φθορά των πάντων, ο ίδιος ο θάνατος, θα δείξουν το νόημά τους και, τα φοβισμένα πλάσματα που είμαστε, επιτέλους θα κατανοήσουμε και θα λυτρωθούμε.
Η φιλοσοφία θα έρθει να ασχοληθεί με τα ίδια ερωτήματα. Και δεν θα απαλλαγεί, καθόλου, από τον Θεό. Ακόμη κι ο μεγάλος Σπινόζα, υποσκάπτοντας την έννοια, με το να της δώσει έκταση ίση με αυτήν της Φύσης, θα μιλήσει για τον Θεό, ως άπειρη υπόσταση, με απειρία κατηγορημάτων («ιδιοτήτων») και, ακόμη μεγαλύτερη, απειρία τρόπων να εξελίσσονται στο «εσωτερικό» του.
Ο Πλάτων θα τον δει ως Ιδέα του Αγαθού, ο Αριστοτέλης ως Πρώτο Κινούν, ο Ντεκάρτ ως Πρώτη Αιτία, ο Λάιμπνιτς ως Άπειρη Υπολογιστική Μηχανή του καλύτερου των δυνατών κόσμων. Αλλά «Αυτός» θα είναι πάντα εκεί. Και η «παρουσία» του θα δίνει παρηγοριά ή, τουλάχιστον, «εξήγηση».
Είναι τόσο σημαντικά, για όλους τους ανθρώπους, τα προηγούμενα, που και ο υλισμός ακόμη είναι υποχρεωμένος να «αναμετρηθεί» μαζί τους. Ως ηγεμονευόμενη, αλλά ενύπαρκτη στην ιδεαλιστική, από την αρχή σχεδόν, η υλιστική φιλοσοφία, καλύτερα η υλιστική πρακτική της φιλοσοφίας, αναλαμβάνει το πολύ δύσκολο έργο να μιλήσει «γι’ αυτά», χωρίς να μπορεί να προσφέρει καμία παρηγοριά.
Ο υλισμός αποδέχεται πως «η φιλοσοφία δεν διδάσκεται», πως «είναι υπερφορτωμένη με νόημα», πως «δεν έχει ιστορία», αλλά τους δίνει εντελώς διαφορετικό νόημα. Ως προς το τελευταίο, για παράδειγμα, την παραδοχή, δηλαδή, πως η φιλοσοφία δεν έχει ιστορία, ο υλισμός την υποστηρίζει στο μέτρο που η ιστορία της φιλοσοφίας είναι η επανάληψη της ίδιας θεμελιώδους σύγκρουσης, που αντιπαραθέτει την υλιστική με την ιδεαλιστική τάση.
Όπως προείπα, ο υλισμός, ως φιλοσοφική πρακτική, προσβλέπει στο «έξω» του. Ξέρει να σωπαίνει και να μαθαίνει από τους ανθρώπους, τις πρακτικές τους, τις αγωνίες τους και τις οδύνες. Γι’ αυτό, οι υλιστές φιλόσοφοι είναι ολιγόλογοι. Περισσότερο ακούν παρά μιλούν. Και αντιλαμβάνονται πως οι θέσεις, που θα πάρουν στο φιλοσοφικό πεδίο της μάχης, όπου διακυβεύονται πολύ περισσότερα από εννοιολογικές, εν πολλοίς, διαμάχες, είναι, αποτέλεσμα της αστάθμητης συνάντησης με πράγματα «εκεί έξω».
Οι υλιστές ισχυρίζονται πως τα πιο πολλά από τα «πρώτα και έσχατα» ερωτήματα είναι χωρίς νόημα -κι, άρα, είναι κρίσιμο, όχι να «απαντηθούν», αλλά να αποδομηθούν. Για να καταλάβουμε τι σημαίνει αυτό, έχουμε το σπουδαίο έργο του Βιτγκενστάιν, αλλά και του Νίτσε.
Δεν υπάρχει τρόπος ν’ απαντηθεί το ερώτημα του Μαλμπράνς -Μα, γιατί βρέχει στη θάλασσα, στις αμμουδιές και στις δημοσιές;- γιατί, απλώς, δεν έχει νόημα. Η παραδοχή πως υπάρχουν πράγματα που «δεν χρησιμεύουν σε τίποτε» επιλύει τον κόμπο, με τον μόνο λογικό τρόπο: κόβοντάς τον. Το ερώτημα, αν ακούγεται ήχος με την πτώση ενός δένδρου στο βάθος του δάσους, πολύ μακριά από την ανθρώπινη παρουσία, δεν βγάζει νόημα, εφόσον το «ακούγεται» υποθέτει ήδη έναν κάποιον «ακροατή» -άλλον από τον «Θεό».
Και ο θάνατος; Η οδύνη; Η αγωνία; Προς τι όλα αυτά;
Ακόμη κι αν θεωρηθεί σόφισμα η πρόταση πως ο θάνατος δεν υπάρχει για μένα, στο μέτρο που όταν είμαι εγώ δεν είναι αυτός, ενώ όταν είναι αυτός δεν είμαι εγώ, η σπινοζική ιδέα πως πρέπει να μας απασχολεί η ζωή και όχι ο θάνατος, να προωθούμε τη χαρά και όχι το πένθος, βγάζει νόημα και μας δείχνει τι θα πει να βλέπουμε τη ζωή μας sub specie aeternitatis, από την σκοπιά της αιωνιότητας, μιας πολύ διαφορετικής αιωνιότητας από αυτήν της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας.
Ως προς την «οντολογία», η θέση πως ο κόσμος υπήρχε από πάντα, χωρίς την ανάγκη κανενός δημιουργού, να τον «βγάλει» από το Μηδέν ή από το Χάος, ήδη επεξεργασμένη από τον Δημόκριτο, πριν τον Πλάτωνα, «λύνει» πολύ «οικονομικότερα» τις σχετικές «απορίες». Ο κόσμος είναι κενό και άτομα, από πάντα. Και η αστάθμητη «παρέγκλιση» των ατόμων, όπως «πέφτουν», συνεχώς, μέσα στο κενό, φτιάχνει όλη την ποικιλία οντοτήτων, που υπάρχουν.
Ως προς τη γνωσιολογία, η ιδέα πως μόνο η πρακτική μας συνδέει με την «αλήθεια», πως μόνο ο μετασχηματισμός του κάνει γνώσιμο ένα ον, σημαδεύει μια τροχιά με πολύ μεγάλη δύναμη.
Όλα αυτά είναι πειστικά, για μένα, τουλάχιστον.
Ο Αλτουσέρ, ωστόσο, σημειώνει: «Βεβαίως, είναι αλήθεια ότι ο θάνατος, με την κυριολεξία του όρου, δεν είναι πλέον τίποτα για ένα πτώμα ή είναι μια φευγαλέα απειροελάχιστη στιγμή για έναν ζωντανό, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια για την οδύνη που προηγείται τόσων θανάτων, όπως δεν είναι αλήθεια για τους επιζώντες που λαμβάνουν από τους ετοιμοθάνατους το αιώνιο μάθημα της ανθρώπινης περατότητας και βλέπουν εκ των προτέρων στον θάνατο το πεπρωμένο που αναπόφευκτα τους περιμένει: το μάθημα του φόβου» (σελ. 71).
Το ξαναλέω: ο υλισμός δεν μπορεί να προσφέρει παρηγοριά. Μας λέει, όμως, με τα λόγια του Σπινόζα: «να φιλοσοφείς δεν σημαίνει να μαθαίνεις να πεθαίνεις, αλλά να μαθαίνεις να ζεις». Που πάει να πει: «άλλαξε τη ζωή μαζί με τους άλλους, κάνε τη πολύ καλύτερη, όπως μπορεί να γίνει». Μπορούμε να μετασχηματίσουμε ριζικά τον κόσμο κι έτσι να μετασχηματίσουμε ριζικά και την φιλοσοφία, μ’ όλο που πάντα, ίσως, θα τη «χρειαζόμαστε», έστω για να μη ψάχνουμε νόημα εκεί που δεν υπάρχει.
Ο Αλτουσέρ θα μας οδηγήσει, μέσα από την ανάλυση των πρακτικών, αυτήν της παραγωγής, την επιστημονική πρακτική, την ιδεολογική -με τους μηχανισμούς της, την πολιτική, την ψυχαναλυτική και την καλλιτεχνική, σε αυτό που είναι η κατεξοχήν φιλοσοφική πρακτική. Θα μας δώσει τη δυνατότητα να σκεφτούμε πάνω στον τρόπο που σκεφτόμαστε, πάνω στην αφαίρεση, στην οποία αναγκαστικά προσφεύγουμε ανά πάσα στιγμή, και, ειδικότερα, πάνω στη φιλοσοφική αφαίρεση. Επιπλέον, θα μας βοηθήσει να συλλάβουμε τη σχέση της φιλοσοφίας με την ιδεολογία και την πάλη των τάξεων και θα καταλήξει να σκιαγραφήσει, όσο γίνεται, μια νέα -μαρξιστική- πρακτική της φιλοσοφίας, σε μετωπική σύγκρουση με τις κυρίαρχες στην κομμουνιστική αριστερά της εποχής του, αλλά και της δικής μας, φιλοσοφικές ανοησίες του diamat, με τους «νόμους» της διαλεκτικής, την βασιλεία του «διαλεκτικού υλισμού» πάνω στις επιστήμες.
Υπό αυτούς τους όρους, βλέπει «να διαγράφεται το μέλλον μιας πρακτικής της φιλοσοφίας η οποία, την ίδια στιγμή που αναγνωρίζει την ύπαρξη του συγκρουσιακού πεδίου της φιλοσοφίας […], επιδιώκει να το μετασχηματίσει για να προσφέρει στην προλεταριακή ταξική πάλη, αν υπάρχει ακόμη χρόνος, ένα «όπλο για την επανάσταση»(σελ. 319).
Η «Μύηση» είναι καταπληκτικό έργο, βαθύ, πλούσιο, όσο και εύληπτο, αναγνώσιμο.
Η μετάφραση του Τάσου Μπέτζελου καταφέρνει όχι μόνο να διατηρήσει την υψηλή ποιότητά του, αλλά, νομίζω, και να την εμπλουτίσει.
Οι εκδόσεις Εκτός Γραμμής παρέχουν μια μοναδική εκδοτική προσφορά. Πρόκειται για ένα από τα καλύτερα φιλοσοφικά βιβλία, που εκδόθηκαν στη γλώσσα μας, τα τελευταία πολλά χρόνια.