in

Τα παιδιά των γκασταρμπάιτερ. Της Αθηνάς Παπανικολάου

Χαρούλα Αποστολίδου, Μάλο Μόμε, μικρό κορίτσι, εκδ. ΒΑΡΦΗ, Θεσσαλονίκη 2022, σελ.216

«..για να διαβάσουμε ένα βιβλίο δεν αρκεί ποτέ η ικανότητα που πηγάζει από τον νου, αλλά αντίθετα πάνω από όλα είναι απαραίτητη η παρουσία της καρδιάς»

Massimo Recalcati, Mε ανοιχτό βιβλίο, Μια ζωή είναι τα βιβλία της , κέλευθος, 2022

Ας μιλήσουμε λοιπόν για μια νουβέλα που γράφτηκε με την καρδιά και διαβάστηκε με την καρδιά, για τη «Μάλο Μόμε», το μικρό κορίτσι, της εκπαιδευτικού και συγγραφέα Χαρούλας Αποστολίδου.

Ένα φθινοπωρινό πρωινό, στα τέλη του 60, ένα κοριτσάκι σέρνεται στον δρόμο της γειτονιάς μου, σε ένα μικρό χωριό της Δυτικής Μακεδονίας. Κλαίει σπαρακτικά τραβώντας το φουστάνι της μαμάς του. Αυτή κρατάει μια βαλίτσα στο χέρι και προσπαθεί να μπει στο ταξί που περιμένει στη στροφή . Ο πατέρας του είναι ήδη μέσα στο αυτοκίνητο. Τα ρούχα του παιδιού γίνονται άσπρα από τη σκόνη και από το στόμα του κυλάει καφέ αφρός και βάφει τον λαιμό του. Είναι τα σάλια και τα δάκρυα που αναμιγνύονται με το στεγνό χώμα που καταπίνει. Η μαμά του κλαίει βουβά και αυτή, δε γυρίζει πίσω να κοιτάξει το κορίτσι, σχίζεται ο ποδόγυρος της όταν κατορθώνει να κλείσει την πόρτα. Η γιαγιά τραβάει το κοριτσάκι, το σηκώνει, τρέχουν οι γειτόνισσες, βοηθάνε, παρηγορούν « θα γυρίσει, μην κλαις καλό μου, θα γυρίσει και θα σου φέρει δώρα, κούκλες, καραμέλες, σοκολάτες», μα αυτό δε σταματά, χτυπιέται σαν το ψάρι που σπαρταράει στα δίχτυα και θέλει να ξεφύγει. Κρατάει στα χεράκια του σφιχτά το κομμάτι ύφασμα που έκοψε από το φόρεμα της μάνας του και τρέχει πίσω από το ταξί που χάνεται μέσα στη σκόνη, πριν αυτό βγει στη δημοσιά. Πέφτει ξέπνοο στον δρόμο όταν το αμάξι χάνεται πια από τον ορίζοντά του μέσα σ’ ένα σύννεφο σκόνης.

Πενήντα πέντε χρόνια μετά, ακούω ακόμα τη φωνή του «Μαμά, μαμά, γύρνα πίσω» Η γειτονοπούλα μου ήταν, σχεδόν συνομήλικη, πάντα πονεμένη, πάντα με λίγο χώμα στα χείλη της, πάντα σκονισμένες λέξεις έβγαιναν απ’ το στόμα της. Έφευγαν οι γονείς της μετανάστες στη Γερμανία, πίσω αυτή με τους παππούδες να μεγαλώνει χωρίς το μητρικό χάδι, χωρίς την πατρική στοργή. Όταν άρχισα να διαβάζω τη νουβέλα της Χαρούλας Αποστολίδου, αυτή η σκηνή ήρθε στα μάτια μου, χώμα γέμισε το στόμα μου κι ένα κόμπος, ένα λυγμός στάθηκε στον λαιμό μου κι ασυναίσθητα ψιθύριζα το αξέχαστο παλιό τραγούδι του Γ. Ζαμπέτα σε στίχους του Αλ. Καγιάντα, με τη φωνή του Γιάννη Πουλόπουλου, αυτό που πολλές φορές είχαμε τραγουδήσει, όντας αργότερα έφηβοι και νέοι στη δεκαετία του 70, τότε που συνέχιζαν να αδειάζουν τα σπίτια στα χωριά και στις πόλεις της Μακεδονίας καθώς οι νέοι μετανάστες έπαιρναν τα τρένα για τη Γερμανία.

Αυτοί που φεύγουν σφίγγουν τα χείλια
πνίγουν τα δάκρυα να μη φανούν
κι αυτοί που μένουν κουνούν μαντήλια
κι αναστενάζουν γιατί πονούν.

Αυτοί που φεύγουν κάποιο λυγμό τους
παίρνουν μαζί τους και μιαν ευχή
κι αυτοί που μένουν στο σπαραγμό τους
κάνουν κουράγιο και προσευχή.

Κι αυτούς που φεύγουν
κι αυτούς που μένουν
οι μοίρες μ’ απονιά
πάντα τους δέρνουν

Για αυτούς που έφυγαν γράφτηκαν πολλά, τραγούδια στιχουργήθηκαν και μελοποιήθηκαν, βιβλία και μελέτες εκδόθηκαν, διδακτορικά εκπονήθηκαν, εκθέσεις φωτογραφίας στήθηκαν, θεατρικά και κινηματογραφικά έργα κατέγραψαν την διαδρομή της εργατικής τάξης στην ξενιτιά. Για αυτούς όμως που έμειναν πίσω ελάχιστα μάθαμε, λίγες οι φωτογραφίες που απαθανάτισαν τα πρόσωπά τους, άφαντα τα παιδιά κι ανήκουστο το κλάμα τους. Έγιναν υπόγειο ποτάμι τα δάκρυα τους ψάχνοντας άνοιγμα να χυθούν στη μεγάλη θάλασσα. Και ήρθε η ώρα να βρεθεί αυτό το άνοιγμα, να δει το φως ο παραχωμένος πόνος, να εκφραστεί με λέξεις η πίκρα του χωρισμού με τους γονείς, να μαλακώσει η παλιά πληγή. Να γιατρευτεί είναι δύσκολο, γιατί ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω, όπως δε γύρισε το βλέμμα η μάνα που έφυγε εκείνο το πρωί στη γειτονιά μου.

Μέχρι τώρα διαβάζαμε τη λογοτεχνία από την πλευρά των μεταναστών.

Τώρα θα διαβάσουμε αυτήν με τη φωνή των παιδιών τους. Γράφει η Χ.Α:

«Γράφτηκε, ποτέ κάποιο άνάποδο» τραγούδι; Για αυτούς που έμειναν; Για πες; Ξέρεις κανένα; Εγώ όχι: Θαρρείς και η πατρίδα-από μόνη της- ήταν ικανή, επαρκούσε, να γεμίσει τα κενά μας…

Την Κοιλάδα των Τεμπών , του Θανάση, την έχεις ακούσει; «…πώς ήταν άνθρωπος παλιά κι είχε μαμά στην ξενιτιά..»

Αυτή η γλώσσα μας, η τόσο γενναιόδωρη με σας τους μετανάστες, τους απόδημους, τους εκπατρισμένους, τους ξεριζωμένους, δεν μπόρεσε να στριμωχτεί, να τεντωθεί και να εκστομίσει μία, έστω μόνο μία, λέξη για τα παιδιά των γκασταρμπάιτερ, για τα παρατημένα ανήλικα των φευγάτων εργατών;»

Η Χαρούλα Αποστολίδου με τη νουβέλα της ανέλαβε ένα χρέος, να γράψει το «ανάποδο τραγούδι», να μιλήσει εκ μέρους όλων εκείνων των παιδιών, να φωτίσει τις ρωγμές, να δείξει πώς δίπλωσε ο χρόνος και μέσα στα τσακίσματα του υφάσματός του έκλεισε παιδικά χρόνια, εφηβεία, νεότητα, ωριμότητα, έκλεισε δύο παιδιά, δύο μάλο μόμε , δύο γυναίκες που άλλαζαν ρόλους μεγαλώνοντας πάνω στη σκηνή της μετανάστευσης. Μότο της τα καινούρια τραγούδια του Θανάση Παπακωνσταντίνου, οι στίχοι του προλογίζουν και κλείνουν τα κεφάλαια του βιβλίου.

Παιδιά που έμειναν στα μετόπισθεν να μεγαλώνουν με τους παππούδες στην ερημία της επαρχίας προσμένοντας τον γυρισμό των γονιών, αυτών που δεν πρόλαβαν να γνωρίσουν, δεν μπόρεσαν να κρατήσουν τη μυρωδιά του λαιμού και των ρούχων τους, δεν πρόφτασαν να χορτάσουν την αγκαλιά τους. Υπάρχουν κι αυτά τα πέτρινα χρόνια κι είναι ακόμα αχαρτογράφητα. Η προσμονή του γυρισμού έκλεβε τις χαρές τους, στοίχειωνε τον ύπνο και τον ξύπνιο τους.

Ένας γυρισμός που τις περισσότερες φορές μεγάλωνε το χάσμα του χρόνου και της αποξένωσης παρά το γεφύρωνε. Το αίσθημα της εγκατάλειψης ήταν δυσβάσταχτο και στις δύο πλευρές.

Δύσκολοι αποχαιρετισμοί, ακόμα πιο δύσκολα τα ανταμώματα. Πώς να γεφυρωθεί τόση απόσταση; Διαμεσολαβητές του χρόνου που κυλούσε και στους δύο τόπους, τα γράμματα κι οι φωτογραφίες, μα κι αυτές επινοούσαν μια πραγματικότητα που ξέφευγε σαν την άμμο μέσα από τα χέρια τους. Το παράπονο, η πίκρα, η άδεια θέση στο τραπέζι, στη σχολική γιορτή, στο πανηγύρι δεν μπορούσαν να αντικατασταθούν, να πληρωθούν με ζώσα παρουσία. Γράφει για αυτές σ’ ένα από τα πιο σπαρακτικά κεφάλαια:

«Θέλω να πω ότι εσύ έβλεπες τις φωτογραφίες , τις κοιτούσες, αλλά δεν θυμόσουν. Γιατί δεν ήσουν μαζί μας…Αυτό που δεν δείχνουν όλες οι φωτογραφίες είναι η ζωή μας πριν και μετά από αυτές τις στιγμές. Το παρελθόν και το μέλλον. Αλλά να σου πω; Το κουτί αυτό είναι γεμάτο φωτογραφίες.Σε καμιά δεν είμαστε μαζί. Αυτό που σου μένει είναι η καλοσύνη της μνήμης»

Η ιστορία αυτού του βάρβαρου απογαλακτισμού, το βίωμα και τα συναισθήματα που δημιουργεί, δίνονται κυρίως από την πλευρά της κόρης που έμεινε πίσω, σ’ ένα χωριό της Φλώρινας, πλάθοντας την ανύπαρκτη σχέση που κτίζει η απούσα καθημερινή τριβή με τους γονείς μέσα από τα γράμματα και τις φωτογραφίες που έστελναν.

Κι από την άλλη πλευρά, χιλιόμετρα μακριά, στη Γερμανία, η μάνα που υπήρξε κι αυτή κοριτσάκι, ένα άλλο μάλο μόμε, μια μικροπαντρεμένη έφηβη νύφη με φιμωμένη, απαγορευμένη τη μητρική σλαβομακεδονική γλώσσα της, ευνουχισμένη γυναίκα σ΄ ένα σκληρό πατριαρχικό περιβάλλον, υποχρεωμένη να πλένει κάθε βράδυ τα πόδια του πεθερού της κατά την ποντιακή εθιμοτυπία της υποταγής, είδε στη μετανάστευση μια διέξοδο ελευθερίας. Επεδίωξε την ελευθερία της φυγής και πλήρωσε βαρύ αντίτιμο, να βλέπει αντίστοιχα στις φωτογραφίες τα κορίτσια της να μεγαλώνουν χωρίς να χτενίζει τα μαλλιά τους, να σχηματίζονται τα σώματα τους χωρίς τα δικά της μητρικά χέρια να τα ντύνουν, να μεστώνουν χωρίς τον συμβουλευτικό της λόγο. Δίνει φωνή στη μετανάστρια μάνα και γράφει:

«αλλά δε θέλω να τα θυμάμαι. Τις πρώτες μέρες έκλαιγα, κρυφά από την κουμπάρα, είχαμε και την εγκυμοσύνη και αποφεύγαμε να το συζητάμε. Κάποτε η απελπισία μου ξερίζωνε τα μαλλιά. Έπεφταν τούφες. Φοβήθηκα. Αλλά είπα όχι. Θα τα καταφέρουμε .Έπρεπε να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη τους. Τη δουλειά δεν τη φοβόμασταν»

Η Χ.Α έγραψε μια συγκλονιστική υβριδική νουβέλα μυθοπλασίας και κοινωνιολογικής μελέτης. Πατάει γερά πάνω στα δουλεμένα βιώματά της και με πρωτοπρόσωπη γραφή εναλλάσσει τον πλάγιο λόγο με διαλογικά μέρη, χτίζοντας έτσι μια αφήγηση που έχει θεατρική δομή, είδος στο οποίο διέπρεψε η συγγραφέας με το προηγούμενο βιβλίο της για το σανατόριο του Ασβεστοχωρίου «Ο χρόνος είναι αναπνοές».

Κάθε κεφάλαιο στέκεται αυτόνομα ως μονόλογος κι όλα μαζί συνθέτουν έργο δύο προσώπων, τις εξομολογήσεις μάνας και κόρης σκηνογραφώντας το τραύμα της μετανάστευσης όχι με την ψυχρή γλώσσα των αριθμών αλλά με τη θερμή των ανθρώπων που την βίωσαν σαν κομμάτι της οικογενειακής τους ιστορίας και σαν ψηφίδα της σύγχρονης εθνικής μας ιστορίας. Οι φωνές τους εντάσσονται στο παλίμψηστο και της οικουμενικής ιστορίας που γνωρίζει νέα παλιρροϊκά κύματα μετακινήσεων.

Η ευρηματικότητα και η πρωτοτυπία της συγγραφέα έγκειται στο γεγονός πως παράλληλα με τον λογοτεχνικό λόγο, ενθέτει πληροφορίες, σαν μια σύγχρονη ηροδότεια παρέκβαση, σε χωριστά εμβόλιμα κεφάλαια για την ιστορία της μετανάστευσης στις δεκαετίες 60-70. Χρησιμοποίησε για αυτόν τον σκοπό έγγραφα που όρισαν τους όρους της εγκατάστασης και εργασίας στη μεταπολεμική Γερμανία, επίσημα δηλαδή ντοκουμέντα της εποχής που αφενός αποκαλύπτουν το πλαίσιο και το εύρος της αφαίμαξης του εργατικού δυναμικού της χώρας μας και αφετέρου στηρίζουν ιστορικά τη μυθοπλασία.

Ρεαλιστική αφήγηση, σπαρακτική σε πολλά σημεία, γενναία εξομολόγηση, ψυχογράφημα σχέσεων και ιστορίας. Η νουβέλα Μάλο Μόμε ορίζει εκ νέου τον ρεαλισμό με παλιές ιστορίες. Παλιές; Καθόλου. Τα κύματα των προσφύγων και μεταναστών είναι η σημερινή πραγματικότητα στη χώρα μας, στην Ευρώπη και σε όλον τον πλανήτη. Η διαφορά από το παρελθόν είναι πως στις περισσότερες των σημερινών περιπτώσεων φεύγουν τα παιδιά από την εστία, συχνά πριν ακόμα ενηλικιωθούν, και η πιθανότητα να μην τα ξαναδούν ποτέ οι γονείς είναι πολύ μεγάλη. Ισχύει αυτό για τα παιδιά από το Πακιστάν, το Αφγανιστάν, τη Συρία, από τις εμπόλεμες ή πάμφτωχες περιοχές της Μέσης Ανατολής και της Κεντρικής Ασίας, προπάντων όμως για τα παιδιά από την Υποσαχάρια Αφρική. Τα παιδιά επίσης από την Αλβανία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, τη Μολδαβία, τα παιδιά της Ελλάδας, είναι οι νέοι διαβάτες στους μεταναστευτικούς δρόμους. Στις μέρες μας οι μάνες μένουν πίσω, οι γονείς που καρτερούν άλλοι το έμβασμα κι άλλοι τη χαρμόσυνη είδηση μιας επιτυχημένης καριέρας ή επαγγελματικής καταξίωσης. Νέες ιστορίες θα γραφούν, φωτογραφίες θα ανταλλάσσονται στα κινητά, σύντομα μηνύματα ήδη αντικαθιστούν τα πολυσέλιδα γράμματα, λεπτομέρειες του καθημερινού βίου θα χάνονται μέσα στην ταχύτητα της επικοινωνίας, δοκίμια κοινωνιολογίας θα αναλύουν τα νέα δεδομένα και στατιστικές θα καταγράφουν τους αριθμούς του φαινομένου. Όμως τη φωνή αυτών που μένουν, την ανάποδη φωνή, μόνο η λογοτεχνία θα τη διασώζει και θα την στέλνει στους αναγνώστες σφραγίζοντας τις λέξεις τους όπως οι ναυαγοί το μήνυμα στο μπουκάλι που ρίχνεται στο πέλαγος. Την έχουμε ανάγκη αυτήν τη φωνή για να μάθουμε, να κατανοήσουμε, να συναισθανθούμε πριν απωλέσουμε και το τελευταίο ίχνος ανθρωπιάς μας.

«Ένα βιβλίο είναι ένα μαχαίρι» έγραψε ο ψυχαναλυτής Massimo Recalcati, «γιατί κόβει τη ζωή μας προσφέροντας της τη δυνατότητα να αποκτήσει μια καινούρια μορφή, γιατί διαχωρίζει τη ζωή μας ανάμεσα στο πώς ήταν πριν την ανάγνωσή του και στο πώς έγινε μετά.»

Η νουβέλα Μάλο Μόμε έκοψε σαν μαχαίρι όχι μόνο τη ζωή της συγγραφέα που μετέφερε σ΄αυτό το πριν και το μετά της προσωπικής ιστορίας, αλλά κι αυτήν του αναγνώστη.

Η Χ.Α έσκαψε τα βιώματά της, ανέσυρε στην επιφάνεια τα συναισθήματα και μίλησε για αυτά με κάθε μέσο, γιατί όπως έγραψε και η νομπελίστρια Πολωνή Όλγα Τοκάρτσουκ, στους «Πλάνητες»:

“Να μιλάς, να πιάνεις τον κόσμο από το μανίκι, να προσπαθείς να τους πείσεις να καθίσουν, να σε ακούσουν προσεκτικά. Ύστερα να μεταμορφώνεσαι κι εσύ σε ακροατή τους για το δικό τους “Να μιλήσω! Να μιλήσω!” Δεν το έχουν πει άλλωστε “μιλώ, άρα υπάρχω”; Μιλώ κι άρα υπάρχω; Να χρησιμοποιείς γι’ αυτό κάθε λογής μέσο, μεταφορές, παραβολές, τραυλίσματα, ατελείς προτάσεις, να μη δίνεις σημασία που η πρότασή σου κόβεται στη μέση σαν να ανοίχτηκε ξαφνικά μια άβυσσος μετά το ρήμα.

Να μην αφήνεις καμία κατάσταση χωρίς εξήγηση, χωρίς διήγηση,

να μην αφήνεις καμία κλειστή πόρτα, να την ανοίγεις με την κλωτσιά μιας βλαστήμιας, ακόμα κι αν αυτή οδηγήσει σε δύσκολους και ντροπιαστικούς διαδρόμους που ευχαρίστως θα ξεχνούσες. Να μην ντρέπεσαι για καμία αποτυχία, για καμία αμαρτία. Η εξομολογημένη αμαρτία παίρνει άφεση. Η εξομολογημένη ζωή απαλλάσσεται. Αυτό δεν μας μαθαίνουν οι άγιοι Ζίγκμουντ, Καρλ και Γιάκομπ; Όποιος δεν έμαθε ποτέ να μιλά θα παραμείνει για πάντα πιασμένος στη φάκα.”

Η φάκα επιτέλους άνοιξε και η κάθαρση ελευθέρωσε κόρη και μάνα. Η Μάλο Μόμε μίλησε με κάθε τρόπο, με κάθε μέσον και λειτουργεί πλέον σαν αντηχείο όλων των παιδιών που έμειναν πίσω, έγινε η φωνή των παιδιών των γκασταρμπάιτερ.

* Η Αθηνά Παπανικολάου είναι φιλόλογος – συγγραφέας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Το ΑΠΘ απαντά για τα βιβλία του Γιώργου Παπαδόπουλου. Και λέει ψέματα

Ανθολογία ποίησης σε Braille