in ,

Η εξέγερση είναι πάντα δίκαιη; Του Νίκου Νικήσιανη

Για αιώνες, οι άνθρωποι, ακόμα και οι επιστήμονες, καταλάβαιναν την ιστορία σαν το αποτέλεσμα της προσχεδιασμένης δράσης, ή του πολέμου καλύτερα, μεταξύ κρατών, εθνών, οικογενειών, Μεγάλων Ανδρών, Θεών, εκκλησιών κοκ. Την καταλάβαιναν δηλαδή περίπου όπως παρουσιάζεται στο Game of Thrones, σαν ένα παιχνίδι εξουσίας μεταξύ των ισχυρών.

Από τον 19ο αιώνα ωστόσο, άρχισε να αναδύεται μια νέα «δύναμη» που διεκδικούσε να καθορίσει αυτή τη μοίρα του κόσμου και η οποία δεν χωρούσε στα προηγούμενα σχήματα. Δεν αποτελούταν από ισχυρούς, αλλά από το ακριβώς αντίθετο, τους πιο ανίσχυρους. Δεν είχε κρατική οργάνωση, στρατό, ή όπλα. Και παρόλα αυτά έγινε σύντομα ο πιο επικίνδυνος εχθρός όλων των Μεγάλων Δυνάμεων.

Όσοι ήθελαν να μείνει ο κόσμος ως είχε, προσποιήθηκαν (και προσποιούνται) ότι τίποτα σημαντικό δεν άλλαξε. Όσοι όμως ήθελαν να ακούσουν, να καταλάβουν αυτές τις νέες δυναμικές, έπρεπε να κουνήσουν το κεφάλι τους και να σκεφτούν κάτι νέο. Άρχισε έτσι να σχηματίζεται η αντίληψη ότι η πραγματική κινητήρια δύναμη της ιστορίας, αν και κρυμμένη πολλές φορές, δεν είναι οι βουλές του τάδε βασιλιά, οι συνωμοσίες ή τα όπλα του στρατού του, αλλά η ταξική πάλη. Η πρωτοφανής αυτή σκέψη αποδίδεται συνήθως σε έναν χαρισματικό φιλόσοφο από τη Γερμανία, ο οποίος από μικρός θέλησε να συνδεθεί με το εργατικό κίνημα. Είμαστε σίγουροι ωστόσο ότι ο ίδιος θα υποστήριζε πως ήταν μια συλλογική δουλειά και αν πρέπει κάπου να αποδοθεί αυτή η σύλληψη είναι στην ίδια την εργατική τάξη.

Σε κάθε περίπτωση, η νέα αυτή θεωρία άλλαξε τον τρόπο που κατανοούμε τον κόσμο, περισσότερο από κάθε άλλη. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι προηγούμενοι τρόποι εξαφανίστηκαν: παρέμειναν όχι μόνο ισχυροί, αλλά κυρίαρχοι. Η νέα μάλιστα θεωρία μπορούσε να καταλάβει το γιατί: οι παλιοί τρόποι υποστήριζαν ότι μόνο οι ισχυροί έχουν σημασία και άρα, συνειδητά ή μη, επιβεβαίωναν και αναπαρήγαγαν την εξουσία τους. Δηλαδή, η ανθεκτικότητα αυτών των παλιών, ανεπαρκών τρόπων να καταλαβαίνουμε τον κόσμο, εξηγείται και αυτή μέσω της ταξικής πάλης.

Υπήρξαν βέβαια και πιο εκλεπτυσμένες αντιδράσεις: ρωτούσαν λοιπόν κάποιοι μορφωμένοι της εποχής τους δικούς μας: «καλά, δεν γνωρίζετε ότι στο μεσαίωνα αυτό που μετρούσε στις συγκρούσεις ήταν η θρησκεία, ή στην αρχαία Ελλάδα η πολιτική; Πού την είδατε εκεί την ταξική πάλη;». Και οι δικοί μας απαντούσαν ήρεμα: δεν είμαστε ούτε χαζοί, ούτε αμόρφωτοι για να παραγνωρίζουμε τέτοια στοιχειώδη γεγονότα. Αυτό που ψάχνουμε είναι ότι ο λόγος για τον οποίο στον Μεσαίωνα για παράδειγμα η θρησκεία έγινε τόσο καθοριστική, ώστε οι κοινωνικές συγκρούσεις να παίρνουν αυτή τη μορφή. Και ο λόγος αυτός, υποστηρίζουμε, πρέπει να αναζητηθεί ξανά στην ταξική πάλη. Λέμε δηλαδή ότι δεν είναι η ίδια η ταξική πάλη παντού και πάντα η κυρίαρχη αντίθεση, αλλά διαμορφώνει σε καθοριστικό βαθμό το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα αναδειχθεί η κυρίαρχη αντίθεση, σε κάθε στιγμή, σε κάθε τόπο.

Σήμερα, 150 χρόνια μετά, μπορούμε να προχωρήσουμε και να κάνουμε ακόμα πιο περίπλοκες σκέψεις για τη σχέση μεταξύ των διαφορετικών αντιθέσεων. Ακόμα όμως και αυτές οι απαντήσεις που δόθηκαν πριν ενάμιση αιώνα είναι αρκετές για να εξηγηθούν το 99% των σημερινών λαθών. Λάθη, που μπορούν χοντρικά να χωριστούν σε δύο κατηγορίες: από τη μια, αυτοί που συνεχίζουν να αντιλαμβάνονται τον κόσμο ως ένα προκαθορισμένο παιχνίδι εξουσίας των ισχυρών. Εντυπωσιάζονται από τις τεχνολογικές εξελίξεις των όπλων ή των μηχανισμών τους και θεωρούν ότι είναι αδύνατο οι απλοί άνθρωποι να καθορίσουν πια οτιδήποτε. Έτσι, αναγνωρίζουν μόνο τον ανταγωνισμό μεταξύ κρατών, στρατών και κατασκόπων. Στη χειρότερη, βλέπουν παντού συνωμοσίες. Από την άλλη, αυτοί που χαώνονται τόσο πολύ από την περιπλοκότητα των κοινωνικών σχέσεων, που αρνούνται να αναζητήσουν αιτίες, λογική, συμπεράσματα.

Το παράδοξο είναι ότι και οι δυο αυτές σχολές, η ας πούμε αστυνομική και η ας πούμε μεταμοντέρνα, ενώ νομίζουν ότι είναι πολύ διαφορετικές συνήθως συμπίπτουν στο εξής: στο να τονίζουν τη σημασία μερικών αποσπασματικών φαινομένων έξω από κάθε πλαίσιο κοινωνικών σχέσεων και τελικά τη δράση συγκεκριμένων ατόμων (συνήθως ανδρών). Νομίζουν και οι δύο ότι λένε κάτι νέο και ψαγμένο, αλλά στην πραγματικότητα αναμασούν προαιώνιες προκαταλήψεις. Η συνάντηση αυτή λοιπόν δεν είναι και τόσο παράδοξη, αφού και οι δύο αυτοί δρόμοι επιστρέφουν στην κοινή κοιτίδα της αστικής ιδεολογίας, εκεί δηλαδή που το μόνο που υπάρχει είναι το άτομο.

 

Από τον Μάο στις ιρανές γυναίκες

Γιατί τα θυμηθήκαμε όλα αυτά; Για να δείξουμε ότι μερικά συνθήματα που έχει προτείνει ο μαρξισμός, σαν αυτό στον τίτλο, δεν αποτελούν απλά έξυπνες ατάκες, αλλά συμπύκνωση μιας τεράστιας θεωρητικής διαδικασίας. Ο Μάο το λέει ρητά: «Σε τελευταία ανάλυση, όλες οι αλήθειες του Μαρξισμού μπορούν να συνοψιστούν σε μία πρόταση: Είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι». Προσέξτε, δεν λέει ότι η εξέγερση είναι δίκαιη κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις. Δεν προσθέτει κάποιο «αλλά» στην πρότασή του. Αν το έκανε, δεν θα ήταν ο Μάο, θα ήταν ο Παπαδημούλης.

Δεν βάζει λοιπόν κανέναν όρο, όχι γιατί είναι δογματικός ή αμόρφωτος και σίγουρα όχι γιατί είναι ρομαντική ψυχή. Προφανώς και γνωρίζει ότι οι λαοί δεν δρουν μόνοι τους και αυθόρμητα, ότι υπάρχουν μηχανισμοί, όπλα, στρατοί, που επηρεάζουν το αποτέλεσμα. Ότι μια εξέγερση μπορεί να ηττηθεί ή ακόμα να κάνει ζημιά. Ή μπορεί ακόμα να υποκινηθεί, να χρησιμοποιηθεί, να στραφεί ενάντια στον εαυτό της κοκ. Φυσικά και τα ξέρει κι αυτός κι εμείς όλα αυτά. Τα έχουμε δει πολλές φορές.

Επειδή όμως εδώ στον μαρξισμό έχουμε κατανοήσει ότι η εξέγερση είναι μια μορφή ταξικής πάλης, κοινωνικού ανταγωνισμού, και ότι μόνο αυτή μπορεί να προχωρήσει την ιστορία, είμαστε πάντα με τις εξεγέρσεις, χωρίς κανένα «αλλά», χωρίς καμία προϋπόθεση. Μελετάμε τις συνθήκες, εξηγούμε το πώς και το γιατί, όχι για να θολώσουμε τη λάμψη τους, ή για να δικαιολογήσουμε την αποστασιοποίησή μας, αλλά για να μορφωθούμε καλύτερα και να κάνουμε περισσότερες και πιο αποτελεσματικές εξεγέρσεις.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ερεσός: Βίλες πάνω στο κύμα;

«Μια γυναίκα ανεβαίνει τη σκάλα» τη Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου στις «Σινεφίλ Δευτέρες» του ΚΕΜΕΣ