Με τη γίδα στην πλάτη πιάνεται η κυβέρνηση, να επιστρατεύει χοντροκομμένα ψέματα και μάλιστα να μη διστάζει να τα απευθύνει προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προσπαθώντας να την παραπληροφορήσει και να την παραπλανήσει για τα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα με τις υποκλοπές, με καταφανή στόχο τη συγκάλυψη του σκανδάλου.
Αυτή η προσπάθεια του μεγάρου Μαξίμου πραγματοποιείται μέσω επίσημης απαντητικής επιστολής του μόνιμου αντιπροσώπου της Ελλάδας στις Βρυξέλλες προς το Τμήμα Δικαιοσύνης και Καταναλωτών της Ε.Ε., με ημερομηνία 2 Αυγούστου 2022. Δηλαδή τέσσερις μέρες μετά τις ψευδείς διαβεβαιώσεις Κοντολέοντος – Γεραπετρίτη στην Επιτροπή Θεσμών της Βουλής ότι η ΕΥΠ δεν παρακολουθεί πολιτικούς -αλλά και την ομολογία του πρώτου ότι παρακολουθεί τον δημοσιογράφο Θ. Κουκάκη- και μόλις τρεις μέρες πριν από τις καρατομήσεις του διοικητή της ΕΥΠ και του γενικού γραμματέα του πρωθυπουργού.
Και βέβαια το ντοκουμέντο αυτό, που αποτυπώνει τα κυβερνητικά ψέματα, μας το έδωσε η ίδια η κυβέρνηση και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, ο οποίος σε μια προσπάθεια να διαψεύσει άλλο ένα σφοδρά επικριτικό δημοσίευμα του διεθνούς Τύπου (Politico) έδωσε την επιστολή στη δημοσιότητα, η οποία όμως τελικά όχι μόνο δεν διαψεύδει, αλλά επιβεβαιώνει το δημοσίευμα αυτό μέχρι κεραίας.
Τι λέει η επιστολή; Το πρώτο ψέμα το λέει σε μια προσπάθεια να δικαιολογηθεί η καθ’ όλα ύποπτη σπουδή της κυβέρνησης να τροποποιήσει, με αναδρομική ισχύ, τη σχετική νομοθεσία προκειμένου να απαγορεύσει τη δυνατότητα γνωστοποίησης των υποκλοπών στους θιγόμενους που παρακολουθούνταν για λόγους «εθνικής ασφάλειας». Αναφέρεται λοιπόν στην επιστολή ότι «εκ των υστέρων, όλα τα υποκείμενα ενημερώνονται ότι τα δεδομένα τους υποβλήθηκαν σε επεξεργασία για τη διερεύνηση σοβαρών εγκλημάτων, που αντιπροσωπεύουν τη συντριπτική πλειοψηφία των υποθέσεων. Η μόνη εξαίρεση όσον αφορά την υποχρέωση ενημέρωσης του υποκειμένου για τέτοια επιτήρηση γίνεται αποκλειστικά για λόγους εθνικής ασφάλειας, σύμφωνα με το άρθρο 87(1) του ν. 4790/2021».
Εδώ πλάθεται μια μαγική εικόνα με σαφή στόχο να παραπλανήσει την Ευρώπη, γιατί βέβαια ο ισχυρισμός ότι η «συντριπτική πλειοψηφία των υποθέσεων» των υποκλοπών αφορά τη διερεύνηση σοβαρών εγκλημάτων και ότι οι υποκλοπές για «λόγους εθνικής ασφάλειας» είναι μόνο μια εξαίρεση, ενδεχομένως να αναφέρεται σε κάποια άλλη χώρα αλλά σίγουρα όχι στην Ελλάδα. Γιατί βέβαια σε ό,τι αφορά την Ελλάδα η αποκαλυπτική έκθεση της ΑΔΑΕ μάς έχει διαφωτίσει για το γεγονός ότι κατά το έτος 2021 την άρση απορρήτου για «λόγους εθνικής ασφάλειας» αφορούσαν 15.475 εισαγγελικές διατάξεις, όταν για ποινικά αδικήματα ήταν μόλις 3.097!
Πάμε τώρα και στο δεύτερο ψέμα: Αφού επαναλαμβάνεται η γνωστή κυβερνητική γραμμή ότι «μια υποτιθέμενη απόπειρα τοποθέτησης Predator στο κινητό τηλέφωνο του ευρωβουλευτή κ. Ανδρουλάκη, η οποία τέθηκε υπόψη της Επιτροπής, δεν συνδέεται με κάποια κρατική αρχή», αναφέρεται το εξής: «Ωστόσο, προκειμένου να διαλευκανθεί πλήρως αυτό το πολύ ευαίσθητο θέμα, η κυβέρνηση ζήτησε αμέσως να διεξαχθεί έρευνα επειγόντως. Αυτή τη στιγμή διενεργείται από τον γενικό εισαγγελέα και τις αρμόδιες δικαστικές αρχές. Θα χαρώ να σας ενημερώσω για τα ευρήματα».
Φυσικά, ως γνωστόν, η έρευνα του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρου Ντογιάκου αφορά όχι το ίδιο το σκάνδαλο, αλλά τις διαρροές, ενώ ειδικά για το Predator ο Θ. Κουκάκης έχει δηλώσει ότι η κατάθεσή του στον κ. Ντογιάκο δεν υπεισήλθε, όπως ο ίδιος θα ήθελε, στις λεπτομέρειες της δεύτερης παρακολούθησής του από το παράνομο κακόβουλο λογισμικό.
Κατά τα λοιπά, στο τέλος της επιστολής γίνεται εμφανής ο στόχος της που δεν είναι άλλος από μια προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης να αποτρέψει την Ευρώπη από το να σκαλίζει την υπόθεση των υποκλοπών. Εξ ου και αναφέρεται το εξής: «Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η εθνική ασφάλεια θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με απόλυτη ευαισθησία, θα θεωρούσαμε συνετό στο μέλλον να αποφύγετε να ενστερνιστείτε βιαστικά αυτολεξεί συγκεκριμένα δημοσιεύματα που έρχονται από πολιτικά ΜΜΕ που δεν διακρίνονται πάντα για την ακρίβεια και αντικειμενικότητά τους». Κι αφού η επιστολή θέτει την ελληνική πλευρά στη διάθεση των παραληπτών «σε ένα πνεύμα συνεργασίας και δουλειάς ως ομάδας για τον κοινό μας σκοπό, της προστασίας του κράτους δικαίου», καταλήγει λέγοντας ότι «ένα τέτοιο πρώτο βήμα θα ήταν πιο εποικοδομητικό από μια διαδικασία γραπτής αλληλογραφίας βασισμένης σε αναφορές στα ΜΜΕ που μένει να αποδειχθούν εάν είναι τεκμηριωμένες».
Αυτά τα τελευταία αποσπάσματα δημοσίευσε το Politico προκαλώντας τη μήνιν του κυβερνητικού εκπροσώπου, ο οποίος έκανε μια νέα πρωτοφανή προσωπική επίθεση στη συντάκτρια του άρθρου Νεκταρία Σταμούλη, ψάχνοντας πάλι πολιτικά φρονήματα και χαρακτηρίζοντάς την «γνωστή για τις σχέσεις της με τον ΣΥΡΙΖΑ». Eίχε προηγηθεί η προχθεσινή αντίστοιχη επίθεσή του στον δημοσιογράφο των New York Times Αλεξάντερ Κλαπ, την οποία έφτασε χθες σε άλλα επίπεδα χυδαιότητας ο βουλευτής της Ν.Δ. Δημήτρης Μαρκόπουλος (ΣΚΑΪ) με χαρακτηρισμούς όπως «Εξωφυλαρούχας, παγκίτης, ακροαριστερός».
Αλλά ο κ. Οικονόμου στράφηκε και κατά του ίδιου του δημοσιεύματος του Politico, το οποίο χαρακτήρισε «ανακριβέστατο», μιλώντας για «ανακριβή, παραπλανητικά και υποβολιμαία δημοσιεύματα», αποδεικνύοντας βέβαια ταυτόχρονα την ακρίβειά του με την επιστολή που δημοσιοποίησε. Είχε προηγηθεί ο εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ Νάσος Ηλιόπουλος που σημείωσε πως η αποκάλυψη του Politico «επιβεβαιώνει πως μόνος στόχος του κ. Μητσοτάκη, από την πρώτη στιγμή, ήταν η συγκάλυψη του σκανδάλου των παρακολουθήσεων», ενώ στις δηλώσεις Οικονόμου αντέδρασε έντονα η Ενωση Ανταποκριτών Ξένου Τύπου, χαρακτηρίζοντας «ατόπημα για υπουργό χώρας της Ε.Ε., και μάλιστα τον καθ’ ύλην αρμόδιο για την ενημέρωση και τον Τύπο, να προχωρά δημοσίως στη στοχοποίηση και επαγγελματική διαβολή δημοσιογράφου. Χωρίς κανένα στοιχείο και με μοναδικό ορατό στόχο την απαξίωση ενός ρεπορτάζ προς εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων» και σημειώνοντας ότι η δημοσιογράφος «δεν υπήρξε ποτέ μέλος κάποιου κόμματος, ούτε εργάστηκε ποτέ σε κυβερνητικά γραφεία». Αλλά και το ίδιο το Politico υποστήριξε επίσημα «την ακρίβεια και την ακεραιότητα» της δημοσιογράφου που «είναι μια πολύτιμη συνεργάτις».
Και όλα αυτά ενώ ο κ. Οικονόμου επιμένει (MEGA) να μη διαβεβαιώνει ότι δεν παρακολουθούνταν άλλα πολιτικά πρόσωπα, επαναλαμβάνοντας μόνο ότι «δεν είναι σε γνώση του πρωθυπουργού» να υπάρχουν τέτοιες περιπτώσεις. Αλλά και προσθέτοντας τώρα κάτι άλλο: ότι «ρώτησε ο πρωθυπουργός τον διοικητή της ΕΥΠ εάν πέραν του κ. Ανδρουλάκη υπήρχαν και άλλες περιπτώσεις και η απάντηση που πήρε ήταν “όχι”».
Με άλλα λόγια ότι ο κ. Μητσοτάκης δεν θέλησε να ελέγξει τις επισυνδέσεις, αλλά αρκέστηκε σε όσα του είπε ο αποπεμφθείς κ. Κοντολέων. Πάει να κρυφτεί πίσω απ’ τον τελευταίο ο πρωθυπουργός.
Πηγή: efsyn.gr