Του Γιάννη Γκλαρνέτατζη – Ομάδα AlterThess
Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα η Θεσσαλονίκη, όπως κι ολόκληρη η Οθωμανική Αυτοκρατορία, είχε μια περισσότερο ημιφεουδαλική παρά καπιταλιστική οικονομική δομή. Τότε εμφανίστηκαν οι πρώτες μεγάλες βιομηχανικές μονάδες και ένα εξαθλιωμένο προλεταριάτο αποτελούμενο από εσωτερικούς μετανάστες, προερχόμενους από τα χωριά της βαλκανικής ενδοχώρας, αλλά και και από τον χώρο των βιοτεχνικών συντεχνιών που διαλύονταν. Η πρώτη απεργιακή κινητοποίηση στην πόλη, που καταγράφει η έκθεση της Φεντερασιόν προς το συνέδριο της Β΄ Διεθνούς στην Κοπενχάγη, συμβαίνει το 1904 στον τομέα της επεξεργασία καπνών (διόλου τυχαία καθώς οι εργαζόμενοι αυτού του τομέα θα είναι από τα πιο αγωνιστικά κομμάτια της εργατικής τάξης στα επόμενα χρόνια) κι αφορά και την Καβάλα με μια συμμετοχή της τάξης του 50%. Την επόμενη χρονιά έχουμε απεργία στα υφαντουργεία, τόσο της Θεσσαλονίκης όσο και της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας. Το 1906 σημειώνονται απεργιακές κινητοποιήσεις σε ξυλουργεία, σιδηρουργεία κι επιχειρήσεις κεραμικής.1
Η μεγάλη, όμως, απεργιακή έκρηξη θα έρθει το 1908 πυροδοτημένη από τη νεοτουρκική επανάσταση. Στο “λίκνο της επανάστασης”, όπως θα αποκληθεί η πόλη, “στα εργαστήρια, στις βιοτεχνίες, στα μεγάλα καταστήματα, στα τραπεζικά ιδρύματα, οι μισθωτοί παρατάνε την δουλειά και εκδηλώνουν θορυβωδώς την δυσαρέσκειά τους για τα αφεντικά και τους επιστάτες. Ξεσπούν η μια μετά την άλλη δεκαπέντε, είκοσι απεργίες. Χιλιάδες εργάτες και υπάλληλοι απαιτούν υψηλότερους μισθούς, μικρότερης διάρκειας εργάσιμη μέρα, πιο ήπια αντιμετώπιση”, γράφει ο Ιωσήφ Νεχαμά το 1914.2 “Οι καπνεργάτες” πάλι “πρωτοστατούν στην απεργιακή κίνηση” και “τους ακολουθούν οι εργάτες του εργοστασίου ηλεκτρισμού, του φωταερίου, οι τροχιοδρομικοί, οι σιδηροδρομικοί, οι λιμενεργάτες, αλλά και οι υπάλληλοι του δημοσίου”. Η συμμετοχή των εργαζομένων είναι καθολική, όπως αναφέρει η παραπάνω έκθεση της Φεντερασιόν, με αποτέλεσμα “οι απεργοί” να “κυριαρχούν στην πόλη” σύμφωνα με το (προφανώς τρομαγμένο) γαλλικό προξενείο. Άλλωστε “το νεοτουρκικό κομιτάτο… ανέχεται και υποβοηθά κάποτε τις απεργίες”, ενώ μέχρι κι “ο βαλής της Θεσσαλονίκης Χιλμή Πασσάς επεμβαίνει… παίρνοντας το μέρος των απεργών”. Εντέλει έχουμε “αύξηση των ημερομισθίων κατά 15 ως 50%”.3 Ένα χρόνο μετά τα πράγματα έχουν αλλάξει άρδην. Οι νεότουρκοι θεωρούν απειλή τις σοσιαλιστικές ιδέες και θέλουν ουσιαστικά να θέσουν εκτός νόμου τον συνδικαλισμό και τις απεργίες. Η ίδρυση και η δράση της Φεντερασιόν αποτελούν τη μεγαλύτερη αντίσταση στις αντεργατικές αυτές επιδιώξεις. Την Πρωτομαγιά του 1911, μάλιστα, ο αριθμός των απεργών φθάνει τις 12.000 και των διαδηλωτών τις 7.000, σύμφωνα με τον Αβραάμ Μπεναρόγια.4
Η πρώτη μεγάλη απεργία μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό βασίλειο είναι η καπνεργατική τον Μάρτιο του 1914. Η απεργία εξελίχθηκε σε Καβάλα, Δράμα και Θεσσαλονίκη, στην τελευταία με τη συνεργασία των δύο συνδικάτων “Διεθνές” (εβραϊκό) και “Πρόοδος” (ελληνοτουρκικό). Τα αιτήματα της απεργίας ήταν και μισθολογικά αλλά και ελέγχου του τρόπου οργάνωσης της εργασίας (όπως πρόσληψη μόνο συνδικαλισμένων, συγκεκριμένα ποσοστά ειδικοτήτων σε χώρους επεξεργασίας αλλά και πρόσληψη μόνο ανδρών σε αυτές τις ειδικότητες), τα οποία ήταν κι αυτά που απέρριπταν κατηγορηματικά οι καπνέμποροι. Οι τελευταίοι “επιστρατεύουν κίτρινους”, όπως σημειώνει ο Μπεναρόγια, “ιδίως τουρκάλες και ατσιγγάνους, περαστικούς μετανάστας, υπό την προστασίαν της χωροφυλακής”. Ακολουθούν συγκρούσεις εβραίων εργατριών με μουσουλμάνες απεργοσπάστριες, επελάσεις της έφιππης χωροφυλακής, τραυματισμοί και συλλήψεις. Παράλληλα η κυβέρνηση “διαβλέπει” τον ξένο δάκτυλο για να συκοφαντήσει την απεργία. Δημοσιεύματα αθηναϊκών εφημερίδων (31.3.1914) αναφέρουν: “Κατόπιν των χθεσινών αγιροτήτων της Αστυνομίας Θεσσαλονίκης εναντίον των απεργών καπνεργατών, τα Σοσιαλιστικά Κέντρα Αθηνών – Πειραιώς, συνελθόνταν έλαβον τις εξής αποφάσεις: 1)Αποδοκιμάζουν την συκοφαντίαν, ότι οι απεργήσαντες υποκινούνται από πολιτικούς πράκτορας της Βουλγαρίας”. Τελικά υπογράφονται δύο διαδοχικά πρωτόκολλα στην Καβάλα (9.4 και 15.4) που δέχονται κάποιους όρους των απεργών και με τα οποία “η απεργία λήγει θριαμβευτικώς”, κατά τον Μπεναρόγια.5
Για τα επόμενα χρόνια βασιζόμαστε στο βιβλίο του Κώστα Φουντανόπουλου Εργασία και εργατικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη (1908-1936), που αποτελεί μια εξαιρετικά διεισδυτική και λεπτομερή επεξεργασία Μετά τη λήξη του Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου ξεσπά (7.3.1919) μεγάλη απεργία υποδηματεργατών οργανωμένη με τη συνεργασία των δύο σωματείων του χώρου Διεθνές Συνδικάτον Υποδηματεργατών Θεσσαλονίκης (ιδρ. 1915, εβραϊκό, επιρροή της σοσιαλιστικής Φεντερασιόν) και Σύνδεσμος Εργατών Υποδηματοραπτών Θεσσαλονίκης (ιδρ. 1917, ελληνοεβραϊκό, επιρροή του βενιζελικού -τότε- Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης). Πέντε μέρες αργότερα η απεργία λήγει με συμφωνία που, μεταξύ άλλων προβλέπει: “Αναγνώριση των εργατικών σωματείων… Οι εργοδότες θα πλήρωναν τουλάχιστον 50 δρχ. στο Ταμείο Αλληλοβοήθειας των εργατών. Αύξηση ημερομισθίων κατά 25%”.6 Θα ακολουθήσει λίγο αργότερα (11.7.1919) η γενική πολιτική απεργία με αίτημα την απελευθέρωση των εξόριστων στη Φολέγανδρο “ηγετών της σοσιαλιστικής παράταξης της ΓΣΕΕ”. Στη Θεσσαλονίκη συμμετέχουν σχεδόν όλα τα σωματεία “ηλεκτροτεχνίτες, τροχιοδρομικοί, εργάτες αεριόφωτος, τυπογράφοι, αρτεργάτες, υποδηματεργάτες, σερβιτόροι ζυθεστιατορίων και καφενείων”. Η κυβέρνηση Βενιζέλου απαντά με άγρια καταστολή, από τη μια, και ικανοποίηση κάποιων από τα ειδικότερα επαγγελματικά αιτήματα που προέβαλλαν παράλληλα τα σωματεία, απ’ την άλλη.7
Τα επόμενα χρόνια σημαντικότερες απεργίες είναι οι αυτές των σιδηροδρομικών (1920-21 και 1925) που επιτυχαίνουν σημαντική βελτίωση συνθηκών και αμοιβών σ’ αυτόν τον κλάδο (μετά τη λήξη όμως των απεργιών), αλλά κυρίως -και πάλι- των εργαζομένων στα καπνομάγαζα και τα εργοστάστια τσιγάρων, που βρίσκονται όλο και περισσότερο σε δυσκολότερη θέση, λόγω της έλευσης των εξαθλιωμένων προσφύγων αλλά και της μηχανοποίησης της παραγωγής. Ιδιαίτερη σημασία έχει η απεργία στο εργοστάσιο τσιγάρων “Σαλόνικα”, που ξεκίνησε στις 26 Απριλίου 1922, από τις εργάτριες ενάντια μάλιστα στο, συγκροτημένο από την εργοδοσία, Σωματείο Αλληλοβοήθειας Καπνεργατών. Μερικές μέρες αργότερα η απεργία έληξε με επιτυχία κι ένα χρόνο αργότερα δημιουργήθηκε ο “Σύνδεσμος εργατών και εργατριών μηχανοποίητων σιγαρέττων καπνοκοπτηρίων Θεσσαλονίκης”, από μέλη που έφυγαν από το “κίτρινο” σωματείο, και με τη συνδρομή του ΕΚΘ, που είχε υποστηρίξει και την απεργία κι όπου πλέον πλειοψηφούσαν οι απόψεις του ΣΕΚΕ. Οι καπνεργατικοί απεργιακοί αγώνες ήταν πιο έντονοι το 1924, καθώς και τη διετία 1927-28.8
Στη δεκαετία του ’30 τα πράγματα είναι εξαιρετικά δύσκολα για τον συνδικαλισμό καθώς υπήρχε μεγάλη ανεργία, ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης του 1929, αλλά και ένταση της κρατικής καταστολής (“ιδιώνυμο” και συνακόλουθες διώξεις, φυλακίσεις, εξορίες). Παρ’ όλα αυτά ξεσπούν σημαντικές απεργίες όπως η δεκαήμερη των αρτεργατών το καλοκαίρι του 1931 κι αυτή του ίδιου κλάδου ένα χρόνο αργότερα. Μεγαλύτερη καπνεργατική απεργία αυτή την περίοδο είναι αυτή του Ιουλίου 1933 που ξεκίνησε, όπως και προηγούμενες, από την Καβάλα για να επεκταθεί στη Θεσσαλονίκη.9 Εννοείται, βέβαια, πριν την εργατική εξέγερση του Μάη του ’36 που αποτελεί από μόνη της πολύ μεγάλη ιστορία.10
Τέλος, να υπενθυμίσουμε ότι τα χρόνια του Μεσοπολέμου στη Θεσσαλονίκη εμφανίστηκαν όχι μία ή δύο αλλά έξι δευτεροβάθμιες τοπικές συνδικαλιστικές οργανώσεις. Το Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης (ΕΚΘ), ιδρύθηκε το 1917 με πρωτοβουλία της προσωρινής κυβέρνησης Εθνικής Άμυνας για να αποσπάσει την εργατική τάξη από την επιρροή της σοσιαλιστικής Φεντερασιόν, αλλά σύντομα η πλειοψηφία της ηγεσίας του βρέθηκε υπό την ιδεολογική επιρροή του ΣΕΚΕ (μετέπειτα ΚΚΕ), κάτι που συνεχίστηκε μέχρι τη δικτατορία του Μεταξά. Το Εθνικό Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης ιδρύθηκε στις 10.7.1923, όχι από διάσπαση του ΕΚΘ αλλά απο σωματεία που δεν ανήκαν στη δύναμή του ή από νεοδημιουργημένα κι είχε πρόεδρο τον Δημήτρη Μπέσσα, πρόεδρο του εργοδοτικού Σωματείου Αλληλοβοήθειας Καπνεργατών που είδαμε παραπάνω. Το Πανεργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης (ΠΚΘ) προήλθε από αποχώρηση επτά σωματείων από το ΕΚΘ (όπου έμειναν δέκα σωματεία -τα πιο μαζικά). Η αποχώρηση έγινε τον Ιούνιο 1926 και στο καινούργιο κέντρο συμμετείχαν οι συντηρητικές και οι ρεφορμιστικές συνδικαλιστικές παρατάξεις που σε πανελλαδικό επίπεδο έλεγχαν τη ΓΣΕΕ, ενώ οι κομμουνιστικές είχαν δημιουργήσει την Ενωτική ΓΣΕΕ. Τον Οκτώβριο του 1928 εμφανίστηκε το Πανυπαλληλικό Κέντρο Θεσσαλονίκης, μάλλον ρεφορμιστικών σοσιαλιστικών τάσεων. Το 1929 οι συνδικαλιστές που επηρεάζονταν από το αρχειομαρξιστικό ρεύμα εκκαθαρίστηκαν ή αποχώρησαν από τα σωματεία του ΕΚΘ, δημιουργώντας νέα σωματεία από τα οποία συγκροτήθηκε η βραχύβια Πανεργατική Ένωσις Θεσσαλονίκης (ΠΕΘ), τα μέλη της οποίας όμως μετά το 1931 απορροφήθηκαν -ατομικά- ξανά στο ΕΚΘ. Εντωμεταξύ, οι δύο παρατάξεις που είχαν συγκροτήσει το ΠΚΘ στη συνέχεια συγκρούστηκαν με αποτέλεσμα οι ρεφορμιστές σοσιαλιστές να αποχωρήσουν και να δημιουργήσουν στα 1932 το Πανεργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης των Ανεξάρτητων Εργατικών Συνδικάτων (ΠΚΘ/ΑΕΣ) που συμμετείχε, δυο χρόνια αργότερα, μαζί με άλλες δευτεροβάθμιες οργανώσεις που κινούνταν στον ίδιο ιδεολογικό χωρό στη συγκρότηση τρίτης τριτοβάθμιας οργάνωσης, της Πανελλήνιας Συνομοσπονδίας Εργασίας. Το Μάιο του 1930 το ΕΚΘ διαλύθηκε με δικαστική απόφαση με βάση το “ιδιώνυμο”, αλλά ανασυγκροτήθηκε αμέσως ως Ενωτικό ΕΚΘ και παρέμεινε το μεγαλύτερο σε αριθμό σωματείων και μαζικότερο σε αριθμό μελών των σωματείων του. Το Ενωτικό ΕΚΘ, λοιπόν, πήρε πρωτοβουλία ενοποίησης των δευτεροβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων της πόλης τον Απρίλιο του 1933 που συνάντησε όμως τη δυσπιστία του βασικού συνομιλητή, ΠΚΘ/ΑΕΣ. Μια κρίσιμη συνάντηση έγινε τον Μάρτιο του 1936 αλλά δεν απέδωσε αποτελέσματα. Η μόνη ένωση που έγινε, τελικά, ήταν του ρεφορμιστικού ΠΥΚ με το συντηρητικό ΠΚΘ στα 1935.11 Η μελέτη της ιστορίας του συνδικαλιστικού κινήματος αυτών των ετών -που δεν είναι μέχρι τώρα ιδιαίτερα εκτεταμένη- αποδεικνύεται, όπως βλέπουμε, ιδιαίτερα επίκαιρη σε σχέση με τις εξελίξεις στον χώρο του συνδικαλισμού τα τελευταία χρόνια.
Σημειώσεις:
Η φράση του τίτλου είναι του Αβραάμ Μπεναρόγια κι αναφέρεται στην Πρωτομαγιά του 1911.
1. Archives Huysmans, Rapport de la Fédération Ouvrière Socialiste de Salonique au Congrès de Copenhague, 1910, όπως παρατίθεται στο Κωστής Μοσκώφ, Εισαγωγικά στην ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης – Η διαμόρφωση της εθνικής και κοινωνικής συνείδησης στην Ελλάδα, 3η έκδ., Καστανιώτης, Αθήνα 1988, σ. 344.
2. Π. Ριζάλ (Ιωσήφ Νεχαμά), Θεσσαλονίκη η περιπόθητη πόλη, μτφρ. Β. Τομανάς, Νησίδες, Σκόπελος 1997, σ. 196-197.
3. Κ. Μοσκώφ, Εισαγωγικά στην ιστορία…, σ. 338-339, 344.
4. Γιάνης Κορδάτος, Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος, 7η έκδ., Μπουκουμάνης, Αθήνα 1972, σ. 251.
5. Γ. Κορδάτος, Ιστορία του ελληνικού…, ό.π., σ. 200-201· Κώστας Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη (1908-1936) – Ηθική οικονομία και συλλογική δράση στο Μεσοπόλεμο, Νεφέλη, Αθήνα 2006, σ. 183-191.
6. Κ. Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό…, .ό.π., σ. 191-196.
7. Κ. Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό…, .ό.π., σ. 196-198.
8. Κ. Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό…, .ό.π., σ. 198-230.
9. Κ. Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό…, .ό.π., σ. 231-241.
10. Κ. Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό…, .ό.π., σ. 256-276.
11. Κ. Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό…, .ό.π., σ. 319-336.