Στην ελευθερία της έκφρασης και το δικαίωμα πρόσβασης στην πληροφορία αναφέρεται μεταξύ άλλων η Ετήσια Έκθεση της Κομισιόν για το Κράτος Δικαίου στην Ελλάδα. Η Έκθεση τονίζει πως η κατάσταση των δημοσιογράφων εγείρει σημαντικές ανησυχίες λόγω του γεγονότος ότι εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν απειλές και επιθέσεις, ενώ το επαγγελματικό τους περιβάλλον έχει επιδεινωθεί περαιτέρω. Πρόκειται για την τρίτη ετήσια έκθεση για το Κράτος Δικαίου στα 27 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Συγκεκριμένα η Έκθεση της Κομισιόν αναφέρεται σε παραδείγματα επιθέσεων και απειλών κατά δημοσιογράφων που συνεχίζονται τονίζοντας ότι το 2021 έχουν δημοσιευθεί 16 προειδοποιήσεις για την Ελλάδα στην πλατφόρμα του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προώθηση της προστασίας της δημοσιογραφίας και της ασφάλειας των δημοσιογράφων.
Η Έκθεση μιλάει για σωματικές επιθέσεις μέχρι και απειλές και αυθαίρετες κρατήσεις. «Οι δημοσιογράφοι εξακολουθούν επίσης να αντιμετωπίζουν ποινικές διώξεις με τη μορφή κατηγοριών και αγωγών για δυσφήμιση ή παραβίαση της ιδιωτικής ζωής και έκθεση προσωπικών δεδομένων. Επιπλέον, αναφέρθηκε ότι ένας Έλληνας δημοσιογράφος έχει στοχοποιηθεί από λογισμικό κατασκοπευτικής παρακολούθησης αντίστοιχο με το Pegasus (Predator), ενώ ένας άλλος δημοσιογράφος φέρεται να παρακολουθείται από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ). Η διερευνητική αποστολή για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης (Media Freedom Rapid Response – MFRR) στην Ελλάδα επισήμανε τις νομικές απειλές ως ένα σημαντικό πρόβλημα για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων των Στρατηγικών Αγωγών κατά της Δημόσιας Συμμετοχής (SLAPP), οι οποίες στοχεύουν σε Μέσα επικριτικά προς την κυβέρνηση και δημοσιογράφους που αναφέρονται στη διαφθορά. Τέτοιου είδους νομικές απειλές μπορούν να οδηγήσουν σε αυτολογοκρισία και να αποτελέσουν πρόσθετο οικονομικό κίνδυνο για τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης και τους δημοσιογράφους που ήδη δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους. Επιπλέον, ο σεβασμός των επαγγελματικών προτύπων δεν διασφαλίζεται αποτελεσματικά» τονίζεται ακόμη.
Ανάμεσα στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην Έκθεση είναι η δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ τον Απρίλιο του 2021 η οποία ερευνάται από τις ελληνικές αρχές, ωστόσο λίγες επίσημες πληροφορίες έχουν δημοσιευτεί. Αναφορά γίνεται ακόμη στην παρακολούθηση του Θανάση Κουκάκη από την ΕΥΠ το 2020 και το χακάρισμα του λογισμικού του (Predator). Iδιαίτερη αναφορά γίνεται στην υπόθεση παρακολούθησης του δημοσιογράφου του We are Solomon και Reporters United Σταύρου Μαλιχούδη από την ΕΥΠ.
Όσον αφορά στις Στρατηγικές Αγωγές SLAPP που μπορεί να οδηγήσουν στη φίμωση και στην αυτολογοκρισία η Έκθεση αναφέρεται στην περίπτωση της αγωγής στελέχους της «Ελληνικός Χρυσός» κατά του Ανεξάρτητου Συνεργατικού Μέσου Alterthess και της δημοσιογράφου Σταυρούλας Πουλημένη επειδή δημοσίευσε καταδικαστική απόφαση σε βάρους του για μόλυνση του περιβάλλοντος. Επιπλέον η έκθεση εντοπίζει αδιαφάνεια στη χρηματοδότηση των ΜΜΕ κατά τη διάρκεια της πανδημίας από τη Λίστα Πέτσα αλλά και στην άρνηση της κυβέρνησης να δημοσιοποιήσει μετά από αίτημα του Vouli Watch τα κριτήρια χρηματοδότησης των Μέσων.
Συγκεκριμένα, τον Νοέμβριο του 2021 ξεκίνησε κοινοβουλευτική έρευνα για τη διερεύνηση της χρηματοδότησης των μέσων ενημέρωσης από την κυβέρνηση στο πλαίσιο αυτό. Το αρμόδιο όργανο της Βουλής των Ελλήνων, που συγκροτήθηκε στις 12 Νοεμβρίου 2021, δήλωσε ότι η εκστρατεία για την πανδημία ανατέθηκε με βάση αντικειμενικά κριτήρια, όπως ποσοτικά κριτήρια σχετικά με την τηλεθέαση, την κυκλοφορία, τους δείκτες συνάφειας στις ομάδες-στόχους, κ.ά. Ωστόσο, οι λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή της δημόσιας σύμβασης όσον αφορά τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν για την κατανομή των κονδυλίων και το ποσό που έλαβαν τα διάφορα μέσα ενημέρωσης δεν έχουν δημοσιοποιηθεί πλήρως. «Το αίτημα που ζητούσε τη δημοσιοποίηση των λεπτομερών κριτηρίων ανάθεσης που υπέβαλε μια μη κερδοσκοπική οργάνωση απορρίφθηκε σιωπηρά από τις αρχές. Τον Φεβρουάριο του 2022 το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών έκρινε την απόρριψη αυτή παράνομη και διέταξε την παραπομπή της υπόθεσης στη Διοίκηση. Μετά την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου, η Εθνική Αρχή Διαφάνειας (ΕΑΔ) εξέτασε την προσφυγή και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μη κερδοσκοπική οργάνωση δεν μπορούσε να θεμελιώσει νόμιμο δικαίωμα πρόσβασης στην απαιτούμενη τεκμηρίωση» σημειώνεται στην Έκθεση.
Επιπλέον η Έκθεση τονίζει πως ενώ τα δημόσια μέσα ενημέρωσης ρυθμίζονται από ένα ισχυρό νομικό πλαίσιο, υπάρχουν ανησυχίες όσον αφορά την πιθανή πολιτική επιρροή κατά τον διορισμό των μελών του διοικητικού συμβουλίου. «Εξακολουθούν να υπάρχουν προκλήσεις όσον αφορά την επάρκεια των οικονομικών και ανθρώπινων πόρων της Ρυθμιστικής Αρχής των μέσων ενημέρωσης. Όσον αφορά τους ελέγχους και τις ισορροπίες, οι εργασίες για τη βελτίωση της ποιότητας της νομοθεσίας προχωρούν, ιδίως όσον αφορά τη συμβατότητα των σχεδίων νόμων με το Σύνταγμα και το δίκαιο της ΕΕ. Η κωδικοποίηση της νομοθεσίας προχωρά επίσης με την έκδοση ορισμένων νομικών κωδίκων σε διάφορους τομείς της νομοθεσίας. Ο αριθμός των τροποποιήσεων της τελευταίας στιγμής για τα σχέδια νόμου μειώνεται. Ωστόσο, τα ενδιαφερόμενα μέρη συχνά δεν έχουν επαρκή χρόνο για να σχολιάσουν τα σχέδια νόμων» σημειώνεται στην εισήγηση της έκθεσης».
Δείτε ολόκληρη την έκθεση εδώ