Ένα πολύ υψηλό ποσοστό γυναικοκτόνων ανδρών αυτοκτονούν αφού δολοφονήσουν μια γυναίκα: δεν θα ήταν σκόπιμο να διεξαχθεί μια ευρεία και βαθιά συζήτηση για την τοξική εκπαίδευση που κάνει το «ισχυρό φύλο» τόσο εύθραυστο μέχρι του σημείου να μην ανέχεται την απογοήτευση , την απόρριψη;
Το σενάριο της μακάβριας και παράλογης ιεροτελεστίας που θυσιάζει μια γυναίκα κάθε τρεις μέρες στον ασταθή βωμό της πατριαρχίας προβλέπει πάντα τα ίδια στάδια που τώρα πλέον γνωρίζουμε: μια ζωή ως ζευγάρι που χαρακτηρίζεται από την κλιμάκωση της βίας, την αντίδραση της γυναίκας και συχνά την καταγγελία, την ανικανότητα ή την ανεπάρκεια των θεσμών, τη γυναικοκτονία.
Υπάρχει μια άλλη τελετουργική πράξη που κλείνει την ιστορία σε πολλές περιπτώσεις: η αυτοκτονία του δολοφόνου. Δεν διαθέτω στατιστικά στοιχεία αλλά το ποσοστό μου φαίνεται υψηλό και αξίζει μεγαλύτερης προσοχής από αυτήν που συνήθως της επιφυλάσσεται.
Πώς δομήθηκε η εικόνα που έχει για τον εαυτό του ένας άνδρας ο οποίος δεν ανέχεται την απόρριψη, δεν αποδέχεται την απογοήτευση, εμπιστεύεται μόνο τη βία ως απάντηση στις απογοητεύσεις του, αισθάνεται μια εμμονική ανάγκη για έλεγχο –την οποία συγχέει με την αγάπη- παλεύει ενάντια στο αναπάντεχο φάντασμα της γυναικείας ελευθερίας και τελικά αυτοκαταστρέφεται όταν αυτή η τοξική ταυτότητα καταρρέει;
Πώς κατασκευάστηκε ο κόσμος που αρνείται να δει τη σύνδεση μεταξύ όλων αυτών των τραγωδιών, που τις υποβιβάζει στο κοινό έγκλημα, στο αστυνομικό ρεπορτάζ και τέλος; Από ποιο πράγμα προστατεύεται όποιος βάζει ακόμη τίτλους όπως «κρίση τρέλας», «ο καυγάς τελείωσε άσχημα», «δράμα ζήλιας», ή όποιος σκέφτεται ότι «αυτή πήγαινε γυρεύοντας»;
Δεν είναι όλοι οι άνδρες βίαιοι, αλλά η συντριπτική πλειοψηφία των βίαιων ανθρώπων είναι άνδρες. Όταν ρωτάμε «γιατί;» δεν κατηγορούμε κάθε αρσενικό αλλά το συμβολικό σύστημα στο οποίο έχουμε βυθιστεί και τις βίαιες επιπτώσεις του. Είναι αρκετό να μην έχεις σηκώσει ποτέ χέρι σε μια γυναίκα για να θεωρήσεις τον εαυτό σου ξένο σε αυτήν την κουλτούρα, για να σκεφτείς ότι «δεν αφορά εμένα»;
Η Lea Melandri στο βιβλίο της Έρωτας και βία έγραφε:
«Ένα μεγάλο βήμα προόδου ήταν η αναγνώριση ότι η ανδρική βία κατά των γυναικών είναι ένα δομικό γεγονός και όχι μια έκτακτη ανάγκη ή η παθολογία ενός μεμονωμένου ατόμου. Όμως έχουν ειπωθεί ελάχιστα για το ποια είναι τα θεμέλια στα οποία οφείλει τη διάρκειά του, για την τάση να επαναλαμβάνεται μέσα στην αδιαφορία των εποχών, των τόπων, των γενεών.»
Όχι μόνο στην εκτενή βιβλιογραφία των φεμινιστριών αλλά και σε βιβλία που γράφτηκαν από άνδρες, όπως το Diventare uomini του Lorenzo Gasparrini ή το Essere maschi του Stefano Ciccone, αναλύεται η κοινωνικοποίηση των παιδιών στην πλήρη νεωτερικότητα και αποδεικνύεται πως εξακολουθεί να είναι βαθιά ριζωμένη σε αρχαϊκά μοντέλα που αντιστέκονται ανέπαφα στη φθορά του χρόνου.
Η έμφυλη βία είναι βαθιά συνυφασμένη με το στημόνι των αρχετυπικών δομών του πολιτισμού στον οποίο ανήκουμε. Βρίσκεται στην αφήγηση των θρησκειών, στις αναπαραστάσεις της τέχνης, στους μύθους και στα παραμύθια. Είναι μέρος της αφήγησης της καταγωγής μας.
Στις ρητές και τις υπόρρητες υπαγορεύσεις -που υποδηλώνουν αυτό που περιμένει ο κόσμος από εμάς- επιβιώνουν πολλές από αυτές τις κοινωνικές κατασκευές οι οποίες για χιλιετίες απεικονίζουν τον «πραγματικό» άνδρα ως ανεξάρτητο, με αυτοπεποίθηση, προσανατολισμένο στον έλεγχο, επιρρεπή στις επιδείξεις δύναμης, εκπαιδευμένο στη λογική νίκης-ήττας και σε μια εξαγριωμένη ανταγωνιστική νοοτροπία, γοητευμένο από τον μύθο του ήρωα που επιβάλλεται πάνω σε όλους και εναντίον όλων.
«Απολειφάδι», «μισοριξιά», «βουτυρομπεμπέ», «γυναικούλα»: έτσι αντιμετωπίζει η αρσενική αγέλη όσους δεν φαίνονται αρκετά δυνατοί. Μύες μύες, μύες, αυτό είναι ο ανδρισμός. Από την απαρχή του κόσμου, από την παιδική ηλικία, τους ενσταλάσσεται ο φόβος να θεωρηθούν αδύναμοι.
Ήταν αναγκαίο να συνηθίσουν τη σχάση μεταξύ ορθολογισμού και συναισθηματισμού και να θεωρούν την ενσυναίσθηση ως εμπόδιο στην απαίτηση για ισχύ, εμπόδιο στην ενσάρκωση του αντρικού στερεότυπου και στο αντίστοιχο ιστορικό αφήγημα. Καθώς τα μικρά παιδιά μεγαλώνουν, γίνονται έφηβοι και μετά ενήλικες, φαίνεται να μειώνεται σταδιακά η ικανότητά τους να εκφράσουν αυτό που νιώθουν, σαν, σε κάποιο σημείο της διαδρομής, να χάνουν το κλειδί της πρόσβασης ακόμη και στον εαυτό τους. Έτσι εγκαθίστανται σε μια παρασιτική κουλτούρα που τρέφεται από τη συναισθηματική δύναμη των γυναικών χωρίς αμοιβαιότητα, και που καταρρέει όταν το βάθρο στο οποίο έχει στηριχτεί αποτυγχάνει.
Στο λεξιλόγιο ενός φύλου αόρατου ακόμα και στον εαυτό του, δεν βρέθηκαν ποτέ οι χειρονομίες και οι λέξεις για να εκφράσουν την ευαλωτότητα, τον φόβο, την απώλεια. Εκείνοι που για χιλιετίες ήταν οι κυρίαρχοι του κόσμου ταλαντεύονται ανάμεσα σε νέους, πρωτοφανείς ορίζοντες -οι οποίοι τους τρομάζουν επειδή είναι άγνωστοι- και στη νοσταλγία για τα αρχαία προνόμια και τις αρχαίες βεβαιότητες, που τους στέρησαν όμως ολόκληρα κομμάτια ζωής.
Όλες αυτές οι σκέψεις σίγουρα δεν απαλλάσσουν τους δολοφόνους, ούτε τους δικαιολογούν. Ούτε το μεταθανάτιο έλεος μπορεί να κάνει τις ενοχές τους λιγότερο προφανείς και λιγότερο φρικτές. Αλλά αν θέλουμε να κάνουμε μερικά βήματα πέρα από την υποτίμηση, πρέπει να κοιτάξουμε κατά πρόσωπο την ανδροκεντρική κουλτούρα που εξακολουθεί να μαστίζει ολόκληρο τον κόσμο, με τα αμφιλεγόμενα αποτελέσματά της.
Πρέπει να εργαστούμε σε όλα τα επίπεδα για να αλλάξουμε τη συλλογική νοοτροπία. Η ομόφωνη γνώμη των Κέντρων κατά της βίας -των μόνων που γνωρίζουν το πρόβλημα σε βάθος- είναι ότι, πάνω απ’ όλα, χρειαζόμαστε μια ματιά που δεν θα σταματά πλέον στο επίπεδο της έκτακτης ανάγκης, που δεν θα εμπιστεύεται πλέον τις λύσεις μόνο σε επαγγελματίες ή δεν θα στοιχηματίζει μόνο στην αμφιλεγόμενη, και εκ των υστέρων, επανεκπαίδευση των μεμονωμένων βίαιων αρσενικών.
Είναι επιβεβλημένο να επισημανθεί πόσο πολύ το προνόμιο του φύλου συνδέεται με την αντίληψη περί της νομιμότητάς του, η οποία διαρκεί όσο αυτό το προνόμιο παραμένει αόρατο. Όσο αυτές οι πτυχές παραμένουν κρυφές, συνεχίζουμε να αναθεματίζουμε τη βία όταν εμφανίζεται σε έκτακτα δελτία ειδήσεων για γεγονότα εξαιρετικά βάναυσα, αλλά αφήνουμε αμετάβλητο τον κοινωνικό ιστό που τροφοδοτεί καθημερινά τις χιλιάδες καθημερινές πράξεις που κρύβονται σε αυτό που θεωρείται κανονικότητα.
Η σκηνή είναι μια σκηνή εξουσίας, δεν πρέπει να αμφιβάλλουμε πλέον.
Υπάρχει μια τεράστια σιωπή για αυτήν την εξουσία. Υπάρχει επείγουσα ανάγκη να σπάσει η βαρβαρότητα αυτής της σιωπής.
*Η Graziella Priulla είναι κοινωνιολόγος, εργάζεται ως εκπαιδεύτρια στα θέματα της διαφοράς των φύλων.