Michael Sandel, Η τυραννία της αξίας, Πόλις, σελ. 460 (μετάφραση: Μιχάλης Μητσός)
Όταν ένας πιστός αρρωσταίνει και πεθαίνει […] η λύπη ανακατεύεται με την ντροπή. Οι αγαπημένοι που χάνονται είναι ακριβώς αυτό: άνθρωποι που απέτυχαν στη δοκιμασία της πίστης τους.
KATE BOWLER
Στην τρομακτική διατύπωση που προηγείται, αυτό που λέγεται είναι πως η αρρώστια, όταν έρχεται, δεν είναι απλώς μια ατυχία, αλλά μια ετυμηγορία για την αρετή μας.
«Σύμφωνα με την ιστορικό του ευαγγελίου της ευημερίας, την Kate Bowler, η διδασκαλία του ευαγγελίου συμπυκνώνεται στη φράση «Είμαι ευλογημένος, απόδειξη του οποίου είναι ότι είμαι υγιής και πλούσιος. Ο Joel Osteen, ένας διάσημος ευαγγελικός της ευημερίας που η εκκλησία του στο Χιούστον είναι η μεγαλύτερη της Αμερικής, είπε στην Όπρα Γουίνφρεϊ ότι «ο Ιησούς πέθανε ώστε εμείς να μπορούμε να ζούμε μια πλούσια ζωή». Το ευρείας κυκλοφορίας βιβλίο του αναφέρει παραδείγματα ευλογημένων πραγμάτων που οφείλονται στην πίστη, όπως η έπαυλη στην οποία διαμένει κανείς και το ότι έχει αναβαθμίσει τα αεροπορικά του εισιτήρια σε business class» (σελ. 79).
Δεν πρόκειται για περιθωριακές αντιλήψεις. Ένα μεγάλο μέρος της αμερικανικής κοινωνίας είναι πεπεισμένο πως τα πράγματα έχουν έτσι. Στην κοσμική του εκδοχή αποτελεί, στην πραγματικότητα, την πεμπτουσία του αξιοκρατικού ιδεώδους.
Οι άνθρωποι έχουν αυτά που αξίζουν. Και τα αξίζουν λόγω του ιδιαίτερου ταλέντου τους, της προσπάθειας που καταβάλλουν και των γνώσεων που αποκτούν. Σε μια εποχή, στην οποία οι ανισότητες εκτινάσσονται σε πρωτοφανή επίπεδα και η νέα αριστοκρατία της «αξίας» εμφανίζεται σκληρότερη από την κληρονομική, που υποτίθεται -και σε ένα βαθμό όντως έκανε- πως είχε καταργηθεί με την υπόσχεση πως δεν θα νεκραναστηθεί με οποιαδήποτε μορφή, η ιδέα πως οι άνθρωποι παίρνουν ό,τι αξίζουν -και αυτό είναι το ορθό- έχει κατακυριαρχήσει, διαμορφώνοντας το συλλογικό φαντασιακό των καπιταλιστικών κοινωνιών.
Μια μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού πιστεύει πως σε μια καλή κοινωνία οι άνθρωποι πρέπει να αμείβονται με βάση την αξία τους. Προφανώς, ένα σημαντικό τμήμα των ανώτερων τάξεων στις ΗΠΑ έχει τον τρόπο να κληροδοτεί την αξία από γενιά σε γενιά -αξιοποιώντας τον κύκλο του, λαδώνοντας, επιλέγοντας με πλάγιους τρόπους τους εξεταστές για τα παιδιά τους, προγυμνάζοντας με ωρομίσθια που στο Μανχάταν φτάνουν και τα 1000 δολάρια- κι αυτό είναι κακό. Ωστόσο, δεν μειώνει σε τίποτε την κεντρική σημασία της αξιοκρατίας. Απλώς θέτει ως υποχρέωση την σωστή της υλοποίηση.
Όταν, λοιπόν, ένας χρηματιστηριακός ντίλερ παίρνει 100 φορές περισσότερα από έναν καθηγητή ή έναν δημόσιο γιατρό -με δεδομένο πως η αγορά λειτουργεί ελεύθερα, χωρίς παρεμβάσεις και καταστροφικές «ρυθμίσεις»- αυτό συνιστά την κοινωνική αναγνώριση της δουλειάς του, την εκατονταπλάσια αξία του.
Η αξιοκρατική ιδεολογία είναι σχετικά πρόσφατο φαινόμενο. Έχει ζωή λίγων δεκαετιών. Ο Ρόναλντ Ρίγκαν ήταν ο πρώτος αμερικανός πρόεδρος που τη μετέτρεψε σε στυλοβάτη της πολιτικής του ρητορικής. Για να ακολουθήσουν όλοι οι υπόλοιποι και ιδίως οι Δημοκρατικοί μέχρι και τον Ομπάμα, που είχε πάθει πραγματική παράκρουση με το θέμα. Είναι χαρακτηριστική η διατύπωση του Larry Summers, κορυφαίου υπουργού η συμβούλου σε όλες τις δημοκρατικές κυβερνήσεις από τον Κλίντον κι έπειτα, σύμφωνα με τον οποίον:
«Μια από τις προκλήσεις της κοινωνίας μας είναι ότι η αλήθεια δημιουργεί τρόπον τινά ανισότητες. Ένας από τους λόγους που οι ανισότητες έχουν αυξηθεί στην κοινωνία μας είναι ότι οι άνθρωποι αντιμετωπίζονται περίπου με τον τρόπο που πρέπει να αντιμετωπίζονται» (σελ. 134).
Ο Σαντέλ απορρίπτοντας αναλυτικά την προοπτική της ανέλιξης και τον άρτι αφιχθέντα «προσοντισμό», κάνει την αξιοκρατία φύλλο και φτερό, στην κυριολεξία. Και μαζί εκθέτει, με πολύ εμπεριστατωμένο τρόπο, την τεράστια ευθύνη για τις πολύ κακές εξελίξεις στην παγκόσμια Κεντροαριστερά, η οποία υπήρξε η πρώτη και πιο φανατική στη διάχυση των αντίστοιχων ιδεών και επιχειρημάτων.
Η εξέλιξη αυτή υπήρξε άμεσα συνδεδεμένη με τη ριζική αποκοπή των «προοδευτικών» από τις εργατικές τάξεις. Τα στοιχεία τόσο για τους βρετανούς Εργατικούς όσο και για τους αμερικανούς Δημοκρατικούς, που παραθέτει ο Σαντέλ είναι συντριπτικά, τόσο σε ό,τι αφορά τη μετατόπιση του λόγου από τα συμφέροντα και τις αξίες των λαϊκών τάξεων σε αυτές των ανώτερων μεσοστρωμάτων, όσο και στην υπερήφανη πεποίθηση πως είναι εκπρόσωποι των μορφωμένων, των πιστοποιημένων με σπουδαία εκπαιδευτικά χαρτιά -με τους έξυπνους, δηλαδή. Έτσι, η διολίσθηση από τη διαχωριστική Αριστεράς Δεξιάς προς εκείνη του «ανοιχτού» απέναντι στο «κλειστό» υπήρξε ραγδαία και εκτεταμένη.
Πράγμα που συμβάδισε με την διαρκώς φθίνουσα εκπροσώπηση των λαϊκών τάξεων στους θεσμούς. Ενώ π.χ. μεταπολεμικά ένα μεγάλο τμήμα των βουλευτών ανήκαν στην εργατική τάξη, σήμερα το αντίστοιχο ποσοστό είναι αμελητέο -της τάξης του 2-3%!
Η αμερικάνικη εργατική τάξη δεν ψηφίζει πια. Αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος της αποχής. Πώς αλλιώς, άλλωστε, όταν οι «προοδευτικές ελίτ» έχουν για τις λαϊκές τάξεις που δεν τους ψηφίζουν έτοιμους τους χαρακτηρισμούς: ρατσιστές, κοκκινοσβέρκηδες (rednecks), φτωχομπινέδες (white trash) και άλλα εξίσου προσβλητικά. Σε ό,τι αφορά τη διείσδυση αυτών των ιδεών στην ευρύτερη δημόσια σφαίρα είναι χαρακτηριστικό πως ακόμη και οι τηλεοπτικοί ήρωες που είναι πατεράδες οικογενειών της εργατικής τάξης, όπως ο Άρτσι Μπάνκερ στο «All in the family» και ο Χόμερ Σίμσον στους «Simpsons» είναι συνήθως αφελείς , βρωμιάρηδες και γελοίοι. Οι μειωτικοί τόνοι για την εργατική τάξη εμφανίζονται παντού. Η Joan Williams του Hastings College of Law στο Σαν Φρανσίσκο, έχει ασκήσει κριτική στους «προοδευτικούς» ότι είναι «ταξικά ανίδεοι»:
«Σε μια κατά τα άλλα ευγενική κοινωνία, οι ελίτ (στις οποίες κατεξοχήν περιλαμβάνονται οι προοδευτικοί) απαξιώνουν, συνεχώς και ασυστόλως, τους λευκούς της εργατικής τάξης. Τους ακούμε να μιλούν για «τους φτωχομπινέδες των τροχόσπιτων» σε ξεχασμένες πολιτείες, που «φορούν χαμηλοκάβαλο παντελόνι σαν τους υδραυλικούς» -ανοιχτά ταξικές προσβολές που περνιούνται για πνευματώδεις. Αυτή η συγκαταβατικότητα επηρεάζει τις πολιτικές εκστρατείες, όπως είχε συμβεί με το σχόλιο της Χίλαρι Κλίντον για τους αξιοθρήνητους […]» (σελ. 338).
Εξαιρετικά εντυπωσιακό είναι το γεγονός πως αντίθετα με τη συμβατική λογική το σύνολο σχεδόν των σημαντικών πολιτικών φιλοσόφων είναι αντίθετο στην αξιοκρατία. Από τον Χάγιεκ μέχρι τον Ρωλς, είναι προφανές ότι το να βγάζεις πολλά λεφτά δεν αποδεικνύει την αξία σου ή την αρετή σου -οφείλεται απλώς σε μια ευτυχή σύμπτωση των δεξιοτήτων που έχεις να προσφέρεις με τις ικανότητες που ζητά από σένα η αγορά.
Τα πολλαπλά κακά της αξιοκρατίας ο Σαντέλ τα αποκαλύπτει ιδιαίτερα πειστικά. Η επικράτησή της είχε μια μείζονα τοξική (ταξική) συνέπεια, της οποίας η δραστικότητα διαρκώς αυξάνεται. Τα «παλιά καλά χρόνια», όταν η αξιοκρατία δεν ήταν στον πυρήνα της άρχουσας ιδεολογίας, το ηθικά αυθαίρετο και η προφανής αδικία της ταξικής κοινωνίας, όπως σημειώνει ο Michael Young, ο πρώτος, που ήδη από το 1958 στο The Rise of the Meritocracy, εντόπισε τα συναφή προβλήματα, είχαν τουλάχιστον ένα επιθυμητό αποτέλεσμα: μετρίαζαν την ιδέα που είχε η ανώτερη τάξη για τον εαυτό της και δεν άφηναν την εργατική τάξη να θεωρεί πως η κατώτερη θέση της ήταν δική της αποτυχία. Η επίγνωση ότι το σύστημα ήταν σκάρτο έδωσε τη δυνατότητα στην εργατική τάξη να το αμφισβητήσει πολιτικά. Να, τι έλεγε, σύμφωνα με τον Young, ο εργάτης, τότε:
«Ορίστε, είμαι εργάτης. Γιατί είμαι εργάτης; Δεν κάνω για τίποτε άλλο; Όχι βέβαια. Αν μου είχε δοθεί η ευκαιρία, θα έδειχνα τι μπορώ να κάνω. Γιατρός; Ζυθοποιός; Υπουργός; Θα μπορούσα να έχω γίνει ο,τιδήποτε. Αλλά δεν μου δόθηκε ποτέ η ευκαιρία. Κι έτσι είμαι εργάτης. Μη νομίζετε, όμως, ότι κατά βάθος είμαι χειρότερος από οποιονδήποτε άλλον» (σελ. 196).
Η απόλυτη κατίσχυση της αξιοκρατικής ιδεολογίας διέλυσε αυτήν την πεποίθηση, που τόνωνε την εργατική αυτοπεποίθηση και περηφάνεια. Αν συμπεριλάβουμε και τις ραγδαία επιδεινούμενες υλικές συνθήκες το πράγμα γίνεται δραματικό. Σήμερα, από τους αμερικανούς εργάτες με απολυτήριο Λυκείου εργάζεται μόνο το 68%, όταν το 1971εγάζονταν το 93% της λευκής εργατικής τάξης.
«Η πιο οδυνηρή εκδήλωση της διαλυμένης ψυχολογίας των Αμερικανών που ανήκουν στην εργατική τάξη δεν είναι ωστόσο ο αποχαιρετισμός της εργασίας. Πολλοί αποχαιρετούν και την ίδια τη ζωή. Ο τραγικότερος δείκτης αυτού του φαινομένου είναι η αύξηση των «θανάτων από απελπισία» (deaths of despair) […] Από το 2014 ως το 2017 [το προσδόκιμο ζωής] όχι μόνο παρέμεινε στάσιμο, αλλά σημείωσε και υποχώρηση. Για πρώτη φορά σε έναν αιώνα, το προσδόκιμο ζωής στις ΗΠΑ παρουσίασε μείωση επί τρία συνεχή χρόνια» (σελ. 333).
Να πώς το θέτουν οι Anne Case και ο Angus Deaton, οι δύο οικονομολόγοι που εισήγαγαν τον όρο «θάνατος από απελπισία»:
«Η αύξηση των θανάτων από απελπισία παρατηρείται σχεδόν αποκλειστικά στους ανθρώπους που δεν έχουν πτυχίο» (σελ. 334). Από τη δεκαετία του 1990 μέχρι σήμερα , τα ποσοστά θανάτων μεταξύ των πτυχιούχων πανεπιστημίου μειώθηκαν κατά 40%. Στην περίπτωση εκείνων που δεν έχουν πτυχίο αυξήθηκε κατά 25%.
Η αξιοκρατία δημιουργεί απύθμενη αλαζονεία στον ένα πόλο και αβάσταχτη απελπισία στον άλλον. Φέρνει στις κατώτερες τάξεις ντροπή, πικρία, αφόρητη αίσθηση προσωπικής ευθύνης, απόγνωση και ψυχική κατάρρευση. Η αξιοκρατία σκοτώνει.
Δεν υπάρχουν στοιχειώδη επιχειρήματα υπέρ της. Όποιος διαβάσει το βιβλίο του Σαντέλ θα πεισθεί. Και δεν θα μπορεί να σκεφτεί πως για τα βάσανα των ανθρώπων η ευθύνη ανήκει σε αυτούς και μόνο σε αυτούς. Δεν θα μπορεί ούτε κατ’ ιδέα να συστρατευθεί με τους νεοφιλελεύθερους προτεστάντες, όπως ο τηλε-ευαγγελιστής Pat Robertson, ο οποίος, όταν ένας σεισμός σκότωσε πάνω από 200000 ανθρώπους στην Αϊτή το 2009, απέδωσε την καταστροφή σε μια συμφωνία που είχαν συνάψει με το διάβολο οι αϊτινοί σκλάβοι το 1804, όταν εξεγέρθηκαν κατά της Γαλλίας.