Johann Chapoutot, Ελεύθερος να υπακούς -Το μάνατζμεντ από το Ναζισμό μέχρι σήμερα, Εκδόσεις Άγρα, σελ. 188 (μετάφραση: Γιάννης Σιδέρης)
Πρέπει να διοικείς λίγο, με τρόπο οικονομικό και πάντα σύμφωνα με τη γνώμη του λαού
Βέρνερ Μπεστ
Ο Βέρνερ Μπεστ, τα λόγια του οποίου παραθέτω προηγουμένως, γεννημένος το 1903, υπήρξε διαβόητος υπερεθνικιστής από τα φοιτητικά του χρόνια, ριζοσπαστικότερος των ναζιστών, στους οποίους προσχώρησε το 1929. Με σπουδαία καριέρα στον σκληρό πυρήνα των Ες Ες, υπήρξε από τους βασικούς διοργανωτές της Γκεστάπο. Ταυτόχρονα, υπήρξε μέλος μιας εκτεταμένης ομάδας νομικών επιστημόνων -και όχι μόνο- που ασχολήθηκαν επισταμένα με θέματα διοίκησης του μεγάλου Ράιχ. Όπως ο Χέρμπερτ Μπάκε, ο Βίλχελμ Στούκαρτ και ο πολύ επιδραστικός μέχρι και το 1990 περίπου Ρίχαρντ Χεν.
Ο Σαπουτό, παρακολουθώντας τα κείμενα, τα έργα και τις ημέρες αυτών και άλλων «θεωρητικών της διοίκησης» του 3ου Ράιχ, μας μαθαίνει πολλά και «μη αναμενόμενα» πράγματα για την εποχή, αλλά και για τη σαφή και ευκρινή επιρροή τους στο σύγχρονο μάνατζμεντ.
Σε σχέση με το δεύτερο, όπως χαρακτηριστικά λέει, παραθέτοντας τους όρους που αξιοποιούν κατεξοχήν αυτοί οι ναζιστές ειδικοί της διοίκησης:
««Ευελιξία», «αποτελεσματικότητα», «στόχος», «αποστολή» -να λοιπόν που βρισκόμαστε σε γνώριμο έδαφος» (σελ. 15) -εννοεί το έδαφος του σημερινού λεξιλογίου της διοίκησης επιχειρήσεων.
Και σημειώνει, επιπλέον, ο Σαπουτό πως, υπό το φως της έρευνάς του, κυρίως, όμως, αυτών του Ζίγκμουντ Μπάουμαν, του Τζιόρτζιο Αγκάμπεν και του Γκετζ Άλυ, που ανέλυσαν τη βιομηχανική διάσταση του ναζιστικού εγκλήματος, γέννημα γνήσιο της καπιταλιστικής οργάνωσης της νεωτερικότητας:
«Τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας […] είναι το αποτέλεσμα ορθολογικού πολιτικού και οικονομικού προγραμματισμού, που αποφασίστηκαν από τεχνοκράτες και -ο όρος χρησιμοποιείται όλο και πιο συχνά από τους ιστορικούς που γράφουν για τη συγκεκριμένη περίοδο- managers, που μετακινούσαν πληθυσμούς, προκαλούσαν λιμοκτονία στους κατακτημένους λαούς και ενθάρρυναν την εξαντλητική εκμετάλλευση των ζωτικών αποθεμάτων με απίστευτη επαγγελματική ψυχρότητα και αποστασιοποίηση –«κοσμιότητα» έλεγε ο Χίμλερ […] Φάνηκε πως το μάνατζμεντ και η «διαχείριση» του «ανθρώπινου δυναμικού είχαν κάτι το εγγενώς εγκληματικό. Ξεκινώντας από την αντικειμενοποίηση του ανθρώπου, που υποβιβάζεται σε «υλικό», «ανθρώπινο πόρο» ή «παραγωγικό συντελεστή», και φτάνοντας στην εκμετάλλευση ή και στην καταστροφή του, η ακολουθία υπακούει στη δική της λογική, της οποίας το στρατόπεδο συγκέντρωσης αποτελεί τον παραδειγματικό τύπο, έναν τόπο οικονομικής παραγωγής και -από το 1939- καταστροφής του ανθρώπου μέσω της εργασίας» (σελ. 17).
Η επιμονή στα ζητήματα της διοίκησης θα ενισχυθεί από τη ραγδαία αύξηση των εδαφών, που οδηγεί στη δημιουργία μια γιγάντιας αυτοκρατορίας, που καλείται να διοικήσει ένα διαρκώς μειούμενο προσωπικό, λόγω του ό,τι όλο και περισσότεροι δημόσιοι υπάλληλοι αναχωρούν για το μέτωπο. Πρέπει, λοιπόν, να σχεδιαστεί μια μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης, όχι μόνο για την περίοδο πολέμου αλλά και για τους αιώνες ειρήνης που θα ακολουθήσουν για την μεγάλη αυτοκρατορία, η οποία θα στηθεί στα ερείπια της ΕΣΣΔ, της οποίας η ήττα και η διάλυση έμοιαζαν το 1942 αναπόφευκτες. Πώς θα καταφέρουν περισσότερα με λιγότερους άνδρες; Αυτό που χρειάζεται είναι καλύτερα αποτελέσματα.
Οι άνθρωποι από «προσωπικό» γίνονται «human resources» και «παραγωγικοί συντελεστές». Κι αυτή τη μετάβαση τη μοιράζονται οι ναζιστές με τους μεταπολεμικούς θεωρητικούς του μάνατζμεντ -πολλοί από τους οποίους, μάλιστα, είναι οι ίδιοι με τους προηγούμενους. Όπως και όλους τους διαβόητους σχετικούς νεωτερισμούς, ιδίως τους πιο «φιλελεύθερους».
***
Μπορούμε τώρα να γυρίσουμε στο πρώτο, στα «μη αναμενόμενα» αυτής της ιστορίας, που συνδέονται ισχυρά.
Με πρώτο απ’ όλα, το γεγονός πως οι ναζιστές δεν εκτιμούν καθόλου το κράτος.
«Υπάρχει ομοφωνία στους ιδεολόγους του Τρίτου Ράιχ ως προς αυτό: Τα γερμανικά φύλα της αρχαιότητας δεν είχαν Κράτος και ήταν οργανωμένα σε εκτεταμένες οικογένειες και φατρίες, που σέβονταν του νόμους της φύσης και της ζωής. Το Κράτος είναι μια κατασκευή του ύστερου ρωμαϊκού δικαίου, ένα φαινόμενο συγχρονο της φυλετικής παρακμής της αρχαίας Ρώμης [που συνοδεύτηκε] από νόμους αφηρημένους και γραπτούς, ενώ το παραδοσιακό δίκαιο ήταν αγνό ένστικτο και ζωτική παρόρμηση […] Η γέννηση της Κράτους ήταν λοιπόν καταστροφική για τη γερμανική φυλή. Η ύπαρξη και η δράση του στάθηκαν εξίσου ολέθριες. […] Η ουσία των Γερμανών, σε αντίθεση με τη «μεσογειακή ανοργανωσιά», «την παραφορά των μαύρων» ή «την αναρχία των Εβραίων» είναι η τάξη και η ενότητα [της γερμανικής φυλής]: Ein Volk, ein Reich, ein Führer» (σελ. 40).
Πουθενά, όμως, ein Staat.
Εντυπωσιακή, επίσης, είναι, αντίθετα στην κυρίαρχη πρόσληψη της σιδερένιας πειθαρχίας, η λειτουργία του νέου καθεστώτος, που είχε περισσότερο τα χαρακτηριστικά του χαοτικού αυτοσχεδιασμού και της αταξίας παρά τα τέλεια συμμετρικά πλάνα της Λένι Ρήφενσταλ. Εκτός από τη συνύπαρξη του Κράτους, που ταλαιπωρημένο από τις εκκαθαρίσεις και την καταπίεση συνέχισε να υφίσταται, και του Κόμματος, τα δώδεκα χρόνια του του ναζιστικού καθεστώτος προκάλεσαν μια έκρηξη ad hoc οργανισμών, θεσμών και υπηρεσιών, σε τέτοιο βαθμό που οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων και οι διοικητικές αποφάσεις έγιναν σχεδόν ακατανόητες. Οι προετοιμασίες για τον πόλεμο και αργότερα η έναρξη του ενίσχυσαν περισσότερο αυτήν την τάση.
Από την άλλη, έχουμε μια ιδιαίτερη επιμονή στην έννοια της «γερμανικής ελευθερίας». Που συνδέεται άμεσα με την απαξίωση του κράτους και ιδίως του όποιου κοινωνικού κράτους. Εδώ, οδηγός της απόρριψης και εξ αυτού της υπεράσπισης της «γερμανικής ελευθερίας» είναι ο κοινωνικός δαρβινισμός, ο φυλετισμός και η ευγονική, όλα συνδεδεμένα με τον κυρίαρχο φιλελευθερισμό του 19ου αιώνα.
«Από τον κοινωνικό δαρβινισμό, που αποτελεί μετεξέλιξη των σκέψεων του ακραίου φιλελεύθερου Herbert Spencer, οι ναζί κληρονόμησαν την ιδέα ότι το Κράτος εμποδίζει, αν δεν καταργεί τελείως, τη λογική και τη δυναμική της φύσης. Η φύση, όπως γνωρίζουμε, αφήνει να ξεπέσει ή να πεθάνει οτιδήποτε δεν είναι βιώσιμο. Εξαιτίας όμως της λειτουργίας ανακατανομής του πλούτου και ενός πρώιμου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στη Γερμανία, το Κράτος εξασφαλίζει την επιβίωση όσων δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν με τις δικές τους δυνάμεις. Κατά της αμείλικτης, και υγιέστατης, λογικής της «φυσικής επιλογής», της οποίας αποτελεί η κοινωνική επιλογή την προβολή στο πεδίο της κοινωνίας, το Κράτος εκπληρώνει έναν ρόλο αντι-επιλογής, που περιορίζει τη φυσική επιλογή, κρατώντας στη ζωή τον άρρωστο και ανίκανο ή, αλλιώς, το ανθυγιεινό σε βάρος του υγιούς […] Ας πεθάνει όποιος του αξίζει να πεθάνει, λένε οι κοινωνικοί δαρβινιστές και οι ναζί οπαδοί τους: Κάτι που δεν ισχύει μόνο για ένα «δυσλειτουργικό» πνεύμα ή σώμα αλλά και για μια δραστηριότητα που δεν αποφέρει κέρδη. Το Κράτος, δυστυχώς, είναι αυτός ο τεχνητός θεσμός που επιβάλλει τη νίκη της μελάνης του νόμου επί του αίματος της φυλής, του τεχνητού εις βάρος του φυσικού, επιβάλλοντας την επιβίωση και εξάπλωση των αδύναμων, ανίκανων και αποτυχημένων, το Κράτος τρέφει μια γάγγραινα η οποία θα αποβεί, τελικά, μοιραία για το «σώμα του λαού» (Volkskörper)- αυτή η οργανιστική μεταφορά που αναφέρεται στην «κοινότητα του λαού» είναι, στην πραγματικότητα, τόσο πολύ κυριολεκτικά που παύει να αποτελεί μεταφορά» (σελ. 57).
Η «γερμανική ελευθερία» δεν μπορεί να αποδεχτεί αυτό το άθλιο Κράτος των εκφυλισμένων, είναι το αντίθετό του, γι’ αυτό ο κύριος πολιτικός εχθρός δεν μπορεί να είναι άλλος από τον σοσιαλισμό. Η γερμανικότητα των δασών δεν είχε ποτέ γνωρίσει τον δεσποτισμό της επιβολής του αφύσικου, του τεχνητού.
Η ομοιότητα του παραπάνω παραθέματος με τα νεοφιλελεύθερα δόγματα είναι ανατριχιαστική.
Το ίδιο, όπως ήδη σημείωσα, των εθνικοσοσιαλιστικών μαναντζερίστικων απόψεων με αυτές των μετέπειτα γκουρού του θέματος -σε πολύ περισσότερα ζητήματα από ό,τι θα μπορούσαμε, όντες ανυποψίαστοι, να υποθέσουμε.
Ο Σαπουτό μας δίνει πλήθος άλλων παραδειγμάτων. Και παρακολουθώντας τη μεταπολεμική πορεία των βασικών ναζιστών θεωρητικών, όταν πλέον είχαν στρατευθεί στην οικοδόμηση του γερμανικού «οικονομικού θαύματος», αποδεικνύει πόσο είναι μια ορισμένη καπιταλιστική νεωτερικότητα, που «ελλοχεύει» διαρκώς πίσω από όλα αυτά: από τον εθνικοσοσιαλιστικό αντικρατισμό στον ορντοφιλελευθερισμό και το νέο δημόσιο μάνατζμεντ, η συνέχεια είναι πολύ σαφέστερη από ό,τι οι τομές.
Το βιβλίο είναι μια πραγματική αποκάλυψη ακόμη και για τους πιο βαθείς γνώστες αυτών των θεματικών.
One Ping
Pingback:Ελεύθερος να υπακούς. – Veritas est index sui et falsi