Hartmut Rosa, Επιτάχυνση και αλλοτρίωση. Για μια Κριτική Θεωρία της χρονικότητας στην ύστερη νεωτερικότητα, 256 σελ.
Τι συνιστά πλέον μια καλή ζωή και γιατί δεν την επιτυγχάνουμε;
Μια φαινομενικά απλή ερώτηση που απευθύνει ο κοινωνιολόγος Hartmut Rosa στην αρχή του βιβλίου των εκδόσεων Πλήθος με τίτλο Επιτάχυνση και αλλοτρίωση. Για μια Κριτική Θεωρία της χρονικότητας στην ύστερη νεωτερικότητα (μτφρ. Μιχάλης Κούλουθρος) προς το αναγνωστικό κοινό.
Η απάντηση βρίσκεται κολλημένη, σε ένα καθεστώς ανεσταλμένης κίνησης, σε κάποιον από τους νευρώνες που είναι αρμόδιοι για να μεταβιβάζουν το μήνυμα από τον εγκέφαλο στο στόμα.
Ένας υπαρξιακός κόμπος που μας αποτρέπει από το να αντιληφθούμε ένα βασικό πρόβλημα της νεωτερικότητας και να το κατανοήσουμε ως τέτοιο. Ως πρόβλημα.
Ένα βιβλίο που αν και κυκλοφόρησε πριν από 15 χρόνια, οι παρατηρήσεις του παραμένουν ανησυχητικά επίκαιρες και παρούσες. Ακριβώς όπως και το μήνυμα που αδυνατεί να δώσει ο εγκέφαλος μας, ως απάντηση στην παραπάνω ερώτηση.
Η ιδέα λοιπόν μιας καλή ζωής, μιας ζωής που να στηρίζεται σε ένα πλαίσιο αυτονομίας, δηλαδή το να επιλέγει το ίδιο το άτομο για τον εαυτό του, επανέρχεται ξανά και ξανά καθώς όλες οι απαντήσεις που φάνταζαν δεδομένες πριν την αρχή της δεύτερης χιλιετίας, κατέρρευσαν πανηγυρικά.
Οι υποσχέσεις του ύστερου καπιταλισμού και των φιλελεύθερων δημοκρατιών (κυρίως στη Δύση) περί ευμάρειας, περί κοινωνικής και οικονομικής σταθερότητας, αλλά ακόμα και οι διακηρύξεις της σχολής του Σικάγο πως, λόγω του καπιταλισμού, οδεύουμε προς ένα μέλλον λαμπρό όπου σύντομα όλοι και όλες θα είμαστε σε θέση να ικανοποιούμε πραγματικά τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας, καθώς θα φροντίσει γι’ αυτό η ελεύθερη αγορά, κατέρρευσαν. Μάλιστα κατέρρευσαν με πάταγο.
Η δύναμη της «κοινωνικής επιτάχυνσης», δηλαδή η συνεχής «πρόοδος» (όχι με πολιτικούς όρους αλλά με όρους κίνησης) προς το Μέλλον, είναι μια διαδικασία, υποστηρίζει ο Rosa, που στην πραγματικότητα κατάφερε να δημιουργήσει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που διακήρυττε, στο κοινωνικό επίπεδο.
Από την εποχή της προ-νεωτερικότητας, όπου η πρόοδος, η επιτάχυνση δηλαδή, σηματοδοτούσε το Μέλλον, το Διαφορετικό, το Καλύτερο, περάσαμε βίαια και σε σύντομο χρονικό διάστημα, στην περίοδο όπου η επιτάχυνση έχει συναντήσει ένα απροσπέλαστο τέλμα.
Η συνεχής και ολοένα αυξανόμενη επιτάχυνση στις νέες τεχνολογίες, στην κατανάλωση, στις επιστήμες και την κοινωνική ζωή, έχει δημιουργήσει ένα αδιαμεσολάβητο ρήγμα, που δημιουργεί ένα καθεστώς συνεχούς αλλοτρίωσης. Μιας αλλοτρίωσης όχι μόνο, όπως την εννοούσε ο Μαρξ, στο επίπεδο της εργασίας αλλά με μια πιο κριτική προσέγγιση ( σαφώς επηρεασμένη από τη Σχολή της Φρανκφούρτης) όπου ο Άνθρωπος πλέον έχει αποσυνδεθεί εντελώς από το περιβάλλον του. Και το περιβάλλον αυτό δεν αναφέρεται μόνο στο κομμάτι της ύλης, αλλά σε οτιδήποτε συγκροτεί την καθημερινότητα.
Τις αναμνήσεις, τα συναισθήματα, τους οικείους, την οικογένεια, την εργασία, την ιδεολογία και τις σπουδές του ανθρώπου.
Οι επιταγές της ταχύτητας ή, ορθότερα, η αρχή της επιτάχυνσης στην οποία υπακούν οι σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες, επηρεάζουν βαθιά, σχεδόν δομικά, την ικανότητα μας να οικειοποιούμαστε τον κόσμο.
Η αλλοτρίωση παράγει υποκείμενα ανίκανα πια να συνδεθούν με το Παρόν. Αυτή η ανάγνωση βρίσκεται φυσικά σε εγγύτητα και με την προσέγγιση του Mark Fisher για έναν ανθρωπολογικό τύπο, εντοπισμένο κυρίως στη νεολαία, που αδυνατεί να συγκρατηθεί στο Παρόν, καθώς η Πραγματικότητα ρευστοποιείται τριγύρω του και λιώνει, με αποτέλεσμα να έχει χάσει εντελώς την ικανότητα να κάνει μακροσκοπικά πλάνα ή να κάνει, αυτό που λέμε, «σχέδια για τη ζωή του».
Πώς μπορείς άλλωστε να σχεδιάσεις πάνω σε κάτι που είναι συνεχώς μετακινούμενο και μάλιστα με ιλιγγιώδη ταχύτητα; Την ίδια τη στιγμή που καταστρώνεις το πλάνο, η πραγματικότητα ήδη έχει μετακινηθεί και σου παρουσιάζει μια νέα «αντικειμενική κατάσταση» στην οποία θα πρέπει να υπακούσεις από την αρχή.
Ως πιθανή απάντηση απέναντι στην καθολική αλλοτρίωση και την επέλαση της επιτάχυνσης, ο συγγραφέας προτείνει την έννοια του Συντονισμού, που προέρχεται κι αυτή από τη σχολή της Κριτικής Θεωρίας.
Ως Συντονισμός θα μπορούσε να νοηθεί η ικανότητα μας να αποκτούμε ουσιαστικές σχέσεις, βιώματα, με το περιβάλλον μας. Με τα αντικείμενα μας, που τους παραχωρούμε ονόματα και συναισθηματική αξία, με τους φίλους και τους γνωστούς, όταν μας δένουν χρόνια οικειότητας και αγάπης (μπορεί και μίσους, δεν διευκρινίζεται το συναίσθημα, μόνο η ένταση του) από την ενσώματη συμμετοχή μας σε κάτι, με τρόπο που να κινητοποιούνται όλες οι αισθήσεις και να αποτυπώνεται, βαθιά μέσα μας, η εμπειρία.
Με άλλα λόγια, ο Συντονισμός είναι μια απάντηση, σε μια εποχή όπου τα πάντα καταναλώνονται και παράγονται με αστραπιαίες ταχύτητες, όπου τίποτα δεν παραμένει και τα περισσότερα πράγματα είναι ανοίκεια, αναμνήσεις ή φαντάσματα όπου πέρασαν για λίγο διάστημα από τη ζωή μας και δεν τα κατανοήσαμε ποτέ.