Η τρίτη μου στάση στο Βαλκανικό τμήμα του 62ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ήταν στo “Ηive” της Μπλέρτα Μπασόλι από το Κόσοβο. Λίγες μόλις εβδομάδες μετά το “Quo vadis Aida” κι ενώ παίζεται ακόμα στις αίθουσες ερχόμαστε αντιμέτωποι ξανά με μία αληθινή ιστορία που χρονολογικά τοποθετείται στο 1999. Οι Σέρβοι και τα εγκλήματα πολέμου που διέπραξαν και πάλι στο προσκήνιο. Ένα ακόμα χωριό ξεκληρίζεται. Οι ηλικιωμένοι κι οι γυναίκες είκοσι χρόνια μετά περιμένουν να μάθουν τι απέγιναν οι άντρες και σύντροφοί τους.
Μία άξια γυναίκα η Φαριγιέ ή Φαριέ μεγαλώνει τα δύο της παιδία και φροντίζει τον πεθερό της σε συνθήκες ένδειας. Προσπαθεί να πατήσει στα πόδια της με το βλέμμα στο μέλλον. Δε διστάζει να συγκρουστεί με την πατριαρχική κοινωνία ενηλικιωμένων που την περιβάλλει. Οδηγεί, εργάζεται, αποφασίζει να μη ξαναπαντρευτεί και στήνει τη δική της επιχείρηση με ανορθόδοξα μέσα. Ένα όνειρο ζωής σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον συνεργασίας. Mόνη στη αρχή με πείσμα, υπομονή κι επιμονή. Έτοιμη να ακούσει πολλά και να υποστεί περισσότερα. “Ό,τι κάνεις καλό ή κακό πρέπει να ξέρεις πως μας χαρακτηρίζει”.
Μάχη μέχρι εσχάτων με όσα μέσα διαθέτει. H παράλληλη ενασχόλησή της με τα μελίσσια που θύμισε το “Ηoneyland” που πριν δύο χρόνια έφτασε μέχρι την τελική πεντάδα τόσο για το OSCAR Διεθνούς ταινίας, όσο και γι΄αυτό του καλύτερου ντοκιμαντέρ. Kαι εκείνο είχε ξεκινήσει τη διαδρομή του από το Sundance νομίζω. Το μοτίβο “χωρισμού” στο νερό επαναλαμβάνεται δύο ή τρεις φορές. Όσο δυνατή κι αν δείχνει, πονάει, υποφέρει. Το θέμα είναι καθαρά πολιτικό. Η ηγεσία δε έχει τη διάθεση να σκαλίσει παλιές πληγές. Το παρελθόν όμως στοιχειώνει το χωριό που περιμένει κι ελπίζει.
Σιγά σιγά οι γυναίκες αντιλαμβάνονται το μέγεθος του εγχειρήματος και τις πραγματικές προθέσεις της Φαριέ. Βοηθούν η καθεμία όπως μπορεί. Ένα κύμα αλληλεγγύης υψώνεται απέναντι στα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις. Η άξια μάνα, σύζυγος, “κόρη” καταφέρνει όχι μόνο να κρατήσει την ισορροπία στο σπίτι της, αλλά θα λέγαμε πως βάζει σε τάξη ολόκληρη την περιοχή της, δημιουργώντας έναν συνεταιρισμό. Τώρα πια έχει τη δύναμη να πατήσει στα πόδια της, να κλοτσήσει, να ανταποδώσει κάθε είδους χτύπημα. Δίχως υπερβολή συνολικά η τοπική κοινωνία ωριμάζει στο πλευρό της.
Επιμένει στα όρια της εξάντλησης με τον δυναμισμό που τη διακρίνει. Έχει θέσει έναν σπουδαίο στόχο. Ο θεατής αντιλαμβάνεται πως θα κάνει τα πάντα για να τον πετύχει. Δίνει το παράδειγμα του ανιδιοτελούς αγώνα που σε συνδυασμό με την μόρφωση που θα έχουν οι επόμενες γενιές θα τους ορίσει μία καλύτερη μοίρα. Παράλληλα όμως δε ξεχνάει το επώδυνο παρελθόν. Η ηθική της δεν της το επιτρέπει. Γίνεται πραγματικά η “Βασίλισσα της Κυψέλης”. Αυτού του μικρού τόπου και τον εκσυγχρονίζει.
17 Βραβεία (η πρώτη της ιστορίας με τρία κύρια στο Σάντανς) ως σήμερα σε διεθνή Φεστιβάλ κι υποψήφιο για το Βραβείο Κοινού στη Θεσσαλονίκη. Υποψηφιότητα του Κοσόβου για το OSCAR της Διεθνούς ταινίας. Οι πρωταγωνιστές ζουν (εκτός του πεθερού) ακόμα και σήμερα. Συνεχίζουν τον δρόμο που χάραξε η Φαριέ. Ένα από το πολλά γεγονότα της περιοχής που πρέπει να ειπωθεί και να γίνει ευρέως γνωστό. Κι η Μπλέρτα Μπασόλι αποδεικνύεται ικανότατη να φέρει εις πέρας αυτή τη δύσκολη αποστολή.