Το κύμα ανατιμήσεων που βρίσκεται σε εξέλιξη αποτελεί μορφή κλοπής του εργατικού και λαϊκού εισοδήματος, αύξησης των κερδών των επιχειρήσεων, μαζί και διασφάλισης της ηγεμονικής θέσης των μεγάλων πολυεθνικών ομίλων που καταπίνουν έτσι μικρο-επιχειρήσεις. Πρώτος ευδιάκριτος στόχος είναι η αρπαγή από εργαζόμενους και λαό των ψίχουλων που αναγκάστηκαν τα κράτη και οι κυβερνήσεις να δώσουν στη διάρκεια της πανδημίας.
Κλοπή εισοδήματος μέσω ανατιμήσεων
Κύμα ακρίβειας κατατρώει το λαϊκό εισόδημα, απ΄ το ψωμί και άλλα είδη πρώτης ανάγκης μέχρι και τα νοίκια που κάνουν τη στέγη ένα δυσβάσταχτο βάρος. Είναι του συρμού η άποψη ότι η σημερινή ακρίβεια πλήττει εξίσου «νοικοκυριά και επιχειρήσεις». Όμως, όταν κάποιος χάνει στην καπιταλιστική οικονομία κάποιος άλλος κερδίζει. Το ίδιο ισχύει και για τον πληθωρισμό.
Το κύμα ανατιμήσεων αποτελεί μορφή κλοπής του εργατικού και λαϊκού εισοδήματος, αύξησης των κερδών των επιχειρήσεων, μαζί και διασφάλισης της ηγεμονικής θέσης των μεγάλων πολυεθνικών ομίλων που καταπίνουν έτσι μικρότερα κεφάλαια και μικρο-επιχειρήσεις.
Ευδιάκριτος στόχος είναι να επιστραφούν από μεριάς εργαζομένων και μικρομεσαίων λαϊκών στρωμάτων όποια ψίχουλα αναγκάστηκαν τα κράτη και οι κυβερνήσεις να δώσουν στη διάρκεια της πανδημίας. Στο στόχαστρο επίσης είναι τα περίπου 30 δισ. αποταμιεύσεων που προστέθηκαν στους λογαριασμούς καταθέσεων στη διάρκεια της αναγκαστικής υπο-κατανάλωσης εν μέσω πανδημίας και λοκντάουν. Με συντονισμένο ρόλο από μεριάς κράτους και επιχειρήσεων, στοχεύεται η ενίσχυση της κερδοφορίας γενικά αλλά και η αναπλήρωση -μέσω της λαϊκής καταλήστευσης- των ζημιών σε εκείνους τους κλάδους της οικονομίας που σημειώθηκε μείωση της δραστηριότητάς τους.
Αποτελούν μυθεύματα ή τεχνάσματα οι θεωρίες ότι για την ακρίβεια φταίει ο κρύος χειμώνας της Ευρώπης, η περιβόητη «προσφορά», η «πράσινη μετάβαση» ή η Κίνα και Ρωσία. Τεχνηέντως αλλά όχι ανεξήγητα από αυτές τις απόψεις, λείπει ο συνδετικός κρίκος των συγκυριακών παραγόντων και κυρίως απουσιάζει η συσχέτιση του κύματος κερδοσκοπίας με την καπιταλιστική λειτουργία και την κυριαρχία των πολυεθνικών πολυκλαδικών μονοπωλίων σε όλο τον κόσμο.
Στόχοι και επιδιώξεις του κεφαλαίου
Μπαίνουμε όντως σε μια εποχή πληθωρισμού σαν αυτή που θυμούνται οι παλιότεροι, της τάξης του 25% για παράδειγμα στην Ελλάδα; Τα ως τώρα δεδομένα δεν επαρκούν για μια τέτοια διαπίστωση. Η πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ κάνει λόγο για πληθωρισμό 2% στην Ευρώπη. Δεν πάνε ούτε δύο χρόνια από τότε που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έλεγε πως το πρόβλημα είναι ο απο-πληθωρισμός, δηλαδή οι επίμονα χαμηλές τιμές και έβαζε στόχο για ένα λογικό πληθωρισμό της τάξης του 2%. Έτσι άλλωστε δικαιολογούσε και την «ποσοτική χαλάρωση», δηλαδή το «μασάζ» στις μεγάλες επιχειρήσεις με πακτωλό δισ. μέσω της κοπής χρήματος.
Παρ’ όλα αυτά οι νεοφιλελεύθεροι έχουν βιαστεί ήδη να βγάλουν από τη ναφθαλίνη την ποσοτική θεωρία του χρήματος, που αποδίδει τον πληθωρισμό στην υψηλή κυκλοφορία χρήματος. Επανέρχονται οι ισχυρισμοί ότι οι υπερβολικές κρατικές δαπάνες και κυρίως οι μισθοί, ευθύνονται για την ακρίβεια. Αυτό είναι το «πιάτο» εντός του οποίου σερβίρεται η «λύση»: Οι χαμηλοί μισθοί θα δημιουργήσουν κίνητρο για προσλήψεις και αύξηση απασχόλησης, συνεπώς αύξηση παραγωγής και ποσότητας προϊόντων που έτσι φτηναίνουν. Ο τέλειος ανταγωνισμός αργά ή γρήγορα οδηγεί σε μια ισορροπία στο χαμηλότερο και πιο σταθερό σημείο.
Ακόμη και ο Κέινς, κάθε άλλο παρά πολέμιος του καπιταλισμού και της αγοράς, επεσήμανε θεωρητικά αυτό που συνέβαινε στην πράξη και πάνω στη ράχη των εργατών: Η «ισορροπία» άνετα διαμορφωνόταν αφενός με μαζική ανεργία και αφετέρου με υπο-απαξίωση παραγωγικών υποδομών.
Τα κύματα πληθωρισμού, δεν είναι εξωγενές στοιχείο, αλλά συστατικό χαρακτηριστικό σε μια οικονομία που βασίζεται στην ατομική ιδιοκτησία, την αγοραπωλησία με στόχο το μεγαλύτερο κέρδος. Το «ιδανικό» είναι μια αύξηση των τιμών, με συγκράτηση ή/και μείωση των άμεσων ή έμμεσων μισθών εργατικών μισθών. Αυτό δε μπορεί να γίνει παρά μόνο με τη συνδυασμένη παρέμβαση των αστικών κρατών και κυβερνήσεων, των υπηρετών των καπιταλιστικών κερδών. Τα ταμεία των επιχειρήσεων γεμίζουν με την παρέμβαση του κράτους, ενώ την ίδια στιγμή εισπράττει και το ίδιο. Αν τώρα για παράδειγμα πληρώσουμε 1,15 ευρώ το λίτρο για πετρέλαιο, το 65% θα είναι ειδικός φόρος κατανάλωσης και ΦΠΑ.
Ειδικά σε συνθήκες κυριαρχίας των Πολυεθνικών Πολυκλαδικών Μονοπωλίων, οι καταναλωτές στην πράξη αναγκάζονται να αγοράσουν, ειδικά αν πρόκειται για είδη πρώτης ανάγκης, όχι στην άριστη τιμή του οριακού κόστους, αλλά με το υψηλότερο τίμημα μιας όχι και τόσο άριστης παραγωγής, με το μεγαλύτερο μονοπωλιακό κέρδος.
Στην πραγματικότητα, αυτό που ζούμε σε ολόκληρη την ιστορική περίοδο, ειδικά μετά τη μεγάλη κρίση του 2008-2009, αλλά και το σοκ της πανδημίας, είναι μια γιγάντια επιχείρηση αντίστροφης αναδιανομής, δηλαδή μετάγγιση πλούτου από κάτω προς τα πάνω ή με άλλα λόγια μια επιχείρηση απίστευτης συγκέντρωσης πλούτου, εισοδήματος και ιδιοκτησίας. Τι άλλο είναι η υπερχρέωση λαϊκών νοικοκυριών, μικροεπιχειρήσεων, αλλά και κρατών ακόμη μέσω των δημόσιων εξωτερικών χρεών;
Την ίδια στιγμή που συζητάμε για την ακρίβεια, υπάρχουν οι αποκαλύψεις με τα pandora papers όπου αστοί πολιτικοί Ανατολής και Δύσης και επιχειρηματίες, προκαλούν όχι μόνο με τον πλούτο τους, αλλά και την πλεονεξία να μη πληρώσουν ούτε λεπτό φόρο.
Σε έρευνα της εταιρείας συμβούλων Grand Thornton για τις 400 μεγάλες εταιρείες στην Ελλάδα, οι 7 στις 10 απαντούν πως αναμένουν άνοδο κερδοφορίας. Στην ερώτηση αν αυτό θα σημάνει άνοδο των θέσεων εργασίας, η απάντηση είναι ότι «αυτό απαιτεί κάποια κίνητρα», δηλαδή δεν φαίνεται να χόρτασαν από το πρόσφατο δώρο που τους έκανε η κυβέρνηση της ΝΔ με την καταβολή μέρους μισθού και εισφορών για νέο-προσλαμβανόμενους.
Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από την τεράστια συγκέντρωση ιδιοκτησίας και πλούτου από την μια, φτώχειας και εκμετάλλευσης από την άλλη. Ακόμα και μέσα στην πανδημία πολλές πολυεθνικές είχαν μεγάλα κέρδη
Μια ξεχωριστή περίπτωση είναι τα σούπερ μάρκετ, που είναι από τους κλάδους της οικονομίας που ευνοήθηκαν εξαιρετικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Μελέτη της Oxfam ανέδειξε πέρυσι ότι το 98% των πρόσθετων κερδών διανεμήθηκε στους μετόχους των αλυσίδων. Η Ahold Delhaize που μεταξύ άλλων κατέχει και την ΑΒ Βασιλόπουλος, έφτασε στα 74,5 δισ. τζίρο παγκόσμια το 2020 (με άνοδο 15%) και διένειμε κέρδη ύψους 1,1 δισ. Ο Σκλαβενίτης, δεύτερη μεγάλη αλυσίδα στην Ελλάδα στον διατροφικό τομέα, είχε επίσης άνοδο 15% με κέρδη προ φόρων 60,3 εκατ. έναντι ζημιών 6,8 εκατ. λόγω και απορρόφησης τότε του Μαρινόπουλου.
Την επίθεση στα πορτοφόλια μέσω των ανατιμήσεων θα πρέπει να την δούμε μαζί και με άλλα που σχεδιάζονται.
Το έλλειμμα, λόγω των μέτρων στήριξης θα φτάσει στο 7,7% ή στα 13,5 δισ. για το 2021, ενώ ο προϋπολογισμός για το 2022 βάζει στόχο για μείωσή του κατά 12 δισ., με άρση των μέτρων στήριξης, αλλά και αύξηση εσόδων κατά 3,8 δισ., ειδικά του φόρου φυσικών προσώπων κατά 650 εκ. και του ΦΠΑ κατά 1,5 δισ. Πρόκειται για καταιγίδα μνημονιακών διαστάσεων.
Για την ερχόμενη χρονιά επίσης, η κυβέρνηση σχεδιάζει πρόωρη αποπληρωμή 1,9 δισ. χρέους στο ΔΝΤ και 2,64 δισ. άλλων δανείων από χώρες μέλη της ΕΕ. Μεγάλη σιγουριά τους προσφέρει αφενός η απουσία πραγματικής αντιπολίτευσης από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και το «τσουβαλάκι» που τους μάζεψε όταν ήταν κυβέρνηση.
Η αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής οδηγεί στην παρόξυνση των λαϊκών προβλημάτων, ενώ η εγγενής έλλειψη στοιχειώδους σχεδιασμού, προκαλεί κρίσεις και στον ίδιο τον καπιταλισμό. Η παραπάνω αλήθεια γίνεται ακόμη πιο τραγική όταν δούμε το θέμα σε παγκόσμια διάσταση, καθώς παίζουν μεγάλο ρόλο οι ενδο-καπιταλιστικοί ανταγωνισμοί.
Όλες οι πλευρές που παρουσιάζονται ως αιτιώδεις παράγοντες για την άνοδο των τιμών, είναι πραγματικές, όμως προβάλλονται με τρόπο που παρακάμπτουν το ταξικό και κοινωνικό τους υπόβαθρο. Γίνεται λόγος για τις «διαταραχές στη λειτουργία των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων». Ποια όμως είναι η αιτία τους; Τι πιο φυσιολογικό θα ήταν, σε συνθήκες μείωσης της κατανάλωσης, π.χ. ενέργειας στην περίοδο της πανδημίας, να γίνουν επισκευές δικτύων, πλήρωση δεξαμενών αποθήκευσης στην Ευρώπη ή/και επέκτασή τους κοκ; Αυτή η λογική όμως συγκρούεται με τη λογική του just in time και θεωρείται ότι μειώνει την αξιοποίηση των κεφαλαίων.
Το ίδιο ισχύει με την περίφημη αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης. Δεν εξαντλήθηκαν ξαφνικά τα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου (το αντίθετο συμβαίνει λόγω των εξορύξεων με υδραυλική ρηγμάτωση), ούτε άλλωστε έφτασε η παραγωγή σε επίπεδα του 2019.
Φτάσαμε στο σημείο να προκληθεί πανικός στη Βρετανία περί δήθεν εξάλειψης καυσίμων, ενώ το θέμα ήταν η έλλειψη οδηγών βυτιοφόρων. Ας δούμε πως το βλέπει το Ευρωπαϊκό Συνδικάτο Μεταφορών: «Δεν πιστεύουμε ότι υπάρχει έλλειψη οδηγών, αλλά όντως υπάρχει πρόβλημα αξιοπρεπούς θέσης εργασίας για τους οδηγούς. Πρέπει να βελτιώσουμε τις συνθήκες για τους οδηγούς του κλάδου, αντισταθμίζοντας τον αγώνα μέχρι το τέλος, σε μια βιομηχανία που έχει εμμονή με τη μείωση του κόστους. Η αύξηση των μισθών των οδηγών και η βελτίωση των συνθηκών είναι η μόνη απάντηση στην κρίση».
Περίσσεια ενέργειας, πλεόνασμα καταστροφής
Η παραγωγή ενέργειας για το κέρδος γιγαντώνει την ενεργειακή φτώχεια
Από σήμερα ως τος 2050 προβλέπεται αύξηση ενεργειακών αναγκών κατά 50%, ενώ από το 1990 ως σήμερα η άνοδος υπήρξε εξίσου ιλιγγιώδης. Μεγάλο ρόλο παίζει η «γεωγραφία» τόσο των πόρων όσο και της κατανάλωσης ενέργειας. Έτσι, από τη μια έχουμε μια Ευρώπη με περιορισμένους ενεργειακούς πόρους και από την άλλη την Κίνα και γενικά την Ασία που δημιουργεί ροή ενέργειας προς τα εκεί, μιας και το κέντρο βάρους της παραγωγής μετατοπίζεται στην Ανατολή. Αυτό διαμορφώνει διαφορετικά τους χρόνους και το κόστος σε ότι αφορά τις μεταφορές, που είναι βασικά θαλάσσιες.
Η λεγόμενη «Πράσινη Μετάβαση» μπαίνει και αυτή στην εξίσωση σε συνθήκες όπου από τη μια δίνεται έμφαση για την υπερ-παραγωγή μεγα-έργων ΑΠΕ και από την άλλη δεν αναπτύσσονται τεχνολογίες αποθήκευσης ενέργειας, δημιουργώντας έτσι μια τρύπα στο νερό, αλλά και τσουβάλια επιδοτούμενων κερδών με περιβαλλοντοκτόνα έργα.
Όσο η ενέργεια παράγεται για να πωληθεί με κέρδος, τόσο θα αυξάνεται ο όγκος παραγωγής της και συνεπώς η πολύπλευρη περιβαλλοντική βλάβη, παρά την όποια βελτίωση στις τεχνολογίες παραγωγής. Θα αυξάνονται επίσης οι τιμές πώλησης καθώς η κυριαρχία των ιδιωτών με ολιγοπωλιακούς όρους θα προσφέρει αυτή τη δυνατότητα. Κλασσικό και τραγικό παράδειγμα η Ελλάδα μετά την είσοδο ιδιωτών παρόχων. Την ίδια στιγμή η ενεργειακή φτώχεια θα γιγαντώνεται και οι λογαριασμοί ρεύματος θα τρομάζουν τα λαϊκά νοικοκυριά.
Η περιβαλλοντική κρίση και η κλιματική αλλαγή, είναι άρρηκτα δεμένες με τη λειτουργία της καπιταλιστικής αγοράς και της αντιμετώπισης των πόρων, της φύσης γενικά και της ανθρώπινης εργασίας ως ανεξάντλητων συντελεστών που αποφέρουν κέρδος, μέσα από την εντατική και αέναη εκμετάλλευσή τους. Τα Πράσινα κέρδη που επιδοτεί η ΕΕ, καμμιά σχέση δεν έχουν με την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής και της οικολογικής ανισορροπίας.
Δημόσια ιδιοκτησία με εργατικό έλεγχο
Τόσο η πανδημία όσο και η οικονομική κρίση εντός της και σήμερα, μας φανερώνει ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της ανθρωπότητας με όρους μιας καλής αξιοπρεπούς ζωής για όλους.
Χρειαζόμαστε μια κοινωνία που θα βασίζεται στην κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και του πλούτου, την εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, στους θεσμούς εργατικής δημοκρατίας και αυτοκυβέρνησης των ίδιων των ανθρώπων. Μια εξουσία που θα αξιοποιεί σε όφελος των εργαζόμενων τα σύγχρονα επιτεύγματα της επιστήμης, μειώνοντας άμεσα και ριζικά τις ώρες δουλειάς, εξασφαλίζοντας αξιοπρεπή δουλειά για όλους. Μια κοινωνία απαλλαγμένη από το κριτήριο του κέρδους θα παράγει και θα καταναλώνει με τρόπο που δεν καταστρέφει το περιβάλλον.
Η δημόσια ιδιοκτησία, τόσο στον τομέα της ενέργειας και των αντίστοιχων πόρων, όσο και στον διατροφικό τομέα, με άμεση εθνικοποίηση/κρατικοποίηση των ιδιωτών παρόχων σε μια δημόσια εταιρεία ενέργειας (ΔΕΗ) και των εφοδιαστικών αλυσίδων τροφίμων, πρέπει να γίνει άμεσος πολιτικός στόχος δράσης.
Η άνοδος των εργατικών μισθών σε επίπεδα πάνω από τον πληθωρισμό, αλλά και με βάση την ακόμη μεγαλύτερη άνοδο της παραγωγικότητας, καθώς και η επαναφορά του παλιού αιτήματος για αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή, αποτελεί ουσιαστική βελτίωση για τα νοικοκυριά, σε αντίθεση με την επιδοματική πολιτική της κυβέρνησης.
Την ίδια κρίσιμη σημασία έχει η άμεση κατάργηση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα καθώς και του ΦΠΑ στα βασικά είδη διατροφής, μαζί και το «άνοιγμα» των «βιβλίων» των επιχειρήσεων στους παραπάνω τομείς σε θεσμούς εργατικού και κοινωνικού ελέγχου, μετριάζοντας έστω την κερδοσκοπία που οργιάζει.