Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στις Κάννες για το “Compartment no 6” του Γιούχο Κουοσμάνεν (Η πιο ευτυχισμένη μέρα στη ζωή του Όλλι Μάκι) εξ ημισείας με το “Ghahreman” του Ασγκάρ Φαραντί. Η επίσημη υποψηφιότητα της Φιλανδίας ήρθε στη Θεσσαλονίκη και το 62ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου παρουσία μάλιστα της πρωταγωνίστριας Seidi Haarla. Μία ιστορία βαθιάς αγάπης, κατανόησης, σεβασμού και αντιδότων στην μοναξιά που ειδικά στα χρόνια της πανδημίας οδηγεί στην κατάθλιψη και τα ηρεμιστικά-αγχολυτικά αρκετούς συνανθρώπους μας.
Ένα ζευγάρι ετοιμάζει ένα ταξίδι, κομμάτι του οποίου θα είναι η επίσκεψη στα πετρογλυφικά της περιοχής του Μουρμάνσκ. Μία ανατροπή της τελευταίας στιγμής θα φέρει μόνη της τη νεαρή αρχαιολόγο, Λάουρα στο βαγόνι νο6 του τρένου. Δεν πτοείται. Έχει μαζί της την κάμερα προκειμένου να καταγράψει κάθε στιγμή και εμπειρία και να την κουβαλήσει πίσω της στην επιστροφή. Η διαδρομή μακριά. Είναι αναγκασμένη να συνυπάρξει στον ίδιο χώρο με έναν άγνωστο. Η πρώτη εντύπωση δεν είναι κι η ιδανική. Ακριβώς το αντίθετο μάλιστα. Προσπαθεί να αλλάξει, ωστόσο δεν υπάρχει δυνατότητα.
Την ίδια ώρα σε κάθε στάση προσπαθεί μέσω τηλεφωνικών θαλάμων να κρατάει επαφή με τον άνθρωπο που άφησε πίσω να εργάζεται στην Μόσχα. Η επικοινωνία γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη. Αντιλαμβανόμαστε πως βρίσκεται μέσα σε μία προβληματική ερωτική σχέση. “Όλοι μόνοι είμαστε”. Ο ψυχρός καιρός επιτείνει το αδιέξοδο. Ράγες, χιόνι, πάγος κυριολεκτικός και μεταφορικός. Θα έρθει όμως η στιγμή που κάπως θα σπάσει. Μία επίσκεψη, μία βραδιά χαλάρωσης κι η διαδρομή συνεχίζεται με έναν νέο επιβάτη. Μία πολυεπίπεδη δοκιμασία εύθραυστων ορίων.
Ο θεατής μπερδεύεται. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να προδικάσει το φινάλε, καθώς οι ανατροπές είναι διαδοχικές. Πάνω που κάτι φαντάζει πως πάει να αναπτυχθεί … απόσταση, πάνω που λες τελείωσε, μία κίνηση αναζωπυρώνει το ενδιαφέρον των εμπλεκόμενων πλευρών. Αίνιγμα και πολλά ερωτηματικά στην ατμόσφαιρα. Για να φτάσουμε στο τέλος (σκοπό) απαιτείται μία γνωριμία σε βάθος τηρουμένων των αναλογιών και της περίστασης. Μικρά βήματα κάθε φορά μέχρι το αρκτικό λιμάνι και στη συνέχεια;
Κατανοούμε με τον πλέον εμφατικό τρόπο πως μεγαλύτερη αξία έχει το “ταξίδι” κι όχι ο τελικός προορισμός. Θυμίζει μία σύγχρονη Ιθάκη. Δεν είναι το αλκοόλ, δεν είναι ένα κοινό γεύμα αυτό που τους φέρνει πιο κοντά, αλλά η ζεστή καρδιά, οι κινήσεις, οι πράξεις κι εν τέλει η ανάγκη για ανθρώπινη επαφή. Κι όλη αυτή η διαδικασία ντύνεται με ένα ιδιότυπο χιούμορ, ενδεικτικό ότι τα συναισθήματα είναι ενεργά. Τόσο μόνοι και ταυτόχρονα μαζί σε ένα σημείο που ξεπερνάει την απλή συνύπαρξη.
Σε έναν κόσμο που όλα μοιάζουν να είναι τόσο μακριά, δύο άνθρωποι τόσο διαφορετικοί καταφέρνουν να έρθουν κοντά σε ένα έργο που υμνεί το ντελίριο του έρωτα κι αποθεώνει την αγάπη. Σε όλες τις σκηνές οι πρωταγωνιστές είναι βαριά ντυμένοι κι αυτό δίνει ακόμα μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας στο εγχείρημα. Κρατάει όμως σε κάθε περίπτωση πιστό συνοδοιπόρο αυτόν που την παρακολουθεί. Από τις καλύτερες ταινίες της διοργάνωσης, γιατί ο κινηματογράφος αρκετές φορές πρέπει να αφηγείται μία όμορφη ιστορία κι αυτή είναι μία αληθινά ωραία ιστορία.