Ήταν η ταινία από το Διεθνές Διαγωνιστικό του 62ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου που με κέρδισε. Θεωρώ ότι το έργο του Καβίτς Νεάνγκ σε συμπαραγωγή Καμπότζης, Γαλλίας, Κίνας και Κατάρ αξίζει το μεγάλο Βραβείο της Θεσσαλονίκης και θα περιμένουμε μέχρι το απόγευμα για να μάθουμε αν τελικά θα το κερδίσει. Λίγο καιρό μετά το “Gagarine” των Φανί Λιατάρ και Ζερεμί Τρουίγ μία ακόμα ιστορία κατεδάφισης ενός ιστορικού κτιρίου και παράλληλα της κοινότητας που το περικλείει έρχεται να μας συγκινήσει, καθώς όσο κυλάει ο χρόνος η φθορά του χρόνου περνάει από την “ύλη” στον άνθρωπο.
Πνομ Πεν(χ), γνωστή κι ως Κρονγκ Τσακτομούκ, δηλαδή η πόλη με τις τέσσερις όψεις. Αυτές οι μικρές λεπτομέρειες είναι που συνθέτουν και το παζλ της κοινωνίας. Εμείς γινόμαστε μάρτυρες της φτώχειας, της ορφάνιας, της εκμετάλλευσης, των καθημερινών δυσκολιών, αλλά και της νιότης, της όρεξης για ζωή, των ονείρων και της μουσικής που τα ντύνει. Την ίδια ώρα στο φόντο υψώνονται ουρανοξύστες και ξενοδοχεία που προκαλούν ίλιγγο και ουσιαστικά αποτελούν μία έμμεση “ύβρι”, όταν στους απλούς ανθρώπους δίνεται μία πενιχρή αποζημίωση για να εγκαταλείψουν το “Λευκό Κτίριο”.
Είναι αυτό που έχουν μάθει, είναι αυτό που έχουν ζήσει, είναι ένα σύμβολο καθαρότητας για όλους και αθωότητας για τους πιο νεαρούς. Η γνώμη τους δεν έχει καμία σημασία για την κυβέρνηση και τις τοπικές αρχές, κανένα δεν ενδιαφέρει τι θα απογίνουν. Τα ειδοποιητήρια τοιχοκολούνται. Σιγά σιγά το σύμπλεγμα διαμερισμάτων αρχίζει να ερημώνει. Μένει πίσω η σκόνη, η ελπίδα και … μία καρέκλα. Το μέλλον αβέβαιο. “Δεν είχα φανταστεί ότι θα φεύγατε ένας – ένας”. Ποιος θέλει τελικά τούτη την πόλη πιο πολύ;
Μάλλον οι έφηβοι που σκέφτονται το πρώτο τους φιλί, που χορεύουν χιπ χοπ κι ανακαλύπτουν τον ρυθμό, που τραγουδούν τη ζωή και τον έρωτα δίχως φόβο, αλλά με πάθος. Μία γενιά που θέλει να κερδίσει το στοίχημα με όσα (λίγα) εφόδια έχει. Με την μόρφωση που προσπαθεί να κατακτήσει, δίχως όμως χρήματα και πολυτέλεια διαχείρισης σε όλα τα επίπεδα. Είναι ικανή να χαρεί με τα απλά και να αναζητήσει διαδρόμους για τη βελτίωση των συνθηκών. Αυτοί αποτελούν πυξίδα και κινητήριο μοχλό της πλοκής.
Όπως έγραψα όμως και στον σύντομο πρόλογο τα δεδομένα είναι ικανά να ανατραπούν, όταν οι παράμετροι αλλάζουν. Εδώ στο πορτραίτο αναπτύσσεται ο δεύτερος αφηγηματικός πυλώνας. Η σχέση πατέρα-υιού. Ο νεότερος είναι “υποχρεωμένος” να πείσει τον πρεσβύτερο για την αναγκαιότητα της επέμβασης κυριολεκτικά και μεταφορικά. Η λύση είναι μία κι ο ενδεδειγμένος τρόπος μοναδικός. Δεν υπάρχουν περιθώρια για “πειράματα”. Ο πρωταγωνιστής μας (Piseth Chhun) βραβευμένος στη Βενετία αποτελεί τον καταλύτη. Κοιτάει μία ζωή να φεύγει, έναν κόσμο να αλλάζει και δίνει τον δικό του προσωπικό αγώνα που όμως στο βάθος γίνεται συλλογικός.
Εκεί που θολώνουν τα όρια έρχεται το “White Building” και στοιχειώνει κατά πάσα πιθανότητα για πάντα όσους έζησαν σε αυτό. Τα διλήμματα είναι μπροστά κι απαιτούν απαντήσεις στην πράξη. Η πίεση μεγάλη. Οι αποφάσεις κομβικές για το παρόν και τη συνέχεια. Τα σημάδια του χρόνου εμφανή τόσο στην “ύλη”, όσο και στον άνθρωπο. Πρέπει όμως να σωθούν άπαντες και με θάρρος και αισιοδοξία να αντικρίσουν όσα έρχονται. Διαθέσιμο και σήμερα για όλους online με την ευχή να είναι ο νικητής σε λίγες ώρες …