40 χρόνια μετά το Νοέμβρη: Μύθοι και αλήθειες για τη γενιά του Πολυτεχνείου

40 χρόνια μετά το Νοέμβρη: Μύθοι και αλήθειες για τη γενιά του Πολυτεχνείου

Άγνωστοι ήρωες, γνωστοί πρωταγωνιστές και μια γενιά που αφού τρύπησε τα τανκς με τα big, φλέρταρε με την εξουσία, διάβασε κλικ,τα έσπασε στα μπουζούκια και ξέφτισε το μύθο της, είναι ακόμη εδώ για να βάλει το δικό της τέλος στη μεταπολίτευση που για 30 χρόνια τελειώνει και όμως μέχρι πρόσφατα παρέμενε ζωντανή.

Οπλισμένοι με τα Big

“Με τι πας παιδί μου να αντιμετωπίσεις τα τανκς; Με τα Big;”. Με αυτή τη φράση πατέρας αποχαιρετούσε το παιδί του το πρωί της 16ης Νοεμβρίου και δεν είχε πολύ άδικο.Οι νέοι και οι νέες της εποχής κουβαλούν μια βαριά κληρονομιά, δίχως όμως να έχουν τα εφόδια να αντιμετωπίσουν τη σύγκρουση που έρχεται και θα διαρκέσει τουλάχιστον μέχρι και τις αρχές της δεκετίας του 80′.

Είναι μια γενιά με αποτυπωμένες στο DNA της τις μνήμες του εμφυλίου, τους αγώνες του 114,την αδράνεια των αστικών κομμάτων μπροστά στο στρατό και το παλάτι. Είναι όμως και μια γενιά -η πρώτη στην Ελλάδα-, μορφωμένη, με διαρκές το αίτημα για περισσότερη ελευθερία και με ένα παγκόσμιο περιβάλλον που βράζει, τη στιγμή που η ελληνική κοινωνία παραμένει οχυρωμένη.

Το Πολυτεχνείο αποτελεί μια στιγμή, που για πρώτη φορά το σύνολο των πρωτοβουλιών που εκδηλώθηκαν κατά τη διάρκεια των γεγονότων λογοδοτούσε αποκλειστικά στις διαθέσεις των πρωταγωνιστών και στις καταστάσεις που αντιμετώπιζαν. Και αυτή η διαδικασία που εμπεριέχει σπέρμα από το αυθόρμητο, στοιχεία από το Μάη και τον τσαμπουκά μιας κοινωνίας που βγαίνει από το γύψο θα ακολουθήσει μια γενιά μέχρι και σήμερα.

Οι νέοι της εποχής μέχρι και τις αρχές του 80′ αντιμετώπιζονται ως ιερή αγελάδα. Είναι οι πρωταγωνιστές που ξελάσπωσαν ένα λαό και μια χωρά και μαζί με την Αριστερά της εποχής μοιράζονται την αίγλη της αλλαγής, και του μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα.

Το Πολυτεχνείο έβγαλε πρωταγωνιστές …αλλά δεν έγραψε το τέλος

Πρόκειται για την περίοδο όπου η «κρίση εκπροσώπησης», προϊόν της αδράνειας μέρους των αστικών δυνάμεων κατά τη διάρκεια της δικτατορίας (αλλά και των λεγκαλιστικών εμμονών μέρους της αριστεράς) επέτρεψε την κεκτημένη από τον αντιδικτατορικό αγώνα δυναμική να μετουσιωθεί σε ad hoc εκδηλωμένο ριζοσπαστισμό αφού η Αριστερά αδυνατούσε να τον διαχειριστεί συνολικά.Το κενό κάλυψε σταδιακά το ΠΑΣΟΚ, πιάνοντας τον μίτο της προδικτατορικής πολιτικής πόλωσης ανασύροντας το πολιτικό αντιπαραθετικό σχήμα «δεξιά-αντιδεξιά» (δημοκρατικές δυνάμεις) απότοκο των de facto πολιτικών συμπλεύσεων της λαϊκής βάσης στην κρίση του 1965 (1.).

Ήταν φυσικό επομένως αυτή η γενιά να βρεθεί με εξαιρετικά βίαιο τρόπο στην εξουσία. Μετά από μια μεγάλη περίοδο ανενταξίας στην πολιτική, εντάχθηκαν σε κόμματα, ανέλαβαν θέσεις ευθύνης κυριάρχησαν σε επιστημονικό, επιχειρηματικό και πολιτικό επίπεδο. Και ποιος άλλος όμως θα μπορούσε να το κάνει;

Η ανάγκη για ενσωμάτωση στην πολιτική είναι τέτοια που δημιουργεί παγκόσμιες πρωτοτυπίες και όσοι δεν εντάσσονται στα νέα αστικά κόμματα ή αμφισβητούν την παραδοσιακή Αριστερά, νιώθουν παράλληλα δυνατοί και έτοιμοι να χαράξουν τη δική τους πορεία. Γνήσιο τέκνο αυτής της τάσης Β’ Πανελλαδική. Από το Μάιο του 1978 η Β’ Πανελλαδική αρχίζει να λειτουργεί ως αυτόνομος πολιτικός οργανισμός. Η (ιστορική και αναγκαστική) πρωτοτυπία της έγκειται στο γεγονός ότι αποτελεί μια νεολαιίστικη οργάνωση χωρίς κομματικό φορέα, ή αντίστροφα, ένα «κόμμα» που έχει μόνο νεολαία και εξ’αυτού του λόγου παρουσία αποκλειστικά σχεδόν στον εκπαιδευτικό μηχανισμό. Η Β’ Πανελλαδική αποτελείται κατά 95% από φοιτητές και μαθητές. Ακόμα και οι οργανώσεις των συνοικιών αποτελούνται κυρίως από φοιτητές και λιγότερο από εργαζόμενους. Η Β’ Πανελλαδική υπήρξε μια οργάνωση ανθρώπων ηλικίας κατά βάση από 16-25 ετών. Μια οργάνωση πολιτικοποιημένων και μορφωμένων νέων, χωρίς όμως οργανικές σχέσεις με τις λαϊκές μάζες και τους εργαζόμενους και αποτυπώνει με ακρίβεια το κλίμα της εποχής και τα χαρακτηριστικά μιας γενιάς.

Προφανώς η ιστορία της Β’Πανελλαδικής είναι βραχύβια και το 81” διαλύεται, σηματοδοτόντας παράλληλα την ενηλικίωση μιας γενιάς που σταδιακά επιστρέφει στις ρίζες της.

Εξαργυρώνοντας την εξέγερση

Οι επόμενες δεκαετίες αποτελούν τον απόλυτο θρίαμβο μιας γενιάς. Λεφτά, lifestyle, εξουσία και σταδιακά ο απόλυτος μετασχηματισμός μια γενιάς και μιας κοινωνίας που θα παραμείνει για περισσότερο από 20 χρόνια σε μια μετάβαση που ίσως δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.

Η ριζοσπαστικότητα των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων εγκαταλείπεται και κινείται μεταξύ ρεαλισμού,γραφικότητας και εκσυγχρονισμού, ενώ οι νεότεροι που ακολουθούν τους ήρωες του πολυτεχνείου διακατέχονται από την σφοδρή εναντίωση τόσο στο διπολικό πολιτικό σύστημα, όσο και στο συντηρητισμό των παραδοσιακών αριστερών κομμάτων. Η απόλυτη κυριαρχία της Αριστεράς κάμπτεται και αναδύονται νέα ρεύματα και τάσεις.

Το 1985 να αποτελεί μια καμπή, ένα «τέλος εποχής» –και από αυτή την άποψη, ότι δηλαδή αυτή η ριζοσπαστικότητα έχει πια οδηγηθεί στο τέλος της με την ιδιαίτερη μορφή που έλαβε από το 1974 και έπειτα.

Παράλληλα έρχεται και ο ξεπεσμός μια γενιάς που με την απώλεια της ριζοσπαστικότητάς της, ταυτίζεται με τη λαμογιά, την ευκολία και ένα νέου τύπου μικροαστισμό. Όλα γίνονται και όλα είναι δύνατα για τη γενιά αυτή, με το μύθο του πολυτεχνείου να την ακολουθεί και αποτελεί το ξέπλυμα της μετέπειτα πορείας.Ο Σπύρος Παπαδόπουλος, στους Απαράδεκτους αποτελεί το απόλυτο είδωλο της δεκαετίας του 90′. Έχει ένα πολυτεχνείο πίσω του, τσιτάρει Μαρξ και Τρόσκι, γνωρίζει πως δεν κατάφερε να σχηματίσει ποτέ μια αυτόνομη ταυτότητα και όμως ζει την εποχή του και ζει καλά.

Η απόλυτη ταύτιση του ξεπεσμού μιας γενιάς με την Αριστερά είναι γεγονός και όταν η μεταπολίτευση πνέει τα λίσθια, η απαξίωση αυτή μετατρέπεται σε βασικό ιδεολογικό όπλο στη φαρέτρα του αντιπάλου.

Το τέλος της μεταπολίτευσης και το τέλος μιας γενιάς

Όσοι γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα των κύκλων της γενιάς του Πολυτεχνείου, λένε ότι η πορεία των βασικών πρωταγωνιστών ήταν αναμενόμενη και δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη για κανέναν.Μετά το τέλος του ρεύματος ριζοσπαστικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας, όλοι και όλες ακολούθησαν την πορεία που επέβαλε η ταξική τους καταγωγή. Ή την ιδεολογική και κοινωνική τους καταγωγή που μάλλον διαφαίνονταν από τότε. Μέλος της συντονιστικής επιτροπής του πολυτεχνείου έλεγε “πως δεν είμαστε όλοι Δαμανάκηδες. Βέβαια ήταν φυσικό ο Βερνίκος να γίνει εφοπλιστής, ο Ανδρουλάκης ΠΑΣΟΚ και κάποιοι να πάνε στο άλλο άκρο. Η καταγωγή είναι μεγάλο πράγμα. Ακόμη και ο Χρύσανθος που έγινε φασίστας, μάλλον από εκεί ξεκίνησε, όντας γόνος φιλοχουντικού στρατιωτικού”.

Βέβαια ο ηθικός ξεπεσμός μιας γενιάς συνοδεύτηκε από τις προτροπές να μπει ένα τέλος στη μεταπολίτευση και στη γενιά του πολυτεχνείου.Επιχειρήθηκε μάλιστα η συστηματική απαξίωση όχι μόνο των πρωταγωνιστών, αλλά και του γεγονότος. Ο στενός συνεργάτης του Πρωθυπουργού και παρών στα γεγονότα κ.Λαζαρίδης γράφει σχετικά:”Η γιορτή του Πολυτεχνείου, λοιπόν, δεν έχει καμία ιστορική αντιστοίχηση με τα πραγματικά γεγονότα. Υπήρξε καθαρά καθεστωτικό σύμβολο και για ένα λόγο ακόμα: Σηματοδοτεί μια περίοδο, όπου οι «ηττημένοι» του Εμφύλιου, κερδίζουν την ηγεμονία μέσα στη χώρα. Δεν άσκησαν ποτέ την διακυβέρνηση, αλλά επέβαλαν τη δική τους λογική στο καθεστώς και στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του: τα Πανεπιστήμια, τα σχολεία, τη διανόηση, τον Τύπο, τα ΜΜΕ. Είμαστε μια μοναδική περίπτωση που την πρόσφατη ιστορία την έγραψαν τελικά οι ηττημένοι, όχι οι νικητές. Και την έγραψαν εξ ίσου στρεβλά…”Το Πολυτεχνείο λοιπόν, όχι ως γεγονός αλλά ως επέτειος, μύθος, σύμβολο, υπήρξε μια «κολυμβήθρα του Σιλωάμ», για να δώσει στην Αριστερά, μετά από 27 χρόνια παρανομίας, μια «ηθική νίκη»”.

Στο ίδιο μήκος κύματος και οι προτροπές “να τελειώνουμε με την γενιά του πολυτεχνείου”, που γίνεται κυρίαρχη τα τελευαταία χρόνια.

Ο καθηγητής Χριστόφορος Βερναδάκης ισχυρίζεται ότι είμαστε σε μακρά και αργόσυρτη πορεία της νέας μεταπολίτευσης, όπου τα πράγματα δεν θα ξεκαθαρίζουν από τη μια στιγμή στην άλλη και θα χρειαστούν χρόνια και διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις για να ξεκαθαρίσει ο πολιτικός γεωγραφικός χάρτης.

Η Ελλάδα, μια χώρα με ισχυρότατη μεταπολεμική παράδοση κοινοβουλευτικής ιδεολογίας των μαζών, περνάει σταδιακά στο αντίθετο άκρον, αυτό της απονομιμοποίησης των κοινωνικών αντιπροσωπευτικών οργανώσεων και θεσμών: Πολιτικά Κόμματα, Συνδικάτα, Κοινοβούλιο, Κυβέρνηση, Πολιτικό Προσωπικό, θεσμοί τοπικής αντιπροσώπευσης, βρίσκονται πλέον στο τελευταίο σκαλοπάτι κοινωνικής αποδοχής. Το αίτημα μιας νέας μεταπολίτευσης, δηλαδή μιας νέας πολιτικής και θεσμικής οργάνωσης του κράτους και της οικονομίας τέτοια που να οργανώνει και να εκπροσωπεί διευρυμένα κοινωνικά στρώματα και συμφέροντα, πηγάζει αυτονόητο, και επείγον.

Έτσι συναντούμε τους ίδους ανθρώπους 40 χρονιά μετά να επανακάμπτουν στην πολιτική, να παίζουν με ένα δεύτερο κύμα ριζοσπαστικοποίησης των ίδιων, αλλά παράλληλα να ακολουθούν τις τάσεις των παιδιών τους και μεβάση πλέον αποκλειστικά την ταξική τους θέση να επιλέγουν πλευρά. Ακόμη και οι τάσεις που φαίνονται στα δημοσκοπικά ευρήματα καταδεικνύουν μια επαναφορά της γενιάς στην πολιτική, με εξίσου βίαιο τρόπο, ακριβώς όπως και πριν 40 Νοέμβρηδες. Και όπως δείχνουν οι αριθμοί αυτή η ίδια γενιά είναι που θα γράψει το τέλος της μεταπολίτευσης πριν το οριστικό κύκνειο άσμα της.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Επισκόπηση γερμανικού Τύπου: Καθυστερημένη μάχη με τη νεανική ανεργία

ΕΣΗΕΑ: Τρίωρη στάση εργασίας σε όλα τα ΜΜΕ αύριο