Ι. Μιλώντας για την επανάσταση από τη θέση του Σίσυφου
Η συζήτηση για τα εκατό χρόνια της Ρωσικής Επανάστασης δεν είναι απλώς «επετειακή»: κάτι ψάχνουμε πάντα επιστρέφοντας. Συζητάμε, εν προκειμένω, το 1917 από μια θέση εμφανούς κρίσης στρατηγικής, που εμπλέκει όλες ανεξαιρέτως τις εκδοχές του ανταγωνιστικού κινήματος – κόκκινες και μαύρες: Από τους ένοπλους έως τον αριστερό μεταρρυθμισμό· από τους εργατιστές ως τον πιο αταξικό μεταμοντέρνο/νομαδικό κινηματισμό και την «ταυτοτική πολιτική»· από τα «ψυχρά ρεύματα» του μαρξισμού (τα ρεύματα που δίνουν προτεραιότητα στην κατανόηση των αντικειμενικών συνθηκών) ως τα αναρχικά και τα πλέον υποκειμενιστικά (τα «θερμά», δηλαδή, ρεύματα της ενσυναίσθησης και των υποκειμενικών δυνατοτήτων), όλοι ανεξαιρέτως βρισκόμαστε σε θέση άμυνας και υποχώρησης. Η διάψευση ατόμων και η ήττα ρευμάτων του κινήματος δεν σημαίνουν «αντικειμενικά» δικαίωση και άνοδο άλλων: μαζί πέφτουμε – και μόνο αν σκεφτούμε μαζί, «για το κίνημα στο σύνολό του», ίσως μπορέσουμε να ξανασηκωθούμε (1).
Μέχρι λοιπόν την επάνοδο, η κοινή δυσχερής θέση μας είναι το μοναδικό «σαξές στόρι» του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού μέσα στη δική του κρίση. Στην περίπτωση του ρωσικού ’17, η επιτυχία αγγίζει τον πυρήνα της μνήμης (μας): Αυτό που θυμόμαστε αυθόρμητα για τη Ρωσική Επανάσταση είναι η ήττα και ο εκφυλισμός της. Ακόμα όμως και με τις καλύτερες προθέσεις (μια εύλογη αποστροφή, λόγου χάρη, για την εξιδανίκευση των επαναστατών, που πολιτικά μας είναι άχρηστη), η ταύτιση της επανάστασης με την ήττα της είναι ένα είδος επικράτησης της αντιδραστικής ρητορικής: οι επαναστάσεις, για το αντιδραστικό επιχείρημα, «είναι μάταιες», «καταλήγουν στο αντίστροφο αποτέλεσμα», «θέτουν σε κίνδυνο πράγματα που πρέπει να προφυλάξουμε» (2).
***
Αν γι’ αυτούς τους τρεις λόγους «δεν τίθεται» σήμερα ζήτημα επανάστασης, αυτό επιδρά ακόμα και στο πώς συζητάμε τη σημερινή καπιταλιστική κρίση: Ναι, υπάρχει συστημική κρίση – δηλαδή κερδοφορία κάτω από τις προσδοκίες των αφεντικών· ανυπαρξία ηγεμονικής/«πειστικής» αστικής πολιτικής· αναδιάταξη των διεθνών κέντρων ισχύος. Δεν υπάρχει, όμως, καπιταλιστική κρίση εξαιτίας κάποιας επαναστατικής δυνατότητας που να οδηγεί σε οριακή αναμέτρηση (με) την καπιταλιστική εξουσία ή να ακυρώνει πλευρές της. Και την ίδια στιγμή, ακόμα και η πλέον ανώδυνη συστημικά μεταρρύθμιση «απαγορεύεται» πραξικοπηματικά («this is a coup»). Οι εκλογές μετράνε, φυσικά – αλλά μόνο όταν τις κερδίζει η Δεξιά ή η Ακροδεξιά.
Αυτό το νόημα έχει να συζητάμε σήμερα για το κοκκινόμαυρο 1917: όχι ως αναχώρηση από την πολιτική προς την ιστορία και την ιδεολογία. Αλλά γιατί η στρατηγική κρίση και η (ιδεολογική) αντεπανάσταση κάνουν επείγον (δεν παίζουμε μόνοι μας!) να ξαναδούμε προς κάποιο μέλλον, όταν αυτό δεν φαίνεται πουθενά. Είναι η στιγμή της ανάβασης έπειτα από άσχημη πτώση: η στιγμή που πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο.
ΙΙ. Η επανάσταση του 1917: ζήτημα αντικειμενικών ή υποκειμενικών συνθηκών;
Στη δύσκολη θέση που βρισκόμαστε, το ζήτημα δεν είναι να ξαναεμπνεύσουμε την επαναστατική «επιθυμία»: αν τέσσερις δεκαετίες τώρα οι «από πάνω δεν φοβούνται» ακόμα (Ε. Χόμπσμπάουμ), δεν είναι η δική μας επιθυμία αυτό που λείπει (3).
Το ίδιο, αν και ως έναν βαθμό, ισχύει με τη θεωρία: Οι επαναστάσεις ασφαλώς την χρειάζονται· ο Λένιν στηρίχτηκε στις εργασίες του Πλεχάνοφ για τον ρωσικό καπιταλισμό και τον σχηματισμό της ρωσικής εργατικής τάξης, προκειμένου να πείσει πως οι ρώσοι εργάτες μπορούσαν να αναλάβουν επαναστατικά καθήκοντα. Όμως η Ρωσική ήταν και μια «επανάσταση ενάντια στο Κεφάλαιο» (4): αντικαπιταλιστική – αλλά και αντίθετη στη μαρξική θέση πως τα περισσότερο ανεπτυγμένα καπιταλιστικά έθνη δείχνουν στα λιγότερο ανεπτυγμένα τον σωστό «δρόμο», τα στάδια της προόδου που δεν μπορούν να παραλειφθούν («Πρόλογος» του Κεφαλαίου, 1867). Το 1917 διέψευσε τη «θεωρία των σταδίων» – έστω κι αν αυτή συνεχίζει τη σταδιοδρομία της μέχρι σήμερα: άλλοτε ως δικαιολόγηση της αιώνιας επαναστατικής αναμονής, άλλοτε ως φτηνό άλλοθι πολιτικών μεταλλάξεων.
Πριν λοιπόν τη θεωρητικοποίηση ή την επιθυμία, το 1917 είναι απάντηση σε ένα δίλημμα – και στα διλήμματα δεν υπάρχουν «πληθυντικές» απαντήσεις. Αν δεν κέρδιζαν οι Κόκκινοι, γράφει ο αναρχικός Βικτόρ Σερζ για το 1917, τότε θα κέρδιζε μια στρατιωτική δικτατορία των Λευκών (5).
Οι διλημματικές συγκυρίες που γεννούν επαναστάσεις, είναι «συναντήσεις» πολλών στοιχείων: Η Ρωσική Επανάσταση έχει ως ιστορική «προϋπόθεση» τον ρωσο-ϊαπωνικό πόλεμο του 1904-5, τον Α’ Παγκόσμιο και την εξάντληση των ρώσων στρατιωτών. Είναι αδιανόητη πριν τη διάλυση του τσαρικού κρατικού μηχανισμού, πριν τον επαναστατικό Φλεβάρη του ’17 και το πραξικόπημα του Κορνίλοφ, που δείχνει τα όρια μιας «ήπιας» ανατροπής του τσαρισμού. Είναι τέλος αξεχώριστη από το δυσθεώρητο ρωσικό χρέος, που θέτει όρια σε κάθε νόμιμη/κοινοβουλευτική μεταρρυθμιστική απόπειρα στο πλαίσιο της Δούμας: αποκλείοντας τη μεταρρύθμιση, ο τσαρισμός «επέβαλλε αντικειμενικά» την επανάσταση.
ΙΙΙ. Ο λενινιστικός βολονταρισμός και το κόμμα των Μπολσεβίκων
Οι αντικειμενικές συνθήκες από μόνες τους, όμως, δεν οδηγούν ποτέ και πουθενά σε επαναστάσεις. Δεν μπορούμε, έτσι, να σκεφτούμε τον Οκτώβρη, αν δεν σκεφτούμε τα πολιτικά «υποκείμενα». Και καταρχάς, ότι οι «μετριοπαθείς» δυνάμεις, αυτές δηλαδή που αντιτέθηκαν στους μπολσεβίκους, ήταν οι ίδιες που τάσσονταν υπέρ της συνέχισης του πολέμου, για λόγους «πατριωτικούς». Το 1917 το θέμα δεν είναι πώς θα οργανωθεί ένας συνδικαλιστικός (οικονομικός) αγώνας ή μια διαμαρτυρία κατά της (πολιτικής) λογοκρισίας: το ζήτημα είναι ο πόλεμος και η ιδιοκτησία της γης – δηλαδή η εξουσία. Το κόμμα των μπολσεβίκων προτείνει εδώ μια απάντηση που δεν προτείνουν οι αντίπαλοί του: τη μετατροπή του πολέμου μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας σε πόλεμο μεταξύ τάξεων μέσα στη Ρωσία. Ο εθνικός πόλεμος δεν έχει τίποτα το ευγενέστερο από την επανάσταση και πρέπει να σταματήσει – ακόμα και με κόστος έναν εμφύλιο.
Πριν λοιπόν το απορρίψουμε ως «ξεπερασμένο, πρέπει να πούμε πως το κόμμα των μπολσεβίκων δεν είναι προϊόν γενικώς «επιθυμίας» ή απλώς «ιδεών»: δεν βγαίνει από το κεφάλι του Λένιν ως άλλη Αθηνά. Από την ίδρυσή του, είναι προϊόν συνθηκών πολέμου, παρανομίας, διάσπασης, σύγκρουσης με αριστερές και δεξιές φράξιες – αλλά και με τις δυνάμεις που αντιμετωπίζουν την επανάσταση με τα όπλα. Είναι κόμμα που «διαβάζει» δυνατότητες μέσω της θεωρίας – και ταυτόχρονα κόμμα του οποίου τα μέλη πιστεύουν στην πολιτική μαζών. Δεν υπάρχει ρωσική Σοσιαλδημοκρατία, κι έπειτα κόμμα μπολσεβίκων, παρά χάρη στη νικηφόρα απεργία του 1896 στην Πετρούπολη – την ιδρυτική στιγμή του εργατικού κινήματος στη Ρωσία (6). Και βέβαια χάρη στα συμβούλια εργατών, αγροτών και στρατιωτών: δεν είναι όλα ιδέες.
Από τη διάσπαση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος ως το 1917, στη μια ή την άλλη φάση του, το κόμμα των μπολσεβίκων, αυτό το προϊόν «συγχώνευσης θεωρίας και πράξης», είναι ένας διαρκής οδοδείκτης για τη ρωσική κοινωνία. Ο δρόμος δεν είναι πάντα ο ίδιος: Με την υποχώρηση του 1905, και απέναντι στον αριστερισμό, ο Λένιν επιμένει πως το παιχνίδι πρέπει να παιχτεί σύμφωνα με τους κανόνες: μέσα στη Δούμα, με διαδηλώσεις που παίρνουν άδεια από την τσαρική αστυνομία, κι αργότερα με τη στήριξη των Βρετανών Εργατικών απέναντι στον Τσώρτσιλ (7). Με δικά του λόγια: «χτίζοντας γερμανικά» – ακόμα κι αν αυτό φαίνεται βαρετό (8). Το πράγμα αλλάζει όταν ο πόλεμος εξαντλεί τη ρωσική κοινωνία, η τελευταία ριζοσπαστικοποιείται και η αντεπανάσταση επιχειρεί τον δικό της «πόλεμο κινήσεων». Τη στιγμή αυτή οι κανόνες πρέπει να σπάσουν: είναι η στιγμή του επαναστατικού βολονταρισμού.
Σε ποιο βαθμό αντανακλά αυτό τη θέληση της ρωσικής κοινωνίας; «Είμαστε με τους μπολσεβίκους γιατί έδιωξαν τους γαιοκτήμονες, αλλά δεν είμαστε με τους κομουνιστές, γιατί αυτοί είναι κατά του ατομικού κλήρου», λέει ένας χωρικός τον οποίο επικαλείται ο Λένιν. Τον Φεβρουάριο του 1917, λοιπόν, οι μπολσεβίκοι είναι μόλις 23.600: το 1918 γίνονται 115.000· το 1920, 431.000· και τον Ιανουάριο του 1921, 585.000 μέλη – όταν η ρωσική αυτοκρατορία κατοικείται από 140 εκατομμύρια ψυχές (9).
Δίπλα δίπλα, αυτοί οι αριθμοί διαβάζονται και αλλιώς: οι μπολσεβίκοι ασκούν τεράστια επιρροή στα πιο ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κέντρα της Ρωσίας, τη Μόσχα και την Πετρούπολη. Καθώς όμως αποτελούν ένα (μικρό) μέρος της επαναστατικής διαδικασίας, σε μια χώρα αγροτική και αναλφάβητη περίπου κατά 85% (10), η εξουσία τους θα στηριχτεί αναπόφευκτα σε ανθρώπους και, κυρίως, διοικητικές πρακτικές και νοοτροπίες του παλαιού καθεστώτος: το στρατόπεδο, τη λογοκρισία, τον συγκεντρωτισμό.
IV. Βία, εσωτερίκευση και ήττα της επανάστασης: «μοίρα» κάθε εξουσίας ή επικράτηση του καπιταλισμού με άλλα μέσα;
Το στρατόπεδο Σολόφκι φτιάχνεται το 1918, επί Λένιν, και νομιμοποιείται με διάταγμα του 1919 «για τη δημιουργία στρατοπέδων αναγκαστικής εργασίας». Η επαναστατική επιτροπή λογοκρισίας (Goskomizdat) «κόβει» το Εμείς, του Γεβγκένι Ζεμιάτιν, το 1921. Από τις αρχές δε του ’30, οι «σωστές» απόψεις στη φιλοσοφία και την επιστήμη είναι οι απόψεις που ταυτίζονται με την Κεντρική Επιτροπή και το σοβιετικό κράτος (11).
Είναι αυτά αναπόφευκτα; Συχνά τα συζητάμε ως «μοιραία» («η εξουσία που ξεπέφτει νομοτελειακά σε τυραννία»). Ή, αντίθετα, σαν οι μπολσεβίκοι να είχαν να διαλέξουν ανάμεσα στο Καλό και το Κακό, και, τελείως ακατανόητα, να διάλεξαν το δεύτερο. Για τον σταλινισμό αποτελούν απλώς «αστική προπαγάνδα». Ο ιστορικός αναθεωρητισμός, στον αντίποδα, προτείνει μια εξήγηση με βάση τις κομμουνιστικές ιδέες: αυτές, λέει, ήταν εξαρχής οι φορείς του Κακού – μέχρι που έγιναν πράξη. Ως συνήθως, η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη.
Στο σημαντικό έργο του Οι Ερινύες, ο Αμερικανός ιστορικός Άρνο Μάγερ προτείνει τον όρο «εσωτερίκευση» (internalization) της επανάστασης (12). Με αυτόν εξηγεί πόσο κόστισε στην επαναστατική Ρωσία η απομόνωση και η στροφή της προς τα μέσα: προς τις άμεσες ανάγκες της διοίκησης και της οικονομίας – τόσο κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και των ξένων επεμβάσεων, όσο κυρίως μετά: με την ήττα της επανάστασης στην Φινλανδία (1918), τη Γερμανία και την Ουγγαρία (1919) και το «φρενάρισμα» των μπολσεβίκων στην Πολωνία, το 1920. Αυτή η τελευταία, γράφει ο Σερζ στις Αναμνήσεις, είναι η «μοιραία χρονιά».
Ο εμφύλιος παράγει τέρατα: στα μέσα του 1918 –συνεχίζει ο Άρνο Μάγερ–, η πολιτική αστυνομία της επανάστασης, η Τσεκά, αριθμεί 2000 μέλη· έξι μήνες αργότερα φτάνει τους 35.000· και με το τέλος πια του εμφυλίου, αγγίζει τους 140.000, χώρια τους 100.000 επιπλέον στρατιώτες της πρώτης γραμμής. Όσο για τα στρατόπεδα, στο τέλος της δεκαετίας του ’20, οι κρατούμενοι εκεί είναι περίπου 30.000· στα μέσα του ’30 φτάνουν τις 500.000. Και το 1939 υπολογίζονται πια ανάμεσα σε ενάμισι και τρία εκατομμύρια (13).
Ο Μάγερ δεν κάνει ιστορία μετρώντας νεκρούς: προτείνει εξηγήσεις. Το ρωσικό γκούλαγκ, λέει, έχει έναν διπλό σκοπό: αφενός, φυλακίζει εγκληματίες και απομονώνει πολιτικούς εχθρούς, για τους οποίους υπάρχουν αποδείξεις ή «τεκμήρια»· αφετέρου, χρησιμοποιεί την εργατική δύναμη των κατάδικων ως συμβολή στην οικονομική ανάπτυξη (14), για σκοπούς δηλαδή ξένους με την επαναστατική χειραφέτηση ή τις «ιδέες». Αυτός ο απεχθής παραγωγισμός είναι η άλλη όψη της κρατικοποίησης της επανάστασης: όχι αποτέλεσμα γενικώς της ιδεολογικής παρακμής της. Αλλά η φρικαλέα απάντηση στο «τι θα τρώει ο κόσμος», και ιδίως ο στρατός, σε μια χώρα ρημαγμένη από τους πολέμους, την αντεπανάσταση και τις ξένες επεμβάσεις:
«Χαρακτηριστικός δείκτης που αποτύπωνε την καταστροφική υποχώρηση της βιομηχανικής παραγωγής», γράφει ο Άγγλος ιστορικός Έντουαρντ Καρ για την εποχή, «ήταν ίσως αυτός του πληθυσμού των πόλεων. Στα τρία χρόνια που ακολούθησαν την Επανάσταση, η Μόσχα είδε τον πληθυσμό της να μειώνεται κατά 44,5%, ενώ η Πετρούπολη (όπου ήταν συγκεντρωμένες οι περισσότερες βιομηχανικές μονάδες) κατά 57,5%» (15).
Δεν πρόκειται, λοιπόν, για το δήθεν «πραγματικό πρόσωπο» των μπολσεβίκων, που από τη στήριξη των Σοβιέτ πέρασαν, σαν «από άποψη», στον πολεμικό κομμουνισμό και τη στρατιωτικοποίηση της εργασίας.
V. Από τον Λένιν στον Στάλιν
Τότε είναι απλώς «αντικειμενικά» όλα αυτά, όπως θα ήθελε μια απολογητική του σταλινισμού; Είναι δηλαδή γραμμική η πορεία του εκφυλισμού, και μπορεί να αποδοθεί εξολοκλήρου και στον Λένιν, όπως ζητά δεκαετίες τώρα ο «αντιολοκληρωτισμός»;
Ο Έντζο Τραβέρσο λέει πως ο σταλινισμός, η ερμηνεία δηλαδή του λενινισμού από τον Στάλιν (ως θεωρία των σταδίων, ως άποψη ότι ο σοσιαλισμός μπορεί να εγκαθιδρυθεί μόνο σε μία χώρα και ως αυταρχική διοίκηση κόμματους και κράτους, σε σημείο εξόντωσης ηγετών της επανάστασης) (16), δεν συνιστά ούτε γραμμική συνέχεια, ούτε και απόλυτη ρήξη σε σχέση με τον ηγέτη των μπολσεβίκων (17). Τον Αύγουστο του 1917, γράφοντας το Κράτος και επανάσταση, ο Λένιν αφήνει να διαφανούν δύο αντίρροπες διαδρομές στη σκέψη του: μια «ελευθεριακή» και μια «πραγματιστική-κρατικιστική». Για τον «πρώτο» Λένιν, κράτος και επανάσταση είναι ασύμβατα:
«Στην περίοδο που το προλεταριάτο έχει ανάγκη ακόµη από το Κράτος», γράφει, «δεν θα το χρησιµοποιήσει για την ελευθερία, άλλα για να συντρίψει τους εχθρούς του – και όταν θα είναι δυνατόν να µιλήσει κανείς πραγµατικά περί ελευθερίας, τότε το κράτος ως κράτος παύει να υπάρχει».
Ο «άλλος» Λένιν είναι αυτός που απαντά σε ένα δίλημμα: επανάσταση τώρα – αλλιώς ποτέ:
«Δεν είμαστε ουτοπιστές», συνεχίζει: «δεν αφηνόμαστε σε ‘όνειρα’ άμεσου ξεφορτώματος κάθε διοίκησης, κάθε υποταγής. […] Όχι, θέλουμε την σοσιαλιστική επανάσταση με την ανθρώπινη φύση όπως έχει τώρα, με την ανθρώπινη φύση που δεν μπορεί να ξεφορτωθεί την υποταγή, τον έλεγχο και τους ‘μάνατζερ’» (18).
Για τον αναρχικό Ντανιέλ Γκερέν, αυτή η αμφιλογία του Λένιν, που ως το 1918 αναγκάζει τους υπαρχηγούς του «να μιλήσουν μια γνήσια αντιεξουσιαστική γλώσσα», δίνοντας το βάρος στην εργατική αυτοδιεύθυνση, δεν είναι απλώς θεωρητικό, αλλά πολιτικό ζήτημα: «επανεμφανίζεται κάθε φορά που η λαϊκή κινητοποίηση αρχίζει να εξαντλείται» (19). Σε μια εποχή που θέτει σκληρά διλήμματα, η διλημματική σκέψη του Λένιν σημαίνει συχνά εξωφρενική απλοποίηση της πολιτικής κατάστασης:
* Το 1919, όταν ο Γ. Mάρτοφ ζητά «αποκατάσταση της εφαρμογής του Συντάγματος, της ελευθερίας του Τύπου, του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι …το απαραβίαστο της προσωπικότητας [και την] κατάργηση των διοικητικών συλλήψεων και των εκτελέσεων χωρίς δίκη», ο Λένιν απαντά πως «η διακήρυξη [των μενσεβίκων] … λέει μόνο τούτο: ‘Πίσω στην αστική δημοκρατία’» (20).
* Το 1920 οι μπολσεβίκοι κόβουν ριζικά τους δεσμούς με τον Ουκρανό αναρχικό αγρότη Νέστορα Μάχνο, σύμμαχο των Κόκκινων απέναντι στους Λευκούς: ο Τρότσκι προτιμά, όπως γράφει, την ανοιχτή εχθρότητα των Λευκοφρουρών «από το πισώπλατο μαχαίρωμα του Πράσινου προδότη, που σέρνεται στο δάσος μέχρι να πλησιάσει ο Ντενίκιν» (21). Το αποτέλεσμα της σύγκρουσης Κόκκινων και Μαύρων είναι μερικές χιλιάδες νεκροί ως το 1921.
* Το 1921, η καταστολή της ναυτικής εξέγερσης στην Κροστάνδη φτάνει στο απόγειο την υπεραπλούστευση της πολιτικής σύγκρουσης: Οι (τροτσκιστές) Μπεζανσενό και Λεβί αντιπαραβάλλουν την αρχική στάση του Τρότσκι, για τον οποίο το κίνημα είχε «αντεπαναστατικό χαρακτήρα», με την κατοπινή και πιο νηφάλια αποτίμηση που κάνει ο ίδιος: «Όσα έκανε η επαναστατική κυβέρνηση στην Κροστάνδη παρά τη θέλησή της ήταν μια τραγική αναγκαιότητα» (22).
Η κατοπινή γραμμή της Κομμουνιστικής Διεθνούς, που θα εξισώνει σοσιαλδημοκρατία και φασισμό, θα ήταν δείγμα της ίδιας «λενινιστικής» υπεραπλούστευσης – με καταστροφικά αποτελέσματα.
VI. Σοσιαλιστική επανάσταση ή βαρβαρότητα
Για τον αναθεωρητή ιστορικό Ερνστ Νόλτε, η Ρωσική ήταν μια αντεπανάσταση, στο βαθμό που θέλησε να «διορθώσει» την πραγματική νεωτερική, την Αγγλική: αυτήν που κατοχύρωσε την οικονομική ελευθερία23. Άλλοι αναθεωρητές πηγαίνουν πιο μακριά, θέλοντας να αποσυνδέσουν ριζικά τον νεότερο κόσμο από τις επαναστάσεις (την Αγγλική, τη Γαλλική και τη Ρωσική) που τον δημιούργησαν. Όχι τυχαία, η υποβάθμιση των επαναστάσεων πηγαίνει πάντοτε μαζί με την αναβάθμιση ή την «κατανόηση» των φασισμών.
Στο κλίμα αυτό, για πολλά χρόνια φαίνονταν αυτονόητοι δύο δρόμοι: Ο ένας, εν είδει «συνέπειας», ήταν η υπεράσπιση, ως «αντικειμενικών» και αναπόφευκτων, όσων μη υπερασπίσιμων έγιναν στο όνομα της Ρωσικής Επανάστασης. Ο άλλος ήταν ο δρόμος που διάλεξαν μεγάλα τμήματα της ευρωπαϊκής Αριστεράς: η υπόδειξη, στον «μαρξισμό του Λένιν» και τη «βία», μιας θερμοκοιτίδας του ολοκληρωτισμού. Και οι δύο αυτοί δρόμοι αποδείχτηκαν αδιέξοδοι.
Για τα ρεύματα, μαύρα και κόκκινα, που επιμένουν πως ο κόσμος μπορεί και πρέπει να αλλάξει, υπάρχει ένα «λενινισμός» που θα ήταν ανόητο να πεταχτεί μαζί με τα ακάθαρτα νερά της σταλινικής καρικατούρας: Η σημασία στον ιμπεριαλισμό (τη διαλεκτική εθνικού-διεθνικού) και ο επαναστατικός βολονταρισμός (το «εμπλεκόμαστε στη μάχη και βλέπουμε»)· η μετατροπή της εθνικής σύγκρουσης σε ταξική και ο επαναστατικός διεθνισμός· η προτεραιότητα του πολιτικού αγώνα και η επιμονή στην πολιτική συγκρότηση, ακόμα και με το κόστος της διάσπασης, είναι τα βασικά στοιχεία. Κατά τα άλλα, στη δυσχερή θέση που βρισκόμαστε, η επιστροφή στο 1917 δεν δίνει «συνταγές» – απαγορεύει, ωστόσο, εύκολες ταυτίσεις και «καθαρά» σχήματα. Η ανάγκη ενός δημοκρατικού σχεδιασμού της παραγωγής και της διανομής αγαθών, σε κλίμακες που ξεπερνούν το επίπεδο των μικρών «αυτάρκων» κοινοτήτων (το ξεπερνούν: ο καπιταλισμός σχεδιάζει σε επίπεδο ηπείρων, διακρατικών ενώσεων και ισχυρών εθνικών κρατών, διαχέοντας την εξουσία του επειδή μπορεί να τη συγκεντρώνει), είναι ανάγκη που δεν μπορεί να καλυφθεί με παραχωρήσεις του καπιταλισμού, δηλαδή με ειρηνικά μέσα. Ένας συνδυασμός «πολέμου θέσεων» και «πολέμου κινήσεων» (Πέρι Άντερσον), ούτε δηλαδή αναμονής και σταδίων, ούτε απονενοημένων αλμάτων, είναι δρόμος που χρειάζεται αντοχή και ισχύ. Χρειάζεται, δηλαδή, χώρους συνάντησης και συλλογικότητες που να διαρκούν: δεσμούς επαναστατικής συντροφικότητας που να αντέχουν και να επεκτείνονται. Αυτό, νομίζω, είναι το «πρακτικό» σκέλος για όσες και όσους διεκδικούμε τη μνήμη του 1917 – και δεν το κάνουμε χάριν του τελετουργικού της επετείου ή για λόγους αυτοδικαίωσης.
Το κείμενο είναι τροποποιημένη εκδοχή της παρέμβασης στην εκδήλωση που διοργάνωσαν στην Αθήνα η Αριστερή Ριζοσπαστική Κίνηση, το Ξεκίνημα, ο «Ποδονίφτης» και το Barikat, για τα 100 χρόνια της Ρωσικής Επανάστασης (25.10.2017).
_________________________
Σημειώσεις
(1) «Οι κομμουνιστές», λέει, ο Μαρξ στο Μανιφέστο, «διαφέρουν από τα άλλα προλεταριακά κόμματα [καθώς] στις διάφορες βαθμίδες ανάπτυξης του αγώνα ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη, εκπροσωπούν πάντα τα συμφέροντα του κινήματος στο σύνολο του».
(2) Άλμπερτ Χίρσμαν, Η αντιδραστική ρητορική (μτφρ.: Κώστας Σπαθαράκης), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2017.
(3) Βλ. γι’ αυτό: Daniel Bensaїd, «Revolutions: Great and Still and Silent», στο Mike Haynes and Jim Wolfreys (eds.), History and Revolution: Refuting Revisionism, Verso 2007.
(4) Αντόνιο Γκράμσι, «H επανάσταση ενάντια στο “κεφάλαιο”», Avanti!, μιλανέζικη έκδοση, 24.11.1917. Στα ελληνικά συμπεριλαμβάνεται στο: Αντόνιο Γκράμσι, Σοσιαλισμός και κουλτούρα (μτφρ.: Γιώργος Μαχαίρας, Tania Gori), Στοχαστής 2009.
(5) Βικτόρ Σερζ, Αναμνήσεις ενός επαναστάτη (μτφρ.: Ρεβέκκα Πέσσαχ, επιμ.: Στέφανος Ροζάνης, α’ διόρθωση: Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος), Ακυβέρνητες Πολιτείες 2017.
(6)Με τη διατύπωση του Λένιν, «οι απεργίες δεν ξεσπούν επειδή εμφανίζονται στη σκηνή σοσιαλιστές υποκινητές, αντίθετα, οι σοσιαλιστές εμφανίζονται στη σκηνή επειδή έχουν αρχίσει απεργίες, επειδή έχει αρχίσει η πάλη των εργατών κατά των καπιταλιστών. Στο: Λαρς Λι, Βλάντιμιρ Λένιν (μτφρ.: Γιώργος Μπαρουξής), Μεταίχμιο 2014.
(7) Ε.H. Carr, Μικρή ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης (μτφρ.: Ανδρέας Παππάς), Πατάκης 2017, σ. 42.
(8) Τόνι Κλιφ, Λένιν (μτφρ.: Λέανδρος Μπόλαρης-Χρήστος Πετράκος), Εργατική Δημοκρατία 1995, τ. α’, σ. 275.
(9) Γιάννης Χλιουνάκης, Ικάρια πτήση. Χρονικό της ρωσικής επανάστασης, Τόπος 2017, σ. 23 και 230.
(10) Arno J. Mayer, Τhe Furies. Violence and terror in the French and Russian Revolution, Princeton University Press 2002, σ. 371.
(11) Τάσος Μπέτζελος, «Φιλοσοφικές αντιπαραθέσεις στην ΕΣΣΔ (1922-1931)», Το διαρκές 1917, Red Notebook-ΚΨΜ 2012 (πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Εκτός Γραμμής).
(12) Arno J. Mayer, ό.π., σ. 607-702
(13) Ό.π., σ. 235 και 643.
(14) Ό.π., σ. 640
(15) Στο E. H. Carr, ό.π., σ. 55.
(16) Βλ. μεταξύ άλλων το λήμμα «Σταλινισμός» στο: Gérard Dumenil, Michael Lowy, Emmanuel Renault, Les 100 Mots du Marxisme, PUF 2009, σ. 111.
(17) Έντζο Τραβέρσο, Η ιστορία ως πεδίο μάχης. Ερμηνεύοντας τις βιαιότητες του 20ού αιώνα (μτφρ.: Νίκος Κούρκουλος), Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου 2016, σ. 106.
(18) Η αμφιθυμία του Λένιν περνά στον Βάλτερ Μπένγιαμιν ως αγωνία για την επανάσταση που κινδυνεύει να γίνει καθεστώς. Γράφει στην Κριτική της βίας ο Μπένγιαμιν (1921): «Ένα βλέμμα στραμμένο μόνο προς το εγγύς μέλλον, το περισσότερο που μπορεί να κάνει είναι να συλλάβει μια διαλεκτική άνοδο και κάθοδο στη διαμόρφωση της βίας ως βίας που θεσπίζει και ως βίας που συντηρεί το δίκαιο. Αυτός ο νόμος της ταλάντωσης […] διαρκεί μέχρις ότου είτε νέες μορφές βίας, είτε αυτές που προηγουμένως καταπιέζονταν, νικήσουν την έως τώρα νομοθετική βία και έτσι εδραιώσουν ένα νέο δίκαιο, προορισμένο με τη σειρά του να παρακμάσει. Η ρήξη μ’ αυτόν τον μαγικό κύκλο των μυθικών μορφών του δικαίου […] τελικά λοιπόν η κατάργηση της κρατικής εξουσίας, θα εγκαινιάσει μια νέα ιστορική περίοδο».
(19) Στο: Olivier Besancenot, Michael Löwy, Επαναστατικές συγγένειες Τα κόκκινα και τα μαύρα αστέρια μας, Ακυβέρνητες Πολιτείες 2016, σ. 116.
(20) Παρατίθεται στο Γιάννης Χλιουνάκης, ό.π., σ. 132.
(21) Arno Mayer, ό.π., σ. 382
(22) Olivier Besancenot, Michael Löwy, ό.π., σ. 126-140.
(23) Ernst Nolte, “Between Historical Legend and Revisionism? The Third Reich in the Perspective of 1980”, στο James Knowlton and Truett Cates (trans.), Forever in the shadow of Hitler?, Humanity Press 1993.
Στη φωτογραφία ο Βικτόρ Σερζ.