Η 13η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου έλαβε τέλος την προηγούμενη Κυριακή, αφήνοντας σε γενικές γραμμές μια μάλλον ικανοποιητική εντύπωση. Ρωτήσαμε τέσσερις ανθρώπους που ανέβηκαν -για άλλη μια χρονιά- από την Αθήνα στη Θεσσαλονικη για το κορυφαίο συμβάν στο χώρο του βιβλίου τι τους έμεινε από τη φετινή διοργάνωση.
Επιμέλεια: Δάνης Κουμασίδης
Καλώς ορίσατε στον 21ο αιώνα
Φέτος, στην έκθεση βιβλίου στη Θεσσαλονίκη πρόσεξα, για πρώτη φορά, το τμήμα των παιδικών βιβλίων, έχοντας τα μάτια μου στραμμένα στο μέλλον.
Με άλλα λόγια, παρακολουθώντας τους αμέτρητους γονείς που κουβάλησαν τα παιδάκια τους στην έκθεση, έτσι όπως περιφέρονταν μαζί τους στα περίπτερα και ξεφύλλιζαν την πραμάτεια των εκδοτών, άλλοτε ψωνίζοντας αντίτυπα κι άλλοτε συμμετέχοντας σε μια βροχή εκδηλώσεων ―θεατρικά παιχνίδια, μίνι παραστάσεις, παιδότοποι κ.ά.―, μπήκα σε σκέψεις για τις νεότερες γενιές.
Τι είδους άνθρωποι θα γίνουν όσοι μεγαλώνουν κατ’ αυτόν τον τρόπο, και όχι όπως η δική μου γενιά, σε μεγάλο βαθμό στους δρόμους ― τι είδους άνθρωποι θα είναι εκείνοι που θα κληθούν να αναλάβουν τα ηνία και να διαμορφώσουν τη μελλοντική πραγματικότητα;
Όσοι ανατρέφονται με μια θάλασσα από εικονογραφημένα προσχολικά βιβλία και με έναν ωκεανό από νεανικά και εφηβικά αναγνώσματα, όταν εμείς συγκριτικά είχαμε ελάχιστα ανάλογα έντυπα έως καθόλου. Όσοι ανατρέφονται σ’ έναν ψηφιακό κόσμο όπου κυριαρχούν, αντί για τα αληθινά παράθυρα, οι κάθε είδους οθόνες. Όσοι ανατρέφονται με τόσες οργανωμένες, και όχι αυθόρμητες και χαοτικές όπως οι δικές μας, αθλητικές, πολιτιστικές και άλλες δραστηριότητες, όπου τους μεταφέρουν οι γονείς τους καθημερινά εν είδει πακέτου.
Άλλοι άνθρωποι, νέες γενιές, που ο μελλοντικός κόσμος τους θα μοιάζει με τον δικό μας, αλλά και θα διαφέρουν μεταξύ τους σε τόσο πολλά, ώστε θα χρειαζόταν να γράψει κανείς ένα μυθιστόρημα μάλλον επιστημονικής φαντασίας, εύχομαι όχι τεχνο-εφιάλτη. Καλώς ορίσατε στον 21ο αιώνα.
Βαγγέλης Ραπτόπουλος, συγγραφέας
Ανέβηκα στη Θεσσαλονίκη για την Δ.Ε.Β. με την ανάμνηση της περσινής διοργάνωσης. Σκεφτόμουν ότι οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες έχουν χειροτερέψει και έτσι η προσέλευση του κόσμου θα ήταν μικρότερη. Ευτυχώς διαψεύστηκα.
Δεν γνωρίζω τις εισπράξεις των εκδοτικών οίκων, είδα όμως αρκετό κόσμο να προσέρχεται στην έκθεση, να παρακολουθεί τις ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις και να ξεφυλλίζει βιβλία.
Προσωπική μου αίσθηση, αλλά και των φίλων συγγραφέων που βρισκόμαστε τα τελευταία χρόνια εκεί, είναι ότι εφέτος το κλίμα ήταν πιο «ζεστό», χωρίς εντάσεις και με ήπιους ρυθμούς. Παρόλ’ αυτά, για άλλη μια χρονιά είχα την εντύπωση ότι ήμουν σε ένα μεγάλο παζάρι βιβλίου και όχι σε μια διοργάνωση που δικαιώνει τον τίτλο της. Οι συμμετοχές κάποιων ξένων χωρών δεν είναι αρκετές για να καταστεί ο θεσμός διεθνής, ούτε και η παρουσία ορισμένων συγγραφέων από άλλες χώρες. Παρουσιάζοντας ως νέα ποιήτρια την πρόσφατη ποιητική μου συλλογή στα πλαίσια της έκθεσης θα ήθελα να είχα την ευκαιρία να επικοινωνήσω τα έργο μου και με εκδότες και μεταφραστές άλλων χωρών, κάτι που θεωρώ ζητούμενο από μια διεθνή έκθεση βιβλίου.
Ακόμα και μέσα σε αυτήν την οικονομική στενότητα ο θεσμός έδειξε να αντέχει. Μπορεί να οργανωθεί καλύτερα και όχι την τελευταία στιγμή και ασθμαίνοντας. Πιστεύω ότι η Θεσσαλονίκη έχει όλες τις προδιαγραφές να γίνει ένα σημείο συνάντησης εκδοτών, συγγραφέων, μεταφραστών και αναγνωστών απ’ όλο τον κόσμο. Άλλωστε, αν θυμάμαι καλά, αυτός ήταν και ο στόχος του θεσμού κατά τη δημιουργία του. Να γίνει η πόλη η «Φρανκφούρτη των Βαλκανίων».
Μαρία Κουλούρη, ποιήτρια
Η φετινή Διεθνής Έκθεση της Θεσσαλονίκης προκάλεσε μάλλον έναν στεναγμό ανακούφισης στους συμμετέχοντες. Κατ’ αρχάς, τελικά έγινε, έστω κι αν οι αποφάσεις που θα επέτρεπαν να ξεκινήσει η προετοιμασία της πάρθηκαν κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. Και όχι μόνο έγινε, αλλά κατόρθωσε να προσελκύσει αρκετό κόσμο, σύμφωνα με όσους έχουν τη δυνατότητα σύγκρισης, περισσότερο από πέρυσι, είχε πολλές και ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις, σε γενικές γραμμές το πρόγραμμά της ήταν αρκετά πλούσιο. Ωστόσο μένουν όπως και στο παρελθόν αρκετά ερωτηματικά. Αν και συνοδεύεται από το επίθετο Διεθνής, η έκθεση λειτουργεί περισσότερο ως ένας τόπος επικοινωνίας του αναγνωστικού κοινού της Θεσσαλονίκης, ίσως και γενικότερα της Βόρειας Ελλάδας, με Έλληνες κυρίως αλλά και λίγους ξένους συγγραφείς, διευκολύνει τους εκδότες να οργανώσουν μαζικά παρουσιάσεις των πρόσφατων βιβλίων τους στη συμπρωτεύουσα και σίγουρα δίνει χώρο σε κάποιες γενικότερες συζητήσεις, όπως το φετινό αφιέρωμα στη μετάφραση.
Ωστόσο, Διεθνής, με την έννοια της επαφής εκδοτών με συναδέλφους τους από άλλες χώρες και της δυνατότητας αγοραπωλησίας δικαιωμάτων, δεν είναι. Αυτό απαιτεί άλλη οργάνωση και προετοιμασία. Επίσης, κάποια πράγματα χάνονται μέσα στην πληθώρα των εκδηλώσεων, όπως π.χ. το Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών, που σίγουρα θα άξιζε να διαθέτει αυτονομία και να εξυπηρετεί άλλους στόχους. Οπότε, αν το ζητούμενο είναι μια γιορτή για το βιβλίο στη Θεσσαλονίκη, με εκδηλώσεις εκδοτών και συγγραφέων με το κοινό, τα πράγματα έστω και υπό την πίεση του χρόνου λειτούργησαν καλά. Αν θέλουμε να επιτύχουμε κι άλλους στόχους, πρέπει να ξαναβάλουμε την Έκθεση σε άλλη βάση.
Έφη Γιαννοπούλου, μεταφράστρια
Χωρίς δεύτερη σκέψη, κανείς δεν έφυγε απογοητευμένος από τη φετινή Έκθεση. Έχω την εντύπωση ότι η πηγή του ενθουσιασμού των φορέων που συμμετείχαν αυτή τη χρονιά, συγγραφείς, δημοσιογράφοι, μουδιασμένοι εκδότες, αλλά και το ίδιο το κοινό της πόλης, δεν ήταν τόσο η τεράστια επιτυχία αναφορικά με την προσέλευση των αναγνωστών, αλλά η ανακουφιστική πρώτη παρατήρηση ότι δε θα ζούσαμε μια πανωλεθρία, όπως διαφαινόταν από τα δύο προηγούμενα έτη, όπου τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Για μένα, ήταν τρεις απολαυστικές μέρες. Ζεστή ατμόσφαιρα, συναδελφική διάθεση μεταξύ των ομοτέχνων μου, αισιοδοξία, θύμισε τα πρώτα χρόνια της Έκθεσης, όταν σημείωνε συνεχώς επιτυχία. Θεωρώ, ότι με τη σωστή στρατηγική και μια δόση μεγαλύτερης οργάνωσης και προετοιμασίας, το μέλλον θα είναι ακόμα καλύτερο. Δεν μπορούμε προφανώς να είμαστε σίγουροι, αλλά είναι στο χέρι μας να φροντίσουμε γι’ αυτό.
Δημήτρης Σωτάκης, συγγραφέας