Σαν σήμερα 14 Σεπτέμβρη του 2001 έφυγε ο Στέλιος Καζαντζίδης. Χωρίς αμφιβολία ο σπουδαιότερος Έλληνας λαϊκός τραγουδιστής, όλων των εποχών κι ένας από τους σημαντικότερους ολόκληρου του πλανήτη. Μια φωνή που ξεπερνά τον χρόνο και την επικαιρότητα και έχει λάβει εκτάσεις κοινωνικού φαινομένου.
Με αφορμή τη συμπλήρωση 13 χρόνων από τον θάνατο του αναδημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από σημείωμα του αείμνηστου Πάνου Γεραμάνη, δημοσιογράφου-μελετητή του λαϊκού τραγουδιού, στο περιοδικό “Ντέφι”.
ΟΙ ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΔΕΝ ΕΘΙΞΑΝ ΣΩΣΤΑ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗ
του Πάνου Γεραμάνη
Τώρα που σταμάτησε, κάπως, ο θόρυβος, γύρω από την υπόθεση του Στέλιου Καζαντζίδη, πιστεύουμε πως είναι καιρός να γραφτούν ορισμένα πράγματα, για την εκστρατεία ενάντια στο μεγαλύτερο λαϊκό τραγουδιστή μας.
Θα προσπαθήσουμε, με κάθε αντικειμενικότητα, να δώσουμε κάποιες ερμηνείες, για το πώς ξεκίνησε, πού έφτασε και ποιους στόχους είχε όλος αυτός ο θόρυβος γύρω από την υπόθεση του Καζαντζίδη. Φυσικά μπορεί να υπάρξει ερώτημα ή ερωτήματα γι’ αυτούς που θα διαβάσουν τούτο το θέμα. Και να πουν:
– Είναι δυνατό να μη μεροληπτήσετε υπέρ του Καζαντζίδη όταν από την πρώτη, κιόλας, παράγραφο τον αποκαλείτε «τον μεγαλύτερο»; Πριν όμως προχωρήσει σ’ αυτό το ερώτημα ο οποιοσδήποτε αναγνώστης, επιβάλλεται να του πούμε ότι υπάρχει εδώ και 25 (το λιγότερο) χρόνια μια γενική παραδοχή:
Ο Στέλιος Καζαντζίδης είναι ο μεγαλύτερος Έλληνας τραγουδιστής, σ’ όλες τις εποχές. Κι αν δεν αρέσουν τα πολλά τραγούδια του, η φωνή του δεν ξαναβγαίνει. Είναι ανεπανάληπτη. Ο Στέλιος Καζαντζίδης είναι ο πρώτος λαϊκός καλλιτέχνης. Απόδειξη: Δεν βγαίνει στο πάλκο απ’ το 1965, δεν τραγουδά σε δίσκους απ’ το 1976. Η δημοτικότητά του, όμως, αντί να πέσει ανεβαίνει.
Ο Στέλιος Καζαντζίδης στα χιλιάδες τραγούδια που ερμήνευσε είπε και μερικά ταξικά τραγούδια. Μπορεί τα τραγούδια του να μην είχαν πολιτικές ανησυχίες και οραματισμούς. Είχαν όμως άμεσους προβληματισμούς. Μπορεί να μην τα ’γραψαν μεγάλοι ποιητές ή «αναγνωρισμένοι» συνθέτες. Τα ’γραψαν όμως απλοί άνθρωποι του λαού.
Αυτά είναι μερικά από τα αποδεικτικά στοιχεία για την αξία του Στέλιου Καζαντζίδη. Αλλά και πάλι θα υπάρξουν δύσπιστοι που θα πουν: «Δεν πα’ να λέτε ό,τι θέλετε, ο Καζαντζίδης δεν αρέσει γιατί κλαψουρίζει και μας κουράζει…»
Υπάρχει κι εδώ απάντηση: Αν ο Καζαντζίδης λέει με πόνο τα περισσότερα λαϊκά τραγούδια του, αυτό είναι το στυλ του για τις συγκεκριμένες ερμηνείες. Έτσι καταλαβαίνει τα τραγουδιστικά του θέματα ο Στέλιος κι έτσι ο πολύς κόσμος νοιώθει το Στέλιο.
Εξάλλου δεν «κλαψουρίζει» πάντα ο Καζαντζίδης. Όσοι έχουν αντίθετη γνώμη και δεν τους αρέσει το είδος αυτό, ν’ ακούσουν τα κομμάτια των Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Λοΐζου, Λεοντή, Κατσαρού και Ξαρχάκου, που έχει ερμηνεύσει ο Καζαντζίδης. Η φωνή του είναι αυτό που ζητά ο κάθε συνθέτης. Δυνατή, καθαρή, με σπάνια και ανεπανάληπτα ανεβοκατεβάσματα.
(…)
Ο Καζαντζίδης είτε το θέλουμε είτε όχι, έχει πει ταξικά τραγούδια. Όταν λέει ότι τραγουδάει τους καημούς του κοσμάκη και τις πίκρες του και τις αδικίες του, είναι ταγμένος με την εργατική τάξη.
Τα «Μουντζουρωμένα χέρια» δεν τα ’πε για κανένα κουλτουριάρη. Τις «φάμπρικές», «Στον Καναδά, στη Βραζιλία, «Το ψωμί της ξενητειάς», δεν τα τραγούδησε ούτε για βιομήχανους ούτε για επιχειρηματίες. Τα τραγούδησε γι’ αυτούς που μοχθούν καθημερινά για το μεροκάματο, γι’ αυτούς που τους διώχνει ο κάθε άπληστος επιχειρηματίας και τραβάνε… για του Βελγίου τις στοές.
Ο κόσμος λοιπόν που απευθύνεται το λαϊκό έργο του Καζαντζίδη είναι οι εργάτες και γενικά οι εργαζόμενοι. Αυτοί πιάνουν τα μηνύματά του. Απ’ αυτό τον κόσμο αναβλύζει μια τρομακτική δημοτικότητα που δεν σβήνει.
(…)
Ο χαμένος της υπόθεσης είναι το γνήσιο λαϊκό τραγούδι. Γιατί όπως και να το κάνουμε ο Καζαντζίδης είναι μια αρχή και μια συνέχεια για το λαϊκό τραγούδι.
Αυτή τη στιγμή χαίρονται μόνο οι εχθροί του λαϊκού τραγουδιού, που προσπαθούν να το εξαφανίσουν και να ποτίσουν τον ελληνικό λαό μ’ ένα ψωρο-ευρωπαϊκό στυλ.
Όσα ειπώθηκαν, ό,τι κι αν έγινε, πρέπει να λησμονηθούν. Μπορεί να ’κανε κάποια λάθη ο Καζαντζίδης. Να είπε κάτι παραπάνω. Είπαν κι άλλοι όμως. Και στο κάτω-κάτω η φωνή του Καζαντζίδη σκεπάζει τα πάντα.
«Ντέφι», τεύχος 5, Φεβρουάριος-Μάρτιος 1983, σελ. 21-22.