in

Βιβλιοπαρουσίαση: Εντεύθεν, του Γιώργου Χατζελένη

Βιβλιοπαρουσίαση: Εντεύθεν, του Γιώργου Χατζελένη

Τα τελευταία  χρόνια με απασχολεί πολυ ο τρόπος με τον οποίο η κρίση που περνάμε,  θα επηρεάσει και θα αποτυπωθεί στην Τέχνη, καθώς σκέφτομαι οτι μετά την κατοχή και τον εμφύλιο είχαμε εξαιρετικές παραγωγές σ όλα τα είδη της τέχνης.

Γράφει ο Κώστας Μπέσιος*

Προφανώς είναι λάθος μου να περιμένω να βρω έργα αντίστοιχα μ’ αυτα του Καζαντζάκη, της Διδως Σωτηριου, του Τσιρκα, του Ταχτση, του Χατζή στην πεζογραφια ποιηματα αντιστοιχα μ αυτα του Αναγνωστακη και του Πατρικιου μουσικες που να συναγωνιζονται αυτες των Χατζιδακι και Θεοδωράκη, ένα καινουργιο Φασιανό ή ένα Μυταρά, ενα Κουνδουρο ή ένα Κακογιάννη η παραστάσεις σαν αυτες του Καρολου Κουν.  Αν  και ζουμε στην εποχή του διαδίκτυου η πληροφορία δεν φτάνει σε μένα τόσο γρήγορα ή αν η αντιδραση θα ερθει από την ραπ μουσική μάλλον δεν θα το καταλαβω, μια και δεν είναι το είδος της μουσικής που ακουω. Το μόνο που εύκολα ανακάλυψα ήταν η τριλογία της κρίσης του Πετρου Μάρκαρη, που βέβαια την κρίση την  γραφει και στον τιτλο. Κι ετσι, ενω τετοιες σκέψεις με προβληματίζουν, ήρθε η ευγενική και πολύ τιμητική πρόταση του Γιώργου Χατζελένη να παρουσιασω το Εντεύθεν. Τωρα μετα απο ενάμισυ μήνα και αρκετές αναγνώσεις του βιβλίου, χαίρομαι  που δέχτηκα να το κάνω. Χαριτολογώντας θαλεγα πως ευχαριστώτον συγγραφέα που με κάλεσε να παρουσιάσω αυτό το βιβλίο του και όχι το πρωτο του, την καθημερανοητότητα,  γιατι ομολογω πως θα υπήρχε πρόβλημα με την  αρθρωση μου.

Τον Γιωργο Χατζελένη δεν τον γνώριζα. Είχαμε βέβαια την πολύ στενή σχέση των φίλων στο facebook και τουλάχιστον εγώ πρέπει να του έχω κάνει πάρα πολλά like, όχι χωρίς μια δόση ζήλειας, σε μια σειρά από εξαιρετικές φωτογραφίες από την Ιταλία αλλά και άλλα μέρη που επισκεπτόταν. Μου είχε δημιουργηθεί λοιπόν η εντύπωση πως είναι συγγραφέας ταξιδιωτικών βιβλίων ή άρθρογράφος σε ταξιδιωτικό περιοδικό, κατι ας το  πουμε το αρσενικό της Μάγιας Τσόκλη. Αν τον αδίκησα είμαι διατεθειμένος  να του ζητήσω εδώ απόψε δημόσια συγγνώμη.

Όταν το Εντεύθεν έφτασε στα χέρια μου προφανως οι εντυπώσεις άλλαξαν. Και κει όπως συνήθως κάνουμε σε αντίστοιχες περιπτώσεις, εψαξα να βρω πράγματα που θα μ’ έκαναν να τον γνωρίσω καλύτερα. Και  μετά από ενδελεχή έρευνα όπως συνηθίζουμε να λέμε, ανακάλυψα τα εξής. Δουλεύει ως συντηρητής αρχαιοτήτων στο Μουσειο της Ακρόπολης , και μεταξύ άλλων  κατασκευάζει και αντιγραφα δημιουργημάτων του «ένδοξου παρελθόντος» όπως το αποκαλεί, κάθε φορά  δε που βγάζει από το καλούπι ένα αντίγραφο,  νοιώθει τη μικρότητά του απέναντι στο ένδοξο παρελθόν  ενός λαού τον οποίο έχουμε μελετήσει ελάχιστα, το ίδιο περίπου αισθανόμουν κι εγώ  όταν υπάλληλος στην Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων  της πόλης, τον καιρό που η Ελλαδα «ευημερούσε»,  στήνω ενα πωλητήριο αντιγράφων,  αυτό δίπλα στα λουτρά Παράδεισος, στη συμβολή των οδων Εγνατιας και Μητροπολίτου Γενναδίου και μαγεύομαι με την ομορφιά τους, καθως ανοιγω τα κιβώτια του ΤΑΠ για να βάλω τα αντίγραφα στις προθήκες του μαγαζιου. Διαβαζοντάς τον να πηγαίνει στο Μουσείο κάθε πρωί με τα πόδια  ξαναπερπάτησα την Θεσσαλονίκη τα χαράματα,  καθως και το δικό μου σπίτι ήταν κοντά  στη δουλειά και επί 30 χρόνια πηγαινοερχόμουν στην Ροτόντα περπατώντας. Δυστυχώς λόγω σύνταξης αυτό το έχασα.

Επισης ομολογώ πως δεν έχω διαβάσει τα άλλα δύο βιβλία του, αλλα ενημερώθηκα για ότι υπάρχει σχετικά με αυτόν ανεβασμένο στο διαδίκτυο. Εχει δυο προσωπικα ιστολόγια, το ενα αυτό που ανεβάζει φωτογραφίες και πληροφορίες για τα ταξίδια κι ένα άλλο το οποίο χρησιμοποιεί, για να «αναπτύσσω τις απόψεις μου σε γεγονότα που με αφορούν, με συγκινούν ή με αναγκάζουν να πω τη γνώμη μου, ή για να αναδημοσιεύσω άρθρα που θεωρώ ενδιαφέροντα». Γραφει ακόμα στην Απλωταρια την διαφορετική φωνή της Χίου, καθώς ταυτίζεται με τον ήρωα του βιβλίου, θάχουμε την ευκαιρία να πουμε περισσότερα γι αυτόν παρακάτω.

Εντευθεν: (χρονικό) από αυτό το χρονικό σημείο και πέρα. (από το 1960 και εντευθεν)

Για τον χώρο που εκτείνεται απο ορισμένο σημείο προς το μέρος του ομιλητη.

Δηλωτικό αιτίας, Εντευθεν συνάγεται.

Το βιβλίο

Στο εξώφυλλο εσωτερικό ερειπωμένου σπιτιου στον Τσεσμέ.

Στο εσώφυλλο το αυτακι που λεμε φωτογραφία του οπου εμφανίζεται χαλαρός και μακάριος, Μαρτιος 1984, Χιος και τα υπόλοιπα του βιογραφικου του δηλ. σπουδες, θητεία που λίγο πολύ σας είναι γνωστά.

Το βιβλίο αφιερώνεται στην προγιαγιά του Στέλλα, που εξέπεμπε την αγιότητα καθώς λέει  και που πολύ με συγκίνησε καθώς ειναι η πρώτη Μπουρνοβαλιά πού γνωρίζω (μέχρι τώρα νόμιζα πως η λέξη  ήταν μόνο τίτλος τραγουδιου οπως η Μισιρλου ή η Αλατσατιανή ή ακόμα η Κουανταναμέρα)  και στους Χιωτες παππουδες(νομίζω οτι και ο παππους θα έχει πολιτογραφηθει ως Χιώτης πια) την Μαρία και τον Κώστα. Στην δευτερη σελίδα υπάρχει σχέδιο της Αλεξάνδρας Μάντζαρη. Ακολουθεί ένα συντομο αλλα πολυ ουσιαστικό κείμενο του Αλέξη Δαμιανου, που σε προιδεάζει γι αυτά που θέλει να  μας πει ο συγγραφέας και δημιουργει την υποχρεωση στον ομιλούντα ναναι απλος και κατανοητός. «Ποιοτητα δεν σημαίνει μυστήριο και ακατανόητη έκφραση που κρυβει ένα μεγάλο κενό, ποιότητα δεν σημαίνει πνεύμα βαρύτητας, βαγνερική, μεγαλόστομη φανφάρα» μας λεει ο Δαμιανός, και συνεχίζει μιλώντας για την μνήμη και την λήθη για να καταλήξει στο «όποιος δεν αγαπά, εκείνος χάνει».

Το βιβλίο ξεκινά με την φράση με την οποία και  τελειώνει « Ο άνθρωπος δε θέλει κάτι παραπάνω, λιγο ψωμάκι, λίγο λαδάκι κι ενα ποτηράκι τσίπουρο για να είναι ευτυχισμένος» που λεει ο θειος του φίλου του ήρωα, που σου φερνει αμέσως στον νου, τον Ελύτη και τον ήλιο τον ηλιάτορα «πολλά δεν θέλει ο άνθρωπος, να ν ήμερος να’ναι άκακος, λιγο φαί, λιγο κρασί,  Χριστούγεννα κι Ανάσταση, κι όπου φωλιάσει και σταθει, κανεις να μην τον φτάνει εκεί».

Ειναι μια απλή ιστορία, χωρίς εκπλήξεις κι ανατροπές,  που ξεκινά με δυο φίλους να επισκέπτονται τον θειο του ενός,  για να τον βοηθήσουν στις αγροτικές δουλειές του, «σ’ ένα ξεχασμένο χωριό της Πελοποννήσου, μακριά απο εθνικές οδούς και χάρτες». Στο δείπνο-αντίδωρο που ακολούθει, μετά από κατανάλωση ικανής ποσότητος «αγνού ντόπιου τσίπουρου» η συζήτηση φθανει  στην κρίση και στην περιρέουσα σήμερα κατάσταση. Το επόμενο πρωί, οι δύο φίλοι επιστρεφουν στην Αθήνα και ο ήρωας ετοιμάζει το ταξίδι του στη γενέθλια Χίο για να βρει υλικό για την μεταπτυχιακή του εργασία. Στη Χίο μελετά έγγραφα σχετικά με την δράση του μαυραγορίτη, που έγινε γνωστός με το όνομα Βούλγαρος Παναγιώτης, και χωρίς να το επιδιώκει γίνεται αποδέκτης πληροφοριών εξαιρετικά σημαντικών για την περίοδο εκείνη στο νησί. Πληροφορίες που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η σκληρή ιστορική πραγματικότητα της κατοχικής και μετακατοχικής περιόδου εκεί. Διαπιστώνει πως εστιάζοντας μόνο στο συγκεκριμένο γεγονός, του ξεφεύγουν πολλά  από τα καθοριστικά  πραγματα που συνέβησαν στο νησί τότε κι αφου συγκεντρώσει τα στοιχεία που του λείπανε για να σχηματίσει, μια πιο σφαιρική εικόνα, κάνει τις απαραίτητες συγκρίσεις του τότε με το σήμερα.

Αρχισα το διάβασμα, χωρις ακόμα να ξέρω τίποτα περισσότερο για το βιβλίο ή τον συγγραφέα. Κατ αρχήν συνάντησα ένα γλυκύτατο θείο, που  «πριν βάλει το ποτηρι στα χείλη του, λέει Αμήν. Που το βράδυ ανάβει το  καντηλάκι μπροστά στη φωτογραφία του Ελασίτη παππού του, (ξέχασα να σας πω πως εκ των υστέρων ανακάλυψα πως το χωριό βρισκόταν στη Μεσσηνία),  που για κείνον  ο χρόνος έχει άλλη αξία και δεν βιάζεται να τα πει όλα με μιας. Ο θειος αρχίζει την συζήτηση λέγοντας «ατιμο πράγμα το χρήμα. Οσο μας κυβερνάει θα βασιλεύει η αδικία. Τα φιλέτα θα ανήκουν στους χειρότερους και ο πλουτος θα μοιράζεται στους λίγους». Ειναι αυστηρός με τους νέους, «Εχετε ευθύνη για την ανοχή σας. Και μόνο η συναναστροφή σας με την κοινωνία είναι ενοχή. Η Ελλάδα είναι μια χώρα άρρωστη. Αλλά το χειρότερο είναι πως έχει αρχίσει να συνηθίζει τις πληγές της…», «Αν όχι εσείς τότε ποιός? Είστε ακόμα νέοι! ΄Εχετε όνειρα Θέλετε να κάνετε οικογένεια και δεν μπορείτε» . Είναι ομως ανοικτός σε προτάσεις. « Εγώ γέρασα πια. Η ζωή μου είναι τα χωράφια και τα άλογα. Εσείς έχετε όλο το μέλλον μπροστά σας. Πείτε μου τι θέλετε να ψηφίσω στις επόμενες εκλογές και θα το ψηφίσω , αλλά από κει και πέρα εσείς θα είστε υπεύθυνοι για όποια κατάσταση βρεθεί μπροστά σας». Με τις δηλωσεις του θειου και τις απαντήσεις των δυο φίλων αρχίζει η δραση στο ΕΝΤΕΥΘΕΝ. Διαβάζοντάς το στην αρχή ήμουν επιφυλακτικός, αλλά μετά από 35-40 σελίδες αναφώνησα. Α αυτός δικός μου είναι. Μιλω βεβαια για τον συγγραφέα.  Χωρίς καμμιά  βεβαια κτητική διάθεση, αλλά με την βαθειά πεποίθηση οτι ο Χατζελένης είναι βαθειά πολιτικό ζώον, όπως ακριβώς κι εγώ, ή και όπως με το δικό του ξεχωριστό  τρόπο ο έτερος Καππαδόκης Τέλλος Φίλης. Αρχισα λοιπόν να ψάχνω γι αυτόν μέσα από τα στοιχεία που ο ίδιος μας δίνει.

Ποιος είναι λοιπόν ο συγγραφέας και ήρωας του βιβλίου. Γόνος αστικής οικογένειας δηλώνει ο ίδιος. Παιδί ολίγον προβληματικό, μια και από μικρό του άρεσε να φυτρώνει εκει που δεν τον σπέρνουν, με το εκεί να ορίζεται αλλες φορές ως τοπικό επίρρημα κι άλλες ως χρονικό. Αλλο γνώρισμα του χαρακτήρα του, η ενόχλησή του σε κάθε αδικία που προερχόταν από την εξουσία, κάτι το οποίο τον οδηγούσε στη συνεχή αμφισβήτησή της. «Αυτή η αμφισβήτηση τον ωθούσε στην αναζήτηση της αλήθειας κι ήταν η αφορμή στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει το κοινωνικό του περιβάλλον». Με τον καιρό έμαθε πως καλή είναι η γνώση αλλά δεν είναι τίποτε παραπάνω από μια τρύπα στο νερό, όταν μένει μόνο στο μυαλό και δεν εξελλισσεται σε πράξη  και «που δυστυχώς ανήκει σε μια γενια η οποία συγκρουεται μετωπικά με το παρελθόν, αγνοώντας πως η επιλογή μιας απαθούς στάσης μας απομακρύνει από την  πολυπόθητη ουτοπία όλο και περισσότερο». Συμφωνει με τον Μαρξ ότι αυτό που έχει σημασία είναι να αλλάξουμε αυτόν τον κόσμο και όχι να τον ερμηνεύσουμε απλά όπως κάνουν οι φιλόσοφοι. Αναρωτιέται γιατί η λέξη μεταπολίτευση, μια λέξη η οποία δεν σημαίνει απολύτως τίποτε, κατάφερε να εκφράσει μια περίοδο που διαδέχτηκε τη χούντα.  Η αριστερά και ο τρόπος δράσης της,  τον απασχολούν και το προβληματίζουν (δεν ξέρω αν είναι τυχαίο αλλά κάποια στιγμή που δακρύζει το δάκρυ κυλά στο αριστερό του μάγουλο). Ο ίδιος πιστεύει σ’ ένα μέλλον ανοιχτό και «προσωπικός του στόχος είναι η μνήμη και η διαφύλαξή της. Πάσχουμε σ’ αυτόν τον τομέα και οφείλουμε να τον διαφυλάξουμε όσο μπορούμε. Δεν θέλει να μείνει άπραγος απέναντι στη λήθη του χρόνου ούτε θέλει να φοβάται την ήττα. Υποστηρίζει την πιο αγνή ενσάρκωση του αναρχισμού» η οποία είναι «Αγωνίσου και χάσε». Αγαπάει την μουσική, και δραπετεύει απο την ρουτίνα βάζοντας το μυαλό του να ταξιδευει σε διαφορετικά μέρη. Σε πόλεις που έχει πάει η σε χώρες που θέλει να επισκεφτει στο μέλλον. Είναι σίγουρο πως αγαπάει και καμαρώνει για τον παππού και την γιαγιά του και επίσης για το νησί του. Αγαπαει την Αθήνα, την πονάει. Θυμώνει όταν την πληγώνουν με απαίσια γκραφιτι και άναρχες αφισοκολλήσεις. Εξοργίζεται μ αυτούς που πρόσφεραν στην γενιά του μια πόλη χωρίς πεζοδρόμια και πάρκα.

Τα υπόλοιπα προσωπα του βιβλίου, είναι καθημερινοί άνθρωποι της διπλανής πόρτας στην ηλικία του συγγραφέα (συμμαθητές και φίλοι του) ή ανηκουν στην γενιά (αν οχι ακριβώς, είναι πολύ κοντά) που φεύγει σιωπηλά και με αξιοπρέπεια, βλέποντας το γεροντάκι να σερνει το καρότσι του. Ανθρωποι που έχουν τις απόψεις τους που διαφέρουν από τις απόψεις των άλλων. Οι μαρτυρίες τους δίνουν ενα τόνο φρεσκάδας στην αφήγηση. Κι ενω ο ηρωας έρχεται στο νησί για να μαζέψει πληροφορίες για τον Παναγιώτη τον μαυραγοριτη και το μεταπτυχιακό του, γίνεται συλλέκτης πολυ περισσότερων και πολύ σημαντικών πληροφοριών.

Και η μεγάλη στιγμή έρχεται όταν η γιαγιά σαν έτοιμη απο χρόνια αρχίζει να του διηγείται μνήμες άσβηστες. Η γιαγια που είναι ένα βιβλίο που μόλις άνοιξε μετά από τόσα χρόνια. Και που στην επικεφαλίδα της σελίδας έγραφε με χοντρά γράμματα την λέξη ΚΑΤΟΧΗ.  

Τελικά τι είναι το ΕΝΤΕΥΘΕΝ?; Είναι βιβλίο ιστορίας; Ναι είναι βιβλίο ιστορίας. Είναι η αυτοβιογραφία του Χατζελένη την περίοδο αυτή της ζωής του; Ναι είναι βιβλίο αυτοβιογραφικό.  Είναι βιβλίο μυθοπλασίας; Ακομη κι αν δεν είναι,  στοιχεία μυθοπλασίας έχει και σίγουρα είναι κι ενα χρονικό του καιρου μας. Ενα βιβλιο για την μνημη που καθως λεει ο Σεφέρης όπου κι αν την αγγίξεις πονεί. Μυθιστορηματικό ιστορικό εγχειρίδιο το αποκαλει η Στέβη Καλογεροπούλου στο κείμενό της, που αντι επιλόγου υπάρχει στο τέλος του βιβλίου.

Είναι ένα βιβλίο για την μνήμη. Μνήμη αυτή η λέξη, η γένους θηλυκού ύπαρξη, που ειχε σκλαβώσει τον ήρωα τα τελευταία χρόνια. Η αποκτησή της απαιτουσε απ αυτόν ένα καθημερινό αγώνα. Σε κάθε μάχη κέρδιζε κι από ένα κομμάτι της. Ενιωθα κατακτητής, μας λέει, σε μια γη εγκαταλελειμένη από χρόνια. Με κάθε έδαφος που καταλαμβανα, γινόταν πιο εμφανής η πελώρια κρίση της συλλογικής μνήμης

Και συνεχίζει «Αναζητούσα το πρόβλημα της λήθης στα πρόσωπα των συνανθρώπων μου. Στα βλέμματά τους ήταν εμφανή τα αίτια. Η απώλεια της συλλογικής μνήμης οφείλεται στην κρίση της ατομικής μνήμης. Απελπίζομαι όταν συναντώ ανθρώπους οι οποίοι δεν γνωρίζουν σημαντικά γεγονότα της χώρας μας. ΄Ανθρωποι που δεν θυμούνται τι συνέβη σε προσφατα γεγονότα όπως είναι το Πολυτεχνείο και η Κύπρος, σιγουρα δεν θα ενδιαφέρονται να μάθουν τι έζησαν οι γονείς τους και οι παππούδες τους. Και πολύ πιθανόν, να αδιαφορουν και για το μέλλον…».

Ειναι ενα βιβλιο που καταγράφει μνημες ανθρώπων που κινδυνευαν να χαθουν. Ενα βιβλίο για την  προγιαγια από τον Μπουρνόβα, που πρώτα φτάνει Χίο, δεν την δέχονται, πάει στην Πάρο κι απο κει την διώχνουν κι έτσι γυρίζει στην Χίο. Ενα βιβλίο για την κατοχή και την πείνα και τους  μαυραγορίτες στην Χίο.  Και για τους έλληνες που στα δύσκολα χρόνια της κατοχής κάνουν το αντιθετο από το ταξίδι που σήμερα κάνουν οι πρόσφυγες, δηλαδή από την Χίο στην Τουρκία, είτε για να επιβιώσουν ειτε για να φτάσουν στην Μέση Ανατολή, και να ενταχθουν λέει στον ελληνικό στρατό. «Τουλάχιστον οι Τουρκοι φερόντουσαν καλά σε όσους τα κατάφερναν;» ρωτάει ο συγγραφέας. 

«Ναι τους δεχόντανε. Τους δεχόντανε» απαντάει η γιαγιά.

Ειναι ενα βιβλίο για τον Μητροπολιτη Χιου Ιωακειμ Στρουμπή και την ιστορική του φραση «καταρα στους δολοφόνους», φράση για την οποία καθαιρεθηκε από την θέση του και πέθανε πάμπτωχος τον Μάρτιο του 50 και τον αντάρτη τον παπα Ξενάκη που προσπάθησαν  να τον ξυρίσουν πριν τον εκτελέσουν, κι επειδή δεν το δεχόταν του κόψανε τα γενια με την σάρκα αλλά κι ενα  βιβλιο για όσα τραβουν οι συγχρονοι έλληνες σήμερα τον καιρό της κρίσης. Ακομη περισσότερο ένα βιβλίο για να μας δηλώσει ο ήρωας, αλλα και πολλοί άλλοι της γενιάς του και οχι μόνο, πως από τον Νοεμβριο του 12, αποφάσισαν ν αλλλάξουν τον τρόπο διεκδίκησης του δίκιου τους. Που μας μιλαει για τα φασιστικά σταγονίδια που κρύβονταν καλά μέσα στην εγχώρια δεξιά, που μετατράπηκαν σε ένα επιθετικό καρκίνωμα που απλώθηκε σε ολόκληρη την λαϊκή δεξιά παράταξη.

Άλλες εποχές αλλά παρόμοιες καταστάσεις. ΄Αραγε πως θα σκέφτονται οι επόμενες γενιές τη σημερινή μας δυστυχία, τις αυτοκτονίες, τα κλειστά καταστήματα, τις χρεοκοπημένες επιχειρήσεις, τους άστεγους, τα παγωμένα σπίτια του χειμώνα, την ανεκδιήγητη πολιτική δράση συγκεκριμένων προσώπων με αντιδημοκρατικές αρχές που μας διοικούν τα τελευταία χρόνια  στηριζόμενοι στη δική μας αδικαιολόγητη ανοχή.

Διαβάζοντας το, μοιραία κι αναπόφευκτα θα κάνεις τις συγκρίσεις αναμεσα σ αυτά που διηγείται η γιαγιά και στις καταστάσεις που ζουμε σήμερα και θα τραγουδήσεις μαζί με τον Παπάζογλου το «όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν»

ΕΝΤΕΥΘΕΝ είναι και τα μικρά αποσπάσματα, που δεν έχουν σχέση με το θέμα που πραγματεύεται το βιβλίο, αλλά που κατά την γνώμη μου το κάνουν πιο όμορφο. Οπως η  προβολή της Μαγικής πόλης του Κούνδουρου στο Δουργούτι, και με την ευκαιρία να αποτήσω φόρο τιμής στον Νικο Κούνδουρο, και τα φωτα που μετά την προβολή άργησαν να ανάψουν  για να μην φανούν τα δακρυσμένα μάτια. Θεωρώ εξαιρετικά τρυφερή την συνάντηση του ψαρά την ωρα που σπάει αγουροξυπνημένος τον παγο για τα ψάρια με την πόρνη που κλεινει την πόρτα του σπιτιου με το κόκκινο λαμπάκι των εφήμερων παθών και των πληρωμένων αναστεναγμών. Ενας ιχθυοπώλης και μια πόρνη. Μαγεία απλή, λιτή κι ανθρώπινη…

Το ΕΝΤΕΥΘΕΝ είναι και η πολύ πολύ  όμορφη σκηνή  στο bar, εκει που τον φλερτάρει η κοπέλλα και που σαν γνήσιο κουλτουριάρη με ερωτήσεις του στυλ «η φαντασία  σε ποια ωρα της ημέραςανήκει;» η το «κι αν ειχε ηλικία πόσο θα την έκανες;» πολύ με γοητευουν.  Ειναι όμως και το ανέκδοτο με την επίσκεψη του Παναιτ Παναίτ Ιστράτι στη Σοβιετική ΄Ενωση του 30  για τα αυγά που σπάσανε και την ομελέτα που ποτέ δεν βρέθηκε.  Γελάω πολύ με την φιλήσυχη κυρία δίπλα στο σπίτι του Σημίτη, που στις 12 Φεβρουαρίου του 2012 κι ενω η Αθήνα καιγεται γυρίζει βλοσυρή στον κόσμο και φωνάζει «αυτά να τα κάνετε στην πλατεία! Εδω η γειτονιά είναι φιλήσυχη!» κι βρισκω απίστευτα γλυκιά την γιαγιά του την Μαρία όταν λέει στην δικιά της γριά σκυλίτσα «για να δουμε μωρή, ποια θα αφήσει την άλλη μόνη». 

Είναι το ΕΝΤΕΥΘΕΝ ένα βιβλίο για την Χίο; Νομιζω πως όχι μόνο. Μπορεί η γενέτειρα να πρωταγωνιστεί, αλλά σ ένα βιβλίο 239 σελίδων ο ήρωας φθάνει στο νησί,  έχοντας βιώσει το μέγεθος της σημερινής κρίσης στην Αθήνα στην σελίδα 107.  Αλλά  καθώς γυρνάει στις γειτονιές της αφήνει μέσα μας ονόματα κι εικόνες, τη Μπέλα Βιστα, την Απλωταριά , τις Παναγιές την Μαγαζιώτισσα και την Βοήθεια, τον Άγιο Γεώργιο και την Αγία Μαρίνα, το φρούριο και την πύλη Ματζόρε, την βιβλιοθήκη Κοραή, τον κινηματογράφο Ρεξ, και  μας εντυπωσιάζει καθώς έκανε κι ο άλλος Χιώτης ο Μακριδάκης, στον ήλιο με δόντια μιλώντας μας για τον βομβαρδισμό του σουηδικού Wiril. Αλλά μια και είμαστε εκει, τι περιείχε ο φάκελλος που πήρε ο συγγραφέας; Γιατί τα επαγγελματα που πλούτισαν την περίοδο κείνη δεν μου λένε και πολλά. Η αναφορά στον χρυσό που μπήκε στην μάχη της επιβίωσης μου’ φερε στο νου τα δεκάδες ενεχυροδανειστήρια που έχουν ανοίξει στις μέρες μας.

Κι η μέρα της επιστροφής  φτάνει.

«Αυτές τις μέρες στο νησί γέμισα απο αφηγήσεις, εικονες κι εμπειρίες» μας λέει. Αυτές οι μέρες στάθηκαν η αφορμή να ανακαλύψω το ρόλο μου σ αυτή την κοινωνία. Και τον βρήκα.

«Εβγαλα από το σάκο το σημειωματάριό μου. Το άνοιξα διάπλατα στο σημείο όπου ξεκινούσαν οι άδειες σελίδες. Αφαίρεσα το καπάκι απο το στυλό. Η μεταλλική μύτη ήταν έτοιμη να αφήσει το ίχνος στη λευκή σελίδα. Εξάλλου από τις μικρές ιστορίες χτίζεται η Ιστορία. Αρχισα να γράφω».   

Τέλος

Είχα υποσχεθεί στον συγγραφέα πως θα του έλεγα την γνώμη μου όταν τέλειωνα το βιβλίο. Πήρα λοιπόν το κινητό μου και του έγραψα. Το διάβασα και πέρασα καλά. Εχω ακόμη στο στόμα μου την γεύση του τσίπουρου και θέλω να πάω στη Χίο.

Σας συνιστώ να το διαβάσετε ένα βιβλίο που ξεκίνησε στο χωριό Κόκλα της Μεσσηνίας τον Αύγουστο του 2014 κι αφού γράφτηκε τμηματικά στην Αθήνα, την Χίο, τη Θεσσαλονίκη, το Βουκουρέστι και την Φιλιππούπολη ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 2015 σε μια όμορφη καφετέρια της Rosenthaler Platz, στην ανατολική πλευρά του Βερολίνου. Δεν  μπορει παρά να είναι καλό.

 

*Πρόκειται για την ομιλία του Κώστα Μπέσιου στην βιβλιοπαρουσίαση του βιβλίου «Εντεύθεν», του Γιώργου Χατζελένη, η οποία πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2017, στο βιβλιοπωλείο Πρωτοπορία, στη Θεσσαλονίκη.

Φωτογραφία, από αριστερά: Ο Τέλλος Φίλης, ο Κώστας Μπέσιος, ο Γιώργος Χατζελένης, και η Ουρανία Παπακώστα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

«Οδηγούμε αυτοκίνητο λες και κυκλοφορούμε με Καλάσνικοφ»

Ένας χρόνος από τη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας – Οι ζωές προσφύγων και μεταναστών στο μεταίχμιο