Στην Αθήνα η παράσταση «Μένγκελε» ικανοποίησε κοινό και κριτικούς με την λιτή και μεστή σκηνοθεσία του Κώστα Φιλίππογλου, τις καθηλωτικές ερμηνείες του Λάζαρου Γεωργακόπουλου και της Μυρτώς Αλικάκη σε ένα ανατρεπτικό κείμενο του Θανάση Τριαρίδη, όπου το απόλυτα κακό συναντάται με την πιο έξαλλη αγάπη.
Τις ημέρες αυτές το θεατρόφιλο κοινό της πόλης μας έχει την ευκαιρία να απολαύσει το ιδιαίτερο αυτό έργο του Θεσσαλονικιού δημιουργού, καθώς – ταυτόχρονα με την Αθήνα- παρουσιάζεται και στη Θεσσαλονίκη για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων.
Με αφορμή την παράσταση, συναντήσαμε την Μυρτώ Αλικάκη, η οποία μιλά στο alterthess.gr για την υπόθεση του έργου, μας δίνει μία γεύση για το τι γίνεται τα βράδια στην σκηνή του θεάτρου «Αυλαία» ενώ ο διαβόητος ναζί γιατρός Γιόζεφ Μένγκελε στέκεται η αφορμή για να κυλήσει η κουβέντα μας και σε άλλα μονοπάτια.
Συνέντευξη στην Ευγενία Χατζηγεωργίου
Δυο άνθρωποι σε ένα βαγόνι όταν σβήνει το φως
«Ένας άντρας και μία γυναίκα, συναντιούνται στο βαγόνι ενός τρένου για να ταξιδέψουν μαζί. Εκείνος είναι δημόσιος υπάλληλος και εκείνη φοιτήτρια που κάνει το διδακτορικό της με θέμα τον ναζί γιατρό Γιόζεφ Μένγκελε που έκανε τα γεννητικής φύσεως πειράματα, κυρίως σε δίδυμα παιδιά, στο Άουσβιτς. Συναντιούνται λοιπόν, υπάρχει μία έλξη μεταξύ τους, μία ενδιαφέρουσα συζήτηση αναπτύσσεται και ξαφνικά κόβεται το ρεύμα και μένουν στο σκοτάδι.
Εκείνη παθαίνει μία κάποια κρίση πανικού και εκείνος της προτείνει για να περάσουν την ώρα τους πιο ευχάριστα μέχρι να επιστρέψει το ρεύμα, να παίξουν το παιχνίδι «Αν είσαι, είμαι». Είναι ένα παιχνίδι ρόλων, στο οποίο εκείνος θα είναι ο Γιόζεφ Μένγκελε και εκείνη η Εσθήρ Κοέν, μία Εβραία κρατούμενή του. Στο παιχνίδι υποθέτουν ότι εκείνος έκανε όλα αυτά τα πειράματα και τα εγκλήματα με μοναδικό σκοπό να βρει το ελιξίριο της αθανασίας ώστε να το χορηγήσει στον εαυτό του και στην Εσθήρ Κοέν, την οποία ερωτεύεται τρελά, για να ζήσουν μαζί στο μέλλον, όταν όλα αυτά πλέον θα έχουν περάσει».
Αν είσαι, είμαι
«Το πρόσχημα για το παιχνίδι αυτό των ρόλων είναι η διακοπή του ρεύματος και για να περάσουνε την ώρα τους. Στην πραγματικότητα όμως μέσα από αυτό έρχονται κοντά με έναν πολύ ακραίο τρόπο, σταδιακά. Μπαίνουν πάρα πολύ μέσα στο παιχνίδι και στους ρόλους τους και οι δύο, σε βαθμό που δεν είσαι καθόλου σίγουρος για το εάν το παίζουν ή αν στα αλήθεια είναι ο Γιόζεφ Μένγκελε και η Εσθήρ Κοέν.
Αυτό που εγώ βλέπω στο έργο- γιατί ο καθένας μπορεί να το δει εντελώς διαφορετικά- είναι ότι όπως και στη ζωή συμβαίνει πολύ συχνά, για να έρθουμε κοντά με έναν άνθρωπο, (επειδή υπάρχουν άμυνες και πάρα πολλά πράγματα που φοβόμαστε και δυσκολευόμαστε να τα εκφράσουμε απλά), χρειαζόμαστε ένα σενάριο. Ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο θα μπορέσουμε να εκφραστούμε.
Η ηρωίδα που υποδύομαι πριν μπει στο ρόλο της Εσθήρ Κοέν, δηλώνει ότι δεν πιστεύει ότι υπάρχει αγάπη. Εκείνος πάλι πιστεύει από την αρχή ότι η αγάπη είναι η πιο μεγάλη δύναμη σ’ αυτή τη γη. Άρα λοιπόν έχουμε δύο ανθρώπους, που διαφέρουν σε ένα πάρα πολύ βασικό σημείο. Και το παιχνίδι ρόλων που υποδύονται φυσικά δεν είναι τυχαίο, γιατί θέτει ακριβώς αυτό το ζήτημα. Εκείνος δηλαδή λέει στο όνομα αυτής της τεράστιας αγάπης, έχω το δικαίωμα να διαπράξω αυτά τα εγκλήματα, αυτά τα πειράματα και εκείνη του λέει, πως όχι δεν έχεις καθόλου το δικαίωμα να το κάνεις αυτό».
Μία ανθρώπινη ιστορία
«Δεν θα έλεγα πως είναι μία ιστορία αγάπης. Είναι μία ανθρώπινη ιστορία που θέτει πάρα πολλά ζητήματα. Η αγάπη είναι ένα από αυτά, το θέμα του καλού και του κακού επίσης τίθεται και είναι πάρα πολύ σημαντικό στο έργο.
Το κακό και το κακό μάχονται αλλά στην πραγματικότητα συμβαίνει αυτό που συμβαίνει και μεταξύ τους, ότι δηλαδή πολλές φορές εκείνος που φαίνεται να είναι ο θύτης, μπορεί να εξελιχθεί σε θύμα. Και το αντίστροφο.
Τα ζητήματα που θέτει ο Θανάσης Τριαρίδης στα έργα του (σσ Το «Μένγκελε είναι το τρίτο έργο μίας τριλογίας) είναι πολύ διαχρονικά και είναι υπαρξιακά. Βγαίνουν εντελώς έξω από τη καθημερινή νεοελληνική πραγματικότητα και ασχολούνται κυρίως με φιλοσοφικά και υπαρξιακά ερωτήματα. Δηλαδή και η ιστορία αγάπης που υπάρχει στο έργο, αντιμετωπίζεται ως ένα τέτοιο ερώτημα, δεν σου δίνει απαντήσεις».
Φασισμός
«Το έργο απηχεί σαφέστατα στην ελληνική κοινωνία, αλλά θα μπορούσε να το είχε γράψει οποιοσδήποτε, οπουδήποτε. Νομίζω ότι θα είναι πάντα επίκαιρο, γιατί ακριβώς το θέμα του φασισμού που αυτή τη στιγμή είναι κάτι που μας αφορά σε αυτή τη χώρα, τίθεται στο έργο. Απλώς το έργο δεν μένει στην επικαιρότητα, πηγαίνει πιο βαθιά, σε πράγματα που είναι βαθιά ανθρώπινα, και όσο ήταν επίκαιρο πριν 200 χρόνια ή χίλια, άλλα τόσα θα είναι και στο μέλλον.
Οπωσδήποτε, το έργο παίρνει θέση απέναντι σε όλη αυτήν την τρομακτική ιστορία που συνέβη στο Ολοκαύτωμα, αλλά έχουμε έναν ήρωα που το υπερασπίζεται αυτό: δεν υπερασπίζεται τον πόλεμο, υπερασπίζεται το δικαίωμα της επιστήμης να κάνει πειράματα για το καλό της ανθρωπότητας».
Επιστήμη vs ανθρωπότητα
«Εγώ, ως Μυρτώ, ως Εσθήρ, νομίζω ότι στέκομαι απέναντι σ’ αυτό. Παρόλο που προφανώς είμαι υπέρ της τεχνολογίας, της επιστήμης και θα έλεγα ότι μαγεύομαι κιόλας πάρα πολύ, θεωρώ ότι δεν έχεις δικαίωμα να κάνεις ο,τιδήποτε για να προχωρήσει η ανθρωπότητα, με αυτήν την έννοια. Γιατί μπορεί να προχωράει τεχνολογικά ή επιστημονικά αλλά μπορεί να πηγαίνει πίσω ανθρωπιστικά ή φιλοσοφικά. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να κάνω μία εξαίρεση στο μυαλό μου για συγκεκριμένα πράγματα γιατί δεν μ’ αρέσει να είμαι απόλυτη, αλλά θεωρώ ότι δεν μπορείς να βασανίζεις ένα ζωντανό πλάσμα είτε αυτό είναι άνθρωπος είτε ζώο είτε ο,τιδήποτε. Προτιμώ τους ανθρώπους που έκαναν τους εαυτούς τους πειραματόζωα, εφόσον ήθελαν να δοκιμάσουν κάτι σε κάποιον. Αυτό το σέβομαι τρομακτικά».
Περί φασιστικής ιδεολογίας
«Εμένα απλά σταματάει το μυαλό μου μπροστά σ’ αυτό. Δεν το καταλαβαίνω ούτε τότε ούτε σήμερα, ούτε ποτέ. Για μένα, το να υποστηρίζεις κάτι τέτοιο είναι ένδειξη και απόδειξη, ότι κάτι δεν πάει καλά με σένα. Μόνο ως ενός είδους διαστρέβλωση, αναπηρία, έλλειψη νόησης μπορώ να το αντιληφθώ. Ως τίποτα άλλο. Μου προκαλεί τρομακτική λύπη. Και προσωπικά δεν ξέρω καθόλου πώς να αντιμετωπίσω έναν τέτοιο άνθρωπο. Δεν μπαίνω καν σε διαδικασία, δεν μπορώ καν να τον κρίνω».
Πως ήρθε το «ναι» στην πρόταση
«Είχα ξαναδουλέψει με τον Θανάση την προηγούμενη χρονιά. Η αλήθεια είναι πως δεν είχα σκοπό να το ξανακάνω άμεσα. Μου άρεσε πάρα πολύ το έργο. Μου άρεσε πάρα πολύ που δουλεύω με τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο και πάρα πολύ- αλλά αυτό προέκυψε στην πορεία-, που μας σκηνοθέτησε ο Κώστας ο Φιλίππογλου. Ήταν στα αλήθεια, μία πολύ ευτυχής συγκυρία, δηλαδή έγιναν όλα τόσο γλυκά και αβίαστα. Ένα τόσο δύσκολο έργο μας βγήκε τόσο «εύκολα» και απολαυστικά που χαίρομαι πάρα πολύ».
Δράση μέσα σε ένα βαγόνι
«Ο Κώστας ο Φιλίππογλου είχε ασχοληθεί αρκετά με το σωματικό θέατρο και δεν είναι καθόλου ένας «συμβατικός» σκηνοθέτης.
Αυτοί οι δύο άνθρωποι βρίσκονται σε ένα βαγόνι και αυτό είναι πάρα πολύ περιοριστικό, γιατί στη διάρκεια αυτού του παιχνιδιού μεταφέρονται στο Άουσβιτς, στο εργαστήριο, συμβαίνουν πάρα πολλά πράγματα. Χωρίς να λέω ότι θα ήταν καλύτερο ή χειρότερο, πάντως εμείς επιλέξαμε να βγούμε από τα όρια του βαγονιού και να μην είναι μία στατική και ακίνητη σκηνοθεσία, που κι εγώ νομίζω θα δυσκόλευε πάρα πολύ την παρακολούθησή του.
Υπάρχουν σημεία στο έργο -που δεν ξέρω πώς να το χαρακτηρίσω αυτό-, που είναι κάπως εγκεφαλικά ή που έχουν ανάγκη από μία δράση. Το θέατρο κατά βάση είναι δράση. Οπότε αυτό κάνουμε».
Θέατρο μέσα στο θέατρο
«Ναι βέβαια, είναι τελείως θέατρο μέσα στο θέατρο και στην πορεία της παράστασης δεν ξέρεις πότε είναι μέσα και πότε είναι έξω δηλαδή μπαινοβγαίνουν μέσα σε αυτό».
Αθήνα-Θεσσαλονίκη: μία διαφορετική παράσταση
«Είναι εντελώς διαφορετικά τα πράγματα στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Ήρθαμε την προηγούμενη εβδομάδα δύο μέρες για να στήσουμε ξανά το έργο γιατί εμείς το παίζουμε σε ένα χώρο μικρό (σσ Faust) ανάμεσα στους θεατές, και τώρα έχουμε έρθει σε μία μετωπική μεγάλη σκηνή, υπερυψωμένη κλπ. Χρειαζόταν εντελώς καινούργιο στήσιμο, πράγμα το οποίο ήταν αγχωτικό βεβαίως. Νομίζω ότι λειτούργησε και μάλιστα αρκετός κόσμος που έχει δει την παράσταση και στην Αθήνα μας είπε ότι τους άρεσε πιο πολύ εδώ. Τους άρεσε δηλαδή πιο πολύ αυτή η σκηνοθετική ματιά».
Πήγαινε- έλα
«Έχει μία κούραση βέβαια. Αλλά μπορώ να σου πω για μένα ότι η Θεσσαλονίκη είναι μία μικρή ευκαιρία να ξεκουραστώ κατά τη διάρκεια της ημέρας που στην Αθήνα είναι ανέφικτο. Οπότε τελικά μάλλον κρατάω αυτό παρά την κούραση του πήγαινε- έλα».
Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης
«Όντως η Θεσσαλονίκη είχε μία από τις μεγαλύτερες εβραϊκές κοινότητες και νομίζω ότι ο Θανάσης από αυτό ορμώμενος έγραψε αυτό το έργο.
Για μένα αυτή η ιστορία του Ολοκαυτώματος θυμάμαι που από παιδάκι μικρό μού προκαλούσε ανατριχίλα. Κάθε γενοκτονία είναι τρομακτική αλλά υπάρχει στο συγκεκριμένο… το ότι είναι στον αιώνα μας, το ότι έγινε με αυτό τον τρόπο. Υπάρχει αυτή η οργάνωση του εγκλήματος, αυτή η μεθόδευση στη κάθε λεπτομέρεια.
Το να σφάζεις εκατομμύρια ανθρώπους, είναι τρομακτικό και βίαιο αλλά έχει και ένα πράγμα ζωώδες. Ως ζωώδες και ως βία της φύσης, πες ότι μπορεί το μυαλό μου να το χωρέσει. Το γεγονός ότι αυτούς τους ανθρώπους παίρνανε τα δόντια τους για να τα κάνουνε χρυσό, το δέρμα τους για να κάνουνε γάντια, τους κάνανε σαπούνια. Αυτό το αναλώσιμο της ανθρώπινης ζωής που δεν είναι απλώς «σε σκοτώνω γιατί δεν θέλω να υπάρχεις», εμένα μου προκαλεί κάτι για να παίξω την Εσθήρ Κοέν».
Το άγχος για την υποδοχή του έργου από το κοινό
«Επειδή έχω ξαναπαίξει έργο του Θανάση Τριαρίδη ήξερα λίγο πολύ τι θα συμβεί. Αυτό που δεν μπορούσα να φανταστώ ήταν ότι θα πάει τόσο καλά. Γιατί τα έργα του Θανάση δεν είναι εύκολα από καμία άποψη. Είναι σκληρά και ωμά και πολλοί θεατές δεν έχουν καμία όρεξη για κάτι τέτοιο. Νομίζω ότι στην Αθήνα τουλάχιστον η παράσταση αυτή μέσα σε αυτό το θέατρο βρήκε το κοινό της- που είναι πολύ σημαντικό γιατί ο χώρος στον οποίο βρίσκεσαι- νομίζω ότι το ίδιο ισχύει και για εδώ που παίζουμε στο «Αυλαία» και όχι κάπου αλλού- πρέπει να απευθύνεσαι σε ένα κόσμο που να ξέρεις ότι θα επικοινωνήσει με αυτό».
Δημιουργικότητα μέσα στην κρίση
«Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι πολλές οι παραστάσεις που κάθε χρόνο «βγάζουν τα λεφτά τους». Το θέατρο είναι ένα πολυέξοδο πράγμα. Πάρα πολλές παραστάσεις πλέον είναι με πολύ αφαιρετικό σκηνικό, με λίγους ηθοποιούς, μονολόγους. Από την άλλη ο άνθρωπος έχει ανάγκη από την τέχνη και το θέατρο στην Ελλάδα καλώς ή κακώς υπάρχει στην κουλτούρα μας. Οπότε μοιραία κάποιο έργο … «θα πάει». Εγώ γενικά νιώθω ότι με όλη αυτή την κρίση υπάρχει φοβερή δημιουργικότητα, το οποίο είναι πολύ ευχάριστο απλώς είναι πάρα πολύ δύσκολο να επιβιώσεις.
Το θέατρο δημιουργικά ενισχύεται σίγουρα από την κρίση. Γιατί και πριν… είχαμε καθίσει όλοι στην πολυθρονίτσα μας και απλά τρώγαμε. Τώρα πρέπει να τρέξεις λίγο παραπάνω».
Τηλεόραση
«Δεν μου λείπει γιατί έκανα γύρισμα στην Κωνσταντινούπολη μέχρι πριν τρεις εβδομάδες για μία ελληνική ταινία. Αλλά γενικώς το γύρισμα είναι ένα πράγμα που μου αρέσει πάρα πολύ. Όταν δεν το έχω για κάποιο καιρό στη ζωή μου, ναι, μου λείπει».
Διαβάστε επίσης: “Μένγκελε” στο Θέατρο Αυλαία