Λίγο πριν την τελική ευθεία του φετινού φεστιβάλ, μία σύντομη ανασκόπηση των όσων είδαμε στο πλαίσιο του αφιερώματος στον σύγχρονο αργεντίνικο κινηματογράφο. Αφετηρία με το Οι ιδιοκτήτες των Αγκουστίν Τοσκάνο και Εζεκιέλ Ραντούσκι, το οποίο φέρει και βαριά φεστιβαλικά γαλόνια, έχοντας λάβει Ειδική Μνεία στην Εβδομάδα Κριτικής του φετινού Φεστιβάλ των Καννών. Η ιδιοκτησία είναι τελικά κλοπή ή ένα ιερό και αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα; Οι ταξικές διαφορές υφίστανται και επιβιώνουν ή έχουν ξεφτίσει σε έναν κόσμο που έχει καταστεί πολύπλοκος; Το φιλμ κατορθώνει να ισορροπεί μεταξύ δράματος και φάρσας με άνεση, χωρίς όμως να συναρπάζει. Επιτυγχάνει να αποπνέει φρεσκάδα και μπρίο, διατηρώντας μία παλαιική χροιά και διάθεση. Αναπόφευκτα θετικό πρόσημο, αλλά με συγκεκριμένο ταβάνι…
Συνέχεια με την ταινία Λα Παζ του Σαντιάγο Λόσα, ένα μελαγχολικό ψυχολογικό δράμα επίπονης ενηλικίωσης. Αποστασιοποιημένη κινηματογράφηση μιας εσωτερικής πορείας σε αναζήτηση ηρεμίας, γαλήνης και εσωτερικής «ειρήνης», όπως άλλωστε υποδηλώνει και ο τίτλος… Ένας νέος με πάμπολλα προβλήματα βγαίνει από τους τοίχους της κλινικής για να εισέλθει σε μια πολύ πιο αποπνικτική φυλακή, αυτή της οικογένειας και της παραπλανητικής παροχής ανέσεων. Η απόσταση που διατηρεί με ευλάβεια ο σκηνοθέτης από τους θεατές από τη μια μας καλεί να αφουγκραστούμε την κατάσταση και να εξάγουμε τα δικά μας συμπεράσματα, από την άλλη μας αποστερεί κάθε δίαυλο δεσίματος και τρυφερότητας. Η υποδόρια διαδρομή είθισται να είναι η πλέον εκφραστική, αλλά δεν πρέπει να είναι και μονόδρομος.
Οι άνθρωποι τείνουν να πιστεύουν πως οι αλλαγές έρχονται την πιο ακατάλληλη στιγμή, επειδή ακριβώς δεν είναι ποτέ προετοιμασμένοι να ξεκολλήσουν από τον βάλτο στον οποίο έχουν καθηλωθεί. Ο ερχομός ενός ξένου που δεν είναι ακριβώς ξένος, η άφιξη ενός καλεσμένου που είναι και λίγο απρόσκλητος, μια φυσική ορμή που αναπόφευκτα θα ταρακουνήσει τη στασιμότητα, μια εισβολή διαφορετικότητας σε ένα καθεστώς πανομοιότυπης επαναληψιμότητας… Η Μπάρμπαρα Σαρασόλα – Ντέι, στην ταινία της Τη λάθος ώρα πηγαίνει για τα πολλά και εν τέλει της μένουν λίγα στο σακούλι. Πολλά κοντινά πλάνα, μια μυστηριακή ατμόσφαιρα υφέρπουσας απειλής και συνεχείς γοτθικοί φωτισμοί συνθέτουν ένα οικοδόμημα όπου τα πάντα φιλοδοξούν να πουν κάτι παραπάνω απ’ όσο αντέχει η συνολική ιστορία. Επί της ουσίας, η ταινία πέφτει σε κάθε δυνατή παγίδα που βρίσκεται στο διάβα της, τουλάχιστον στο βαθμό εκείνο που δεν μας επιτρέπει να δώσουμε τα έστω λίγα εύσημα που της αναλογούν. Η σχετικά τολμηρή στροφή του τέλους από μόνη της αδυνατεί να αλλάξει τη σφαιρική εντύπωση, που μένει χλιαρή.
Επόμενος σταθμός μας η Χαβάη του Μάρκο Μπέργκερ, που είναι βουτηγμένη σε μια συνεχή παραδοξότητα και αντίφαση, σαν μια διελκυστίνδα που δεν λέει να βγάλει νικητή. Μια ιστορία αγάπης συνδέει δύο χαμένες ψυχές μονάχα για να τις απομακρύνει βίαια λίγο αργότερα. Οι παιδικές αναμνήσεις αποτελούν συνεκτικό κρίκο και ιερό θεμέλιο αναλλοίωτο στον χρόνο προκειμένου να χτιστεί η επαφή. Το τώρα είναι παθιασμένο, απελευθερωτικό, παιχνιδιάρικο και τρυφερό. Όλα καλά κι όλα ανθηρά, τι έχει όμως μεσολαβήσει ενδιαμέσως; Τι είναι αυτό που τους χωρίζει, ενώ έχουν βρεθεί τόσο κοντά; Κάποιες διαφορές μάλλον είναι αξεπέραστες, κάποια χάσματα δεν γίνεται τόσο εύκολα να γεφυρωθούν. Πρόκειται για μια αντιπαραβολή ηθών, αντιλήψεων κι επιθυμιών, που χτίζεται μεθοδικά, χαμηλόφωνα, συνετά και αξιοπρεπώς.
Όσοι έχουμε αγαπήσει την διάσημη ταινία του Λόρενς Κάσνταν Η μεγάλη ανατριχίλα, πραγματικά δεν γινόταν να μην αντιμετωπίσουμε με θετικό μάτι τη Νύχτα του Λεονάρντο Μπρεζίτσκι. Ενίοτε δυστυχώς, όμως, όση θετική προδιάθεση και να επιτάξουμε, δεν μπορούμε να βαφτίσουμε το άσπρο μαύρο. Το κεντρικό θέμα είναι αρκούντως γοητευτικό και υποσχόμενο: Η απουσία που μετατρέπεται στην πιο ισχυρή μορφή σιωπηρής παρουσίας. Αυτό που αντιπαραβάλλεται μονίμως με όσα είναι παρόντα και καταλήγει να κυριαρχεί και να επιβάλει τους κανόνες. Όπως όμως υπονοήσαμε και λίγο πιο πάνω, ο Μπρεζίτσκι αδυνατεί (και είναι κρίμα) να ξετυλίξει εκείνο το αόρατο νήμα που θα ενώσει το παρόν με το παρελθόν, τη μνήμη με την πραγματικότητα, την εξιδανίκευση με τη σκληρή αλήθεια, το υπερβατικό με το ρεαλιστικό.
Γιώργος Παπαδημητρίου