in

Στοιχηματίζοντας στην απεριόριστη καταστροφή. Του Άλεξ Καλλίνικος

Στοιχηματίζοντας στην απεριόριστη καταστροφή. Του Άλεξ Καλλίνικος

Το 17ο αιώνα ο διανοούμενος του Καθολικισμού Μπλεζ Πασκάλ πρότεινε να φανταστούμε την πίστη στο Θεό σαν ένα ποντάρισμα:

Ας σταθμίσουμε τα οφέλη και τις απώλειες που θα είχε κανείς αν έπαιζε κορώνα-γράμματα την ύπαρξη του Θεού. Ας εξετάσουμε τις δύο περιπτώσεις: Αν κερδίσει κερδίζει τα πάντα, αν χάσει δε χάνει τίποτα. Οπότε μη διστάζετε, ποντάρετε στην ύπαρξή Του. Εκεί υπάρχει μια άπειρη δυνατότητα να κερδηθεί μια απείρως ευτυχισμένη ζωή, μια πιθανότητα να κερδηθεί κόντρα σ’ έναν πεπερασμένο αριθμό πιθανοτήτων να χαθεί, και αυτό που ποντάρεις είναι επίσης πεπερασμένο. Δε σου μένει λοιπόν άλλη επιλογή: όπου υπάρχει το άπειρο κι όπου δεν υπάρχουν άπειρες πιθανότητες να χάσεις σε σχέση με τις πιθανότητες να κερδίσεις, δεν υπάρχει περιθώριο για δισταγμούς, πρέπει να τα δώσεις όλα.

Το επιχείρημα του Πασκάλ ήταν ελκυστικό για τους Μαρξιστές που στάθηκαν απρόθυμοι στο να θεωρήσουν το θρίαμβο του σοσιαλισμού σαν κάτι βέβαιο. Στην ταινία Μια νύχτα με τη Μοντ του Ερίκ Ρομέρ ένας από τους χαρακτήρες λέει ότι ως Μαρξιστής προσεγγίζει τη σοσιαλιστική επανάσταση με τον τρόπο που ο Πασκάλ προσέγγιζε το Θεό – σαν κάτι αβέβαιο που άξιζε όμως κανείς να το θεωρεί πραγματικό, γιατί αν ήταν όντως πραγματικό, τότε η ιστορία θα έβγαζε νόημα. Και στις δυο περιπτώσεις στοιχηματίζουμε σε κάτι το επιθυμητό. Τι συμβαίνει όμως όταν το στοίχημα αφορά όχι μία “απείρως ευτυχισμένη ζωή”, αλλά μία απεριόριστη καταστροφή; Αναμφίβολα, αυτό ακριβώς κάνει ο νέος περιβαλλοντικός ακτιβισμός που έχει σαν έμβλημά του τις μαθητικές απεργίες που ξεκίνησαν με πρωτοβουλία της Γκρέτα Tούνμπεργκ και του πολιτικού κινήματος Extinction Rebellion (XR): το να δρα κανείς πολιτικά σαν η κλιματική καταστροφή να βρίσκεται προ των πυλών είναι ο πιο ελπιδοφόρος τρόπος για να την αποτρέψουμε.

Το επικείμενο της κλιματικής καταστροφής εκφράστηκε ζωηρά σε μια πολυδιαβασμένη εργασία του ακαδημαϊκού Τζεμ Μπέντελ. Προτείνει να “αναλογιστούμε τις συνέπειες του να είναι πολύ αργά να αποτρέψουμε την παγκόσμια περιβαλλοντική καταστροφή εντός της διάρκειας ζωής των ανθρώπων που ζουν σήμερα στον πλανήτη”. Ο Μπέντελ υποστηρίζει ότι πρέπει να το κάνουμε αυτό, γιατί

δυστυχώς, τα στοιχεία που συλλέχθηκαν από το 2014 συνηγορούν στην ύπαρξη μη γραμμικών αλλαγών στο περιβάλλον μας. Οι μη γραμμικές αλλαγές είναι κεντρικής σημασίας για την κατανόηση της κλιματικής αλλαγής γιατί υποδηλώνουν και ότι οι επιπτώσεις θα είναι πολύ πιο γρήγορες και πιο σοβαρές από τις προβλέψεις που βασίζονται σε γραμμικές προβολές και ότι οι αλλαγές δεν σχετίζονται πλέον με τους δείκτες ανθρωπογενών εκπομπών άνθρακα. Με άλλα λόγια – “η κλιματική αλλαγή έχει εκτροχιαστεί”.

Οι μη γραμμικές προβολές είναι χαρακτηριστικές των πολύπλοκων συστημάτων όπου η αλλαγή δεν παίρνει πάντα τη μορφή των σταδιακών ανόδων αλλά μπορεί να είναι αυτοτροφοδοτούμενες και μ’ αυτό τον τρόπο να επιταχύνονται. Η υπερθέρμανση της Αρκτικής είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Είναι συνέπεια της ανόδου της θερμοκρασίας αλλά, καθώς μειώνει την ποσότητα του στρώματος πάγου που αντανακλά τις ακτίνες του ήλιου, αυξάνει την ταχύτητα της υπερθέρμανσης του πλανήτη, με αποτέλεσμα το στρώμα πάγου να μειώνεται ακόμα περισσότερο. Αλλά η υπερθέρμανση της Αρκτικής Ζώνης μπορεί επίσης να εκλύει και μεθάνιο -ένα αέριο που έχει ισχυρότερη επίδραση απ’ ότι το CO2 στο κλίμα- που για την ώρα βρίσκεται παγιδευμένο στην επιφάνεια της γης ή στους υποθαλάσσιους παγετώνες. Το πιο τρομακτικό παράδειγμα που δίνει ο Μπέντελ είναι μία μελέτη του 2010 που προειδοποιεί “πώς η υπερθέρμανση της Αρκτικής μπορεί να οδηγήσει σε μια τέτοιας ταχύτητας και κλίμακας εκπομπή μεθανίου που θα ήτανε καταστροφική για τη ζωή στον πλανήτη μέσα από μια υπερθέρμανση της ατμόσφαιρας πάνω από 5 βαθμούς μέσα σε λίγα χρόνια”.

 

Είναι, ωστόσο, όχι μία μεμονωμένη μελέτη, αλλά σωρεία ενδείξεων από διαφορετικές πηγές και διαφορετικά πεδία έρευνας -για παράδειγμα, η καταστροφή της βιοποικιλότητας και τα αποτελέσματα της ανόδου της θερμοκρασίας και της στάθμης της θάλασσας στη γεωργία- που οδηγεί τον Μπέντελ στο συμπέρασμα:

Τα στοιχεία δείχνουν ότι βαίνουμε προς μια άτακτη και ανεξέλεγκτη κλιματική αλλαγή που θα φέρει λιμούς, καταστροφές, μετανάστευση, αρρώστιες και πόλεμο.

Τα λόγια με τα οποία τελείωσα την τελευταία παράγραφο μπορεί να φαίνεται, υποσυνείδητα τουλάχιστον, ότι περιγράφουν μία κατάσταση για την οποία θα αισθάνεται κανείς λύπη όπως όταν βλέπει κάποιες σκηνές στην τηλεόραση ή στο ίντερνετ. Αλλά όταν λέω λιμούς, καταστροφές, μετανάστευση, αρρώστιες και πόλεμο, εννοώ στη δικιά σας ζωή. Να σου κόψουν το ρεύμα, και λίγο αργότερα να μην έχεις ούτε νερό. Να εξαρτιέσαι από τους γείτονές για φαγητό και λίγη ζεστασιά. Να υποσιτίζεσαι. Να μην ξέρεις αν πρέπει να μείνεις ή να φύγεις. Να φοβάσαι μήπως σε βρει βίαιος θάνατος πριν πεθάνεις απ’ την πείνα.

Σε μια εξαιρετική απάντηση στην εργασία του Μπέντελ, ο Τζόναθαν Νιλ συμφωνεί ότι “η κοινωνική κατάρρευση είναι αναπόφευκτη και η εξαφάνιση πιθανή”. Αλλά δίνει ένα πολύ πιο χειροπιαστό κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο στην κατάρρευση και την καταστροφή, που είναι πολύ διαφορετικό από τις συνηθισμένες δυστοπικές εικόνες που μας είναι γνώριμες από τις ταινίες του Mad Max ή, πιο πρόσφατα, στο βιβλίο του Κόρμακ ΜακΚάρθι Ο Δρόμος, και στην ταινία που βασίζεται σ’ αυτό:

Έχουμε αρκετή εμπειρία φρίκης στη σύγχρονη ιστορία για να γνωρίζουμε πώς θα μοιάζει η “κοινωνική κατάρρευση” που θα φέρει η κλιματική αλλαγή. Αναλογιστείτε τα μέσα του 20ου αιώνα όταν 60 εκατομμύρια σκοτώθηκαν. Πιθανόν ένας μικρός αριθμός σε σχέση μ’ αυτό που πρόκειται να αντιμετωπίσουμε, αλλά σίγουρα τροφή για σκέψη…

Σχεδόν καμιά απ’ αυτές τις κτηνωδίες δεν διαπράχθηκαν από μικρές ομάδες αγρίων που περιφέρονταν μες στα χαλάσματα. Διαπράχθηκαν από Κράτη, και από μαζικά πολιτικά κινήματα.

Η κοινωνία δεν αποσυντέθηκε. Δεν κατέρρευσε. Η κοινωνία ισχυροποιήθηκε. Η εξουσία συγκεντρώθηκε και διχάστηκε και αυτές οι δυνάμεις μάς έβαλαν να σκοτωνόμαστε μεταξύ μας. Φαίνεται λογικό να υποθέσουμε ότι η κοινωνική κατάρρευση που θα φέρει η κλιματική αλλαγή θα μοιάζει μ’ αυτή την κατάσταση. Μόνο που θα έχει 5 φορές περισσότερους νεκρούς, αν είμαστε τυχεροί, και 25 φορές αν δεν είμαστε.

Θυμηθείτε το, γιατί όταν έρθει η στιγμή η ανεξέλεγκτη κλιματική αλλαγή να σας χτυπήσει την πόρτα δεν θα έρθει με τη μορφή μιας χούφτας περιφερόμενων μαλλιάδων μηχανόβιων. Θα έρθει με τα τανκς στους δρόμους και το στρατό ή τους φασίστες στην εξουσία.

Αυτοί οι στρατηγοί θα μιλάνε μια βαθιά οικολογική γλώσσα. Θα μιλάνε για αποαναπτύξη και για τα όρια της πλανητικής οικολογίας. Θα μας λένε ότι καταναλώνουμε πολύ, ότι ήμασταν άπληστοι, και ότι τώρα για χάρη της Μάνας Γης, πρέπει να σφίξουμε το ζωνάρι…

Οι νέοι κυβερνήτες μας θα ανάψουνε τις δάδες των νέων ρατσισμών. Θα εξηγούν γιατί πρέπει να μένουμε μακριά απ’ τις ορδές των πεινασμένων αστέγων στην άλλη μεριά του φράχτη. Γιατί, δυστυχώς, πρέπει να τους πυροβολούμε ή να τους αφήνουμε να πνίγονται.

Με άλλα λόγια, οι δομές της καπιταλιστικής εξουσίας δεν θα διαλυθούν έτσι απλά μπροστά στο φάσμα της κλιματικής καταστροφής, αλλά θα προσπαθήσουν να κρατηθούν στην εξουσία, αναγκάζοντας τους απλούς ανθρώπους να πληρώσουν ένα πολύ υψηλό τίμημα. Πέρα από τα παραδείγματα των μαζικών σκοτωμών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στα οποία ο Νιλ εστιάζει, μπορούμε να πάρουμε μαθήματα από τους τρομακτικούς λιμούς που στιγμάτισαν την ιστορία του Βρετανικού ιμπεριαλισμού, πάνω από όλα της Ιρλανδίας το 1845-9 και της Βεγγάλης το 1943-4. Ένα κοινό στοιχείο σ’ αυτά τα δύο αποκρουστικά επεισόδια είναι ότι οι κακουχίες χτυπούσαν με κατεξοχήν ταξικά κριτήρια: οι φτωχοί πέθαιναν σε τεράστια κλίμακα, ενώ για τους πλούσιους -γαιοκτήμονες, καπιταλιστές, αποικιοκράτες διοικητές και στρατηγούς- δεν συνέβαινε κάτι το έκτακτο. Οι λιμοί δεν είναι φυσικές καταστροφές, αλλά προϊόν κοινωνικών συσχετισμών και συγκεκριμένα της ανικανότητας των φτωχών να εξασφαλίσουν πρόσβαση στους πόρους που χρειάζονται για να επιβιώσουν. Είναι μια πρώτη γεύση αυτού που μας επιφυλάσσει το μέλλον το δικό μας -ή των παιδιών και των εγγονών μας.

 

Καύσιμα και κέρδη από την κλιματική αλλαγή

Η διαδικασία της καπιταλιστικής προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Ο καπιταλισμός δεν είναι μόνο οι εταιρίες ορυκτών καυσίμων που με χαρά θα έκαιγαν τον πλανήτη αν αυτό τους έφερνε κέρδη. Αυτό που έχουμε είναι μία πολύ πιο αντιφατική διαδικασία. Από τη μία οι εμπρηστές του πλανήτη είναι ακόμα πολύ απασχολημένοι -προφανώς στην ακμάζουσα βιομηχανία υδραυλικής ρωγμάτωσης για την εξόρυξη πετρελαίου (fracking) και φυσικού αερίου που προβλέπεται να ξανακάνει τις ΗΠΑ καθαρό εξαγωγέα ενέργειας του χρόνου για πρώτη φορά από το 1953. Οι μεγάλες αμερικανικές τράπεζες -ίσως η σημαντικότερη μεμονωμένη συστάδα καπιταλιστικών συμφερόντων του σύγχρονου κόσμου- είναι βαθιά χωμένες στη χρηματοδότηση εταιριών ορυκτών καυσίμων.

Μια συμμαχία ΜΚΟ κάτω από την ηγεσία του Δικτύου Δράσης για τα Τροπικά Δάση (RAN) συνέταξαν ένα δελτίο που δείχνει ότι από τη Συμφωνία του Παρισιού το Δεκέμβρη του 2015 -που υποτίθεται ότι θα έκοβε τις εκπομπές CO2 αρκετά ώστε να εμποδιστεί η αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας πάνω από 2°C σε σχέση με τα προ-βιομηχανικά επίπεδα στον αιώνα που διανύουμε- η χρηματοδότηση των ορυκτών καυσίμων αυξάνεται σταθερά από 612 δις το 2016 σε 646 δις το 2017 και σε 654 δις το 2018. Οι “χειρότερες τράπεζες”, σύμφωνα με το δελτίο, είναι τα τέσσερα αμερικάνικα μαμούθ -η JP Morgan, η Wells Fargo, η Citi και η Bank of America (στην 6η θέση βρίσκεται η Barclays, η πρώτη στη λίστα Ευρωπαϊκή τράπεζα). Η JP Morgan έχει τα πρωτεία σε προγράμματα χρηματοδότησης που στοχεύουν στην επέκταση των εξορύξεων ορυκτών καυσίμων -είναι η νούμερο ένα επενδύτρια τράπεζα σε πετρέλαιο από πισσώδη άμμο, σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο της Αρκτικής και των μεγάλων υποθαλασσίων βαθών και σε υγροποιημένο φυσικό αέριο και νούμερο δύο στο fracking, πίσω μόνο από τη Wells Fargo.

Οι δραστηριότητες των επιφανέστερων επενδυτικών τραπεζών είναι μόνο η μύτη ενός πολύ μεγαλύτερου παγόβουνου. Οι Κάρολ Όλσον και Φρανκ Λέντσμαν υποστηρίζουν ότι η αλυσίδα τροφοδοσίας ορυκτών καυσίμων έχει αρχίσει να χρηματοδοτείται διεξοδικά από το Σκιώδες Τραπεζικό Σύστημα -αντισταθμιστικά κεφάλαια, ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια και διάφορα είδη επενδυτικών κεφαλαίων που υπόκεινται σε πολύ λιγότερο έλεγχο απ’ ότι οι συμβατικές τράπεζες- πολύ δραστήριο στις κερδοσκοπικές συναλλαγές σε διάφορα στάδια της διαδικασίας εξόρυξης και διανομής πετρελαίου, αερίου, άνθρακα και ουρανίου:

Καθώς εισήχθησαν περισσότεροι κανονισμοί στις επενδυτικές δραστηριότητες των τραπεζών μετά το 2008, οι εμπορευματικές συναλλαγές των τραπεζών σημείωσαν ύφεση και οι δραστηριότητες αυτές ανελήφθησαν από τις “σκιώδεις τράπεζες”. Χρησιμοποιούμενες ως μεσάζοντες των τραπεζικών κολοσσών, οι σκιώδεις τράπεζες συνεχίζουν να συσσωρεύουν επενδυτικά αγαθά μέσα από σκιώδεις τραπεζικές συναλλαγές κατά μήκος της αλυσίδας αξίας του πετρελαίου και του αερίου. Το 2014, 52 ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια επένδυσαν 39 δις στο πετρέλαιο και στον ενεργειακό τομέα, 20% περισσότερα από την προηγούμενη χρονιά και το μεγαλύτερο ποσό μετά το 2008… Μη θέλοντας να απολέσουν το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα οι εταιρίες και οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας πετρελαίου και αερίου ίδρυσαν θυγατρικές τράπεζες, επενδυτικές εταιρίες ή/και επενδύσεις σε εμπορεύματα. Έχοντας τεράστια αποθεματικά κεφαλαίου, και προνομιακή πρόσβαση σε ζεστό χρήμα χάρη στις τράπεζες, οι πάροχοι ορυκτών καυσίμων λειτουργούν σε πολύ πιο ευνοϊκό επενδυτικό περιβάλλον απ’ ότι άλλες εταιρίες. Η γαλλική δημόσια επιχείρηση ηλεκτρικής ενέργειας, η EDF, αγόρασε τη μονάδα λιανικών συναλλαγών της Lehman Brother’s [sic] κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και γνώρισε 60% άνοδο των εσόδων της σε σχέση με το 2008… Ένα κρίσιμο πλεονέκτημα για τις μονάδες εταιρικών συναλλαγών είναι ότι, σε αντίθεση με τις τράπεζες, δεν τους απαγορεύεται να συναλλάσσονται με ίδια κεφάλαια. Όταν οι μονάδες της BP και της Shell καταχωρήθηκαν ως swap dealers το 2013 θεωρήθηκε ότι βρισκόταν στην ίδια κατηγορία με τους τραπεζικούς κολοσσούς ως προς τις διαπραγματεύσεις παραγώγων. Οι εμπορικές τράπεζες σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2013 συγκέντρωναν το 40% των αντισταθμιστικών κεφαλαίων των αμερικάνικων επιχειρήσεων πετρελαίου και αερίου, σχεδόν από το τίποτα λίγα χρόνια πριν. Ο πολυδισεκατομμυριούχος όμιλος ιδιοκτησίας Τσαρλς και Ντέιβιντ Κοχ με την επωνυμία “Koch Supply and Trading”, έχει μια μονάδα που ισχυρίζεται ότι εισήγαγε στο χρηματιστήριο τις πρώτες συμβάσεις ανταλλαγής (swaps) πετρελαίου πριν 25 χρόνια. Τώρα απασχολεί περίπου 500 ανθρώπους σε όλο τον κόσμο και αυτοπροβάλλεται σαν μια εναλλακτική απέναντι στη Wall Street. Το 2013, ο Μάρκους Κρέμπερ, οικονομικός διευθυντής της Koch Supply and Trading, περιέγραψε την εμπορική μονάδα της υπηρεσίας κοινής ωφέλειας RWE Supply & Trading ως την καρδιά του εμπορίου της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, ούτε λίγο ούτε πολύ σαν το λειτουργικό ταμείο μιας τράπεζας μέσω του οποίου κινούνται όλες οι ροές των εμπορευμάτων.

Ο καπιταλισμός συνεχίζει μ’ αυτό τον τρόπο να επενδύει σε μεγάλο βαθμό στις βιομηχανίες ορυκτών καυσίμων και ο Ντόναλντ Τραμπ δρα σαν μεγάφωνο αυτών των συμφερόντων. Όλα αυτά συντείνουν προς το επιχείρημα του Αντρέας Μαλμ:

Όσο πιο πολύ ισχυροποιείται το διεθνές κεφάλαιο, τόσο πιο αχαλίνωτη γίνεται η αύξηση των εκπομπών CO2 -πράγματι μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η αποφασιστική νίκη των καπιταλιστών στη μεγάλη διαμάχη του 20ου αιώνα με τους εργάτες στέφθηκε με την κούρσα προς την καταστροφική υπερθέρμανση του πλανήτη μετά το 2000. Αν υπολογίσουμε τις εκπομπές CO2 από το 1870 ως το 2014 θα δούμε ότι το ένα τέταρτο ξεράστηκε τα τελευταία 15 χρόνια.

Από την άλλη, οι επιχειρήσεις ανταποκρίνονται στις επίσημες, νωθρές κινήσεις προς μια οικονομία με ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα εξερευνώντας νέες ευκαιρίες κερδοφορίας. Αυτό είναι ευκολότερο για τις συγκριτικά νέες εταιρίες που δεν έχουν υπερεπενδυθεί στο υπάρχον ενεργειακό σύμπλεγμα. Αυτό βοηθάει να εξηγηθεί η ευθυγράμμιση ανάμεσα στους αμερικάνικους τεχνολογικούς γίγαντες, τις FAANG (Facebook, Apple, Amazon, Netflix και Google) και στην πολιτική του Μπαράκ Ομπάμα της αναγνώρισης και διαχείρισης της κλιματικής αλλαγής (παρότι οι διαδικτυακές εταιρίες παράγουν μεγάλες ποσότητες εκπομπών CO2 μέσω των διακομιστικών τραπεζών τους, όπως είναι, βεβαίως, τα φορτηγά παράδοσης της Amazon). Ακόμη και σε τοπικό επίπεδο, τα αφεντικά πάνω από 120 Βρετανικών επιχειρήσεων, υπό την αιγίδα του Συνδέσμου Βρετανών Βιομηχάνων (CBI), σε επιστολή τους στην Τερέζα Μέι δήλωσαν την υποστήριξή τους στην πρόταση της Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (CCC) για υιοθέτηση από την κυβέρνηση μιας δέσμης νομοθετικών μέτρων με στόχο την εκμηδένιση των εκπομπών ως το 2050.

Η διάθεση για προσαρμογή επηρεάζει ακόμα και κάποιους επιχειρηματικούς ομίλους ορυκτών καυσίμων. Η βιομηχανία αυτοκινήτων συνεχίζει να είναι μια τεράστια πηγή εκπομπών CO2. Σύμφωνα με μια αναφορά του BBC στα τέλη του 2018:

Ένας κοινός παράγοντας τόσο στις πλούσιες όσο και στις φτωχές χώρες είναι η συνεχιζόμενη αύξηση της κατανάλωσης πετρελαίου στον τομέα των μεταφορών. Στην ΕΕ η ποσότητα καυσίμων που χρησιμοποιείται για πτήσεις και οδικές συγκοινωνίες αυξήθηκε 4%. Στις ΗΠΑ ενώ η χρήση άνθρακα στην πραγματικότητα έπεσε, τα ορυκτά καύσιμα που χρησιμοποιήθηκαν στις μεταφορές αυξήθηκαν κατά 1.4%.

Αλλά η βιομηχανία αυτοκινήτων βρίσκεται κάτω από τρομερά έντονες πιέσεις αναδόμησης, εν μέρει λόγω της ραγδαίας ανάπτυξης της κινεζικής αγοράς, αλλά πιο ουσιαστικά από τις προσπάθειες ανάπτυξης των ηλεκτρικών αυτοκινήτων χωρίς οδηγό, που ενθαρρύνθηκε από το σκάνδαλο εκπομπών των ντιζελοκίνητων. Αυτός ο τεράστιος τεχνολογικός μετασχηματισμός προσφέρει ανοίγματα σε νέους παίχτες -για παράδειγμα, η Tesla, η Google και τώρα προφανώς η Apple- σε μια βιομηχανία που για πολύ καιρό κυριαρχούνταν από μια χούφτα πολυεθνικών γιγάντων. Αυτή η διαδικασία ανακατατάξεων αποτελεί τη βάση για τα κλεισίματα των αυτοκινητοβιομηχανιών στη Βρετανία και τις δραματικές σκηνές όπως η σύλληψη του αφεντικού της Ρενό-Νισάν Κάρλος Γκοσν και της αποτυχημένης προσπάθειας συγχώνευσης της Φίατ-Κράισλερ με τη Ρενό. 

Η προσαρμογή του καπιταλισμού στην κλιματική αλλαγή έχει επίσης βαθιές γεωπολιτικές συνέπειες. Η υπερθέρμανση της Αρκτικής δεν απειλεί μόνο το μέλλον της ανθρωπότητας, και πολλών άλλων ειδών -ανοίγει αυτό τον ωκεανό διακίνησης εμπορευμάτων, άντλησης πηγών και όξυνσης ανταγωνισμών ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη που συνορεύουν μ’ αυτήν. Στη σύνοδο του Αρκτικού Συμβουλίου ο υπουργός Εξωτερικών του Τραμπ, Μάικ Πομπέο, εξόργισε τις άλλες κυβερνήσεις που αντιπροσωπευόταν εκεί με το μπλοκάρισμα κάθε αναφοράς στην κλιματική αλλαγή στην καταληκτική δήλωση της συνόδου καθώς και με τις επιθέσεις του τόσο στη ρωσική όσο και στην κινεζική πολιτική στην περιοχή.

Γενικότερα, η ιστοσελίδα πληροφοριών Stratfor υποστήριζε το 2018 ότι: 

Το ποσοστό κατανάλωσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας αυξάνεται το τελευταίο διάστημα τρεις φορές γρηγορότερα από τη συνολική ζήτηση για ενέργεια. Ένας κόσμος όπου οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα καλύπτουν, ας πούμε, το ένα τρίτο των συνολικών ενεργειακών αναγκών είναι τώρα ένα απολύτως ρεαλιστικό σενάριο για τις επόμενες δύο ή τρεις δεκαετίες. Η στροφή βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη και δεν θα φέρει λιγότερες αλλαγές απ’ ότι το πέρασμα από το ξύλο στο κάρβουνο ή από το κάρβουνο στο πετρέλαιο.

Η Stratfor υποστηρίζει ότι η στροφή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα έχει χαμένους -τις μεγάλες πετρελαιοπαραγωγές χώρες όπως η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία. Θα έχει όμως και κερδισμένους:

Η Γερμανία και οι ΗΠΑ, για παράδειγμα, βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση για να επωφεληθούν από την άνοδο των ανανεώσιμων, χάρη στην ηγεμονία τους σ’ αυτό τον τομέα -χάρη και μόνο στο μέγεθος της αμερικάνικης αγοράς. Αλλά η Κίνα είναι ακόμα καλύτερα πλασαρισμένη.

 

Την περασμένη δεκαετία η Κίνα έτρεξε να προλάβει να κόψει πρώτη το νήμα στην κούρσα της παραγωγής καθαρών ενεργειακών προϊόντων -συμπεριλαμβανομένων των φωτοβολταϊκών και των μπαταριών- των οποίων ελέγχει πάνω από το 50% της παγκόσμιας προμήθειας. Είναι επίσης πρώτη στον κόσμο στην εξόρυξη και προμήθεια σπανίων γαιών, πρώτη στις εκμεταλλεύσεις ανανεώσιμων πηγών και η μεγαλύτερη αγορά ηλεκτρικών οχημάτων. Η χώρα απέκτησε άφθονα ορυχεία λιθίου και κοβαλτίου στο εξωτερικό, για την τροφοδότηση του άλματός της προς την ανανεώσιμη ενέργεια, ενώ ταυτόχρονα επενδύει και στις δημόσιες επιχειρήσεις ηλεκτρικού σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Ευρώπης, της Αφρικής και της Νότιας Αμερικής.

Πιο πρόσφατα, οι Financial Times έγραφαν:

Σε διάστημα λίγων ετών οι κινέζικες εταιρίες πλασαρίστηκαν ανάμεσα στους μεγαλύτερους παραγωγούς λιθίου, ενός ελαφρού μετάλλου που αποτελεί κρίσιμη πρώτη ύλη για την κατασκευή μπαταριών. Αγόρασαν ορυχεία από την Αυστραλία μέχρι τη Νότια Αμερική και κατασκευάζουν εργοστάσια κατασκευής χημικών μπαταριών από λίθιο στην Κίνα.

 

Το τελευταίο παράδειγμα που δείχνει το πόσο ικανή είναι η Κίνα στο να διοχετεύει τεράστια ποσά κεφαλαίου σε ταχέως αναπτυσσόμενες βιομηχανίες, είναι ότι η χώρα ελέγχει το 60% του της παγκόσμιας παραγωγής λιθίου, ενώ οι ΗΠΑ ελέγχουν λιγότερο από το 1%, σύμφωνα με την Benchmark Mineral Intelligence.

Η κυριαρχία της Κίνας στην αλυσίδα προμηθειών ηλεκτρικών αυτοκινήτων πυροδότησε την αυξανόμενη ανησυχία των εμμονικών με τον εμπορικό πόλεμο Ουάσινγκτον και Βρυξελλών, ενσαρκώνοντας τους φόβους και των δύο για τον παραγκωνισμό από τη νέα γενιά βιομηχανικών προϊόντων. Στις αρχές του Μάη δύο Αμερικανοί γερουσιαστές, η Λίζα Μαρκόφκσι και ο Τζόι Μάνστιν, πρότειναν ένα δικομματικό πρόγραμμα τόνωσης της αμερικάνικης παραγωγής στρατηγικής σημασίας μεταλλευμάτων, όπως το λίθιο. Και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων χρηματοδότησε με 350 εκατομμύρια λίρες τη νεοσύστατη Σουηδική επιχείρηση μπαταριών Northvolt που στοχεύει στην ανέγερση ενός εργοστασίου μπαταριών στη Σουηδία και στον εντοπισμό ακατέργαστων μεταλλευμάτων όπως το λίθιο στην Ευρώπη. 

Μια κεντρική διάσταση αυτού που περιγράφεται ως γεωοικονομικός ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, τον οποίο έχει ξεκινήσει ο Τραμπ είναι η προσπάθεια της Ουάσινγκτον να μπλοκάρει τα σχέδια του Πεκίνου για αναβάθμιση της βιομηχανίας της από χαμηλόμισθη κατασκευαστική σε τελική μονάδα υψηλής τεχνολογίας, συμπεριληπτική των νέων προϊόντων που είναι ζωτικής σημασίας για την προσαρμογή του καπιταλισμού στην κλιματική αλλαγή. Το παράδειγμα των μπαταριών δείχνει ότι οι προσπάθειες του Τραμπ είναι κατόπιν εορτής. Αλλά με την πιο πλατιά έννοια, η αναδιάρθρωση του κεφαλαίου που ανταποκρίνεται στην κλιματική αλλαγή είναι βαθιά συνυφασμένη μ’ αυτούς τους ανταγωνισμούς -παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο Τραμπ είναι ένας αρνητής της κλιματικής αλλαγής.

Η ίδια εικόνα είναι φανερή και στην περίπτωση της αμυντικής πολιτικής των ΗΠΑ. Το 2014 το Υπουργείο Άμυνας εξέδωσε έναν Οδικό Χάρτη Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή που αντιμετώπιζε το κλίμα σαν έναν “πολλαπλασιαστή απειλών”:

Η κλιματική αλλαγή θα επηρεάσει το περιβάλλον των επιχείρησεών μας και ενδέχεται να επιδεινώσει τους υπάρχοντες και να προξενήσει νέους κινδύνους για τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Για παράδειγμα, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας ενδέχεται να επιδράσει στην εκτέλεση των αμφίβιων προσεδαφίσεων. Οι αλλαγές στη θερμοκρασία και η επιμήκυνση των εποχών θα μπορούσε να επηρεάσει τα χρονικά πλαίσια των επιχειρήσεων. Και η αυξανόμενη συχνότητα των ακραίων καιρικών φαινομένων θα μπορούσε να επηρεάσει την πιθανότητα υπερπτήσης, την επάρκεια των μυστικών υπηρεσιών, της επιτήρησης, των αναγνωριστικών εκστρατιών. Το άνοιγμα των πρώην παγωμένων Αρκτικών διαδρόμων θα επιτείνει την ανάγκη της επίβλεψης συμβάντων, της περιφρούρησης της ελεύθερης ναυσιπλοΐας, της εξασφάλισης της σταθερότητας σ’ αυτή την πλούσια σε παραγωγικές πηγές περιοχή από το Υπουργείο μας. Η διατήρηση της σταθερότητας, τόσο της εσωτερικής όσο και της μεταξύ των άλλων εθνών είναι ένα σημαντικό μέσο αποφυγής μιας πλήρης κλίμακας στρατιωτικής σύρραξης. Οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής μπορεί να προκαλέσουν αστάθεια σε άλλες χώρες δυσχεραίνοντας την πρόσβαση σε τροφή και νερό, καταστρέφοντας υποδομές, εξαπλώνοντας ασθένειες, ξεριζώνοντας και εκτοπίζοντας μεγάλους αριθμούς ανθρώπων, επιβάλλοντας μαζική μετανάστευση, διακόπτοντας την εμπορική δραστηριότητα ή περιορίζοντας τη διαθεσιμότητα του ηλεκτρικού ρεύματος. Αυτές οι εξελίξεις θα μπορούσαν να υπονομεύσουν τις ήδη εύθραυστες κυβερνήσεις που είναι ανίκανες να ανταποκριθούν αποτελεσματικά ή να αμφισβητήσουν κυβέρνηση που τώρα φαντάζουν πυλώνες σταθερότητας, καθώς και αυξάνοντας τον ανταγωνισμό και τις εντάσεις μεταξύ κρατών που διαγκωνίζονται για την εκμετάλλευση περιορισμένων πόρων. Αυτά τα κενά διακυβέρνησης μπορούν να δημιουργήσουν μια λεωφόρο διέλευσης ακραίων ιδεολογιών και συνθήκες που να ενθαρρύνουν την τρομοκρατία.

 

Αυτά επί Ομπάμα, φυσικά. Μετά την ανάληψη της προεδρίας ο Τραμπ εξέδωσε ένα Εκτελεστικό Διάταγμα, ανακαλώντας τις κλιματικές πολιτικές των προκατόχων του. Αλλά το Πεντάγωνο συνέχισε πρακτικά τις ασκήσεις, πχ, προετοιμασίας για ακραία καιρικά φαινόμενα που είναι πιο πιθανά λόγω της κλιματικής αλλαγής. Θα ήταν τρελό αν δεν συνυπολόγιζε την κλιματική αλλαγή στο σχεδιασμό της σε πολύ ευρύτερη κλίμακα.

Ένας άλλος τρόπος να τεθεί το ζήτημα είναι ότι η κλιματική αλλαγή έχει γίνει κανονικότητα, ενσωματώθηκε στην καθημερινή λειτουργία των διαδικασιών της ανταγωνιστικής συσσώρευσης που είναι η κινητήρια δύναμη του καπιταλισμού. Σημαίνει αυτό μήπως ότι θα αποφύγουμε την καταστροφή που προοιωνίζεται ο Μπέντελ; Σίγουρα όχι. Πρώτα και κύρια, είναι πολύ απίθανο ένα οικονομικό σύστημα που οργανώνεται γύρω από τον τυφλό ανταγωνισμό μεταξύ αυτών που ο Μαρξ αποκαλούσε “πολλά κεφάλαια” μπορεί να προχωρήσει σε δραστικές αλλαγές στις οικονομικές προτεραιότητες με τέτοια ταχύτητα και σε τέτοιο βάθος ώστε να εκτρέψει μια χαοτική διαδικασία όπως η κλιματική αλλαγή. Το κόστος που θα συνεπάγονταν είναι πολύ υψηλό για ένα σύστημα που από τη φύση του κινείται βραχυπρόθεσμα και που ακόμα ασθμαίνει προκειμένου να ξεπεράσει τις συνέπειες μιας τεράστιας κρίσης. Υπάρχει επίσης ο φόβος ότι τα κεφάλαια που βασίζονται σε ένα κράτος που αναλαμβάνει αυτό το κόστος θα βρεθούν σε μειονεκτική θέση σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές τους. Και τα συμφέροντα των ορυκτών καυσίμων παραμένουν, όπως έχουμε δει, πολύ βαθιά ριζωμένα στο σκληρό πυρήνα του καπιταλιστικού συστήματος.

Ένα πετυχημένο παράδειγμα δίνεται από τον υπουργό Οικονομικών Φίλιπ Χάμοντ που άσκησε ανεπιτυχή πολιτική πίεση ενάντια στην υιοθέτηση των Μηδενικών Εκπομπών Άνθρακα μέχρι το 2050 (που είναι πολύ αργά κατά 25 χρόνια σύμφωνα με το XR). Σε ρεπορτάζ του Financial Times φέρεται ότι έγραψε στη Μέι προειδοποιώντας την ότι:

“Το συνολικό κόστος της μετάβασης στην οικονομία των μηδενικών εκπομπών άνθρακα είναι πιθανό να ξεπεράσει το ένα τρισεκατομμύριο λίρες”… Παρότι ο στόχος του 2050 υποστηρίζεται από αρκετούς επιχειρηματίες, ο κύριος Χάμοντ υποστήριξε ότι η βιομηχανία θα “πλήρωνε ένα τεράστιο τίμημα” για τη στροφή στη διαδικασία των χαμηλών εκπομπών. Σημείωσε ότι σε περίπτωση που οι ανταγωνίστριες χώρες δεν υιοθετούσαν την ίδια πολιτική η στροφή θα καθιστούσε “βιομηχανίες-κλειδιά” -όπως η βιομηχανία χάλυβα- σε οικονομικά μη ανταγωνιστικές ή εξαρτώμενες από τη διαρκή κυβερνητική υποστήριξη.

Δεύτερο, οι φυσικές διαδικασίες που απελευθερώνονται από τις εκπομπές CO2 που εκλύθηκαν κατά την περίοδο του βιομηχανικού καπιταλισμού ενδέχεται και να έχουν ξεπεράσει το όριο πέρα από το οποίο η ανθρώπινη παρέμβαση δεν μπορεί να τις σταματήσει. Γι’ αυτό το λόγο οι κύκλοι ανατροφοδότησης που συζητήθηκαν παραπάνω είναι τόσο σημαντικοί, αφού θα μπορούσαν να οδηγήσουν την κλιματική αλλαγή σε επίπεδα όπου η ανθρώπινη ζωή σε οποιαδήποτε μορφή που να μοιάζει σ’ αυτές των προηγούμενων αιώνων μπορεί να είναι πλέον μη βιώσιμη. Ο φυσικός κόσμος -του οποίου οι ανθρώπινες κοινωνίες είναι ένας μέρος, αλλά τις υπερβαίνει κατά πολύ- είναι αυτός που θα πει την τελευταία λέξη.

Είναι στη φύση των μη γραμμικών διαδικασιών η πιθανότητα της μετατροπής της κλιματικής αλλαγής σε πλανητική καταστροφή και κοινωνική κατάρρευση που όταν διαπιστώσουμε ότι συμβαίνει θα είναι πλέον πολύ αργά για να κάνουμε οτιδήποτε. Εδώ είναι που το στοίχημα του Πασκάλ έχει κάτι να πει. Η προοπτική της ατέλειωτης καταστροφής θα μπορούσε να μας οδηγήσει στην απάθεια και την απόγνωση. Ο Μπέντελ, ο καθηγητής “διαχείρισης της βιωσιμότητας”, που δίνει διαλέξεις σε θεσμούς όπως η Κομισιόν, εστιάζει κυρίως στις ψυχολογικές διαδικασίες προωθώντας μια θετική ανταπόκριση στην αποδοχή της “αναπόφευκτης κατάρρευσης, της ενδεχόμενης καταστροφής και της πιθανής εξαφάνισης”, κάτι που αποκαλεί “βαθιά προσαρμογή”.

 

Το στοίχημα της επανάστασης
Ο νέος κλιματικός ακτιβισμός κάνει μια διαφορετική κίνηση, κατά την οποία η εγγύτητα της καταστροφής γίνεται κίνητρο για συλλογική δράση, που γίνεται συχνά αντιληπτή ως επανάσταση. Ο βετεράνος ακτιβιστής Ζορζ Μονμπιό το εξέφρασε αυτό πολύ καλά:

Μεγαλώνοντας διαπίστωσα δύο πράγματα. Πρώτον, ότι είναι το σύστημα, και όχι οι διάφορες παραλλαγές του συστήματος που μας οδηγεί αναπόφευκτα στην καταστροφή. Δεύτερο, ότι δεν χρειάζεται να δημιουργήσεις μια εγκυρότερη εναλλακτική για να πεις ότι ο καπιταλισμός έχει αποτύχει… Οι επιλογές μας καταλήγουν στο εξής. Ή σταματάμε τη ζωή επιτρέποντας στον καπιταλισμό να συνεχίσει, ή σταματάμε τον καπιταλισμό επιτρέποντας τη ζωή να συνεχιστεί.

Το XR εκφράζει αυτή τη στροφή με πιο συγκεκριμένους πολιτικούς όρους. Παρουσιάζει τα γεγονότα και τις τάσεις αυτού που σωστά περιγράφει ως “κλιματική έκτακτη ανάγκη” και σ’ αυτή τη βάση καλεί σε μαζική πολιτική ανυπακοή για να αναγκάσει τις κυβερνήσεις να προσαρμοστούν στο στόχο των μηδενικών εκπομπών μέχρι το 2025. Για τους ιδρυτές του XR αυτή η προσέγγιση δικαιολογείται από μία κοινωνιολογική θεωρία που διαβεβαιώνει ότι οι μαζικές ειρηνικές διαδηλώσεις, αν αναπτυχθούν σε μια αρκετά μεγάλη κλίμακα, θα συσσωρεύσουν μια οικονομική πίεση πάνω στο κράτος, οδηγώντας το είτε στη διαπραγμάτευση είτε στην καταφυγή σε κατασταλτικές μεθόδους. Πράγματι, η καταστολή από μόνη της θεωρείται ήδη σαν ένα σημάδι ήττας: το XR ζητά ενεργητικά να γίνουν μαζικές συλλήψεις σαν κεντρική τακτική που θα βάλει τις κυβερνήσεις κάτω από πίεση. Τον περασμένο Μάρτη, ο Ρότζερ Χάλαμ, ο βασικός υποστηριχτής αυτής της θεωρίας, υποστήριξε ότι “τελειώνουμε μ’ αυτό το σύστημα μέσα στα επόμενα δύο χρόνια” και “η κρίσιμη επιλογή είναι αν θα έχουμε φασισμό ή κάτι το απροσδιόριστα προοδευτικό” που θα αντικαταστήσει το νεοφιλελευθερισμό.

Είναι πολύ εύκολο να βρει κανείς τρύπες σ’ αυτού του είδους την αντίληψη. Υποτιμά τις οχυρωμένες δομές ταξικής κυριαρχίας στην καπιταλιστική κοινωνία και τη συγκεντρωτική βία του κράτους που εξυπηρετεί στη διατήρησή τους. Ο Χάλαμ ισχυρίζεται ότι πατάει πάνω στην εμπειρία των κινημάτων του Παγκόσμιου Νότου. Αλλά αυτό που παίζονταν σ’ αυτές τις περιπτώσεις ήταν βασικά η επιβίωση μιας συγκεκριμένης κυβέρνησης, όχι ολόκληρου του κοινωνικοπολιτικού συστήματος. Δείτε τι έχει συμβεί στην Αίγυπτο απ’ τον Ιούνιο του 2013 και τι συμβαίνει τώρα στο Σουδάν για να καταλάβετε πως αντιδρά το σύστημα όταν απειλείται η ύπαρξή του. Κι αυτό που παίζεται τώρα μπροστά στην κλιματική καταστροφή είναι η αλλαγή συστήματος με όλη την έννοια της λέξης.

Η ιστορική εμπειρία, εξάλλου, των τελευταίων κινημάτων ανυπακοής δε συνηγορεί υπέρ του μηχανιστικού νόμου που διατυπώθηκε από την Αμερικανίδα ακαδημαϊκό Έρικα Τσινόουεθ και διαδόθηκε από το XR ότι “χρειάζεται ένα 3,5% του πληθυσμού αφοσιωμένο στη συνεχή μη βίαιη αντίσταση για να ανατρέψουμε τις βάρβαρες δικτατορίες”. Εκεί που η ειρηνική αντίσταση πέτυχε, αυτό συνέβη κυρίως χάρη σε άλλους παράγοντες. Το κίνημα Εγκαταλείψτε την Ινδία του Γκάντι το 1942-4 ξεχείλισε πολύ γρήγορα από λαϊκή βία, και περιορίστηκε από μια εκτεταμένη καταστολή. Ήταν η ανταρσία στο Ινδικό Πολεμικό Ναυτικό το Φλεβάρη του 1946 που έδειξε ότι οι αποικιοκρατικές δυνάμεις δεν μπορούσαν πλέον να βασίζονται στην αφοσίωση της τεράστιας στρατιωτικής μηχανής που είχανε χτίσει στην υποήπειρο, σε μια εποχή που η Βρετανία δεν μπορούσε πλέον να ξεζουμίζει την ινδική οικονομία εξαιτίας του τεράστιου χρέους που είχε συσσωρεύσει εκεί κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Το κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα στις ΗΠΑ τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 πέτυχε να αναγκάσει το ξήλωμα του ρατσιστικού καθεστώτος του Νότου βάζοντας πίεση στην Ομοσπονδιακή κυβέρνηση που αντιπροσώπευε μια άρχουσα τάξη που είχε ελάχιστο συμφέρον στη διατήρηση των νόμων του Τζιμ Κρόου. Την ίδια περίπου εποχή, η κυβέρνηση του Εθνικού Κόμματος στη Νότια Αφρική χτύπησε αδίστακτα την Εκστρατεία Αντίθεσης, το κίνημα πολιτικής ανυπακοής που εξαπέλυσε το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο (ANC) και οι σύμμαχοί του. Αυτή η ήττα ενθάρρυνε κινήσεις προς την οργάνωση αντάρτικων ομάδων που επίσης αποκρούστηκαν με αγριότητα. Χρειάστηκε ένας νέος κύκλος αγώνων που ξεκίνησε με την Εξέγερση του Σοβέτο τον Ιούνη του 1976, που περιελάμβανε βίαια ξεσπάσματα στα περίχωρα (townships), μαζικές απεργίες και την άνοδο ενός μαχητικού κινήματος μαύρων εργατών που ανάγκασαν τελικά το καθεστώς του απαρτχάιντ να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. 

 

Παραμένει όμως το γεγονός ότι το XR είναι αφοσιωμένο στην οργάνωση μαζικών κινητοποιήσεων που προκαλούν αρκετή αναστάτωση σαν μια πρώτη πίεση για την αλλαγή. Και κάτι παραπάνω -τα καταφέρνουν. Οι βδομάδες διαδηλώσεων ήταν μάλλον η μεγαλύτερες άμεσες δράσεις στην ιστορία έχοντας ξεπεράσει την καμπάνια ενάντια στα πυρηνικά όπλα που οργανώθηκε από την Επιτροπή των 100 το 1961. Αυτό θα έπρεπε να ενθαρρύνει λιγάκι τη σεμνότητα από τη μεριά της αριστεράς. Πότε κλείσαμε για τελευταία φορά το Λονδίνο;

Ο Χάλαμ επαναλαμβάνει τις γνωστές κριτικές για τις “πορείες από το Α στο Β” που απευθύνονταν στην καμπάνια Σταματήστε τον Πόλεμο μετά την εισβολή στο Ιράκ το 2003. Αλλά συνήθως μια άμεση δράση σαν αυτές που υποστηρίζουν αυτοί οι κριτικοί σαν εναλλακτική ενέχουν μια ελιτίστικη εξάρτηση από μικρές ομάδες ειδικά εκπαιδευμένων ανθρώπων. Ενώ το XR δεν προσφέρει εκπαίδευση στην άμεση δράση, η έμφαση τον Απρίλη έμπαινε στη συμπεριληπτική μαζική δράση, με ανοιχτά και ελκυστικά ιβέντ και ατραξιόν για να εμπλέκονται περισσότεροι άνθρωποι κατά τη διάρκεια της βδομάδας διαδηλώσεων στο Λονδίνο. Επιπλέον, παρότι οι σύγχρονες διαδηλώσεις για το κλίμα αντλούν την προέλευσή τους από πολύ διαφορετικά στοιχεία σε σχέση με το εργατικό κίνημα, περιλαμβάνουν μορφές δράσεις που έχουν πολλά κοινά με ό,τι παραδοσιακά έκαναν οι οργανωμένοι εργάτες. Έτσι ο Χάλαμ συγκρίνει τον αντίκτυπο της πολιτικής ανυπακοής με την απεργία στο Μετρό του Λονδίνου, ενώ η Τούνμπεργκ προωθεί μια παγκόσμια απεργία για το κλίμα, προγραμματισμένη για τις 20 Σεπτέμβρη.

Η ανταπόκριση της επαναστατικής αριστεράς στον κλιματικό ακτιβισμό είναι απλή υπόθεση. Θα πρέπει να ριχτούμε ολόψυχα σ’ αυτό το κίνημα, βοηθώντας να χτιστούν τοπικές ομάδες XR, υποστηρίζοντας τις μαθητικές απεργίες, παίρνοντας μέρος στις μελλοντικές δράσεις και δουλεύοντας για να κάνουμε την κλιματική απεργία πραγματικότητα. Οι σοσιαλιστές μέσα στο XR πρέπει να οικοδομήσουν δεσμούς ανάμεσα στα κινήματα για το κλίμα και τα συνδικάτα. Στη Βρετανία η Ένωση Πανεπιστημίων και Κολεγίων (UCU) και το σωματείο των αρτοποιών (BFAWU) έχουν ήδη δηλώσει τη στήριξή τους στο απεργιακό κάλεσμα για την κλιματική αλλαγή, και άλλα συνδικάτα, κυρίως η νέα Ένωση Εθνικής Εκπαίδευσης, υποστήριξαν τις μαθητικές απεργίες. Φυσικά θα υπάρξουν κάθε είδους στρατηγικά και τακτικά προβλήματα καθώς θα αναπτύσσεται το κίνημα. Αλλά αυτό που μετράει είναι ότι οι πολιτικές για την κλιματική αλλαγή δεν είναι πλέον μονοπώλιο των διακυβερνητικών διαπραγματεύσεων και των λόμπι των ΜΚΟ. Η απόγνωση γίνεται δράση. Και πρέπει να γίνουμε κομμάτι της. 

Ακόμα περισσότερο όταν η κυρίαρχη πολιτική στη Βρετανία συνεχίζει να βυθίζεται στο σπιράλ θανάτου του Brexit. Η Μέι έλπιζε να κερδίσει χρόνο με τη συμφωνία αποχώρησης ενθαρρύνοντας την Κομισιόν να αναβάλουν την αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ μέχρι τις 31 Οκτώβρη. Αντ’ αυτού, συνέβαλε ώστε το Brexit χωρίς συμφωνία να γίνει σχεδόν αναπόφευκτο. Η παραμονή στην ΕΕ για άλλους 6 μήνες σήμανε ότι η Βρετανία συμμετείχε στις εκλογές για το Ευρωκοινοβούλιο. Η αναβολή του Brexit εξόργισε τους Leavers και αναπτέρωσε τις ελπίδες των Remainers. Ως εκ τούτου, οι εκλογές ευνόησαν τις σκληρές πτέρυγες και των δύο στρατοπέδων. Του νέου Κόμματος Brexit κάτω από την ηγεσία του Νάιτζελ Φάρατζ, από τη μία, και τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες, από την άλλη. Αυτό έκανε την επίτευξη συμβιβασμού, που απελπισμένα επιθυμούν οι μεγάλες επιχειρήσεις, ακόμα δυσκολότερη, και έδωσε στο Φάρατζ μια δεύτερη ευκαιρία να βάλει την ακροδεξιά στην πρώτη γραμμή της επίσημης Βρετανικής πολιτικής, όπως είναι και σε πολλές άλλες χώρες.

Η Μέι ήταν ήδη καμένο χαρτί πριν τα καταστροφικά ποσοστά των Τόρηδων στις ευρωεκλογές. Η διαμάχη της διαδοχής έχει αναπόφευκτα να κάνει με το ζήτημα του Brexit χωρίς συμφωνία -και λόγω της προέλευσης της μεγάλης μάζας των μελών του κόμματος που θα έχουν το τελευταίο λόγο και λόγω της πίεσης να ξανακερδίσουν τις ψήφους που έχασαν από το Φάρατζ και το Κόμμα Brexit. Ήδη η εντελώς αντιδημοκρατική ιδέα της αναστολής των εργασιών του Κοινοβουλίου προκειμένου να σταματήσει το μπλοκάρισμα του Brexit χωρίς συμφωνία από τη Βουλή των Κοινοτήτων τέθηκε στα σοβαρά από τους ομοίους της πρώην ηγεσίας των Τόρηδων και τον υποψήφιο Ντομινίκ Ράαμπ. 

Ο επικρατέστερος, Μπόρις Τζόνσον, είναι τόσο ατζαμής που μπορεί να βγάλει τη Βρετανία απ’ την ΕΕ χωρίς τη συνδρομή τέτοιων μηχανισμών. Μια ανεπαρκώς προετοιμασμένη Βρετανία μπορεί η ΕΕ των 27 να της χαλάσει την μπλόφα και να πιαστεί στον ύπνο. Το μέγεθος της οικονομικής καταστροφής, μακροπρόθεσμα και βραχυπρόθεσμα, και απ’ τις δυο μεριές του Καναλιού είναι δύσκολο να εκτιμηθεί, αλλά σίγουρα θα υπάρξει, σε συνδυασμό με μία πικρία ανάμεσα στη Βρετανία και τους πρώην εταίρους της. Η εναλλακτική του Τζόνσον της πρόσδεσης στο σαράβαλο άρμα του Τραμπ ενέχει μεγάλο ρίσκο. Τα στοιχεία που δείχνουν ότι η παρατεταμένη αβεβαιότητα για το Brexit επηρεάζει τις αποφάσεις των επενδυτών είναι δύσκολο να αγνοηθούν. Στα τρία χρόνια ως το πρώτο τέταρτο του 2019 οι ξένες επενδύσεις αυξήθηκαν κατά 43% στην ΕΕ των 27 ενώ το ίδιο διάστημα έπεσαν κατά 30% στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Ακόμα χειρότερα, ο Τζόνσον κουβαλάει μια φρικτή ιστορία ρατσισμού -κάποιες φόρες πρόχειρου, άλλες καλά υπολογισμένου. Ενώ ο Φάρατζ ήταν προσεκτικός προεκλογικά σε σχέση με το ρατσισμό, ο Τζόνσον έσπευσε να κατηγορήσει τους “Πακιστανούς” ψηφοφόρους για τις επιτυχίες των Εργατικών στις εμβόλιμες εκλογές του Πίτερμπρο και είναι σε μεγάλη φόρμα όταν έχει να κάνει με αντιμεταναστευτικά κηρύγματα μίσους. Ενώ η εκλογική ταπείνωση του Τόμι Ρόμπινσον και των συμμάχων του στο UKIP ήταν μια πραγματική νίκη του αντιρατσιστικού κινήματος, τα συνολικά αποτελέσματα του ευρωεκλογών φαίνεται να επιδεινώνουν το ήδη πνιγηρό κλίμα του ρατσισμού στη Βρετανία, καθώς ο νέος ηγέτης των Τόρηδων δίνει μάχη για να ξανααρπάξει τις χαμένες ψήφους απ’ το Φάρατζ. Οι ευρωεκλογές ήταν επίσης και ένα χτύπημα στους Εργατικούς, που ανάγκασε τον Τζέρεμι Κόρμπιν να περάσει ακόμα περισσότερο σε θέση άμυνας απέναντι στα χτυπήματα της δεξιάς πτέρυγας -παρότι το Πίτερμπρο δείχνει ότι οι Εργατικοί έχουν υποστεί μικρότερη καθίζηση από τους Τόρηδες (στην Αγγλία τουλάχιστον).

Έτσι το Brexit συνεχίζει να αποσταθεροποιεί τη Βρετανική πολιτική σε ένα πολιτικό περιβάλλον όπου είναι η ακροδεξιά αυτή που οδηγεί την κούρσα. Αυτό σημαίνει ότι είναι ζωτικής σημασίας να συνεχίσουμε να χτίζουμε ένα κίνημα ενάντια στο ρατσισμό όσο το δυνατό πιο πλατύ και ισχυρό. Το κίνημα Ξεσηκωθείτε Ενάντια στο Ρατσισμό έχει εδραιωθεί σαν ο βασικός κορμός ενός τέτοιου κινήματος, αλλά η συνέχεια δεν θα είναι εύκολη.

Σ’ αυτό το ευρύτερο πλαίσιο, οι διαδηλώσεις για το κλίμα, στις διάφορες μορφές τους, αντιπροσωπεύουν μια αχτίδα φωτός που λάμπει μέσα στα σύννεφα. Αυτό το νέο κίνημα μπορεί να ανανεώσει τη βαριά πληγωμένη από την πολυδιάσπαση των τελευταίων χρόνων αριστερά σε μια πιο στιβαρή αντικαπιταλιστική βάση. Και, ακόμα πιο σημαντικό, μπορεί να αρχίσει να συγκεντρώνει τις δυνάμεις που χρειαζόμαστε για να δώσουμε τη μάχη του αιώνα. Μ’ αυτό τον τρόπο, η συλλογική, σε τελική ανάλυση επαναστατική δράση μπορεί να μετατρέψει την απόγνωση σε ελπίδα.

 

Ο Άλεξ Καλλίνικος είναι καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Κίνγκς Κόλετζ του Λονδίνου και εκδότης του περιοδικού International Socialism.

Πηγήstate2parastatescam.blogspot.com

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Τραγωδία στη Μόρια – Τουλάχιστον δύο νεκροί από πυρκαγιά στον καταυλισμό προσφύγων

«Όχι» στον χρυσό και από το δημοτικό συμβούλιο Κομοτηνής