Ιάσονας Χανδρινός (εισαγωγή-επιμέλεια), Όλη νύχτα εδώ. Μια προφορική ιστορία της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, Καστανιώτης, σ. 789
Ξεκινάω να διαβάζω το βιβλίο του Ιάσονα Χανδρινού από τη μαρτυρία της Αγγελικής Ξύδη. Δεν είμαι αντικειμενικός: την γνώρισα στα μέσα της περασμένης δεκαετίας, στο Δίκτυο και στα τεύχη του περιοδικού «Σήματα Καπνού». Χαίρομαι που την ξαναβρίσκω τώρα εδώ, κνίτισσα το ‘73, να εξηγεί με τον πιο πειστικό τρόπο τη γραμμή της Αντι-ΕΦΕΕ στην εξέγερση του Νοέμβρη:
Δεν μπορούσες να εξασφαλίσεις το επόμενο βήμα της συγκεκριμένης ενέργειας που είχες κάνει, αλλά συζητούσες από το πώς θα ανατρέψεις το κράτος (γέλια) μέχρι το αν θα καλέσεις τον ελληνικό λαό σε γενική απεργία (σ. 438).
Θα γίνονταν άραγε εξεγέρσεις χωρίς αυτόν τον ανορθολογισμό των εξεγερμένων; Η Αγγελική λείπει από το 2005· δεν μπορούμε να το κουβεντιάσουμε.
Το Όλη Νύχτα Εδώ είναι μια συλλογή 80 μαρτυριών αγωνιστών που έζησαν τον «ανορθολογισμό» της εξέγερσης. Κι ας έζησαν μετά προς όλες τις δυνατές κατευθύνσεις – άλλοι, όπως ο Πίττας και ο Σκαμνάκης στην Αριστερά, άλλοι στην απέναντι όχθη: Tο Νοέμβρη του ’73, όλοι τους έπαιξαν το κεφάλι τους απέναντι στους Συνταγματάρχες, γιατί «για τ’ όνομα του Θεού, δεν μπορώ να ζω εγώ έτσι» (σ. 435).
Το βιβλίο παραθέτει τις 80 αυτές μαρτυρίες αλφαβητικά, προσθέτοντας άλλες τέσσερις από πρωταγωνιστές και κομπάρσους της «άλλης πλευράς». Δέκα μέρες τώρα όμως –και όχι άδικα– η συζήτηση δεν αφορά τις 80 μαρτυρίες, την ασχολίαστη συλλογή και παράθεσή τους. Ο καυγάς είναι ιδίως για τη μία από τις τέσσερις: αυτήν του Κώστα Βουλιέρη (σ. 158-164), εκ των διοικητών της επιχείρησης καταστολής της εξέγερσης. Ο Χανδρινός την έχει αφήσει σκόπιμα ασχολίαστη, ο Βουλιέρης ισχυρίζεται εκεί ότι η εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο ήταν αίτημα των ίδιων των φοιτητών (μέσα στο Πολυτεχνείο, λέει, γινόταν «διαδήλωσις υπέρ του στρατού», σ. 160), και στην Εφημερίδα των Συντακτών ο Δημήτρης Ψαρράς (17.11.2019) αποκαλύπτει τα χονδροειδή ψεύδη.
Την αποκάλυψη όφειλε να την έχει κάνει στο βιβλίο ο ίδιος ο Χανδρινός. Ο Ψαρράς, έτσι, του καταλογίζει τρία πράγματα:
* Πρώτον, ότι δεν παραθέτει «ούτε μια υποσημείωση που να προειδοποιεί τον αναγνώστη για τη διαστρέβλωση της ιστορίας» από τον Βουλιέρη.
* Δεύτερον, ότι «αντιμετωπίζει την εξέγερση [του Πολυτεχνείου] ως ένα απλό κίνημα διαμαρτυρίας σε ένα σύνηθες αστικό καθεστώς». Αυτό, γιατί, παραπέμποντας στα κινήματα στις ΗΠΑ των αρχών της δεκαετίας του ’70, ο Χανδρινός υποστηρίζει έμμεσα ότι, όπως στην Αμερική, έτσι και στο δικό μας Πολυτεχνείο, «η βία προκύπτει μέσα από τη δυναμική της αλληλεπίδρασης διαδηλωτών-αστυνομίας και η έκτασή της οφείλεται σε μικρούς, αστάθμητους παράγοντες, όπως η ψυχολογική φόρτιση των δύο μερών […]» (σ. 37, η υπογράμμιση δική μου).
* Τρίτον, ότι τελικά ο Χανδρινός έχει «μια εντελώς ανιστόρητη εικόνα της πολιτικής περιόδου», εξαιτίας της οποίας οδηγούμαστε –κρατώ τον τίτλο του Ψαρρά– στη «”δικαίωση” των τανκς».
Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
1. Ο Χανδρινός πράγματι δεν υποσημειώνει τα αποτελέσματα της ιστορικής έρευνας: χάνεται, έτσι, η δυνατότητα να καταδειχθεί η διαφορά μεταξύ αληθούς και ψευδούς. Χειρότερα, ο ίδιος επαινεί τον Βουλιέρη ότι «αφηγείται τα γεγονότα με βάση συγκεκριμένους –και άκρως ενδιαφέροντες– θεματικούς/μνημονικούς άξονες» (σ. 28). Στο άρθρο-απάντηση στον Ψαρρά, ωστόσο, ο Χανδρινός παραδέχεται ότι «η μαρτυρία Βουλιέρη απαιτούσε μια διαφορετική πλαισίωση», καθώς «εξευτελίζει την εξέγερση και τους φορείς της με τρόπο επιθετικό» («Για τη “δικαίωση” των τανκς», Εφημερίδα των Συντακτών, 18.11.2019). Παραδεχόμενος το λάθος του, ο Χανδρινός έχει προειδοποιήσει ωστόσο στην Εισαγωγή ποιος είναι ο Βουλιέρης (σ. 28). Ο Ψαρράς επιμένει: «ανιστόρητη ταύτιση της χούντας με ένα αστικό καθεστώς» (Εφημερίδα των Συντακτών, 18.11.2019).
2. Σε αντίθεση με τα επιτιμητικά καταλογιζόμενα, ο Χανδρινός έχει πλήρη επίγνωση της διαφοράς μεταξύ στρατιωτικής δικτατορίας και άλλων αστικών καθεστώτων: στο κείμενο της Εισαγωγής του –όχι δηλαδή παραχωμένο σε κάποια υποσημείωση–, λέει πως «[έ]να πολύ βασικό στοιχείο διαφοροποίησης σε σχέση με τα κινήματα νεολαίας σε Ευρώπη και ΗΠΑ είναι το υψηλότερα τίμημα της εμπλοκής: “Τα πάντα ήταν απαιτητικά… Αν πήγαινες σε μια διαδήλωση, θα ‘τρωγες ξύλο […]” (σ. 32, η υπογράμμιση δική μου). Νωρίτερα, ο ίδιος αναφέρεται στην «αγριότητα με την οποία το στρατιωτικό καθεστώς διαχειρίστηκε συλλήβδην το “πρόβλημα νεολαία” […]» (σ. 29). Μπορεί, λοιπόν, το κοινό της Εφημερίδας των Συντακτών να μη θεωρείται ώριμο για να ξεχωρίζει τέτοιες αποχρώσεις. Αυτός δεν είναι λόγος, ωστόσο, ένας δημοσιογράφος να τις καταργεί. Ο Χανδρινός έχει κάνει σοβαρό λάθος – και το παραδέχεται. Η μομφή περί «ανιστόρητου» είναι απλά δημοσιογραφικό «κερασάκι» με αξιώσεις αυθεντίας, που δεν προσθέτει τίποτα στην κατανόηση και την αποτίμηση του βιβλίου.
3. Η έμμεση μομφή του Ψαρρά, ότι, έχοντας αφήσει ανενόχλητο τον Βουλιέρη να ψευδολογεί, ο Χανδρινός «δικαιώνει τα τανκς», είναι απλά εξωφρενική. Ως έμπειρος δημοσιογράφος, με πολύτιμη και αναγνωρισμένη συμβολή στην αντιμετώπιση της Ακροδεξιάς, ο Ψαρράς γνωρίζει το βάρος των λέξεων και τι συνειρμούς δημιουργεί ο εκάστοτε συνδυασμός τους. Εδώ και κάποια χρόνια, ωστόσο, δεν αντιστέκεται στην ευκολία να συνδέει τους αποδέκτες της κριτικής του, από τον Λαφαζάνη του 2015 και τον Κουντούρη, ως τον Καστοριάδη του ΟΟΣΑ και τον …Βαρουφάκη του 2019 –ρητά ή έμμεσα, πάντως προκρούστεια–, με την Ακροδεξιά. Έτσι που στενεύουν οι ορίζοντες, τώρα και ο Χανδρινός εμφανίζεται να συμβάλλει στη «δικαίωση» (sic) των τανκς των ακροδεξιών συνταγματαρχών. Είναι ακριβώς το σημείο που η (αναγκαία) κριτική αδικεί τον κρίνοντα περισσότερο από τον κρινόμενο.
Από τον Λαλιώτη και τον Λυγερό, στον Μαργαρίτη
Αποδομώντας τις ψευδολογίες Βουλιέρη σημείο προς σημείο, λίγες μέρες μετά τον Ψαρρά, ο Κώστας Λαλιώτης προχωρά κι αυτός στην αποδόμηση του Χανδρινού:
Ο ιστορικός ναρκισσισμός με τις συνεπακόλουθες εμμονές του παγίδευσε τον Ερευνητή σε έναν ρόλο “επιτήδειου – ουδέτερου”. Ίσως γι’ αυτό κρατούσε μία “αφήγηση” εξόφθαλμα ψευδέστατη και άθλια, ως επτασφράγιστο μυστικό, στα ερμητικά κλειστά συρτάρια του από το 2011, δηλαδή 8 ολόκληρα χρόνια» (Εφημερίδα των Συντακτών, 23.11.2019).
Το άρθρο αναδημοσιεύει την ίδια μέρα η ιστοσελίδα slpress, του άλλοτε δημοσιογράφου της Καθημερινής και του Πρώτου Θέματος, Σταύρου Λυγερού, επίσης συνεντευξιαζόμενου στο βιβλίο του Χανδρινού.
Υπάρχουν χειρότερα. Ο καθηγητής Ιστορίας στο ΑΠΘ Γιώργος Μαργαρίτης δεν καταδέχεται καν την «συγκεκριμένη ανάλυση»-ενασχόληση με το κρινόμενο βιβλίο: η κριτική στρέφεται εδώ αποκλειστικά εναντίον του προσώπου. Ο Χανδρινός βαφτίζεται «εκλεκτός και της γερμανικής πλευράς και των ΑΣΚΙ και του ΣΥΡΙΖΑ», και ελέγχεται για αναθεωρητισμό (!), με μια απίθανη επιχειρηματολογία: «Η πολύχρονη ήδη στενή συνεργασία του με γερμανικά ιδρύματα –και τις συνακόλουθες μεθόδους αναθεώρησης της ιστορίας», γράφει ο Μαργαρίτης, «έχει με σαφήνεια [σ.σ.!] χαράξει τον όποιο ακαδημαϊκό του δρόμο» («Περί των δικαιωμάτων [των] ιστορικών», Ημεροδρόμος, 27.11.2019). Αντί ακαδημαϊκής δεοντολογίας, δημοσιογραφικός κιτρινισμός.
Αν ο Μαργαρίτης δεν απαξιούσε να ασχοληθεί με το βιβλίο, ίσως να μας φώτιζε για το πώς η σχέση του Χανδρινού «με γερμανικά ιδρύματα» επιδρά στη μέθοδό του – ίσως και όχι. Το σίγουρο είναι πως, αν χαλιναγωγούσε το πάθος να καταγγείλει για «αναθεωρητισμό» τον Χανδρινό, θα έβλεπε ότι, στην πρώτη κιόλας σελίδα της Εισαγωγής του, ο Χανδρινός απαντά τον βασικό ισχυρισμό των δεξιών αναθεωρητών περί ανυπαρξίας νεκρών στο Πολυτεχνείο (σ. 15). Αντικρούει τα περί φοιτητικού χαρακτήρα της εξέγερσης (σ. 46). Και επισημαίνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Αριστεράς σε αυτήν (σ. 30). Τι σχέση έχουν αυτά με «αναθεωρητισμό»; Διασώζει άραγε την ιστορική και την πολιτική μνήμη ένα λιβελλογράφημα ερήμην της πραγματικότητας; Το διακύβευμα της διαμάχης για την ιστορία είναι πολιτικό: επιτρέπει αυτό το λιντσάρισμα ακαδημαϊκού ιστορικού, ακόμα και «συριζαίου», έστω στη φαντασία του γράφοντος; Είναι αδύνατο να πάρει κανείς σοβαρά μια τέτοια κριτική.
Προφορική ιστορία ή μεταμοντέρνα εξίσωση αφηγήσεων;
Οι αστοχίες της κριτικής προς τον Χανδρινό –ένα μείγμα ανταγωνισμού για την «αυθεντία», επαγγελματικού φθόνου και απλού κανιβαλισμού–, δεν σημαίνουν ότι ο ίδιος είναι υπεράνω κριτικής. Τις πιο έντιμες, και μαζί νηφάλιες, διατυπώσεις τις βρίσκω στο άρθρο της ιστορικού Αιμιλίας Σαλβάνου:
Αν, λόγου χάρη, εκδώσουμε μια συλλογή μαρτυριών για το Ολοκαύτωμα, όπου φύρδην μίγδην θα παραθέσουμε μαρτυρίες των θυμάτων και μαρτυρίες των θυτών, χωρίς σχολιασμό, με τον αφελή ισχυρισμό ότι η μαρτυρία έχει τη δικής της αφ’ εαυτής αξία, ασχολίαστη και αδιασταύρωτη, τότε δεν θα πρέπει να εκπλαγούμε αν αυτές οι μαρτυρίες χρησιμοποιηθούν ως επιστημονικά στοιχεία μιας άρνησης του Ολοκαυτώματος («Ποιος και πώς έχει δικαίωμα να μιλά για την ιστορία», Εφημερίδα των Συντακτών, 25.11.2019).
Αντί μιας μηδενιστικής (βλ. «ανιστόρητος») ή απλά αστυνομικής κριτικής (βλ. σκιές περί εξωνημένου στους Γερμανούς «αναθεωρητή»), οι επικριτές του Χανδρινού χρειαζόταν απλά να δείξουν το πρόβλημα εκεί που ο Χανδρινός, με τα δικά του τα λόγια, βρίσκει μια αρετή. Γράφει στην Εισαγωγή του:
[…] αυτός που αφηγείται μια ιστορία κατέχει μια μορφή εξουσίας. Και στην περίπτωση του συγκεκριμένου βιβλίου –προϊόντος ενός συνολικά συνεργατικού εγχειρήματος–, η εξουσία αυτή μοιράστηκε ανάμεσα στον γράφοντα και στους αφηγητές […] Η ανάδειξη της εξέγερσης (και των φορέων της) σε αδιαμφισβήτητο ηθικό σύμβολο είναι ανασταλτικός παράγοντας για τη διεξαγωγή ενός «Oral History» που να καλύπτει σφαιρικά το γεγονός (σ. 22 και 26).
Η ηθική-πολιτική υποστήριξη στους εξεγερμένους, λέει, δεν έχει επιτρέψει στην ιστορία να δει τα πράγματα σφαιρικά. Για να διορθώσει την «αδικία», η προφορική ιστορία που επιδιώκει να κάνει ο Χανδρινός επιδιώκει την άρση του αποκλεισμού των καθεστωτικών – και είναι θεμιτό. Αλλά αυτού του είδους η απαλλαγή από την αντιχουντική ηθικοπολιτική κληρονομιά, είναι μαχαίρι που κόβει από δύο μεριές. Από την «καλή», η ιστορία παύει να μπερδεύεται με πολιτική κατήχηση. Από την κακή, χάνεται η πολιτική εγρήγορση απέναντι στους δήθεν «αποκλεισμένους» της Μεταπολίτευσης που, όπως θυμίζουν τα ψέματα του Βουλιέρη, θέλουν εναγωνίως τη ρεβάνς.
Ο Χανδρινός καταλαβαίνει ότι ο ιστορικός εμπλέκεται σε σχέσεις εξουσίας, δηλαδή στην πολιτική. Την πολιτική αυτή, όμως, την περιορίζει στις σχέσεις εξουσίας ανάμεσα σε αυτόν που φαίνεται απλά να ρωτά και εκείνον που κάνει πως απλά του απαντάει. Φτάνοντας αυτή την ακαδημαϊκή ηθική στα άκρα, παραιτείται από τη διάκριση ψευδούς/αληθούς. Κι ενώ θεωρητικά πιστεύει πως ο αφηγητής είναι εκείνος που έχει «το πάνω χέρι», στην πραγματικότητα συνεχίζει να του το εκχωρεί. Δεν συνεργάζεται απλά μαζί του, στο πλαίσιο ενός «συνεργατικού εγχειρήματος»: διαγράφοντας τις ερωτήσεις του από τις συνεντεύξεις, παραιτούμενος από τον σχολιασμό ακόμα και ψευδομαρτυριών, ο Χανδρινός αφήνει στον αφηγητή εξολοκλήρου το πάνω χέρι, λες και για να δώσει εγγυήσεις ότι μπορούν να τον εμπιστεύονται. Χωρίς εμπιστοσύνη, δεν υπάρχει συνεργασία. Χωρίς συνεργασία δεν υπάρχει έρευνα που να σπάει «ταμπού». Αυτή την εμπιστοσύνη πρόδωσε ο Βουλιέρης.
Μήπως είναι πολύ «ψυχολογική» αυτή η εξήγηση; Στις Φωνές από το παρελθόν, ο Βρετανός κοινωνιολόγος και ιστορικός Πολ Τόμπσον γράφει:
Από τη στιγμή που οι ιστορικοί αρχίζουν να κάνουν συνεντεύξεις, συνεργάζονται αναπόφευκτα με άλλους — τουλάχιστον με τους πληροφορητές τους. Και για να πετύχει μια συνέντευξη απαιτούνται κάποιες νέες δεξιότητες, όπως η κατανόηση των ανθρώπινων σχέσεων (μτφρ.: Ρ.Β. Μπούσχοτεν – Ν. Ποταμιάνος, Πλέθρον 2002, σ. 37).
Αλλά οι σχέσεις, για να λειτουργούν, χρειάζονται όρια.