Ο Γιώργος είναι, 16 χρονών, παντρεμένος ζει στον οικισμό των Ρομά Αγ. Σοφίας στα Διαβατά και δεν έχει πάει ποτέ σχολείο. Προσπαθεί όπως λέει να γίνει καλύτερος στο ποδόσφαιρο. «Θα ήθελα να πάω όμως σχολείο γιατί χρειάζεται κάθε άνθρωπος να μαθαίνει γράμματα, θα με βοηθούσε και στην ομάδα αλλά τώρα αν θα πάω δεν ξέρω καλά καλά να γράφω».
Ο Αχιλλέας ζει επίσης στον οικισμό είναι 14, πηγαίνει σχολείο αλλά φέτος μάλλον δεν θα πάει γιατί δεν έχει τρόπο να φτάσει μέχρι εκεί. Οι γονείς του φεύγουν στις 7 το πρωί και επιστρέφουν το βράδυ. Επιπλέον παντρεύτηκε, και αυτό συνιστά έναν ακόμη λόγο για να σταματήσει το σχολείο και να βρει δουλειά. Η Λέτα είναι 32 χρονών από την Αλβανία, χωρίς χαρτιά και ζει στον οικισμό. Τα δυο παιδιά της πηγαίνουν σχολείο αλλά φέτος που δεν έχουν μπει ακόμη λεωφορεία δεν θα μπορέσουν να πάνε γιατί δεν έχουν αμάξι. Η απέλαση συνιστά καθημερινό φόβο σε κάθε τους κίνηση.
Η Ελένη είναι επίσης κάτοικος στον οικισμό Ρομά, 32 χρονών έχει πέντε παιδιά χωρισμένη και τα τέσσερα από αυτά πηγαίνουν σχολείο. Ζει με μια ξυλόσομπα το χειμώνα και όταν δεν έχει ρεύμα τα παιδιά της διαβάζουν με κερί. «Πέρυσι ξεκίνησα να πηγαίνω σε νυκτερινό σχολείο και εγώ για να μάθω γράμματα» μας λέει. Και πέρυσι είχαμε πρόβλημα με τα λεωφορεία και μας βοηθούσε στη μετακίνηση ο ξάδερφός μου, σήμερα δεν πήγαν σχολείο γιατί δεν μπορούσε να αφήσει την δουλειά» τονίζει ακόμη.
Οι ιστορίες αυτές μπορεί να μην σημαίνουν τίποτα για κάποιους γιατί η κυρίαρχη αφήγηση για τους Ρομά είναι ότι δεν πηγαίνουν σχολείο γιατί «απλά έτσι συμβαίνει», χωρίς να αναζητούνται οι αιτίες της κατάστασης αυτής. Τα πράγματα όμως δεν είναι φυσικά έτσι.
Το πρόβλημα με τις μετακινήσεις των μαθητών στο νομό Θεσσαλονίκης παραμένει ακόμη άλυτο τρεις εβδομάδες μετά την έναρξη της σχολικής χρονιάς με τα παιδιά και τους γονείς να ταλαιπωρούνται σε πολλαπλά επίπεδα με τις πιο κοινωνικά ευπαθείς ομάδες να αδυνατούν να ανταπεξέλθουν και τα σχολεία να μένουν χωρίς μαθητές και οι μαθητές χωρίς σχολεία.
Ένας οικισμός «φάντασμα»
Στον οικισμό Ρομά Αγ. Σοφίας στα Διαβατά το πρόβλημα αυτό αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία καθώς διογκώνει συσσωρευμένα προβλήματα σχετικά με την πρόσβαση των Ρομά στην εκπαίδευση σε μια περιοχή που παράλληλα αντιμετωπίζει τεράστιες δυσκολίες επιβίωσης. Πρόκειται για έναν οικισμό που πολλοί τον χαρακτηρίζουν «φάντασμα» με τους κατοίκους να μένουν εγκαταλελειμμένοι από την πολιτεία εδώ και πολλά χρόνια σε όλα σχεδόν τα επίπεδα της ζωής τους. Η αδυναμία μετακίνησης στα σχολεία οδηγεί ουσιαστικά στην κατάργηση του δικαιώματος των Ρομά στην εκπαίδευση σε μια περιοχή που οι μαθητές αντιμετωπίζουν ήδη δυσκολίες λόγω παγιωμένων φόβων, στερεοτυπικών και ρατσιστικών αντιλήψεων να καταφέρουν να έχουν πρόσβαση στα σχολεία.
Ο οικισμός αυτός δημιουργήθηκε πριν 14 χρόνια όπου εγκαταστάθηκαν οι Ρομά που μέχρι τότε έμεναν διάσπαρτοι στις όχθες του ποταμού Γαλλικού. Ένας οικισμός το 80% των υποδομών του οποίου βρίσκεται ακόμη σε άθλιες συνθήκες, χωρίς αποχεύτευση όμβριων και κανονική υδροδότηση, με πλημμυρισμένους δρόμους γεμάτους σκουπίδια καθώς οι υπηρεσίες καθαριότητες του Δήμου περνούν μία φορά την εβδομάδα από την περιοχή(παλαιότερα καμία), χωρίς πρόσβαση στον ΟΑΣΘ και τον μισό χρόνο χωρίς ρεύμα. Επιπλέον η πλειοψηφία των κατοίκων δεν διαθέτουν ασφάλιση και συνεπώς δεν έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας ενώ ακόμη και ο εμβολιασμός των παιδιών γίνεται σπάνια και μετά από πολλές εκκλήσεις σε απομακρυσμένα Κέντρα Υγείας.
Χωρίς ρεύμα τον μισό χρόνο
Οι υπηρεσίες της ΔΕΗ δεν έρχονται τις περισσότερες φορές να διορθώσουν τις βλάβες, στα μισά λυόμενα σπιτάκια και τις παράγκες δεν έχουν τοποθετηθεί ρολόγια με αποτέλεσμα το φαινόμενο της ρευματοκλοπής να συνιστά την μόνη λύση για να έχουν όλοι εκ περιτροπής ηλεκτροδότηση (από λίγες ώρες ρεύμα). Όπως είναι φυσικό, οι υπέρογκοι λογαριασμοί που δημιουργούνται δεν μπορούν να καταβληθούν από τους φτωχούς Ρομά, με τον οικισμό να υφίσταται κατά περιόδους ακόμη και με καταστολή, ΜΑΤ και δακρυγόνα την πλήρη διακοπή ρεύματος. Χαρακτηριστική είναι η ανάλγητη στάση της πολιτείας σε κρίσιμες καταστάσεις, όπως παιδιών με άσθμα τα οποία χωρίς ρεύμα δεν μπορούν να κάνουν την θεραπεία τους αλλά και σε περίπτωση κηδείας όπου ο υπεύθυνος της ΔΕΗ στην έκκληση για ρεύμα στον οικισμό απάντησε ότι “οι νεκροί δεν χρειάζονται φως”. Επίσης το νηπιαγωγείο (το μοναδικό σχολείο που βρίσκεται εντός των ορίων του οικισμού) τις μισές μέρες του χρόνου δεν έχει ρεύμα με αποτέλεσμα να χάνονται πάρα πολλά μαθήματα στα ήδη ταλαιπωρημένα από τις συνθήκες ζωής παιδιά. Όσον αφορά το ζήτημα της μεταφοράς στα 6 περίπου σχολεία που συνεργάζονται με τον οικισμό, αυτό αποτελεί κάθε χρόνο ένα από τα κομβικότερα προβλήματα που αφορούν την εκπαίδευση των Ρομά.
Χρόνιο πρόβλημα οι καθυστερήσεις στα λεωφορεία
«Κάθε χρόνο πιέζουμε ως σωματείο αλλά και μέσω του πανεπιστημίου την Περιφέρεια να μπουν λεωφορεία από τις αρχές της χρονιάς. Ποτέ μέχρι σήμερα τα λεωφορεία δεν έμπαιναν στην ώρα τους με την γνωστή κατάληξη, τα εγγεγραμμένα στα σχολεία παιδιά να ξεκινούν τρεις μήνες αργότερα με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται ακόμη περισσότερο να προσαρμοστούν στην εκπαιδευτική διαδικασία» μας εξηγεί ο Παναγιώτης Σαμπάνης, γραμματέας της Ομοσπονδίας «Μέγας Αλέξανδρος» Ρομ που συνιστά και έναν από τους διαμεσολαβητές στα πλαίσια του προγράμματος εκπαίδευσης παιδιών Ρομά της Παιδαγωγικής Σχολής του ΑΠΘ
«Ένα από τα προβλήματα σε σχέση με την πρόσβαση των μικρών Ρομά στο σχολείο πέρα από τις καθημερινές δυσκολίες επιβίωσης είναι ότι οι γονείς είναι αναλφάβητοι, οι περισσότεροι από αυτούς είναι μικροπωλητές και αντιμετωπίζουν τεράστια δυσκολία να τα μεταφέρουν προς και από το σχολείο. Επιπλέον προσπαθούμε να πείσουμε τα παιδιά να μην σταματούν το σχολείο όταν παντρεύονται, διαδικασία που λόγω εθίμου συμβαίνει στην ηλικία των 13-14» συνεχίζει. Χρειάζεται, σύμφωνα με τον ίδιο, αρκετό πείσμα για να ξεπεραστούν διάφορες δυσκολίες για να πάει το παιδί σχολείο και η απουσία δυνατότητας μετακίνησης λειτουργεί τελείως αποθαρρυντικά σε κάθε στάδιο της προσπάθειας αυτής.
Να διασφαλιστεί το δικαίωμα στην εκπαίδευση για τα παιδιά Ρομά
«Η ιστορία της μετακίνησης των παιδιών είναι μια αποτυχημένη ιστορία για την εκπαιδευτική διαδικασία» μας λέει η Ροδή Καβούνη, διευθύντρια του νηπιαγωγείου. «Ούτε ξεκινά ούτε τελειώνει στην ώρα της αλλά ούτε και εξελίσσεται σωστά, καθώς κάποια παιδιά θα έπρεπε να επιστρέφουν στις 12:30 και άλλα στις 14:00, οι λεωφορειούχοι αποφασίζουν να μην κάνουν άλλο δρομολόγιο και έτσι τα περισσότερα παιδιά χάνουν σίγουρα δύο ώρες μάθημα καθημερινά» . Το γεγονός, όπως εξηγεί, ότι τα παιδιά μοιράζονται σε έντεκα σχολεία λόγω του ότι ο νόμος δεν επιτρέπει την συγκέντρωση παιδιών Ρομ σε ποσοστό μεγαλύτερο του 25% σε ένα σχολείο επηρεάζει την διαδικασία των εγγραφών. Επιπλέον, σύμφωνα με την ίδια, λόγω διαφόρων παραγόντων και φυσικά και λόγω της δυσκολίας μετακίνησης, το σχολείο δεν παράγει κάποιο νόημα στη ζωή των Ρομά, και έτσι οι Ρομά δεν νοιώθουν ακόμη κάποια δέσμευση απέναντι στην εκπαίδευση τη δική τους αλλά και των παιδιών τους. Αυτό για να αλλάξει, τονίζει η κα Καβούνη, πρέπει να εμπλακούν στα σοβαρά θεσμικοί φορείς, να δουλέψουν για να διασφαλιστεί το δικαίωμα των παιδιών στην εκπαίδευση το οποίο είναι ταυτόχρονα υποχρέωση της πολιτείας. Κατά τη γνώμη της θετικό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή θα ήταν η δημιουργία δημοτικού σχολείου εντός του οικισμού το οποίο να λειτουργεί το πρωί για τα παιδιά και το απόγευμα για τους αναλφάβητους γονείς.
Οι φόβοι διαλύονται μέσα από την επαφή με το σχολείο
Εδώ και τέσσερα χρόνια στον οικισμό Αγ. Σοφίας βρίσκεται σε εξέλιξη (σε έναν μήνα λήγει) το “Πρόγραμμα εκπαίδευσης παιδιών Ρομά, το οποίο υλοποιείται από το Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του ΑΠΘ, χρηματοδοτείται από κοινοτικούς πόρους με στόχο την παροχή ψυχοκοινωνικής υποστήριξης στα παιδιά Ρομά και τις οικογένειές τους. Βασική μέριμνα των επιστημόνων που συμμετέχουν σε αυτό και επισκέπτονται καθημερινά τον οικισμό ήταν η διασύνδεση της κοινότητας με τα σχολεία, τις υπηρεσίες, αστικοδημοτικής τακτοποίησης αλλά και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.
Όπως μας εξηγεί η Αλεξάνδρα Καλαϊτζάκη, ψυχολόγος και μέλος του προγράμματος ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του καταυλισμού είναι η γεωγραφική του τοποθέτηση. Οι οικισμός είναι αποκλεισμένος τόσο από το κέντρο της Θεσσαλονίκης αλλά και από τον ίδιο το Δήμο. Έτσι από τον πρώτο χρόνο της προετοιμασίας για την εγγραφή και την ένταξη των παιδιών στα σχολεία στόχος ήταν να βρεθούν νέα σχολεία τα οποία να αποδεχθούν τα παιδιά και να δημιουργηθεί ένα δίκτυο υποστήριξης.
«Σε όλη αυτή την διαδικασία υπάρχει ένας αμφίδρομος φόβος. Καταρχήν στους κατοίκους για τους οποίους το σχολείο βρίσκεται πολύ μακριά. Ένας από τους φόβους τους είναι η αρπαγή ανήλικων κοριτσιών, το ενδεχόμενο αυτά να χτυπήσουν αλλά και το άγνωστο για αυτούς περιβάλλον του σχολείου να μην τους υποστηρίξει λόγω διακρίσεων και ρατσισμού. Από την άλλη υπάρχει φόβος και από το ίδιο το σχολείο – λόγω και ρατσιστικών αντιλήψεων- να υποδεχθεί τα παιδιά αυτά» εξηγεί ακόμη η Αλεξάνδρα Καλαϊτζάκη προσθέτοντας ότι σε όλο αυτό το διάστημα γινόταν τόσο προσπάθεια κατανόησης των φόβων όσο και επαφής των γονιών με τα σχολεία προκειμένου να νοιώσουν περισσότερο προστατευμένοι.
«Παράλληλα προσπαθούμε να κοινοποιήσουμε τους λόγους απουσίας των μαθητών στα σχολεία ένας από τους οποίους είναι π.χ. η απουσία ηλεκτροδότησης με αποτέλεσμα οι μαθητές να μην μπορούν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις ενός σχολείου». Με την πίεση που ασκήθηκε έγινε εφικτό να εγγραφούν περίπου 200 παιδιά στα Δημοτικά του Καλοχωρίου, των Διαβατών, Μαγνησίας και της Σίνδου.
Η μετακίνηση στο σχολείο και στην αντίληψη για το σχολείο
Το ζήτημα της καθυστέρησης στη μετακίνηση έχει άμεσες επιπτώσεις στην ζωή των μαθητών, λειτουργεί ως παράγοντας απογοήτευσης των παιδιών και καθυστέρησης στην ένταξη. Αυτό σε συνδυασμό με την μικρή ηλικία που εισάγεται το παιδί στον έγγαμο βίο, το γεγονός ότι οι γυναίκες της κοινότητας ζουν εντελώς αποκομμένες από πτυχές της ζωής και δεν έχουν κοινωνικές αναπαραστάσεις εκπαίδευσης δημιουργεί επιπλέον δυσκολίες αναζήτησης της εκπαίδευσης.
Παρ`όλα αυτά μετά από πολύ προσπάθεια όλων των πλευρών η αύξηση των μαθητών αλλά και των γονέων που επιθυμούν να πηγαίνουν ακόμη και μόνοι τους τα παιδιά στο σχολείο είναι θεαματική. Σύμφωνα με την Αλεξάνδρα, η διαδικασία των τελευταίων χρόνων εγγραφής και ένταξης στα σχολείο έχει κάνει εφικτή την διεκδίκηση της εκπαίδευσης και από τους ίδιους τους μαθητές.
«Μπαίνοντας στην διαδικασία της εγγραφής παιδιών στα σχολεία διαπιστώσαμε την δυσκολία στη μετακίνηση σε πραγματικό επίπεδο που αντιστοιχεί και σε μια δυσκολία στην μετακίνηση σε συμβολικό και αφορά την μετακίνηση των στάσεων και των θέσεων όλων των πλευρών που εμπλέκονται στο ζήτημα την εκπαιδευτική κοινότητα, την κοινότητα των Ρομά και την πολιτεία» τονίζει η Δημήτρα Κουτσούμπα, ψυχολόγος, επίσης μέλος του προγράμματος επί 4 χρόνια στον οικισμό της Αγ. Σοφίας.
«Σιγά σιγά και μέσω της προσπάθειας όλων είδαμε να συμβαίνουν μικρές αλλαγές στις θέσεις οι οποίες βοηθήθηκαν και από την μετακίνηση των μαθητών σε πραγματικό επίπεδο. Οι αλλαγές αυτές, σύμφωνα με την ίδια, πραγματοποιούναι μόνο αν αποδομηθούν οι προκαταλήψεις σε όλες τις πλευρές και όταν τελικά βρεθεί ένα κοινός τόπος στις αφηγήσεις όλων.
Σταυρούλα Πουλημένη