in

Οι χαρούμενες διακοπές της καγκελαρίου. Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Οι χαρούμενες διακοπές της καγκελαρίου. Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Για το πώς σκεφτόμασταν τα πράγματα στην αρχή της χρονιάς, οι γερμανικές εκλογές στις 24 Σεπτεμβρίου θα ήταν κορύφωση μιας τριλογίας εκλογικών θρίλερ στην Ευρώπη, μετά το ολλανδικό και το γαλλικό. Τέλη Ιούλη πια, με τον Ρούτε και τον Μακρόν να έχουν νικήσει τους Βίλντερς και Λεπέν, οι ειδήσεις από τη Γερμανία ξεκινούν με μια «λάουντζ» πινελιά: τις διακοπές της Άγκελα Μέρκελ, δύο μόλις μήνες πριν τη μάχη με το SPD. Η λέξη «μάχη» είναι, βεβαίως, τρόπος του λέγειν.

Μπορεί ως τον Μάρτη οι δημοσκοπήσεις να έδειχναν πίσω την καγκελάριο – όμως η συντριβή του Μάρτιν Σουλτς, σε συνδυασμό με την ανάκαμψη των Φιλελεύθερων (FDP), πρώην εταίρων της CDU, και την υψηλή καταγραφή της ακροδεξιάς «Εναλλακτικής» (ΑFD), φαίνεται σήμερα τόσο δεδομένη, που η άτυπη διάδοχος του Ομπάμα στο τιμόνι του «ελεύθερου κόσμου» δικαιούται μερικές εβδομάδες ανεμελιάς.

Δημοσκοπήσεις Ιουλίου 2017. Πηγή: Wikipedia

 

Προσθέτοντας στα παραπάνω την καθοδική δυναμική του Die Linke, τον διαγκωνισμό μεταξύ FDP και AFD για την ενδεδειγμένη πιο «εγωιστική» στάση της χώρας στην Ευρωζώνη, και τελευταία, το κλίμα κατά του «ισλαμο-αριστερισμού» –τη σύγκρουση Δεξιάς-Αριστεράς με όρους πολιτισμικούς και στην ατζέντα «νόμου και τάξης», μετά την επίθεση στο Αμβούργο και τις διαδηλώσεις κατά των G-20–, έχει κανείς τα στοιχεία μιας συντηρητικής ηγεμονίας εξαιρετικά συμπαγούς. Αν αυτή η ηγεμονία δεν είναι προφανώς υπόθεση της προεκλογικής περιόδου, τότε σε ποιες κοινωνικές δυναμικές αντιστοιχεί;

Για τις μέινστριμ αναλύσεις, η έμφαση δίνεται και θα δοθεί στο φύλο, την ηλικία και τη διαχωριστική γραμμή Δύσης-Ανατολής. Έρευνα του σοσιαλδημοκρατικού Γερμανικού Ινστιτούτου για την Οικονομική Έρευνα (DWI), πριν από δύο εβδομάδες, έδειξε ότι τη νίκη στην Μέρκελ εξασφαλίζουν οι γυναίκες (Frauen), οι ψηφοφόροι άνω των 55 (55 Jahre und Älter) και η Δυτική Γερμανία (Ostdeutschland) – υπόμνηση, αυτό το τελευταίο, ότι ο 20ός αιώνας και το ίχνος τους Τείχους δεν έχουν σβήσει ακόμα.

Ψήφος ανά φύλο, ηλικιακή κατηγορία και γεωγραφικό τομέα, με βάση τις προτιμήσεις του 2016.
Πηγή: DIW, Iούλιος 2017

 

Όμως η ευρεία νίκη των Χριστιανοδημοκρατών, και μαζί η ανάκαμψη των γερμανών Φιλελεύθερων, θα είναι πρώτα απ’ όλα μια ευρεία νίκη των πλουσίων. Με βάση και πάλι την έρευνα του DIW, οι ψηφοφόροι του FDP και της CDU είναι αυτοί που ανήκουν στις ανώτερες εισοδηματικές κλίμακες, μαζί με αυτούς των Πρασίνων: εύλογα, το σύνθημα για λιγότερους φόρους είναι μια υπόσχεση που μπορεί να τους κινητοποιήσει. Στον αντίποδα, οι φτωχοί ψηφίζουν, όταν ψηφίζουν, Die Linke και AFD, Αριστερά και Ακροδεξιά. Δηλαδή τα «άκρα».

Κομματική προτίμηση το 2016 και μηνιαίο εισόδημα νοικοκυριού σε ευρώ
Πηγή: DIW, Iούλιος 2017

 

Παρότι ο Σουλτς δοκίμασε σε πρώτη φάση να απευθυνθεί στον κόσμο της Αριστεράς, υποσχόμενος να αμβλύνει τις συνέπειες της σοσιαλδημοκρατικής «Ατζέντας 2010» για τους εργαζόμενους (της Ατζέντας που ο ίδιος είχε στηρίξει, στη Γερμανία και την Ευρώπη), επρόκειτο για τον ορισμό του «πάρα πολύ λίγο, πάρα πολύ αργά».

Μεταξύ 2000 και 2016, η εργατική τάξη, ιδίως η ανειδίκευτη, γύρισε παγερά την πλάτη στο SPD (44% οι ανειδίκευτοι εργαζόμενοι ψηφοφόροι του το 2000 – μόλις 17% το 2016). Κάπως έτσι, η εκλογική βάση Σοσιαλδημοκρατών και Χριστιανοδημοκρατών, των δύο βασικών δηλαδή αντιπάλων στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, ομογενοποιήθηκε: τα δύο κόμματα τα ψηφίζουν έκτοτε εξίσου λίγοι εργαζόμενοι, και στα δύο αυξάνουν την επιρροή τους τα διοικητικά στελέχη – κι έτσι, η πιο αξιοσημείωτη διαφορά τους, εξηγεί ο υπεύθυνος της έρευνας του DIW Αλέξανδρος Κρητικός (tageshau.de, 19.7.2017), είναι η μεγαλύτερη απήχηση του SPD στις μεγάλες πόλεις, ενώ η CDU ψηφίζεται στις αγροτικές περιοχές. Επιπλέον, οι αυτοαπασχολούμενοι (Selbstandige) προτιμούν την Μέρκελ από τον Σουλτς, όπως φαίνεται και  παρακάτω.

Καθεστώς απασχόλησης και επάγγελμα, με βάση την εκλογική προτίμηση του 2016. Πηγή: DIW, Ιούλιος 2017

Αλλά οι διαφορές τελειώνουν εκεί.

Η φθίνουσα εκπροσώπηση της εργατικής τάξης στην κεντρική πολιτική σκηνή: αυτό είναι το βασικό για τις εκλογές (και) στη Γερμανία. Κι αυτό είναι η άλλη όψη του γερμανικού εξαγωγικού «θαύματος», που συνόψισε ωραία προ ετών ο γερμανός ιστορικός Καρλ Χάιντς Ροτ, συνδέοντας αυτό που «κάνουν οι Γερμανοί στους Έλληνες» με αυτό που κάνει ο γερμανικός καπιταλισμός στη γερμανική εργατική τάξη:

«Μεταξύ 2001 και 2011, η μέση ετήσια αύξηση των ονομαστικών μισθών ήταν 1,6%, αλλά οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν κατά 4,2% κατά την ίδια περίοδο. Εν τω μεταξύ, η παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε κατά 1,2% το χρόνο. Το αποτέλεσμα ήταν μια σταθερή μείωση του δείκτη του μισθολογικού κόστους στην εγχώρια παραγωγικότητα της εργασίας ή στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Δεδομένου ότι το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος είναι πιο στενά συνδεδεμένο με τη δομή των τιμών από την προσφορά χρήματος ή το δημόσιο χρέος, οι Γερμανοί ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσουν μισθολογικό ντάμπινγκ, το οποίο είναι εξαιρετικά κερδοφόρο για τις επιχειρήσεις, ώστε να μειώνουν συστηματικά τις τιμές των εξαγωγών τους»[1]

Η φθίνουσα εκπροσώπηση της εργατικής τάξης στην κεντρική πολιτική σκηνή – ιδίως μετά τη «φιλελευθεροποίηση» και την «εθνικοποίηση» της Σοσιαλδημοκρατίας: αυτό είναι το βασικό για τις εκλογές (και) στη Γερμανία.
 
***

Οι φτωχοί δεν ψηφίζουν, την ίδια στιγμή που τα αφεντικά επιδρούν με μεγαλύτερη άνεση, ιδίως στους βασικούς διεκδικητές της εξουσίας. Αυτό το τελευταίο επιβεβαιώνουν διαδοχικές έρευνες για τη διαδρομή των δωρεών προς τα γερμανικά κόμματα: αναμενόμενα, το ένα άκρο εδώ, το κόμμα δηλαδή με τη μεγαλύτερη εξάρτηση από κρατικό και ιδιωτικό χρήμα, είναι η CDU – και το άλλο άκρο, η γερμανική Αριστερά[2].

Χρηματοδότηση των γερμανικών κομμάτων 1990-2012. Πηγή: Νeues Deutschland

 

Τα αφεντικά έχουν τον τρόπο τους να «συμμετέχουν» όσο πιο άμεσα γίνεται στην εκλογική μάχη. Την ίδια στιγμή, η εγκατάλειψη της εργατικής τάξης από τη Σοσιαλδημοκρατία, βασική διάσταση σ’ ό,τι αφορά την αδυναμία των εργαζόμενων να επιδρούν στην κεντρική πολιτική σκηνή, σημαίνει ότι «στα χαμηλότερα σκαλοπάτια της εισοδηματικής κλίμακας είναι εκείνοι που έχουν αποστραφεί την πολιτική και δεν πηγαίνουν καν στις εκλογές», λέει ο Καρλ Μπρένκε για την έρευνα του DIW που τεκμηριώνει τη μετάλλαξη του SPD (Τα Νέα, 22.7.2017).

Χάρη στη συνθήκη που αυξάνει την αποχή, ενισχύεται και η Ακροδεξιά. Έτσι, η προσφυγική «κρίση» (επ’ ουδενί συγκρίσιμη στην Ευρώπη με ό,τι γίνεται στην Τουρκία και τις χώρες της Μέσης Ανατολής) έγινε ευκαιρία για την «Εναλλακτική», όπως δείχνει η εκτίναξη των ποσοστών της μετά το 2015.

Η επιρροή της AfD πριν και μετά την προσφυγική “κρίση”. Πηγή: DW.com

***

Με την πολιτική χαμηλών επιτοκίων της ΕΚΤ να έχει ευνοήσει τις γερμανικές τράπεζες, την πολιτική Τραμπ να αναβαθμίζει αντικειμενικά τον διεθνή ρόλο της Γερμανίας και παίζοντας η ίδια χωρίς αντίπαλο στο εσωτερικό μετά την αφομοίωση του SPD, η Μέρκελ μπορεί να κεφαλαιοποιεί την ηγεμονία της Δεξιάς: τόσο αφομοιώνοντας πτυχές της ακροδεξιάς αντιπολίτευσης, από το προσφυγικό ως τη διαχείριση της κρίσης στην Ευρώπη· όσο και απαντώντας στις πιέσεις από τα αριστερά (SPD, Πράσινοι, Αριστερά) για «περισσότερη Ευρώπη» – αφενός δηλαδή προσεγγίζοντας τη Γαλλία του Μακρόν και συγχαίροντας τον Τσίπρα, αφετέρου δουλεύοντας πάνω στην πρόταση Σόιμπλε για μετατροπή του ESM σε «ευρωπαϊκό ΔΝΤ». Κάθε σαξές στόρι στον καπιταλισμό, ωστόσο, είναι πρόλογος ενός μεγάλου προβλήματος.

Με το να διατηρεί τεράστια εμπορικά πλεονάσματα έναντι των διεθνών ανταγωνιστών της (κυρίως των ΗΠΑ), με το να απαγορεύει δηλαδή πρακτικά τις εισαγωγές στη Γερμανία των προϊόντων τους και να υπεραποταμιεύει αντί να επενδύει –και φυσικά με το να εμμένει στην Ευρώπη σε ένα Σύμφωνο Σταθερότητας που μόνο η ίδια μπορεί να τηρεί μέχρι τέλους–, η Γερμανία έρχεται αντικειμενικά σε σύγκρουση με τον υπόλοιπο κόσμο. Μπορεί οι αναλυτές να μην ανησυχούν για ένα νέο «φαινόμενο Τραμπ» α λα γερμανικά. Όμως η διεθνής θέση της χώρας προϋποθέτει ήδη από χρόνια μέρος της συνταγής του τελευταίου: έναν οικονομικό εθνικισμό που αφομοιώνει στην κυρίαρχη πολιτική την εθνικιστική «κριτική» της. Η τήρηση, τώρα, αυτής της διεθνούς θέσης θα περάσει από συγκρούσεις στο κοντινό μέλλον· μόνο για την ώρα, έχουμε τη διαίρεση του δυτικού κόσμου στο ΝΑΤΟ, με την Μέρκελ να δηλώνει από τον Μάιο πως η Ευρώπη δεν μπορεί να στηρίζεται εξολοκλήρου σε ΗΠΑ και Βρετανία.

Με βάση τα παραπάνω, λοιπόν, το ενδιαφέρον είναι η μάχη στα «άκρα» του πολιτικού φάσματος: στο αν και πώς η γερμανική Αριστερά θα αμφισβητήσει την επιρροή του AFD στον κόσμο που δεν περιμένει τίποτα από τις συστημικές λύσεις, εξού και αποσύρεται από την πολιτική. Μπορεί άραγε να πολιτευτεί ως τέτοιο «άκρο» το Die Linke;

 

Με ευχαριστίες στον Χρίστο Μάη και τον Νίκο Σκοπλάκη.

 


[1] Καρλ Χάιντς Ροτ, Η Ελλάδα και η κρίση: Τι έγινε και τι μπορεί να γίνει; (μτφρ.: Δημήτρης Λάμπος), Νησίδες 2012.

[2] Τα εντυπωσιακά στοιχεία για την περίοδο 1990-2015 εδώ: https://www.neues-deutschland.de/artikel/925821.big-spender-analyse-der-parteienfinanzierung-seit.html Επίσης στη Wikipedia: https://de.wikipedia.org/wiki/Parteispende

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ποιοι και γιατί μισούν τη μεταπολίτευση; Του Δημήτρη Λαβατσή

Κατά της ΚΥΑ τιμολόγησης νερού προσφεύγει στο ΣτΕ το Σωματείο Εργαζομένων της ΕΥΑΘ